11. Η ασθένεια μου δίδαξε ένα μάθημα
Τον Μάρτιο του 2023, διαπίστωσα ότι με έπιανε συχνά δίψα, το στόμα μου στέγνωνε και η όρασή μου χειροτέρευε. Μερικές φορές, η διαδρομή για τη συνάθροιση ήταν σύντομη, μόλις δέκα λεπτά, αλλά όταν έφτανα στο σπίτι που μας φιλοξενούσε, έπρεπε γρήγορα να πιω νερό. Μια αδελφή μού υπενθύμισε να κοιτάξω το ζάχαρό μου. Όταν το ανέφερε αυτό, θυμήθηκα ότι είχα διαβήτη κύησης όταν ήμουν έγκυος και ότι μετά τη γέννα, το ζάχαρό μου εξακολουθούσε να είναι υψηλό, επομένως ο γιατρός μού έγραψε κάποια φάρμακα. Εκείνη την εποχή, νόμιζα ότι αυτή η αδιαθεσία δεν ήταν κάτι σοβαρό, επειδή ήμουν νέα, και ότι μπορούσα να την ελέγξω αποφεύγοντας απλώς τη ζάχαρη. Έτσι, μετά από αυτό το συμβάν, δεν έκανα ποτέ ξανά τσεκάπ. Έπειτα από αυτήν την παρατήρηση της αδελφής, γύρισα σπίτι και μέτρησα το ζάχαρό μου, και για δύο ημέρες στη σειρά, ήταν πάνω από 15 mmol/L. Στενοχωρήθηκα πολύ και ήμουν σίγουρη ότι είχα διαβήτη. Σκέφτηκα τη μητέρα μου. Είχε πεθάνει στα σαράντα δύο της, και εκείνη διψούσε συχνά. Αυτό με έκανε να υποψιαστώ ότι είχα κληρονομικό διαβήτη, με αποτέλεσμα να φοβάμαι ότι θα πέθαινα και εγώ νωρίς, όπως και η μητέρα μου. Ένιωσα να με πνίγει η ασθένεια και σκεφτόμουν: «Ο διαβήτης δεν είναι σαν το συνάχι. Άπαξ και αποκτήσεις, δεν τον ξεφορτώνεσαι ποτέ!» Εκείνη την εποχή, το πρώτο πράγμα που έκανα όταν επέστρεφα σπίτι από τα καθήκοντά μου ήταν να ψάξω στο διαδίκτυο για γιατροσόφια, που θα με βοηθούσαν να μειώσω το ζάχαρό μου. Μια φορά, ενώ έψαχνα σε έναν ιστότοπο, είδα έναν γιατρό να αναφέρει ότι οι επιπλοκές του διαβήτη ήταν πολύ σοβαρές, και ότι μπορούσαν να οδηγήσουν σε τύφλωση και, σε σοβαρές περιπτώσεις, σε ακρωτηριασμό. Στενοχωρήθηκα πολύ και σκέφτηκα: «Είμαι μόλις τριάντα χρονών. Πώς είναι δυνατόν να πάσχω από αυτήν την ασθένεια; Αν συνεχίσει να χειροτερεύει και τυφλωθώ, και πρέπει να μου ακρωτηριάσουν τα άκρα μου, θα είμαι εντελώς άχρηστη. Αυτό δεν είναι χειρότερο από τον θάνατο; Είμαι ακόμα τόσο νέα. Τι θα κάνω στο μέλλον; Αν δεν ελέγχω σωστά το ζάχαρό μου στο μέλλον, μπορεί να κινδυνεύσει η ζωή μου!» Ζούσα σε μια κατάσταση πανικού και άγχους, και συχνά σκεφτόμουν τι θα γινόταν αν η ασθένειά μου επιδεινωνόταν και για πόσο ακόμα θα ζούσα. Ένιωσα ότι η ασθένειά μου ήταν πραγματικά σοβαρή και ότι αν υπέφερα περισσότερο ενώ έκανα τα καθήκοντά μου, απλώς θα έκανα κακό στο σώμα μου. Αν η υγεία μου δεν ήταν καλή, τι νόημα θα είχε να υποφέρω και να πληρώνω τίμημα στα καθήκοντά μου; Και πάλι θα πέθαινα στο τέλος, και τότε όλες μου οι επιδιώξεις θα ήταν μάταιες!
