35. Πώς αντιμετώπισα τη φροντίδα και προστασία του πατέρα μου

Το 2019, η 18χρονη Μου Σι συνελήφθη από το ΚΚΚ επειδή κήρυττε το ευαγγέλιο, της επιβλήθηκε ποινή δυόμισι ετών και αποφυλακίστηκε τον Απρίλιο του 2022. Βγήκε από τον σταθμό του τρένου και είδε τον πατέρα της να στέκεται στην άκρη του δρόμου, περίλυπος να κοιτάζει ανήσυχα προς την έξοδο. Η Μου Σι ενθουσιάστηκε μιας και είχε τρία χρόνια να τον δει. Όσο βρισκόταν στη φυλακή, έμαθε ότι οι ρευματισμοί του είχαν χειροτερέψει και αναρωτήθηκε αν είχε πια βελτιωθεί η υγεία του. Ενώ το σκεφτόταν, πήγε γρήγορα προς αυτόν. Όταν πλησίασε, παρατήρησε ότι η πλάτη του είχε κυρτώσει ελαφρά και το πρόσωπό του φαινόταν λυπημένο και γέρικο. Λύπη πλημμύρισε την καρδιά της κι ένιωσε ένα τσούξιμο στη μύτη της, και γύρισε να σκουπίσει τα δάκρυά της. Αφού γύρισε σπίτι, ενώ συζητούσε με τον πατέρα της, έμαθε ότι αυτός ανησυχούσε πάντα γι’ αυτήν τρία χρόνια τώρα. Όταν τον ειδοποίησε η αστυνομία εκείνη τη χρονιά για τη σύλληψή της, δεν μπορούσε να το πιστέψει ούτε και να το δεχτεί. Το 18χρονο παιδί του συνελήφθη και φυλακίστηκε και δεν ήξερε πώς θα το βασάνιζαν. Ανησυχούσε τόσο που δεν μπορούσε να κοιμηθεί ούτε να φάει σωστά. Επιπλέον, τα χρόνια σκληρής χειρωνακτικής δουλειάς τού είχαν αφήσει διάφορα κουσούρια κι οι ρευματισμοί στο πόδι του είχαν χειροτερέψει. Σπάνια έκανε βαριές δουλειές και κούτσαινε όταν ο πόνος ήταν έντονος, και φοβόταν ότι αν πέθαινε μόνος στο σπίτι, κανένας δεν θα το μάθαινε. Η Μου Σι είδε ότι τα συνήθως δυνατά μάτια του πατέρα της ήταν κόκκινα, ενώ όταν μιλούσε για όσα είχαν συμβεί τα τελευταία χρόνια, τον έπιανε ένας κόμπος στον λαιμό. Ένιωσε έναν πόνο να της σφίγγει την καρδιά και δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπό της. Η Μου Σι θυμήθηκε πως όταν ήταν 11 χρόνων, η αστυνομία είχε κυνηγήσει τη μητέρα της επειδή πίστευε στον Θεό και αναγκάστηκε να κρυφτεί. Ο πατέρας της μόνος του έπαιξε τον ρόλο και της μάνας και του πατέρα, αφού τη φρόντισε και τη μεγάλωσε. Πότε δούλευε ως οδηγός φορτηγού και πότε ως αγρότης, και μετά από μια δύσκολη μέρα δουλειάς, δεν είχε χρόνο να ξεκουραστεί, αφού έπρεπε να τη φροντίσει όταν ήταν μικρή. Αργότερα, όταν αυτή έφυγε από το σπίτι για να κάνει τα καθήκοντά της, η αστυνομία ερχόταν διαρκώς στο σπίτι της για να ανακρίνει τον πατέρα της και να μάθει πού βρισκόταν. Ο πατέρας της το αντιμετώπιζε αυτό ολομόναχος, υπέμενε τις ψυχρές ματιές και την κοροϊδία συγγενών και γειτόνων, ενώ ανησυχούσε διαρκώς για την ασφάλεια τη δική της αλλά και της μητέρας της. Μετά, σκέφτηκε ότι ο πατέρας της είχε απομείνει σε ένα ψυχρό, άδειο σπίτι κάθε μέρα, να πονάει χωρίς να έχει κανέναν στο πλευρό του να του μιλήσει ή να τον φροντίσει. Η Μου Σι ένιωσε ακόμη περισσότερο υποχρεωμένη στον πατέρα της και γέμισε ενοχές, όταν σκέφτηκε ότι είχε μεγαλώσει, αλλά δεν τον είχε βοηθήσει με τα άγχη της ζωής και τον είχε κάνει να ανησυχεί γι’ αυτή. Δεν έδειχνε ότι δεν σεβόταν τον πατέρα της; Η Μου Σι σκέφτηκε: «Τώρα που γύρισα, πρέπει να μείνω στο πλευρό του και να τον βοηθήσω ώστε να υποφέρει λιγότερο». Τις επόμενες μέρες, άρχισε να δουλεύει για να βγάλει χρήματα και φρόντιζε προσεκτικά τον πατέρα της.