Λίγες μέρες μετά, η γρίπη Α ήταν σε έξαρση και τα τρία παιδιά μου κόλλησαν και ανέβασαν πυρετό. Έπρεπε να πηγαίνω καθημερινά τα παιδιά μου για τις ενέσεις τους και μετά να συνεχίζω με τα καθήκοντά μου. Περνούσα τις μέρες μου υπ’ ατμόν και ένιωθα πολύ κουρασμένη. Σκέφτηκα μέσα μου: «Μήπως αυτό οφείλεται στην ασθένειά μου; Δεν γίνεται να συνεχίσω να εξαντλώ τον εαυτό μου. Το σώμα μου δεν θα αντέξει!» Σκέφτηκα επίσης: «Λίγο αφότου βρήκα τον Θεό, δαπανούσα ήδη τον εαυτό μου και πλήρωνα τίμημα. Γιατί δεν με προστάτευσε ο Θεός και δεν γιάτρεψε την ασθένεια;» Παραπονιόμουν μέσα μου και είχα χάσει το κίνητρό μου να κάνω τα καθήκοντά μου. Εκείνη την εποχή, ήμουν επικεφαλής στην εκκλησία, και παρόλο που φαινομενικά έκανα τα καθήκοντά μου, ήμουν πάντα αφηρημένη στις συναθροίσεις και σκεφτόμουν συνεχώς πώς να θεραπεύσω την ασθένειά μου. Αμελούσα να επισημαίνω, πόσο μάλλον να αντιμετωπίζω τα προβλήματα στο έργο της εκκλησίας. Απλώς έκανα μηχανικά τα καθήκοντά μου και ένιωθα κάποιες ενοχές, αλλά παρηγοριόμουν λέγοντας μέσα μου: «Κάποιοι άνθρωποι κάνουν τα καθήκοντά τους χωρίς να έχουν τόση δουλειά όσο εγώ, και τα πάνε μια χαρά. Δεν γίνεται να χειροτερέψει η ασθένειά μου επειδή έχω πολλή δουλειά. Αν η υγεία μου δεν είναι καλή, θα χάσω τα πάντα και αν πεθάνω, δεν θα σωθώ. Πρέπει να φροντίσω την υγεία μου». Μερικές μέρες αργότερα, τα παιδιά μου ανάρρωσαν σιγά-σιγά από την ασθένειά τους. Εγώ, όμως, ανέβασα πυρετό και τα φάρμακα δεν με βοηθούσαν. Έβηχα τόσο πολύ που το στήθος μου πονούσε και σφιγγόταν, και δεν είχα ενέργεια για να παρευρεθώ σε συναθροίσεις, γι’ αυτό ξεκουραζόμουν στο σπίτι. Ξαφνικά, ένωσα ότι ήταν τρομερά εξαντλητικό να κάνω τα καθήκοντά μου και παράλληλα να φροντίζω την οικογένεια, έτσι μου πέρασε από το μυαλό ότι δεν ήθελα να κάνω τα καθήκοντά μου. Παραπονιόμουν επίσης μέσα μου: «Γιατί πρέπει να υποφέρω από αυτήν την ασθένεια σε τόσο νεαρή ηλικία; Είμαι τόσο δραστήρια στην πίστη μου και στα καθήκοντά μου. Γιατί δεν με προστάτευσε ο Θεός από αυτήν την ασθένεια;» Λίγες μέρες μετά, ανάρρωσα από το κρύωμά μου αλλά εξακολουθούσα να μην πάω να κάνω τα καθήκοντά μου. Σκέφτηκα: «Αν δεν κάνω εγώ τα καθήκοντά μου, θα τα κάνουν άλλοι. Τώρα πρέπει να φροντίσω την υγεία μου. Τώρα που πάσχω από αυτήν την ασθένεια, φοβάμαι μήπως κουραστώ και χειροτερέψω. Δεν μπορώ να συνεχίσω να δουλεύω τόσο σκληρά». Εκείνη την εποχή, δεν ήθελα να διαβάσω τα λόγια του Θεού και όλη μέρα σκεφτόμουν πώς θα θεράπευα την ασθένειά μου. Περνούσα τις μέρες μου χαμένη στις σκέψεις μου, παγιδευμένη στο σκοτάδι, υπέφερα και βασανιζόμουν.
Μια μέρα, η αδελφή Ζάο Τσινγκ ήρθε να με βρει. Είπε ότι οι ανώτεροι επικεφαλής είχαν στείλει επιστολές για να κανονίσουν μια συνάθροιση και να συζητήσουν την υλοποίηση του έργου, και ότι προσπάθησαν να με βρουν δύο φορές, αλλά δεν τα είχαν καταφέρει. Κάποιες εργασίες δεν είχαν γίνει και ορισμένα θέματα είχαν καθυστερήσει. Ένιωσα κάποιες ενοχές. Σκέφτηκα όλες αυτές τις μέρες που είχα μείνει σπίτι, χωρίς να παρευρεθώ στις συναθροίσεις ή να κάνω τα καθήκοντά μου και δεν μπόρεσα παρά να αναρωτηθώ: «Πώς κατάντησα έτσι; Πώς είναι δυνατόν να χάσω τη συνείδηση και τη λογική μου;» Μίλησα με τη Ζάο Τσινγκ σχετικά με την κατάστασή μου και μου υπενθύμισε να αναζητήσω περισσότερο τις προθέσεις του Θεού σχετικά με αυτό το θέμα. Έτσι, άρχισα να αναζητώ και να σκέφτομαι μέσα μου: «Τι μάθημα πρέπει να πάρω από αυτήν την ασθένεια;» Διάβασα ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Αν αρρωστήσεις και, όσα δόγματα κι αν κατανοείς, δεν