Γρήγορα πέρασε μισός χρόνος, αλλά η αστυνομία ακόμη παρακολουθούσε τη Μου Σι και την εμπόδιζε να ζει εκκλησιαστική ζωή και να κάνει τα καθήκοντά της, κι αυτό την έκανε να νιώθει άδεια και δυστυχισμένη. Μια μέρα, ο επικεφαλής της εκκλησίας ρώτησε τη Μου Σι αν ήταν πρόθυμη να πάει αλλού να εκτελέσει τα καθήκοντά της. Η Μου Σι ενθουσιάστηκε μιας και επιτέλους θα μπορούσε να συναθροιστεί με τους αδελφούς και τις αδελφές της, να φάει και να πιει τα λόγια του Θεού και να κάνει το καθήκον της. Μοιράστηκε τα νέα με τον πατέρα της, αλλά προς έκπληξή της, αυτός εκνευρίστηκε και είπε: «Γιατί με αναγκάζεις να βλέπω και τις δυο σας να με εγκαταλείπετε ξανά και ξανά;» Όταν είδε τόσο στενοχωρημένο τον πατέρα της, η Μου Σι ταράχτηκε κι ένιωσε βαθιά υποχρεωμένη σ’ αυτόν. Σκέφτηκε: «Αν όντως φύγω από το σπίτι, ποιος ξέρει πότε θα γυρίσω. Θα σκεφτεί ο πατέρας μου ότι μετά από τόσο κόπο που έκανε να με μεγαλώσει, εγώ δεν έχω κανέναν σεβασμό ως κόρη;» Μετά, σκέφτηκε την υγεία του και δεν άντεχε να τον πληγώσει κι άλλο. Όμως, ήξερε ότι χωρίς την προστασία και τη φροντίδα του Θεού, δεν θα είχε επιβιώσει δυόμισι χρόνια στη φυλακή και θα ήταν ασυνείδητη αν δεν έκανε το καθήκον της ως δημιουργημένο ον! Ένιωσε διχασμένη και στο τέλος εγκατέλειψε την ευκαιρία να κάνει το καθήκον της. Τη στιγμή που έκανε την επιλογή, ένιωσε μεγάλες ενοχές. Έτσι, έφαγε και ήπιε γρήγορα τα λόγια του Θεού για να αναζητήσει τις προθέσεις Του.

Στη διάρκεια της αναζήτησης, διάβασε δύο χωρία με τα λόγια του Θεού: «Δεν υπάρχει λόγος, να αναλύεις ή να ερευνάς υπερβολικά αν οι γονείς σου έχουν αρρωστήσει σοβαρά ή αν αντιμετωπίζουν κάποια μεγάλη συμφορά, και ασφαλώς δεν πρέπει να αφιερώνεις ενέργεια σ’ αυτό —είναι ανώφελο. Η γέννηση, τα γεράματα, οι αρρώστιες, ο θάνατος και η αντιμετώπιση διαφόρων μεγάλων και μικρών ζητημάτων στη ζωή είναι πολύ κανονικές καταστάσεις. Αν είσαι ενήλικας, τότε πρέπει να σκεφτείς ώριμα και να προσεγγίσεις αυτό το θέμα ήρεμα και σωστά ως εξής: “Οι γονείς μου αρρώστησαν. Κάποιοι λένε ότι φταίει που τους έλειψα τόσο πολύ· γίνεται αυτό; Ναι, σίγουρα τους έχω λείψει. Πώς είναι δυνατόν να μη σου λείπει το ίδιο σου το παιδί; Κι εμένα μου έλειψαν, εγώ γιατί δεν αρρώστησα;” Γίνεται να αρρωστήσει κανείς επειδή του λείπουν τα παιδιά του; Δεν γίνεται. Και τι συμβαίνει όταν αντιμετωπίζουν τόσο σημαντικά ζητήματα οι γονείς σου; Το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι αυτά τα ζητήματα τα έχει ενορχηστρώσει στη ζωή τους ο Θεός. Τα έχει ενορχηστρώσει το χέρι του Θεού. Μην επικεντρώνεσαι σε αντικειμενικούς λόγους και αιτίες. Ήταν δεδομένο ότι οι γονείς σου θα αντιμετώπιζαν αυτό το ζήτημα όταν έφταναν σ’ αυτήν την ηλικία, ήταν αναμενόμενο να πληγούν από αυτήν την ασθένεια. Αν ήσουν εσύ εκεί, δεν θα το πάθαιναν; Αν δεν ήταν γραφτό από τον Θεό να αρρωστήσουν, τότε δεν θα είχαν πάθει τίποτα, ακόμη και αν δεν ήσουν κοντά τους. Αν ήταν γραφτό να πάθουν στη ζωή τους αυτήν τη μεγάλη συμφορά, τότε τι θα πετύχαινες αν ήσουν στο πλευρό τους; Δεν θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να το αποφύγουν, έτσι δεν είναι; (Ναι.) […] Οι γονείς σου είναι ενήλικες· τους έχουν συμβεί τέτοια πράγματα στην κοινωνία ουκ ολίγες φορές. Αν ο Θεός οργανώσει ένα περιβάλλον για να τους απαλλάξει από το ζήτημα, τότε αυτό, αργά ή γρήγορα, θα εξαλειφθεί πλήρως. Αν το ζήτημα είναι γι’ αυτούς εμπόδιο ζωής, και πρέπει να βιώσουν αυτήν την εμπειρία, τότε είναι στο χέρι του Θεού για πόσο διάστημα πρέπει να τη βιώσουν. Πρέπει να τη βιώσουν και δεν γίνεται να την αποφύγουν» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. «Ό,τι κι αν κάνεις, ότι κι αν σκέφτεσαι ή σχεδιάζεις δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι το αν κατανοείς και πιστεύεις αληθινά ότι όλα τα δημιουργήματα βρίσκονται στα χέρια του Θεού. Ορισμένοι γονείς έχουν την ευλογία, και είναι αυτή η μοίρα τους, να απολαμβάνουν την οικογενειακή θαλπωρή και την ευτυχία μιας μεγάλης, ευτυχισμένης οικογένειας. Αυτό επαφίεται στην κυριαρχία του Θεού, και είναι μια ευλογία που τους δίνει Εκείνος. Άλλοι γονείς δεν έχουν αυτήν τη μοίρα· ο Θεός δεν το ρύθμισε έτσι γι’ αυτούς. Δεν έχουν την ευλογία να απολαμβάνουν μια ευτυχισμένη οικογένεια ή να έχουν τα παιδιά τους στο πλάι τους. Αυτή είναι η ενορχήστρωση του Θεού, και οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Ποια είναι η πραγματικότητα της αλήθειας;). Σκέφτηκε τα λόγια του Θεού και δεν μπορούσε παρά να πέσει σε περισυλλογή. Κάθε φορά που σκεφτόταν τον πατέρα της μόνο στο σπίτι τόσα χρόνια, χωρίς να υπάρχει κάποιος να τον φροντίσει όταν ήταν άρρωστος, η καρδιά της βούλιαζε από τις ενοχές και το αίσθημα χρέους. Απλώς ήθελε να φροντίσει τον πατέρα της και να του δώσει κάποιες ανέσεις, αλλά αφού διάβασε τα λόγια του Θεού, τελικά κατάλαβε ότι τα βάσανα που καθένας υπομένει στη ζωή και οι αρρώστιες και οι συμφορές που του τυχαίνουν είναι όλα προκαθορισμένα από τον Θεό, και κανείς δεν μπορεί να τα αλλάξει. Η Μου Σι θυμήθηκε πως όταν έμαθε στη φυλακή ότι οι ρευματισμοί του πατέρα της χειροτέρεψαν, ανησύχησε πολύ γι’ αυτόν. Φοβόταν και αναρωτιόταν πώς θα τα έβγαζε πέρα αν χειροτέρευε η κατάστασή του και δεν τον φρόντιζε κανείς. Όμως, ήταν παγιδευμένη στη φυλακή και δεν μπορούσε να τον φροντίσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τότε ήταν να προσεύχεται στον Θεό περισσότερο και να τον εμπιστευτεί στα χέρια Του. Αφού αποφυλακίστηκε, έμαθε ότι αν και η κατάσταση του πατέρα της ήταν σοβαρή και δεν υπήρχε κανείς να τον φροντίσει, οι ρευματισμοί του σταδιακά βελτιώθηκαν. Κατάλαβε ότι η σωματική κατάσταση κάποιου και κατά πόσο θα είναι σώος, εξαρτάται από την κυριαρχία του Θεού και τι έχει προκαθορίσει Αυτός, και ότι το λογικό ήταν να υποταχθεί στις ενορχηστρώσεις και τα σχέδια του Θεού και να εμπιστευτεί τον πατέρα της σ’ Αυτόν. Αφού το αναγνώρισε αυτό, η Μου Σι ένιωσε ανακούφιση και δεν ανησυχούσε πια ούτε αγχωνόταν.