μπορείς να το χωνέψεις, θα νιώσεις και πάλι αγωνία, άγχος και ανησυχία μέσα στην καρδιά σου. Όχι μόνο δεν θα μπορείς να αντιμετωπίσεις ήρεμα το ζήτημα, αλλά και η καρδιά σου θα γεμίσει παράπονα. Θα αναρωτιέσαι διαρκώς: “Γιατί δεν έπαθε κανένας άλλος αυτήν την αρρώστια; Γιατί να αρρωστήσω εγώ; Πώς μου συνέβη αυτό; Φταίει η ατυχία μου και η μαύρη μου η μοίρα. Δεν έχω προσβάλει ποτέ κανέναν, ούτε έχω αμαρτάνει, άρα γιατί μου συνέβη αυτό; Ο Θεός μού φέρεται πολύ άδικα!” Όπως βλέπεις, πέρα από την αγωνία, το άγχος και την ανησυχία, βυθίζεσαι και στην κατάθλιψη. Το ένα αρνητικό συναίσθημα διαδέχεται το άλλο και, όσο κι αν το θέλεις, δεν μπορείς να ξεφύγεις. Επειδή είσαι πραγματικά άρρωστος, δεν μπορείς να απαλλαγείς εύκολα από την ασθένειά σου και να γίνεις καλά. Τι θα πρέπει να κάνεις, λοιπόν; Θέλεις να υποταχθείς, αλλά δεν μπορείς. Αν, μάλιστα, υποταχθείς μια μέρα, την επομένη η κατάστασή σου επιδεινώνεται και πονάς πάρα πολύ· τότε, δεν θέλεις να υποταχθείς άλλο και αρχίζεις πάλι να παραπονιέσαι. Τι θα πρέπει να κάνεις αν αμφιταλαντεύεσαι έτσι διαρκώς; Θα μοιραστώ μαζί σου το μυστικό της επιτυχίας. Είτε είσαι σοβαρά είτε ελαφριά άρρωστος, τη στιγμή που η κατάσταση της υγείας σου επιδεινωθεί ή αντιμετωπίζεις τον θάνατο, να θυμάσαι ένα μόνο πράγμα: Μη φοβάσαι τον θάνατο. Ακόμη κι αν βρίσκεσαι στα τελικά στάδια του καρκίνου, ακόμη κι αν το ποσοστό θνησιμότητας της ασθένειάς σου είναι πολύ υψηλό, μη φοβάσαι τον θάνατο. Όσο κι αν υποφέρεις, αν φοβάσαι τον θάνατο, δεν θα υποταχθείς. Λένε κάποιοι: “Τα λόγια Σου με ενέπνευσαν και μου ήρθε μια ακόμα καλύτερη ιδέα. Όχι μόνο δεν θα φοβάμαι τον θάνατο, αλλά θα παρακαλάω να πεθάνω. Έτσι δεν θα είναι πιο εύκολο να το αντέξω;” Γιατί να παρακαλάει κανείς να πεθάνει; Αυτό αποτελεί ακραία ιδέα, ενώ το να μη φοβάσαι τον θάνατο είναι λογική στάση. Έτσι δεν είναι; (Ναι.) Ποια είναι η σωστή στάση που θα πρέπει να υιοθετήσεις για να μη φοβάσαι τον θάνατο; Αν η κατάσταση της υγείας σου επιδεινωθεί τόσο πολύ που μπορεί να πεθάνεις, αν το ποσοστό θνησιμότητας της ασθένειάς σου είναι υψηλό ανεξάρτητα από την ηλικία του αρρώστου και το διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που προσβάλλεται κάποιος απ’ αυτήν έως τη στιγμή που πεθαίνει είναι πολύ σύντομο, τι θα πρέπει να σκέφτεσαι μέσα σου; “Δεν πρέπει να φοβάμαι τον θάνατο, όλοι πεθαίνουν στο τέλος. Από την άλλη, δεν μπορούν όλοι να υποταχθούν στον Θεό. Μπορώ, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω αυτήν την ασθένεια για να εξασκήσω την υποταγή μου στον Θεό. Θα πρέπει να έχω τη νοοτροπία και τη στάση της υποταγής στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις του Θεού και να μη φοβάμαι τον θάνατο”. Ο θάνατος είναι εύκολος, πολύ πιο εύκολος από τη ζωή. Μπορεί να βιώνεις τρομερό πόνο κι έτσι να μην το καταλάβεις· μόλις κλείσεις, όμως, τα μάτια σου, σταματάς να αναπνέεις, η ψυχή σου αφήνει το σώμα σου και η ζωή σου φτάνει στο τέλος της. Έτσι είναι ο θάνατος· τόσο απλός. Μη φοβάσαι τον θάνατο· αυτή είναι η στάση που πρέπει να υιοθετήσεις. Πέρα από αυτό, δεν πρέπει να ανησυχείς μήπως επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας σου, μήπως πεθάνεις αν δεν γίνεις καλά, πόσος χρόνος σού απομένει μέχρι να πεθάνεις ή πόσο θα πονάς όταν έρθει εκείνη η ώρα. Δεν πρέπει να ανησυχείς γι’ αυτά τα πράγματα. Κι αυτό επειδή εκείνη η ώρα πρέπει να έρθει και, μάλιστα, σε συγκεκριμένη χρονιά, μήνα και μέρα. Δεν μπορείς να κρυφτείς ή να ξεφύγεις απ’ αυτήν· είναι η μοίρα σου. Η λεγόμενη μοίρα σου έχει προκαθοριστεί από τον Θεό και έχει ήδη κανονιστεί από Αυτόν. Ο Θεός έχει ήδη ορίσει πόσα χρόνια θα ζήσεις, σε τι ηλικία και ποια στιγμή θα πεθάνεις. Γιατί ανησυχείς, λοιπόν; Όσο κι αν ανησυχείς, δεν θα αλλάξει τίποτα, δεν μπορείς να το αποτρέψεις ούτε να εμποδίσεις τον ερχομό αυτής της μέρας. Είναι περιττό, λοιπόν, να ανησυχείς. Το μόνο που καταφέρνεις είναι να κάνεις ακόμα πιο δυσβάσταχτο το φορτίο της αρρώστιας σου» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (3)]. Αφού διάβασα τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι είναι μάταιο να φοβάμαι τον θάνατο και να ανησυχώ για τις αρρώστιες. Έπρεπε να μάθω να υποτάσσομαι στην κυριαρχία του Θεού σε αυτό το ζήτημα. Ο Θεός έχει ορίσει πότε θα πεθάνει κάθε άνθρωπος και κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει από αυτό. Ακόμα κι αν ανησυχεί κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, μόνο να φορτωθεί κι άλλα βάρη. Όταν αναλογίστηκα την ασθένειά μου, συνειδητοποίησα ότι δεν πίστευα στην κυριαρχία του Θεού. Ούτε η νοοτροπία ούτε η στάση μου έδειχνε υποταγή στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις του Θεού, και ανησυχούσα ότι, αν δεν μπορούσα να ελέγξω τον διαβήτη μου, θα είχα πολλές επιπλοκές, και ότι, αν το πρόβλημα γινόταν σοβαρό, μπορεί να τυφλωνόμουν, να έπρεπε να μου ακρωτηριάσουν κάποιο άκρο ή ακόμα και να πέθαινα. Τρόμαξα πάρα πολύ. Θυμήθηκα, επίσης, τη μητέρα μου, που είχε πεθάνει στα σαράντα δύο της. Θα πέθαινα και εγώ νέα, όπως η μητέρα μου; Ένιωσα την καρδιά μου να πονάει και να βασανίζεται. Είχα απορροφηθεί πλήρως από την ασθένειά μου και δεν σκεφτόμουν καθόλου τα καθήκοντά μου. Περνούσα τις μέρες μου αναζητώντας γιατροσόφια για να θεραπεύσω την ασθένειά μου και δεν πίστευα ότι η σοβαρότητά της ή η πιθανότητα να πεθάνω είχαν καθοριστεί από τον Θεό. Η ζωή και ο θάνατος ενός ανθρώπου έχουν οριστεί εδώ και καιρό από τον Θεό. Δεν μπορώ να ξεφύγω από τον θάνατο και είναι μάταιο να ανησυχώ ή να φοβάμαι γι’ αυτό. Έπρεπε να εξασκηθώ για να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις του Θεού μέσα από αυτήν την ασθένεια. Αυτήν τη νοοτροπία και στάση έπρεπε να έχω. Δεν θα έπρεπε να φοβάμαι τον θάνατο ούτε να παρατήσω τα καθήκοντά μου εξαιτίας της ασθένειάς μου.
Μια μέρα, παρακολούθησα ένα βίντεο βιωματικής εμπειρίας με τίτλο «O Covid μού αποκάλυψε ποια είμαι πραγματικά». Στο βίντεο, υπήρχε ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού που με ενέπνευσε πραγματικά. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Προτού αποφασίσουν οι αντίχριστοι να κάνουν το καθήκον τους, κατά βάθος, ξεχειλίζουν από προσδοκίες ως προς τις προοπτικές τους, να κερδίσουν ευλογίες, έναν καλό προορισμό, ακόμα και έναν στέφανο, και είναι απόλυτα σίγουροι ότι θα τα πετύχουν όλα αυτά. Με τέτοιες προθέσεις και προσδοκίες έρχονται στον οίκο του Θεού για να κάνουν το καθήκον τους. Εμπεριέχεται, λοιπόν, μέσα στην εκπλήρωση του καθήκοντός τους η ειλικρίνεια, η αυθεντική πίστη και η αφοσίωση που απαιτεί ο Θεός; Στο σημείο αυτό, δεν είναι ακόμα εμφανής η αυθεντική τους πίστη, αφοσίωση ή ειλικρίνεια, διότι όλοι διακατέχονται από μια νοοτροπία απόλυτα βασισμένη στις συναλλαγές προτού κάνουν το καθήκον τους· όλοι παίρνουν την απόφαση να κάνουν το καθήκον τους με κίνητρο τα συμφέροντα, αλλά και με γνώμονα τις υπέρμετρες φιλοδοξίες και επιθυμίες τους. Με ποια πρόθεση κάνουν το καθήκον τους οι αντίχριστοι; Να κάνουν μια συμφωνία, να κάνουν μια ανταλλαγή. Θα έλεγε κανείς ότι αυτές τις προϋποθέσεις θέτουν για να κάνουν το καθήκον