Ήθελε να πάει αλλού να κάνει τα καθήκοντά της, αλλά όποτε έβλεπε τον πατέρα της εξουθενωμένο μετά από πολλές ώρες δουλειάς και θυμόταν ότι είχε και υπέρταση και ζαλιζόταν όλη μέρα, άρχιζε να νιώθει και πάλι διχασμένη και να σκέφτεται: «Ο πατέρας μου έχει υποφέρει τόσα για να με φροντίσει, δεν θα πρέπει να μείνω σπίτι να τον φροντίσω λίγο περισσότερο;» Αν, όμως, το έκανε αυτό, δεν θα μπορούσε να κάνει το καθήκον της κι ένιωθε ενοχές. Η Μου Σι το ανέφερε συχνά στις προσευχές της στον Θεό, και Του ζητούσε να της δώσει την αποφασιστικότητα να κάνει πράξη την αλήθεια. Αργότερα, διάβαζε ένα χωρίο με τα λόγια του Θεού που της έδωσε το σωστό μονοπάτι άσκησης στις μελλοντικές επιλογές της. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Είναι, άραγε, η αλήθεια το να δείχνει κανείς στους γονείς του την ευσέβεια που πρέπει να δείχνει ένα παιδί; (Όχι, δεν είναι.) Το να φέρεται ένα παιδί στους γονείς του όπως τους αρμόζει είναι σωστό και θετικό· γιατί λέμε, όμως, ότι δεν είναι η αλήθεια; (Επειδή οι άνθρωποι δεν δείχνουν την ευσέβειά τους ως παιδιά απέναντι στους γονείς τους βάσει αρχών, και δεν μπορούν να διακρίνουν τι είδους άνθρωποι είναι, στ’ αλήθεια, οι γονείς τους.) Το πώς θα πρέπει να φέρεται κανείς στους γονείς του είναι σχετικό με την αλήθεια. Αν οι γονείς σου πιστεύουν στον Θεό και σου φέρονται καλά, θα πρέπει να τους φέρεσαι σαν σωστό παιδί; (Ναι.) Πώς το πετυχαίνεις αυτό; Τους φέρεσαι διαφορετικά απ’ ό,τι φέρεσαι στους αδελφούς και τις αδελφές σου. Κάνεις ό,τι σου λένε και, αν είναι μεγάλοι σε ηλικία, πρέπει να μείνεις στο πλευρό τους και να τους φροντίσεις, κι αυτό σε εμποδίζει να πας να εκτελέσεις το καθήκον σου. Είναι σωστό να το κάνεις αυτό; (Όχι.) Τι πρέπει να κάνεις σε τέτοιες περιπτώσεις; Εξαρτάται από τις περιστάσεις. Αν εκτελείς το καθήκον σου κοντά στο σπίτι κι έτσι μπορείς ταυτόχρονα να τους φροντίζεις, και αν οι γονείς σου δεν έχουν κάποια ένσταση ως προς την πίστη σου στον Θεό, τότε πρέπει να κάνεις το χρέος σου ως γιος ή κόρη και να τους βοηθήσεις σε μερικές δουλειές. Αν είναι άρρωστοι, φρόντισέ τους. Αν κάτι τους απασχολεί, παρηγόρησέ τους. Αν σου το επιτρέπουν τα οικονομικά σου, αγόρασέ τους συμπληρώματα διατροφής ανάλογα με το βαλάντιό σου. Τι θα πρέπει να διαλέξεις, όμως, αν εσύ είσαι απασχολημένος με το καθήκον σου, και δεν υπάρχει κανείς να ασχοληθεί με τους γονείς σου, που επιπλέον πιστεύουν κι εκείνοι στον Θεό; Ποια είναι η αλήθεια που θα πρέπει να κάνεις πράξη; Εφόσον το να φέρεσαι στους γονείς σου σαν σωστό παιδί δεν είναι η αλήθεια, αλλά είναι απλώς μια ανθρώπινη ευθύνη και υποχρέωση, τι θα πρέπει να κάνεις αν η υποχρέωσή σου έρχεται σε αντίθεση με το καθήκον σου; (Να δώσω προτεραιότητα στο καθήκον μου, να το βάλω πρώτο.) Η υποχρέωση δεν είναι απαραίτητα καθήκον κάποιου. Η επιλογή κάποιου να εκτελεί το καθήκον του ισοδυναμεί με το να ασκεί την αλήθεια, ενώ η εκπλήρωση μιας υποχρέωσης όχι. Αν βρίσκεσαι σε μια τέτοια κατάσταση, μπορείς να εκπληρώνεις αυτήν την ευθύνη ή υποχρέωση. Εάν, όμως, το τρέχον περιβάλλον δεν το επιτρέπει, τι θα πρέπει να κάνεις; Θα πρέπει να πεις το εξής: “Οφείλω να κάνω το καθήκον μου —έτσι κάνω πράξη την αλήθεια. Το να φέρομαι στους γονείς μου σαν σωστό παιδί σημαίνει ότι ζω σύμφωνα με τη