τους: “Αν κάνω το καθήκον μου, τότε πρέπει να αποκτήσω ευλογίες και να έχω έναν καλό προορισμό. Πρέπει να αποκτήσω όλες τις ευλογίες και τα προνόμια που έχει πει ο θεός ότι έχουν προετοιμαστεί για την ανθρωπότητα. Αν δεν μπορέσω να τα αποκτήσω, τότε δεν πρόκειται να κάνω αυτό το καθήκον”. Με τέτοιες προθέσεις, φιλοδοξίες και επιθυμίες έρχονται στον οίκο του Θεού για να κάνουν το καθήκον τους. Φαίνεται σαν να έχουν όντως κάποια ειλικρίνεια, και φυσικά για όσους είναι νέοι πιστοί και αρχίζουν μόλις τώρα να κάνουν το καθήκον τους, αυτό θα μπορούσε κανείς να το πει και ενθουσιασμό. Σ’ αυτό, όμως, δεν υπάρχει αυθεντική πίστη ή αφοσίωση· υπάρχει μόνο ο ενθουσιασμός ως κάποιον βαθμό. Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειλικρίνεια. Αν κρίνουμε από αυτήν τη στάση που έχουν οι αντίχριστοι απέναντι στο να κάνουν το καθήκον τους, χαρακτηρίζεται εντελώς από νοοτροπία συναλλαγής και είναι γεμάτη από τις επιθυμίες τους για οφέλη, όπως να κερδίσουν ευλογίες, να εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών, να αποκτήσουν στέφανο και να λάβουν ανταμοιβές. Έτσι, εξωτερικά, πολλοί αντίχριστοι, πριν αποβληθούν, δείχνουν ότι κάνουν το καθήκον τους και μάλιστα ότι έχουν απαρνηθεί περισσότερα και έχουν υποφέρει περισσότερο από τον μέσο άνθρωπο. Εκείνα που δαπανούν και το τίμημα που πληρώνουν είναι αντίστοιχα με αυτά του Παύλου, και δεν τρέχουν λιγότερο από τον Παύλο. Αυτό όλοι το βλέπουν» [«Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο ένατο (Μέρος έβδομο)]. Ο Θεός φανερώνει ότι οι αντίχριστοι είναι γεμάτοι εξωφρενικές επιθυμίες για το μέλλον τους και θέλουν να έχουν όμορφο προορισμό. Κάνουν τα καθήκοντά τους με αυτές τις προθέσεις, αποκλειστικά και μόνο για να κερδίσουν ευλογίες, χωρίς καμία ειλικρίνεια ή αφοσίωση. Όταν εφάρμοσα τα λόγια στον εαυτό μου, συνειδητοποίησα ότι κι εγώ επιδίωκα με τον ίδιο τρόπο όπως οι αντίχριστοι. Την πρώτη φορά που αποδέχτηκα το έργο του Θεού των έσχατων ημερών, δαπάνησα με ενθουσιασμό τον εαυτό μου για να εισέλθω στη βασιλεία και να κερδίσω ευλογίες. Ήμουν πρόθυμη να βάλω σε δεύτερη μοίρα τα παιδιά και την οικογένειά μου για να εστιάσω αποκλειστικά στα καθήκοντά μου. Όταν, όμως, είδα πόσο ψηλά ήταν το ζάχαρό μου και, δεδομένου ότι γνώριζα πως αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, η στάση μου απέναντι στα καθήκοντά μου άλλαξε εντελώς και απλώς τα έβαλα σε δεύτερη μοίρα. Είδα ότι η πρόθεσή μου απέναντι στα καθήκοντά μου ήταν να προσπαθήσω να παζαρέψω με τον Θεό και όταν η επιθυμία μου για ευλογίες γκρεμίστηκε, εγκατέλειψα τα καθήκοντά μου και πρόδωσα τον Θεό. Ο Θεός μισεί την προδοσία περισσότερο από όλα, αλλά εγώ αυτό ακριβώς έκανα. Ένιωσα τεράστια μεταμέλεια. Σκέφτηκα τον Παύλο που τηρούσε πιστά τα εξής λόγια: «Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, τον δρόμον ετελείωσα, την πίστιν διετήρησα· του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Προς Τιμόθεον Β΄ 4:7-8). Με τη δαπάνη, τις κακουχίες και τις θυσίες του είχε σκοπό να κερδίσει ευλογίες και στέφανους και όχι να κάνει τα καθήκοντα ενός δημιουργημένου όντος. Επειδή το μονοπάτι του ήταν λάθος, προσπαθούσε να παζαρέψει με τον Θεό σε κάθε ευκαιρία και στο τέλος, προσέβαλε τη διάθεση του Θεού και τιμωρήθηκε από Αυτόν. Και εγώ είχα δαπανήσει τον εαυτό μου με αντάλλαγμα ευλογίες, δηλαδή εξαπατούσα τον Θεό. Δεν ήταν οι απόψεις μου για την επιδίωξη ίδιες με εκείνες του Παύλου; Το έργο της κρίσης και της παίδευσης του Θεού τις έσχατες ημέρες αποσκοπεί να εξαγνίσει και να οδηγήσει τους ανθρώπους στην τελείωση μέσα από τα λόγια Του. Εγώ, όμως, πίστευα στον Θεό αποκλειστικά για να λάβω χάρη και ευλογίες, και πίστευα ότι εφόσον έκανα ενεργά τα καθήκοντά μου, ο Θεός θα με προστάτευε και δεν θα με άφηνε να αρρωστήσω ή να καταστραφώ. Αυτή η πεποίθηση βασιζόταν στις δικές μου αντιλήψεις και φαντασιοκοπίες. Μια τέτοια άποψη για την επιδίωξη είναι εσφαλμένη, δεν συμφωνεί με τις προθέσεις του Θεού, και ο ίδιος την απεχθάνεται. Θεωρούσα ότι οι επιδιώξεις μου ήταν αρκετά σωστές, αλλά μέσα από αυτήν την ασθένεια, συνειδητοποίησα ότι πίστευα στον Θεό μόνο για χάρη του μέλλοντος και του πεπρωμένου μου, και ότι προσπαθούσα να χρησιμοποιήσω τον Θεό για προσωπικό μου κέρδος. Αν δεν λάμβανα ευλογίες, δεν ήμουν πρόθυμη να κάνω τα καθήκοντά μου ούτε αναζητούσα την αλήθεια για να λύσω τα προβλήματά μου. Δεν ήμουν καθόλου ειλικρινής ούτε αφοσιωμένη στον Θεό. Ο Θεός είναι άγιος, επομένως πώς είναι δυνατόν να μην απεχθάνεται έναν τόσο ποταπό τρόπο επιδίωξης; Τώρα που το σκέφτομαι, αν δεν είχα βιώσει την αποκάλυψη αυτής της ασθένειας, δεν θα είχα κάνει αυτοκριτική ούτε θα είχα συνειδητοποιήσει ότι η επιδίωξή μου ήταν εσφαλμένη.
Αργότερα, έπεσα πάνω σε ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού που με ωφέλησε πραγματικά. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να διακρίνουν, να κατανοήσουν, να αποδεχθούν ή να υποταχθούν στην κυριαρχία του Θεού και στα περιβάλλοντα που ενορχηστρώνει, και αντιμετωπίζουν διάφορες δυσκολίες στην καθημερινότητά τους που μπορεί να ξεπερνούν τις αντοχές των κανονικών ανθρώπων, τότε νιώθουν υποσυνείδητα ανησυχία, άγχος ή και αγωνία κάθε είδους. Δεν ξέρουν πώς θα είναι το αύριο και η επόμενη μέρα ούτε πώς θα είναι το μέλλον και τα πράγματα σε λίγα χρόνια. Αυτό τους κάνει να νιώθουν αγωνία, άγχος και ανησυχία για κάθε λογής πράγματα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή δεν πιστεύουν στην κυριαρχία του Θεού. Με άλλα λόγια, δεν μπορούν να πιστέψουν στην κυριαρχία του Θεού και να τη διακρίνουν. Ακόμη κι αν την έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια, δεν θα την καταλάβαιναν, ούτε θα πίστευαν σ’ αυτήν. Δεν πιστεύουν πως ο Θεός έχει κυριαρχία πάνω στη μοίρα τους ούτε πως η ζωή τους βρίσκεται στα χέρια Του. Έτσι, λοιπόν, γεννιέται μέσα στην καρδιά τους δυσπιστία απέναντι στην κυριαρχία και τις διευθετήσεις του Θεού, έπειτα αρχίζουν τις κατηγορίες και δεν μπορούν να υποταχθούν. Πέρα από το γεγονός πως αρχίζουν τις κατηγορίες και δεν μπορούν να υποταχθούν, θέλουν να είναι κύριοι της μοίρας τους και να ενεργούν με δική τους πρωτοβουλία. Τι γίνεται αφού αρχίσουν να ενεργούν με δική τους πρωτοβουλία; Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να βασιστούν στο επίπεδο και στις ικανότητές τους στη ζωή, αλλά υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν μπορούν να επιτύχουν, να καταφέρουν ή να κατορθώσουν όταν στηρίζονται στο επίπεδο και τις ικανότητές τους» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (3)]. Αφού διάβασα τα λόγια του Θεού, κατάλαβα επιτέλους ότι δεν κατανοούσα καθόλου την κυριαρχία του Θεού. Πάντα προβληματιζόμουν, αγχωνόμουν και ανησυχούσα για την ασθένειά μου, σκεφτόμουν συνεχώς και έκανα δικά μου σχέδια χωρίς να προσεύχομαι ή να αναζητώ τις προθέσεις του Θεού. Δεν πίστευα ότι ο Θεός ήταν κυρίαρχος επί των πάντων και πάντα ήθελα να βρίσκω μόνη μου τη διέξοδο. Είδα ότι ήμουν πραγματικά ανάξια να αποκαλούμαι χριστιανή! Σκέφτηκα ότι, όταν οι άπιστοι αρρωσταίνουν, νιώθουν απελπισμένοι και ότι δεν έχουν βοήθεια