συνείδησή μου και δεν ανταποκρίνεται στην άσκηση της αλήθειας”. Επομένως, θα πρέπει να δίνεις προτεραιότητα στο καθήκον σου και να το τηρείς. […] Ποιο από τα δύο είναι η αλήθεια: να φέρεσαι στους γονείς σου σαν σωστό παιδί ή να εκτελείς το καθήκον σου; Φυσικά, η αλήθεια είναι η εκτέλεση του καθήκοντος. Το να εκτελεί κανείς το καθήκον του στον οίκο του Θεού δεν αφορά απλώς το να εκπληρώνει την υποχρέωσή του και να πράττει αυτό που αναμένεται. Πρόκειται για την εκτέλεση του καθήκοντος ενός δημιουργημένου όντος. Αφορά την αποστολή από τον Θεό, την υποχρέωσή σου, την ευθύνη σου. Πρόκειται για μια πραγματική ευθύνη, αφορά το να εκπληρώσεις την ευθύνη και την υποχρέωσή σου ενώπιον του Δημιουργού. Αυτή είναι η απαίτηση του Δημιουργού από τους ανθρώπους, το μεγάλο ζήτημα της ζωής, ενώ ο σεβασμός που δείχνει ένα παιδί στους γονείς του είναι απλώς η ευθύνη κι η υποχρέωση ενός γιου ή μιας κόρης. Σίγουρα δεν έχει ανατεθεί από τον Θεό, και σε καμία περίπτωση δεν συμφωνεί την απαίτησή Του. Επομένως, μεταξύ του σεβασμού που πρέπει να δείχνει ένα παιδί στους γονείς του και της εκτέλεσης του καθήκοντος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκτέλεση του καθήκοντος, και μόνο αυτή, ισοδυναμεί με την άσκηση της αλήθειας. Το να εκτελείς το καθήκον σου ως δημιουργημένο ον είναι η αλήθεια, είναι ένα δεσμευτικό καθήκον» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Ποια είναι η πραγματικότητα της αλήθειας;). Η Μου Σι κατάλαβε από τα λόγια του Θεού ότι το να φέρεται ως σωστή κόρη είναι θετικό πράγμα και ευθύνη ενός παιδιού, αλλά αυτό είναι απλώς κάτι που πρέπει να κάνει κάποιος με κανονική ανθρώπινη φύση, και δεν σημαίνει ότι κάνει πράξη την αλήθεια. Μόνο αν κάνει το καθήκον ενός δημιουργημένου όντος κάνει κάποιος πράξη την αλήθεια. Όταν το καθήκον της δεν ερχόταν σε σύγκρουση με το να είναι καλή κόρη, έπρεπε να κάνει ό,τι μπορούσε για να φροντίζει τον πατέρα της, να κουβεντιάζει περισσότερο μαζί του και να τον καθησυχάζει, αφού αυτή ήταν η ευθύνη της ως παιδί. Αλλά όταν χρειαζόταν να κάνει το καθήκον της και δεν μπορούσε να είναι στο πλευρό του πατέρα της για να τον φροντίσει, έπρεπε να τον εμπιστευτεί στον Θεό. Ως δημιουργημένο ον, η ευθύνη της και η υποχρέωσή της ήταν να κάνει το καθήκον της και να ολοκληρώσει την αποστολή της. Αυτό σήμαινε να κάνει πράξη την αλήθεια κι αυτό έπρεπε να κάνει. Η Μου Σι έπειτα θυμήθηκε τα δυόμισι χρόνια που πέρασε στη φυλακή. Γνώρισε μια αδελφή στη διάρκεια του μαρτυρίου και της ανημποριάς της εκεί, κι είχαν την ευκαιρία να βοηθήσουν και να στηρίξουν η μία την άλλη, και να συναναστραφούν μαζί τα λόγια του Θεού. Μέσω της διαφώτισης και της καθοδήγησης των λόγων του Θεού σταδιακά τα κατάφερε. Η Μου Σι ένιωσε ότι ο Θεός τη φρόντισε, την προστάτεψε και της έδωσε πολλή χάρη, κι ότι αν έδινε προτεραιότητα στα σαρκικά συναισθήματά της έναντι του καθήκοντός της, θα ήταν πραγματικά επαναστατική. Μόλις το συνειδητοποίησε, προσευχήθηκε και εμπιστεύτηκε όλες τις ανησυχίες και τις αγωνίες της στον Θεό. Τελείωσε τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν στο σπίτι και μετά έφερε κάποια θρεπτικά συμπληρώματα, φάρμακα και άλλα απαραίτητα για τον πατέρα της. Μετά, μίλησε μαζί του και πήγε αλλού για να κάνει το καθήκον της.

Αργότερα, άκουσε τις βιωματικές μαρτυρίες των αδελφών της για το πώς να φέρεται κανείς στους γονείς του, κι αυτό την παρακίνησε να στοχαστεί. Σκέφτηκε ότι ο πατέρας της είχε αναλάβει τον ρόλο μάνας και πατέρα στην ανατροφή της όταν ήταν μικρή κι ότι είχε κάνει θυσίες γι’ αυτήν. Ένιωθε ότι του χρωστούσε απεριόριστη ευγνωμοσύνη κι όταν δεν μπορούσε να βρίσκεται στο πλευρό του για να τον φροντίζει, ένιωθε ότι δεν εκπλήρωνε την ευθύνη της ως παιδί κι ένιωθε υποχρεωμένη στον πατέρα της κι είχε ένοχη συνείδηση. Το ότι έκανε το καθήκον της τώρα μακριά από τον πατέρα της συχνά επηρέαζε την κατάστασή της και την περιόριζε επίσης, κι ήθελε να μάθει πώς θα έλυνε αυτό το θέμα. Καθώς αναζητούσε και στοχαζόταν, βρήκε αυτό το χωρίο με τα λόγια του Θεού: «Στον κόσμο των απίστων υπάρχει ένα ρητό: “Τα κοράκια ξεπληρώνουν τη μητέρα τους ταΐζοντάς την, και τα αρνιά γονατίζουν για να πιουν γάλα από τη μητέρα τους”. Επίσης, υπάρχει και αυτό το ρητό: “Ένα παιδί που δεν σέβεται τους γονείς του είναι χειρότερο και από θηρίο”. Πόσο μεγαλειώδη μοιάζουν αυτά τα ρητά! Η αλήθεια είναι πως όσα περιγράφει το πρώτο ρητό, το ότι τα κοράκια ξεπληρώνουν τη μητέρα τους ταΐζοντάς την και τα αρνιά γονατίζουν για να πιουν γάλα από τη μητέρα τους, υπάρχουν πραγματικά, είναι γεγονότα. Ωστόσο, πρόκειται απλώς για φαινόμενα του ζωικού βασιλείου. Δεν είναι παρά ένας νόμος που έχει θεσπίσει ο Θεός για τα διάφορα ζωντανά όντα και με τον οποίο συμμορφώνονται κάθε λογής ζωντανά πλάσματα, ακόμη και οι άνθρωποι. Το γεγονός, μάλιστα, ότι όλα τα ζωντανά πλάσματα υπακούν σ’ αυτόν τον νόμο αποτελεί ακόμα μία απόδειξη ότι ο Θεός έχει δημιουργήσει όλα τα ζωντανά πλάσματα. Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν μπορεί να παραβεί ή να υπερβεί αυτόν τον νόμο. Ακόμη και τα άγρια σαρκοβόρα ζώα, όπως τα λιοντάρια και οι τίγρεις, μεγαλώνουν τα μικρά τους και δεν τα δαγκώνουν πριν φτάσουν στην ενηλικίωση. Αυτό είναι ζωώδες ένστικτο. Όλα τα ζώα το έχουν, ανεξαρτήτως είδους, είτε είναι άγρια είτε ήμερα. Για να συνεχίσει το κάθε πλάσμα να πολλαπλασιάζεται και να επιβιώνει, όπως και οι άνθρωποι, πρέπει να ακολουθούν αυτό το ένστικτο και αυτόν τον νόμο. Αν δεν τον τηρούσαν ή δεν είχαν καθόλου αυτόν τον νόμο και αυτό το ένστικτο, τότε δεν θα κατάφερναν να πολλαπλασιαστούν και να επιβιώσουν. Δεν θα υπήρχε η βιολογική αλυσίδα, δεν θα υπήρχε ο κόσμος έτσι όπως τον ξέρουμε. Δεν είναι αλήθεια αυτό; (Ναι.) Το ότι τα κοράκια ανταποδίδουν τη μητέρα τους ταΐζοντάς την, και τα αρνιά γονατίζουν για να πιουν γάλα από τη μητέρα τους δείχνει ακριβώς ότι το ζωικό βασίλειο τηρεί τον συγκεκριμένο νόμο. Αυτό το ένστικτο το έχουν όλα τα ζωντανά πλάσματα. Μόλις γεννηθούν τα μικρά, τότε τα αρσενικά ή τα θηλυκά του είδους τα φροντίζουν και τα περιποιούνται μέχρι να ενηλικιωθούν. Όλα τα έμβια όντα εκπληρώνουν τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που έχουν απέναντι στα μικρά τους, δηλαδή μεγαλώνουν με ευσυνειδησία και αφοσίωση την επόμενη γενιά. Για τους ανθρώπους, κάτι τέτοιο θα πρέπει να ισχύει ακόμη πιο πολύ. Οι άνθρωποι αποκαλούν τον εαυτό τους ανώτερο ζώο —αν δεν μπορούν να υπακούσουν σ’ αυτόν τον νόμο και αν τους λείπει αυτό το ένστικτο, τότε δεν είναι κατώτεροι από τα ζώα, τελικά; Όσο, λοιπόν, κι αν σε φρόντιζαν οι γονείς σου ενώ σε μεγάλωναν, και όσο κι αν εκπλήρωναν την ευθύνη που είχαν απέναντί σου, έκαναν απλώς ό,τι όφειλαν ανάλογα με τις ικανότητες του δημιουργημένου ανθρώπου· ήταν το ένστικτό τους. […] Κάποια ιδιαίτερα ζώα, όπως οι τίγρεις και τα λιοντάρια, όταν ενηλικιωθούν, φεύγουν από τους γονείς τους και μάλιστα κάποια αρσενικά γίνονται ακόμα και αντίζηλοι των γονιών τους, και αν χρειαστεί, τους δαγκώνουν, τους ανταγωνίζονται και τους πολεμάνε. Κάτι τέτοιο είναι φυσιολογικό, είναι νόμος. Αυτά τα ζώα δεν είναι έρμαια των συναισθημάτων τους ούτε ζουν βάσει αυτών, όπως οι άνθρωποι, ούτε λένε: “Πρέπει να ξεπληρώσω το καλό που μου έκαναν, πρέπει να τους αποζημιώσω. Πρέπει να υπακούω τους γονείς μου. Αν δεν τους δείξω την ευσέβεια που αρμόζει σε ένα παιδί, τότε οι υπόλοιποι άνθρωποι θα με καταδικάσουν, θα με κακολογήσουν και θα με επικρίνουν πίσω από την πλάτη μου. Δεν θα το άντεχα κάτι τέτοιο!” Στον κόσμο των ζώων δεν λένε τέτοια πράγματα. Γιατί, όμως, οι άνθρωποι τα λένε; Γιατί στην κοινωνία και στις ανθρώπινες ομάδες υπάρχουν διάφορες λανθασμένες ιδέες και κοινές απόψεις. Αυτά τα πράγματα έχουν επηρεάσει, διαβρώσει και σαπίσει τους ανθρώπους, κι έτσι αναδύονται μέσα τους διάφοροι τρόποι ερμηνείας και αντιμετώπισης της σχέσης μεταξύ των γονιών και των παιδιών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να θεωρούν τελικά τους γονείς