και υποστήριξη, και βασίζονται μόνο στον εαυτό τους για να βρουν τρόπο να θεραπευτούν. Εγώ πιστεύω στον Θεό και ο Θεός είναι κυρίαρχος επί των πάντων, επομένως πρέπει να βασίζομαι πάνω Του. Έπρεπε να ακολουθήσω τη θεραπεία μου, κάνοντας παράλληλα καλά τα καθήκοντά μου. Αναλογίστηκα ότι πίστευα πάνω από δύο χρόνια στον Θεό και συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά που απολάμβανα ήταν η χάρη του Θεού, και ότι κάθε μέρα ζούσα υπό τη φροντίδα και την προστασία του Θεού. Ο Θεός είχε επιτρέψει αυτήν την ασθένεια και Εκείνος είχε ρυθμίσει προσεκτικά αυτές τις καταστάσεις για να μπορέσω να γνωρίσω τον εαυτό μου και να κατανοήσω ότι η ανθρώπινη ζωή βρίσκεται στα χέρια του Θεού, εξαγνίζοντας έτσι την επιθυμία μου για ευλογίες. Ωστόσο, είχα παρανοήσει και παραπονιόμουν για τον Θεό. Τον αμφισβητούσα, και επιδίωκα συνεχώς διέξοδο για τη σάρκα μου. Είδα ότι δεν είχα καμία αλήθεια-πραγματικότητα. Ήμουν πραγματικά τυφλή και ανόητη! Θυμήθηκα, επίσης, μια ηλικιωμένη αδελφή στην εκκλησία, που είχε μια σοβαρή καρδιολογική πάθηση. Οι γατροί έλεγαν ότι δεν θα τα κατάφερνε και η οικογένειά της είχε προετοιμαστεί για την κηδεία της, αλλά παρόλο που η αδελφή πονούσε, δεν παραπονιόταν για τον Θεό, και αργότερα η κατάστασή της βελτιώθηκε ως εκ θαύματος. Έπειτα από λίγο, εξακολουθούσε να κάνει τα καθήκοντά της και δεν χρειαζόταν να παίρνει φάρμακα, και η υγεία της είχε επανέλθει σε ένα εύλογο επίπεδο. Είδα πώς η ηλικιωμένη αδελφή μου βασιζόταν στον Θεό κατά τη διάρκεια της ασθένειάς της και παρέμενε ακλόνητη στη μαρτυρία της, αλλά παρ’ όλα αυτά, η δική μου ασθένεια, που δεν ήταν τόσο σοβαρή όσο η δική της, με τρομοκρατούσε. Πραγματικά δεν είχα την αληθινή πίστη που είχε εκείνη. Ένιωσα τεράστια ντροπή! Δεν έπρεπε να ανησυχώ ή να φοβάμαι και έπρεπε να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις του Θεού, και να βιώσω ενεργά την κατάσταση που είχε ενορχηστρώσει για εμένα ο Θεός.
Αργότερα, διάβασα περισσότερα από τα λόγια του Θεού: «Πώς θα πρέπει να κάνεις, λοιπόν, την επιλογή σου και πώς θα προσεγγίσεις την κατάσταση αν αρρωστήσεις; Είναι πολύ απλό, μπορείς να ακολουθήσεις το εξής μονοπάτι: Να επιδιώκεις την αλήθεια. Να επιδιώκεις την αλήθεια και να εξετάζεις το ζήτημα σύμφωνα με τα λόγια του Θεού και τις αλήθεια-αρχές. Αυτήν την αντίληψη θα πρέπει να έχουν οι άνθρωποι. Πώς θα πρέπει να ασκείσαι; Η μία πτυχή είναι η εξής: Σε όλα όσα βιώνεις κάνεις πράξη την κατανόηση που έχεις κερδίσει και τις αλήθεια-αρχές που καταλαβαίνεις σύμφωνα με την αλήθεια και τα λόγια του Θεού, και τις κάνεις πραγματικότητα και ζωή σου. Η άλλη πτυχή είναι πως δεν πρέπει να εγκαταλείψεις το καθήκον σου. Είτε είσαι άρρωστος είτε πονάς, εφόσον σου απομένει έστω και μία πνοή, εφόσον είσαι ακόμα ζωντανός και μπορείς να μιλάς και να περπατάς, τότε έχεις την ενέργεια να εκτελείς το καθήκον σου και θα πρέπει να έχεις καλή συμπεριφορά καθώς το εκτελείς και τα πόδια σου να πατάνε γερά στο έδαφος. Δεν πρέπει να εγκαταλείψεις το καθήκον που έχεις ως δημιούργημα ούτε την ευθύνη που σου έχει αναθέσει ο Δημιουργός. Εφόσον δεν έχεις πεθάνει ακόμα, θα πρέπει να ολοκληρώσεις το καθήκον σου και να το εκπληρώσεις καλά» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (3)]. «Δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του καθήκοντος του ανθρώπου και του αν αυτός θα λάβει ευλογίες ή θα υποφέρει από κακοτυχία. Καθήκον είναι αυτό που ο άνθρωπος οφείλει να εκπληρώσει· είναι η αποστολή που του στάλθηκε από τον ουρανό και πρέπει να το κάνει χωρίς να επιζητά ανταμοιβή και χωρίς όρους ή αιτία. Μόνο αυτό ονομάζεται εκτέλεση του καθήκοντος. Το να λαμβάνει κανείς ευλογίες αναφέρεται στις ευλογίες που απολαμβάνει ένας άνθρωπος όταν οδηγείται στην τελείωση αφότου βιώσει την κρίση. Το να υποφέρει κακοτυχία αναφέρεται στην τιμωρία που λαμβάνει ένας άνθρωπος όταν δεν αλλάζει η διάθεσή του αφότου υποβληθεί σε παίδευση και κρίση —όταν, με άλλα λόγια, δεν οδηγείται στην τελείωση. Όμως, ανεξάρτητα από το αν λαμβάνουν ευλογίες ή υποφέρουν από κακοτυχία, τα δημιουργημένα όντα οφείλουν να εκπληρώνουν το καθήκον τους, κάνοντας αυτά που οφείλουν να κάνουν και κάνοντας αυτά που μπορούν να κάνουν· αυτό είναι το ελάχιστο που οφείλει να κάνει ένας άνθρωπος που αναζητά τον Θεό. Δεν θα έπρεπε να εκτελείς το καθήκον σου μόνο για να λαμβάνεις ευλογίες και δεν θα έπρεπε να αρνείσαι να εκτελέσεις το καθήκον σου από φόβο μην υποφέρεις από κακοτυχία. Επιτρέψτε Μου να σας πω το εξής: Το να εκτελεί ο άνθρωπος το καθήκον του είναι αυτό που οφείλει να κάνει, και αν είναι ανίκανος να εκτελέσει το καθήκον του, τότε αυτό συνιστά την επαναστατικότητά του» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Η διαφορά μεταξύ της διακονίας του ενσαρκωμένου Θεού και του καθήκοντος του ανθρώπου). Ο Θεός έχει πει ότι όσο ανασαίνει ένας άνθρωπος, πρέπει να κάνει τα καθήκοντά του καλά και να μην εγκαταλείπει τις υποχρεώσεις του, επειδή τα καθήκοντά του είναι το θεόσταλτο λειτούργημα ενός δημιουργημένου όντος και μια ανάθεση από τον Θεό. Ανεξάρτητα από τις περιστάσεις, έπρεπε να κάνω καλά το καθήκον μου, καθώς κάτι τέτοιο είναι απολύτως φυσικό και δικαιολογημένο. Κατανόησα, επίσης, ότι τα καθήκοντά μου δεν έχουν καμία σχέση με τις ευλογίες που λαμβάνω ή τις κακοτυχίες που υπομένω. Οι ευλογίες που λαμβάνει κάποιος οφείλονται στην αλλαγή της διάθεσής του αφού βιώσει την κρίση και την παίδευση του Θεού. Μόνον όταν κάποιος είναι σε θέση να υποταχθεί στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού, να κάνει καλά τα καθήκοντα ενός δημιουργημένου όντος και να μην επαναστατεί ή να αντιστέκεται πλέον στον Θεό, μπορεί να λάβει την αποδοχή και την έγκριση του Θεού. Ο Θεός καθορίζει την έκβαση ενός ατόμου ανάλογα με το εάν έχει αλλάξει η διάθεσή του ή όχι. Αλλά εγώ πάντα αντιμετώπιζα τα καθήκοντά μου ως μέσο για να παζαρέψω με τον Θεό για ευλογίες. Αφού δεν επιδίωκα την αλήθεια, το πεπρωμένο μου ήταν να σκοντάφτω και να αποτυγχάνω. Ακόμα και αν δεν ήμουν άρρωστη, αν δεν κατάφερνα να κάνω καλά τα καθήκοντά μου και δεν αποκτούσα την αλήθεια, ο Θεός στο τέλος πάλι δεν θα με απέκλειε και δεν θα με κατέστρεφε; Δεν είναι σημαντικό αν είμαι άρρωστη ή όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι αν μπορώ να αποκτήσω την αλήθεια. Τώρα, δεν νιώθω πλέον ότι περιορίζομαι από την ασθένειά μου. Παίρνω τα φάρμακά μου όπως πρέπει και προσέχω τη διατροφή μου, και δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχώ μήπως πεθάνω. Αντιθέτως, κάνω πράξη να εμπιστεύομαι τα πάντα στον Θεό και να υποτάσσομαι στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις Του.
Η εμπειρία μου από αυτήν την ασθένεια με ωφέλησε σε μεγάλο βαθμό, καθώς διόρθωσε τη λανθασμένη επιδίωξη στην πίστη μου στον Θεό. Αν δεν ήταν αυτή η ασθένεια, θα συνέχιζα να κάνω τα καθήκοντά μου με πρόθεση να λαμβάνω ευλογίες και αν περνούσα τη ζωή μου πιστεύοντας αυτά τα πράγματα, δεν θα είχα καταφέρει να λάβω την έγκριση του Θεού. Κατάλαβα ότι αυτή η κατάσταση που είχε ρυθμίσει ο Θεός ήταν πραγματικά καλή και ευεργετική, κι είμαι τόσο ευγνώμων στον Θεό!