τους ως δανειστές τους, τους οποίους δεν θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν ούτε σε όλη τους τη ζωή. Κάποιοι, μάλιστα, νιώθουν για όλη τους τη ζωή ενοχές αφού πεθάνουν οι γονείς τους και θεωρούν τον εαυτό τους ανάξιο του καλού που τους έκαναν εκείνοι, ίσως επειδή έκαναν κάτι που δεν ευχαρίστησε τους γονείς τους ή δεν εξελίχθηκε όπως θα ήθελαν εκείνοι. Για πείτε Μου, δεν είναι υπερβολή αυτό; Οι άνθρωποι ζουν βυθισμένοι στα συναισθήματά τους, οπότε οι διάφορες ιδέες που προέρχονται από αυτά δεν μπορούν παρά να τους ενοχλούν και να τους αναστατώνουν. Ζουν σε ένα περιβάλλον στιγματισμένο από την ιδεολογία της διεφθαρμένης ανθρωπότητας. Οι διάφορες αυτές παράλογες ιδέες κάνουν τη ζωή τους εξαντλητική και πιο πολύπλοκη από των υπολοίπων έμβιων όντων. Τώρα, όμως, ο Θεός εργάζεται και εκφράζει την αλήθεια, για να αποκαλύψει στους ανθρώπους την αλήθεια όλων αυτών των γεγονότων και να τους επιτρέψει να καταλάβουν την αλήθεια. Μόλις την καταλάβεις, αυτές οι παράλογες ιδέες και απόψεις θα πάψουν να αποτελούν φορτίο για σένα και δεν θα καθοδηγούν πια το πώς θα διαχειρίζεσαι τη σχέση σου με τους γονείς σου. Στο σημείο αυτό, η ζωή σου θα χαλαρώσει περισσότερο» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Η Μου Σι σκέφτηκε τα λόγια του Θεού κι ένιωσε να διαφωτίστηκε. Τελικά όλα τα πλάσματα είναι σε θέση να φροντίσουν προσεκτικά και να αναθρέψουν υπεύθυνα τα μικρά τους. Είναι μια αρχή κι ένας νόμος που ορίζει ο Θεός για όλα τα όντα, κι είναι ένα ένστικτο που τους έχει δώσει ο Θεός. Όπως οι άγριες τίγρεις και τα λιοντάρια, όταν τα μικρά τους είναι ακόμη ανώριμα και ανίκανα να επιβιώσουν μόνα τους, τα ανατρέφουν, τα προστατεύουν και ψάχνουν τροφή γι’ αυτά, και κάνουν ό,τι μπορούν για να παρέχουν ασφαλές και άνετο περιβάλλον για την ανάπτυξή τους. Αν δεν ακολουθήσουν αυτήν την αρχή επιβίωσης και δεν φροντίσουν και νοιαστούν τα μικρά τους μετά τη γέννα, τότε η επόμενη γενιά δεν θα επιβιώσει και θα καταρρεύσει η συνέχεια της ζωής ολόκληρου του ζωικού βασιλείου. Έτσι είναι και οι άνθρωποι. Πριν μπορέσουν τα παιδιά τους να επιβιώσουν ανεξάρτητα, οι γονείς τα ανατρέφουν και τα φροντίζουν με όλη τους την καρδιά, και αντέχουν μέχρι και κακουχίες στη διαδικασία αυτή. Απλώς, όμως, εκπληρώνουν την ευθύνη τους και την υποχρέωσή τους ως γονείς και ακολουθούν τις αρχές επιβίωσης που ορίζει ο Θεός για όλα τα όντα, χωρίς αυτό να αποτελεί καλοσύνη. Η Μου Σι σκέφτηκε ότι καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά, τα σχολεία και οι οικογένειες ενσταλάζουν την άποψη ότι «Ένα παιδί που δεν σέβεται τους γονείς του είναι κατώτερο κι από κτήνος». Το υπονοούμενο ήταν ότι αφού τα ζώα ξεπληρώνουν τους γονείς τους όταν μεγαλώσουν, σίγουρα ένας άνθρωπος θα έπρεπε να σέβεται ακόμη περισσότερο τους γονείς του και να τους ανταποδίδει το γεγονός ότι τον ανέθρεψαν. Αν δεν το κάνει, τότε δεν έχει ανθρώπινη φύση ούτε ανθρώπινα αισθήματα. Αφού είχε ανατραφεί έτσι από παιδί, η Μου Σι πάντα θεωρούσε τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις του πατέρα της που τη μεγάλωνε ως καλοσύνη απέναντί της, κι αντιμετώπιζε τον πατέρα της ως πιστωτή της. Όποτε σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να ξεπληρώσει τον πατέρα της που την ανέθρεψε, ένιωθε ενοχές και κατηγορούσε τον εαυτό της. Θεωρούσε ότι δεν είχε συνείδηση. Αν και ήξερε ότι το καθήκον της ήταν η ευθύνη που έπρεπε να ολοκληρώσει ως δημιουργημένο ον, παρέμενε δέσμια και περιορισμένη από παράλογες απόψεις και ήταν πρόθυμη να παραμερίσει την ευκαιρία να κάνει το καθήκον της και να επιδιώξει την αλήθεια. Έτσι, επαναστατούσε και πρόδιδε τον Θεό! Η Μου Σι είδε πόσο αξιολύπητο ήταν να μην έχει σωστή οπτική για τα πράγματα και να μην μπορεί καθόλου να ξεχωρίσει το θετικό από το αρνητικό. Συνειδητοποίησε ότι η ζωή τής είχε δοθεί από τον Θεό και ότι χωρίς την κυριαρχία του Θεού και ό,τι έχει προκαθορίσει Αυτός, δεν θα είχε υπάρξει καν στον κόσμο αυτόν, πόσο μάλλον να μεγαλώσει με ασφάλεια. Το γεγονός ότι γεννήθηκε στην οικογένειά της κι είχε την εγκάρδια φροντίδα του πατέρα της ήταν και αυτό μέρος της κυριαρχίας και των διευθετήσεων του Θεού. Έπρεπε να είναι ευγνώμων για τη χάρη του Θεού παρά να νιώθει υπόχρεη σε οποιονδήποτε άνθρωπο. Μόλις το συνειδητοποίησε αυτό, η Μου Σι προσευχήθηκε στον Θεό: «Θεέ μου, ήμουν δέσμια παράλογων παραδοσιακών ιδεών όλα αυτά τα χρόνια και πάντα θεωρούσα τις ευθύνες του πατέρα μου ως καλοσύνη. Αυτό με έκανε να νιώθω περιορισμένη και να κατηγορώ τον εαυτό μου όταν δεν μπορούσα να τον φροντίζω και παραμελούσα το καθήκον μου. Θεέ μου, δεν θέλω να επαναστατώ εναντίον Σου πια. Θέλω να μετανοήσω προς Εσένα».

Η Μου Σι διάβασε άλλο ένα χωρίο με τα λόγια του Θεού: «Πρώτον, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να φύγουν από το πατρικό τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους είναι οι γενικότερες αντικειμενικές συνθήκες λόγω των οποίων αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τους γονείς τους· δεν μπορούν να μείνουν στο πλάι των γονιών τους για να τους φροντίσουν και να τους κρατάνε συντροφιά. Δεν είναι ότι αποφασίζουν με τη θέλησή τους να τους εγκαταλείψουν· αυτός είναι ο αντικειμενικός λόγος. Δεύτερον, υποκειμενικά μιλώντας, ο λόγος για τον οποίο βγαίνεις για να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου δεν είναι ότι ήθελες να εγκαταλείψεις τους γονείς σου και να αποφύγεις τις ευθύνες σου, αλλά ότι σε καλεί ο Θεός. Αν ήθελες να συνεργαστείς με το έργο του Θεού, να αποδεχτείς το κάλεσμά Του και να εκτελέσεις τα καθήκοντα του δημιουργήματος, δεν είχες άλλη επιλογή από το να φύγεις από τους γονείς σου· δεν γινόταν να μείνεις στο πλευρό τους για να τους συντροφεύεις και να τους φροντίζεις. Δεν τους εγκατέλειψες για να αποφύγεις τις ευθύνες, έτσι δεν είναι; Δεν έχουν διαφορετική φύση αυτά τα δυο, το να τους εγκαταλείψεις για να γλιτώσεις απ’ τις ευθύνες σου και το να αναγκάζεσαι να τους εγκαταλείψεις για να απαντήσεις στο κάλεσμα του Θεού και να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου; (Ναι.) Μέσα σου, έχεις πράγματι συναισθηματική σύνδεση με τους γονείς σου και τους σκέφτεσαι, δεν είναι κενά τα συναισθήματά σου. Αν το επιτρέπουν οι αντικειμενικές συνθήκες και μπορείς να μείνεις στο πλευρό τους ενώ παράλληλα εκτελείς και τα καθήκοντά σου, τότε δεν θα είχες πρόβλημα να μείνεις στο πλευρό τους και να τους φροντίζεις συχνά, εκπληρώνοντας τις ευθύνες σου. Οι αντικειμενικές συνθήκες, όμως, σε αναγκάζουν να τους εγκαταλείψεις· δεν μπορείς να μείνεις στο πλάι τους. Δεν είναι ότι δεν θες να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου ως παιδιού τους, απλώς δεν μπορείς. Δεν έχει διαφορετική φύση αυτό; (Ναι.) Αν έχεις φύγει από το πατρικό σου για να γλιτώσεις τις ευθύνες που έχει κάθε σωστό παιδί απέναντι στους γονείς του, τότε δεν είσαι σωστό παιδί και δεν έχεις ανθρώπινη φύση. Αν και οι γονείς σου σε μεγάλωσαν, εσύ δεν βλέπεις την ώρα να ανοίξεις τα φτερά σου και να προχωρήσεις γρήγορα μόνος σου. Ούτε να τους βλέπεις δεν θες και, αν ακούσεις ότι αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα, δεν δίνεις καμία σημασία. Δεν τους βοηθάς, ακόμα κι αν έχεις τα μέσα να τους βοηθήσεις. Απλώς κάνεις πως δεν ακούς και δεν σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι για σένα· εσύ απλούστατα δεν θέλεις να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου. Αυτό σημαίνει να μην είσαι σωστό παιδί. Αλλά αυτό συμβαίνει εδώ; (Όχι.) Πολλοί άνθρωποι έχουν φύγει από τον νομό, την πόλη, την περιφέρεια ή ακόμη και τη χώρα τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους· βρίσκονται ήδη πολύ μακριά από την πατρίδα τους. Επίσης, δεν τους είναι βολικό για διάφορους λόγους να διατηρούν επαφή με την οικογένειά τους. Πού και πού ρωτούν κάποιους συντοπίτες τους τι κάνουν οι γονείς τους και, όταν ακούνε ότι είναι καλά στην υγεία τους και τα βγάζουν πέρα, νιώθουν ανακούφιση. Δεν ισχύει ότι δεν είσαι σωστό παιδί απέναντι στους γονείς σου· δεν έχεις φτάσει στο σημείο να μην έχεις ανθρώπινη φύση, οπότε να μη θέλεις καν να νοιαστείς για τους γονείς σου ή να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου απέναντί τους. Αυτήν την επιλογή σε αναγκάζουν διάφοροι αντικειμενικοί λόγοι να την κάνεις, όχι ότι δεν είσαι σωστό παιδί. […] Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, οι άνθρωποι γνωρίζουν μέσα στη συνείδησή τους τις ευθύνες στις οποίες ανταποκρίνονται απέναντι στους γονείς τους. Όποια κι αν είναι η στάση που τηρούν απέναντι στους γονείς τους λόγω αυτής της συνειδητοποίησης, είτε ανησυχούν γι’ αυτούς είτε διαλέγουν να παραμείνουν στο πλευρό τους, σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να νιώθουν ενοχές ή να τους βαραίνει η συνείδησή τους επειδή δεν έχουν καταφέρει να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους απέναντι στους γονείς τους εξαιτίας των αντικειμενικών συνθηκών. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να αφήσουν αυτά τα ζητήματα, καθώς και άλλα παρόμοια, να μετατραπούν σε προβλήματα στη ζωή της πίστης τους στον Θεό· θα πρέπει να τα εγκαταλείψουν. Θα πρέπει, σχετικά με αυτά τα ζητήματα που αφορούν την ανταπόκριση στις ευθύνες απέναντι στους γονείς τους, να φτάσουν σε αυτήν την ξεκάθαρη κατανόηση και να πάψουν να νιώθουν περιορισμένοι» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. Από τα λόγια του Θεού, η Μου Σι κατάλαβε ότι δεν ήταν έλλειψη ευσέβειας να μη βρίσκεται σπίτι για να φροντίζει τον πατέρα της ως κόρη. Ο λόγος δεν ήταν ότι δεν ήθελε να εκπληρώσει τις ευθύνες της και να τον φροντίσει και να μείνει μαζί του, αλλά η δίωξη από το ΚΚΚ και η σύλληψή της την ανάγκασαν να μείνει μακριά από την οικογένειά της. Επιπλέον, ως δημιουργημένο ον, έπρεπε να κάνει το καθήκον της και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Σκέφτηκε τους αγίους στο διάστημα των αιώνων, οι οποίοι είχαν αφήσει πίσω τους γονείς και οικογένειες για να ταξιδέψουν, να διακηρύξουν και να εργαστούν προκειμένου να καταθέσουν και να κηρύξουν το ευαγγέλιο του Κυρίου Ιησού, ώστε να μπορέσουν τελικά να διακηρύξουν το ευαγγέλιο του Κυρίου Ιησού σε κάθε γωνιά του κόσμου και να βοηθήσουν πολλούς ανθρώπους να λάβουν τη σωτηρία του Κυρίου. Οι θυσίες τους και οι δαπάνες τους ήταν πράξεις καλοσύνης και ο πιο δίκαιος σκοπός. Τώρα είναι μια κρίσιμη στιγμή για τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας, και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζουν στο σκοτάδι και δεν έχουν ακούσει τη φωνή του Θεού, αλλά λαχταρούν να εμφανιστεί ο Θεός, κι η Μου Σι ήξερε ότι έπρεπε να συνεισφέρει στο έργο της διάδοσης του ευαγγελίου. Μόλις το συνειδητοποίησε, ένιωσε πιο απελευθερωμένη και χαλαρή, δεν ζούσε πια νιώθοντας υποχρεωμένη στον πατέρα της και αφιέρωσε την ψυχή της στο καθήκον της ακόμη περισσότερο.

Προηγούμενο: 31. Στοχασμοί για την υποκρισία

Επόμενο: 37. Τι πρόβλημα έχω που φοβάμαι την ευθύνη στο καθήκον μου;

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Η εμφάνιση και το έργο του Θεού Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Εκθέτοντας τους αντίχριστους Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Η Κρίση ξεκινά από τον Οίκο του Θεού Ουσιώδη Λόγια του Παντοδύναμου Θεού, του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Καθημερινά λόγια του Θεού Οι αλήθεια-πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να εισέλθουν οι πιστοί στον Θεό Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια Οδηγίες για τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας Τα πρόβατα του Θεού ακούν τη φωνή του Θεού Άκου τη Φωνή του Θεού Ιδού ο Θεός Εμφανίστηκε Κλασικές Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Ευαγγέλιο της Βασιλείας Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Α΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Β΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Γ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Δ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ε΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος ΣΤ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ζ΄) Πώς Στράφηκα στον Παντοδύναμο Θεό

Ρυθμίσεις

  • Κείμενο
  • Θέματα

Συμπαγή χρώματα

Θέματα

Γραμματοσειρά

Μέγεθος γραμματοσειράς

Διάστημα γραμμής

Διάστημα γραμμής

Πλάτος σελίδας

Περιεχόμενα

Αναζήτηση

  • Αναζήτηση σε αυτό το κείμενο
  • Αναζήτηση σε αυτό το βιβλίο

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger