12. Πώς να αντιμετωπίσει κανείς την καλοσύνη των γονιών
Απ’ όταν ήμουν μικρή, η οικογένειά μου ήταν σχετικά φτωχή. Οι συγγενείς και οι φίλοι μάς περιφρονούσαν. Μέχρι και οι παππούδες μου δεν μας ήθελαν. Η μητέρα μου συχνά γκρίνιαζε και μου έλεγε: «Πρέπει να μελετήσεις σκληρά και να φέρεις τιμή στην οικογένεια!» Εγώ πήρα τα λόγια της στα σοβαρά, μελετούσα σκληρά και ήμουν σταθερά μεταξύ των κορυφαίων στην τάξη μου. Αργότερα, όμως, έπαθα ένα τροχαίο και κάποιες άλλες ατυχίες, και χειρουργήθηκα τρεις φορές. Κάθε φορά που έμπαινα στο χειρουργείο, οι δικοί μου ανησυχούσαν πάρα πολύ και κάποιες φορές η μητέρα μου παραπονιόταν κι έλεγε ότι αν δεν είχαν να ξοδέψουν τόσα λεφτά για τα χειρουργεία μου, η οικογένειά μας δεν θα ήταν τόσο φτωχή. Έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις για το λύκειο και κατάφερα να μπω σε ένα πολύ καλό σχολείο. Σκέφτηκα πολλές φορές να εγκαταλείψω τις σπουδές μου και να αρχίσω να εργάζομαι από νωρίς, για να βγάλω λεφτά και να ελαφρύνω το βάρος που σήκωναν οι γονείς μου, αλλά εκείνοι διαφωνούσαν και με προέτρεπαν να εστιάσω στις σπουδές μου. Αυτό με συγκίνησε βαθιά και αποφάσισα, μόλις μεγάλωνα, να τους ανταποδώσω. Αργότερα, ενώ η ακαδημαϊκή μου διαδρομή συνεχιζόταν χωρίς προβλήματα, έδωσα εξετάσεις και μπήκα με άνεση σε ένα πρωτοκλασάτο πανεπιστήμιο. Μετά συνέχισα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές σε ένα αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο. Εκείνη την περίοδο, η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς μου ήταν πολύ κακή. Οι γονείς μου ήταν συχνά άρρωστοι και δεν μπορούσαν να κάνουν βαριές δουλειές, και είχαμε χρέη συνέχεια. Σε κάθε Κινεζική Πρωτοχρονιά που γύριζα σπίτι, ρωτούσα τη μητέρα μου πόσα χρωστούσαμε σε φίλους και συγγενείς. Επίσης, κάποιες φορές άκουγα τη μητέρα μου να λέει ότι, για να τα βγάλουμε πέρα και να πληρωθούν τα δίδακτρα του πανεπιστημίου, ο πατέρας μου έκανε δύο πολύ δύσκολες δουλειές. Πήγαινε κάθε μέρα στη δουλειά με στεγνά ρούχα και γυρνούσε μούσκεμα. Η μητέρα μου έλεγε να μην απογοητεύσω την οικογένεια και να μη φανώ ποτέ αχάριστη. Όταν μου το έλεγε αυτό η μητέρα μου, εγώ έκλαιγα κρυφά τις νύχτες κάτω από τα σκεπάσματα και σκεφτόμουν: «Μόλις αρχίσω να δουλεύω, θα δίνω κάθε μήνα ένα μέρος του μισθού μου στους γονείς μου, για να μπορέσουν να ζήσουν καλύτερα».
Τον δεύτερο μήνα μετά την αποφοίτησή μου κι ενώ είχα ήδη πιάσει δουλειά, αποδέχτηκα το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες. Μέσα από τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι Εκείνος είναι που μας δίνει πνοή και ζούμε, κι ότι ως ζωντανά όντα, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να Τον λατρεύουμε. Όσο ποτιζόμουν με τα λόγια του Θεού, ένιωθα όλο και περισσότερο ότι πρέπει να αφιερώσω περισσότερο χρόνο για να διαβάσω τα λόγια Του και να επιδιώξω την αλήθεια. Έτσι, παραιτήθηκα από τη δουλειά μου και επέλεξα να κάνω το καθήκον μου στην εκκλησία. Πού και πού, πήγαινα να δω τους γονείς μου στη δουλειά τους. Κάθε φορά που έβλεπα τα γκρίζα μαλλιά τους, η καρδιά μου πονούσε και ένιωθα πολλές ενοχές. Πίστευα ότι τους είχα απογοητεύσει που δεν εργαζόμουν και δεν έβγαζα λεφτά για να τους βοηθήσω. Κάθε φορά που τους επισκεπτόμουν, τους αγόραζα κάποια πράγματα ή συμπληρώματα, και προσπαθούσα να εξιλεωθώ για την υποχρέωση που ένιωθα βαθιά στην καρδιά μου. Το 2021, συνέλαβαν πολλά άτομα από την εκκλησία στην οποία άνηκα, και με κυνήγησε κι εμένα η αστυνομία. Ο Θεός με προστάτευσε και δεν με συνέλαβαν, αλλά δεν μπορούσα πλέον να επικοινωνήσω με την οικογένειά μου. Όταν σκέφτηκα ότι οι γονείς μου δεν θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μου και θα ανησυχούσαν, ένιωσα πολλές ενοχές και σκέφτηκα: «Όταν ήμουν μικρή είχα αρκετά ατυχήματα και οι γονείς μου ανησυχούσαν πολύ για μένα. Δούλεψαν πολύ σκληρά για να με μεγαλώσουν. Δεν πέρασαν καθόλου εύκολα. Κι εγώ τώρα, όχι μόνο δεν βγάζω πολλά χρήματα για να τους βοηθήσω, αλλά τους κάνω και να ανησυχούν και να αγχώνονται για μένα. Δεν είμαι καθόλου ευσεβής προς τους γονείς μου!» Πονούσα μέσα μου από τη στενοχώρια και μου ερχόταν να κλάψω κάθε φορά που σκεφτόμουν τους γονείς μου. Δεν μπορούσα να δεχτώ τα λόγια του Θεού ούτε και να απορροφήσω τη συναναστροφή των αδελφών μου. Όποτε έβλεπα αδελφούς και αδελφές στην ηλικία των γονιών μου, σκεφτόμουν τους δικούς μου γονείς κι έλεγα: «Γερνάνε και δεν είναι καλά στην υγεία τους. Τι να κάνουν άραγε; Αν αρρωστήσουν, θα έχουν χρήματα για θεραπεία;» Αν και συνέχιζα να κάνω το καθήκον μου, μέσα μου ανησυχούσα συνεχώς για τους γονείς μου και στο καθήκον μου έκανα τα τυπικά. Όποτε κάτι δεν πήγαινε όπως το ήθελα, σκεφτόμουν να γυρίσω σπίτι μου. Σκεφτόμουν, όμως, ότι αν γυρνούσα σπίτι θα συλλαμβανόμουν, και δεν τολμούσα να επιστρέψω. Προσευχήθηκα, λοιπόν, στον Θεό και Του ζήτησα να με προστατεύσει από τον περιορισμό που μου προκαλούσε η στοργή μου.
Μια μέρα, διάβασα δύο χωρία από τα λόγια του Θεού και κατανόησα κάπως το πρόβλημά μου. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Λόγω του τρόπου διαμόρφωσης της κινεζικής παραδοσιακής κουλτούρας, οι Κινέζοι κατά τις παραδοσιακές αντιλήψεις τους πιστεύουν ότι το τέκνο οφείλει ευσέβεια προς τους γονείς του. Όποιος δεν υπακούει σε αυτό, είναι ασεβής ως τέκνο. Με αυτές τις ιδέες έχουν εμποτιστεί οι άνθρωποι από την παιδική τους ηλικία, αυτές διδάσκονται ουσιαστικά σε κάθε σπιτικό, αλλά και σε κάθε σχολείο και στην κοινωνία γενικότερα. Όταν γεμίζεις το κεφάλι κάποιου με τέτοιου είδους πράγματα, σκέφτεται αυτός: “Η ευσέβεια του τέκνου είναι σημαντικότερη από οτιδήποτε άλλο. Εάν δεν την τηρώ, δεν θα είμαι καλός άνθρωπος —θα είμαι ασεβής ως τέκνο και θα με αποδοκιμάσει η κοινωνία. Θα είμαι άτομο χωρίς συνείδηση”. Είναι ορθή αυτή η άποψη; Οι άνθρωποι έχουν δει τόσες αλήθειες που εκφράζει ο Θεός —απαίτησε ο Θεός να δείχνει κάποιος ευσέβεια τέκνου προς τους γονείς του; Είναι αυτή μία από τις αλήθειες που πρέπει να κατανοούν οι πιστοί του Θεού; Όχι, δεν είναι. Ο Θεός συναναστράφηκε μόνο σχετικά με ορισμένες αρχές. Βάσει ποιας αρχής ζητούν τα λόγια του Θεού να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι στους άλλους; Να αγαπούν αυτό που αγαπά ο Θεός και να μισούν αυτό που μισεί: αυτή είναι η αρχή που θα πρέπει να τηρείται» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μόνο αναγνωρίζοντας τις πλανεμένες απόψεις του μπορεί κανείς να αλλάξει πραγματικά). «Τι εκπαίδευση σου δίνουν οι προσδοκίες των γονιών σου; (Την ανάγκη να γράψω καλά στις εξετάσεις και να πετύχω στο μέλλον.) Οφείλεις να δείξεις ότι είσαι πολλά υποσχόμενος, οφείλεις να δικαιώσεις την αγάπη, τη σκληρή δουλειά και τις θυσίες της μητέρας σου, αλλά και να εκπληρώσεις τις προσδοκίες των γονιών σου και να μην τους απογοητεύσεις. Σε αγαπάνε πάρα πολύ, έχουν δώσει τα πάντα για σένα, για σένα τα κάνουν όλα, εις βάρος της ίδιας τους της ζωής. Άρα, σε τι έχουν μετατραπεί όλες οι θυσίες τους, η μόρφωσή τους, ακόμα και η αγάπη τους; Μετατράπηκαν σε κάτι που πρέπει να ξεπληρώσεις και, την ίδια στιγμή, μετατράπηκαν σε φορτίο για σένα. Έτσι δημιουργείται το φορτίο. Δεν έχει σημασία αν οι γονείς τα κάνουν όλα αυτά από ένστικτο, από αγάπη ή επειδή το επιβάλλει η κοινωνία. Σε τελική ανάλυση, αυτές οι μέθοδοι με τις οποίες σε εκπαιδεύουν και σε μεταχειρίζονται, αλλά και όλες οι ιδέες που σου εμφυσούν, δεν φέρνουν στην ψυχή σου ελευθερία, απελευθέρωση, άνεση ή χαρά. Και τι σου φέρνουν; Πίεση, φόβο, τύψεις και αγωνία στη συνείδησή σου. Τι άλλο; (Δεσμά και περιορισμούς.) Δεσμά και περιορισμούς. Και επιπλέον, εφόσον οι γονείς σου έχουν τέτοιες προσδοκίες για σένα, εσύ δεν μπορείς παρά να ζεις για τις ελπίδες τους. Για να ανταποκριθείς στις προσδοκίες τους, για να μην τους απογοητεύσεις και για να µη χάσουν την ελπίδα τους σ’ εσένα, διαβάζεις καθημερινά πάρα πολύ σχολαστικά και ευσυνείδητα για κάθε μάθημα και κάνεις ό,τι σου ζητήσουν να κάνεις» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. Ο Θεός εξέθετε ακριβώς την κατάστασή μου. Από όταν ήμουν μικρή, η μητέρα μου μου είχε μάθει ότι οι γονείς μου είχαν κάνει μεγάλες θυσίες για μένα κι ότι δεν έπρεπε να φανώ αχάριστη όταν μεγάλωνα. Οι συγγενείς κι οι γείτονες έλεγαν συχνά πως παρά τη φτώχεια μας, οι γονείς μου κατάφεραν να με σπουδάσουν κι ότι εγώ έπρεπε να τους το ξεπληρώσω αυτό στο μέλλον και να μην ξεχάσω τις ρίζες μου. Έβλεπα και τις θυσίες που έκαναν οι γονείς μου για μένα. Όταν ήμουν μικρή, είχα πολλά ατυχήματα και οι γονείς μου ανησυχούσαν πολύ ενώ μάζευαν τα χρήματα για τα χειρουργεία μου. Επίσης, έκαναν τα πάντα για να μαζέψουν τα χρήματα που χρειάζονταν για τις σπουδές μου. Έτσι, αποδέχτηκα ολόψυχα και χωρίς δισταγμό τη μόρφωση και την κατήχηση από την οικογένειά μου, τους συγγενείς και τους φίλους. Έβαλα στόχο να μελετήσω σκληρά, να βελτιώσω τα οικονομικά της οικογένειάς μου και να διασφαλίσω ότι οι γονείς μου θα ζούσαν καλά. Για να το πετύχω αυτό, δούλεψα σκληρά για να πάρω το πτυχίο μου και σκόπευα να δίνω στους γονείς μου κάθε μήνα ένα μέρος του μισθού μου, όπως κι αν τα έφερνε η ζωή. Από τότε, όμως, που βρήκα τον Θεό κι επέλεξα να παρατήσω τη δουλειά μου για να κάνω το καθήκον μου, ένιωσα ενοχές που είχα απογοητεύσει τους γονείς μου. Αργότερα, λόγω των διώξεων και των συλλήψεων του ΚΚΚ, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με την οικογένειά μου, κι έτσι κατηγορούσα ακόμα πιο πολύ τον εαυτό μου και ένιωθα ακόμα χειρότερη κόρη. Όταν σκεφτόμουν ότι οι γονείς μου με είχαν βοηθήσει να σπουδάσω κι ότι τώρα που είχα αποφοιτήσει, δεν έβγαζα λεφτά για να τους ξεπληρώσω και τους έκανα να ανησυχούν, γέμιζα ενοχές και κατηγορούσα τον εαυτό μου. Όταν έβλεπα ανθρώπους στην ηλικία των γονιών μου, ανησυχούσα για τους γονείς μου και η προσοχή μου απομακρυνόταν από το καθήκον μου. Σκέφτηκα ακόμη και να προδώσω τον Θεό και να εγκαταλείψω το καθήκον μου για να γυρίσω σπίτι. Παραδοσιακές ιδέες που ενσταλάχτηκαν μέσα μου από την οικογένεια και την κοινωνία, όπως «Η ευσέβεια προς τους γονείς είναι η ύψιστη αρετή» και «Κάποιος που είναι ασεβής προς τους γονείς του είναι χειρότερος από θηρίο», είχαν ριζώσει βαθιά στην καρδιά μου. Ήταν σαν μια παγίδα που με κρατούσε σφιχτά και με πονούσε. Ήξερα καλά ότι ο Θεός δίνει ζωή στους ανθρώπους, και ότι το να πιστεύω στον Θεό, να Τον λατρεύω και να κάνω το καθήκον μου ήταν το σωστό μονοπάτι στη ζωή κι ήταν κάτι απολύτως φυσικό και δικαιολογημένο, αλλά και πάλι δεν μπορούσα να ηρεμήσω στο καθήκον μου. Ένιωθα συνεχώς ότι το να πηγαίνω κόντρα στις προσδοκίες των γονιών μου σήμαινε ότι δεν είχα συνείδηση, και ότι ήμουν μια αχάριστη και κακή κόρη.
Αργότερα, διάβασα ένα ακόμα χωρίο από τα λόγια του Θεού που με βοήθησε να αντιμετωπίσω σωστά τις θυσίες που είχαν κάνει οι γονείς μου για μένα. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Ας μιλήσουμε για το πώς ερμηνεύεται η φράση “οι γονείς σου δεν είναι δανειστές σου”. Δεν είναι γεγονός ότι οι γονείς σου δεν είναι δανειστές σου; (Είναι.) Τότε, οφείλουμε να εξηγήσουμε τα ζητήματα που περιλαμβάνει το γεγονός αυτό. Ας εξετάσουμε το ότι οι γονείς σου σε γέννησαν. Ποιος πήρε την απόφαση αυτήν, εσύ ή εκείνοι; Ποιος διάλεξε ποιον; Αν το εξετάσουμε από την οπτική του Θεού, η απάντηση είναι κανείς από τους δυο σας. Ούτε εσύ ούτε οι γονείς σου αποφάσισαν να σε γεννήσουν. Αν εξετάσεις το ζήτημα στον πυρήνα του, ο Θεός το έχει ορίσει αυτό. Προς το παρόν, θα παραμερίσουμε αυτό το θέμα, αφού αυτό το ζήτημα είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς. Από τη δική σου οπτική, ο ρόλος σου ήταν παθητικός. Οι γονείς σου σε γέννησαν χωρίς να έχεις καμία επιλογή. Από την οπτική των γονιών σου, αυτοί σε γέννησαν με δική τους ελεύθερη βούληση, έτσι δεν είναι; Αν, δηλαδή, αγνοήσουμε το γεγονός ότι το έχει ορίσει ο Θεός, οι γονείς σου είναι αυτοί που είχαν όλη την εξουσία στο ζήτημα της γέννησής σου. Εκείνοι επέλεξαν να σε γεννήσουν, εκείνοι έκαναν κουμάντο. Δεν επέλεξες να σε γεννήσουν, είχες παθητικό ρόλο και δεν είχες καμία επιλογή. Αφού, λοιπόν, οι γονείς σου είχαν όλη την εξουσία και αποφάσισαν να σε γεννήσουν, αυτοί είναι υποχρεωμένοι και υπεύθυνοι να σε μεγαλώσουν, να σε αναθρέψουν μέχρι να ενηλικιωθείς, να σου προσφέρουν μόρφωση, φαγητό, ρούχα και χρήματα. Αυτή είναι δική τους ευθύνη και υποχρέωση, και οφείλουν να το κάνουν. Εσύ, από την άλλη, την περίοδο που σε μεγάλωναν, ήσουν πάντα παθητικός, δεν είχες το δικαίωμα της επιλογής —αναγκαστικά έπρεπε να σε μεγαλώσουν αυτοί. Ήσουν μικρός, κι έτσι δεν μπορούσες να μεγαλώσεις μόνος σου, δεν είχες άλλη επιλογή από το να σε μεγαλώσουν οι γονείς σου κι εσύ να το δεχτείς παθητικά. Μεγάλωσες με τον τρόπο που αποφάσισαν εκείνοι. Αν σου έδιναν ωραία πράγματα να τρως και να πίνεις, τότε έτρωγες και έπινες ωραία πράγματα. Αν σου έδιναν να φας άχυρα και αγριόχορτα, τότε έτσι θα επιβίωνες. Όπως και να έχει, όταν σε μεγάλωναν οι γονείς σου, εσύ το δεχόσουν παθητικά και οι γονείς σου εκπλήρωναν την ευθύνη τους. Είναι σαν να φρόντιζαν ένα λουλούδι. Έπρεπε να του βάλουν λίπασμα, να το ποτίζουν και να φροντίζουν να το βλέπει ο ήλιος. Όσον αφορά, λοιπόν, τους ανθρώπους, όσο περισσότερο και όσο πιο σχολαστικά κι αν σε φρόντιζαν οι γονείς σου, εν πάση περιπτώσει, εκπλήρωναν απλώς την ευθύνη και την υποχρέωσή τους. […] Και αφού είναι ευθύνη και υποχρέωση, πρέπει να το κάνουν δωρεάν και να μη ζητάνε αποζημίωση. Όταν σε μεγάλωναν οι γονείς σου, το μόνο που έκαναν ήταν να εκπληρώνουν την ευθύνη και την υποχρέωσή τους, πράγμα που θα έπρεπε να γίνεται χωρίς αμοιβή, και δεν θα έπρεπε να αποτελεί συναλλαγή. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να τους προσεγγίζεις ή να αντιμετωπίζεις τη σχέση σου μαζί τους με το σκεπτικό της αποζημίωσης. Είναι απάνθρωπο να μεταχειρίζεσαι τους γονείς σου, να τους ξεπληρώνεις και να αντιμετωπίζεις τη σχέση σας σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό. Παράλληλα, αυτό πιθανώς να σε περιορίσει και να σε δεσμεύσει στα συναισθήματα της σάρκας σου. Τότε θα δυσκολευτείς να ξεφύγεις από αυτό το μπλέξιμο, σε σημείο που ίσως και να χάσεις τον δρόμο σου. Εφόσον οι γονείς σου δεν είναι δανειστές σου, δεν είσαι υποχρεωμένος να υλοποιήσεις όλες τους τις προσδοκίες. Δεν είσαι καθόλου υποχρεωμένος να την πληρώσεις εσύ εξαιτίας των προσδοκιών τους. Με άλλα λόγια, ας έχουν τις δικές τους προσδοκίες. Εσύ κάνεις τις επιλογές σου και έχεις το δικό σου μονοπάτι για τη ζωή και τη μοίρα που έχει ορίσει για σένα ο Θεός. Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τους γονείς σου» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Μέσα από τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι τα παιδιά δεν χρωστάνε στους γονείς τους κι ότι οι γονείς μεγαλώνουν με τη δική τους θέληση τα παιδιά τους. Αφού, λοιπόν, είναι επιλογή τους, έχουν την ευθύνη και την υποχρέωση να τα μεγαλώσουν. Οι θυσίες που κάνουν οι γονείς μέσα σε όλη αυτήν τη διαδικασία είναι ευθύνη τους κι είναι ένα είδος νόμου που έχει ορίσει ο Θεός για κάθε δημιουργημένο ον. Το ίδιο κάνουν και πολλά πλάσματα στη φύση που αναπαράγονται και φροντίζουν τους απογόνους τους. Απλώς ακολουθούν τους νόμους και τις αρχές που έχει ορίσει ο Δημιουργός. Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους. Οι γονείς που επιλέγουν να αποκτήσουν παιδιά πρέπει να τα μεγαλώνουν και να τους δίνουν ελευθερία. Να τους επιτρέπουν να επιλέξουν το δικό τους μονοπάτι στη ζωή. Το να απαιτούν οι γονείς ανταμοιβή και αποζημίωση επειδή απλώς μεγάλωσαν παιδιά ή να στερούν από τα παιδιά τους την ελευθερία να επιλέξουν το δικό τους μονοπάτι στη ζωή για να εκπληρώσουν τη δική τους επιθυμία για μια καλύτερη ζωή είναι, στην πραγματικότητα, απάνθρωπο. Τέτοιοι γονείς είναι πολύ εγωιστές. Έκανα αυτοκριτική για να βρω γιατί ένιωθα ενοχές που δεν έβγαζα χρήματα για να εκπληρώσω τα καθήκοντά μου ως κόρη, και συνειδητοποίησα ότι έφταιγε που θεωρούσα καλοσύνη τις θυσίες και τη φροντίδα των γονιών μου. Θεωρούσα ότι τους χρωστούσα. Πίστευα ότι, όταν στο μέλλον θα είχα τη δυνατότητα να βγάλω λεφτά, έπρεπε να τους ξεπληρώσω· αλλιώς, θα ήμουν μια αχάριστη, μια κακή κόρη, που υστερεί σε ανθρώπινη φύση. Από τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι η άποψη που είχα για τα πράγματα ήταν λάθος. Ήταν ευθύνη και υποχρέωση των γονιών μου να με μεγαλώσουν και να με φροντίσουν. Δεν τους χρωστούσα τίποτα ούτε ήμουν υποχρεωμένη να ανταποκριθώ στις προσδοκίες τους. Έχω το δικαίωμα να επιλέξω το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσω στη ζωή, και δεν πρέπει να περιορίζομαι από αυτήν την υποτιθέμενη καλοσύνη, καθώς έτσι η ζωή μου δεν θα είναι ελεύθερη, και θα στερηθώ την ευκαιρία να επιδιώξω την αλήθεια και να σωθώ. Αναλογίστηκα κάθε στάδιο της ζωής μου κι είδα ότι είχα βιώσει πολλά επικίνδυνα ατυχήματα ως παιδί. Ο Θεός, όμως, με προστάτευσε και επέζησα ως εκ θαύματος. Μια φορά, με χτύπησε ένα αμάξι που έτρεχε, με πέταξε στην άλλη πλευρά του δρόμου κι έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν ξύπνησα, όμως, είχα μόνο ελαφριά κατάγματα και μερικά επιφανειακά τραύματα. Μια άλλη φορά, με χτύπησε με βία ένας σχιζοφρενής. Το περιστατικό αυτό ήταν ιδιαίτερα αιματηρό και βίαιο, αλλά δεν τραυματίστηκα στον εγκέφαλο και δεν παραμορφώθηκε το πρόσωπό μου. Χρειάστηκα μερικά ράμματα στο κεφάλι και είχα μόνο ένα σπασμένο κόκαλο, και κανέναν άλλο σημαντικό τραυματισμό. Όλοι όσοι γνώριζαν αυτά που είχα ζήσει όταν ήμουν μικρή έλεγαν ότι ήμουν πραγματικά τυχερή. Στην πραγματικότητα, η τύχη δεν είχε καμία σχέση. Ο Θεός με προστάτευσε. Κοιτώντας το παρελθόν, είδα ότι τα είχα φτάσει στο σήμερα με τη φροντίδα και την προστασία του Θεού. Βάδιζα στο μονοπάτι που ο Θεός είχε ορίσει για μένα και είχα μια αποστολή να εκπληρώσω. Δεν έπρεπε να ζω μόνο για τους γονείς μου.
Αργότερα, διάβασα άλλο ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Δεν θα πρέπει να κουβαλάς κανένα φορτίο όσον αφορά τις προσδοκίες των γονιών σου. Η μοίρα σου παραμένει η ίδια, είτε κάνεις ό,τι σου ζητάνε οι γονείς σου είτε δεν ανταποκριθείς στις προσδοκίες τους και τους απογοητεύσεις. Όποιο και να είναι το μονοπάτι που βρίσκεται μπροστά σου, αυτό θα γίνει· το έχει ήδη ορίσει ο Θεός. Αντίστοιχα, αν ανταποκριθείς στις προσδοκίες των γονιών σου, αν τους ικανοποιήσεις και δεν τους απογοητεύσεις, τότε μήπως θα ζήσουν μια καλύτερη ζωή; Μπορεί κάτι τέτοιο να αλλάξει τη μοίρα των δεινών και της κακομεταχείρισης που τους περιμένει; (Όχι.) Κάποιοι άνθρωποι νομίζουν ότι οι γονείς τους τους ανέθρεψαν με υπερβολική καλοσύνη και ότι υπέφεραν πάρα πολύ εκείνη την περίοδο. Θέλουν, λοιπόν, να βρουν μια καλή δουλειά, έπειτα να περάσουν κάποιες ταλαιπωρίες, να κοπιάσουν, να είναι εργατικοί και να δουλέψουν σκληρά για να βγάλουν πολλά λεφτά και να κάνουν περιουσία. Όλα αυτά θέλουν να τα κάνουν με στόχο να προσφέρουν αργότερα στους γονείς τους μια ζωή γεμάτη προνόμια, όπου θα ζουν σε βίλα, θα κυκλοφορούν με ωραίο αμάξι και θα τρωγοπίνουν όσο θέλουν. Μετά από τόσα χρόνια μόχθου, μπορεί να έχουν βελτιωθεί οι δικές τους καταστάσεις και συνθήκες της ζωής τους. Παρ’ όλα αυτά, οι γονείς τους πεθαίνουν χωρίς να έχουν χαρεί ούτε μια μέρα αυτήν την ευημερία. Και ποιος φταίει γι’ αυτό; Αν αφήσεις τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους, αν αφήσεις τον Θεό να κάνει τις ενορχηστρώσεις του και δεν σηκώνεις αυτό το φορτίο, τότε αν πεθάνουν οι γονείς σου, δεν θα νιώσεις ενοχές. Πώς θα νιώσεις, όμως, αν δουλεύεις σαν το σκυλί για να βγάλεις λεφτά και να ξεπληρώσεις τους γονείς σου, προσφέροντάς τους μια καλύτερη ζωή, και μετά πεθάνουν; Θα μπορέσεις να ζήσεις άνετα για την υπόλοιπη ζωή σου αν καθυστέρησες να εκτελέσεις το καθήκον σου και να αποκτήσεις την αλήθεια; (Όχι.) Κάτι τέτοιο θα επηρεάσει τη ζωή σου και θα κουβαλάς συνέχεια για την υπόλοιπη ζωή σου το φορτίο ότι “απογοήτευσες τους γονείς σου”. […] Πρέπει οι γονείς να ανταποκρίνονται στις ευθύνες τους απέναντι στα παιδιά τους ανάλογα με την κατάστασή τους και ανάλογα με τις συνθήκες και το περιβάλλον που έχει προετοιμάσει ο Θεός. Στις συνθήκες που μπορούν να διαμορφώσουν και στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται βασίζεται και το τι πρέπει να κάνουν τα παιδιά για τους γονείς τους· αυτό ακριβώς. Ούτε οι γονείς ούτε τα παιδιά δεν πρέπει να κάνουν κάτι με σκοπό να αλλάξουν ο ένας τη μοίρα του άλλου μέσω της ισχύος τους ή μέσω των εγωιστικών τους επιθυμιών, ώστε να κάνουν οι προσπάθειές τους την άλλη πλευρά να ζήσει μια καλύτερη, πιο ευτυχισμένη και πιο ιδανική ζωή. Πρέπει όλοι, γονείς και παιδιά, να αφήνουν τα πράγματα να εξελίσσονται φυσικά μέσα στα περιβάλλοντα που έχει διαμορφώσει ο Θεός και όχι να προσπαθούν να τα αλλάξουν με τις προσπάθειές τους ή με τις όποιες προσωπικές τους αποφάσεις. Δεν πρόκειται να αλλάξει η μοίρα των γονιών σου επειδή εσύ έχεις τέτοιες σκέψεις σχετικά μ’ αυτούς. Τη μοίρα τους την έχει ορίσει ο Θεός εδώ και πολύ καιρό. Ο Θεός έχει ορίσει να ζήσεις μέσα στη δική τους ζωή, να σε γεννήσουν, να σε μεγαλώσουν και να έχεις αυτήν τη σχέση μαζί τους. Η ευθύνη σου, λοιπόν, απέναντί τους δεν είναι παρά να τους συντροφεύεις σύμφωνα με τις συνθήκες σου και να εκπληρώσεις κάποιες υποχρεώσεις. Είναι περιττό να θες να αλλάξεις την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τώρα οι γονείς σου ή να επιθυμείς να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Ή να κάνεις τους γείτονες και τους συγγενείς σου να σε θαυμάζουν, να τιμήσεις τους γονείς σου, να τους φέρεις κύρος εντός της οικογένειας· αυτά είναι ακόμα πιο περιττά. Υπάρχουν και κάποιες μητέρες ή κάποιοι πατέρες που τους έχει εγκαταλείψει ο σύζυγος ή η σύζυγός τους και που σε μεγάλωσαν μόνοι τους μέχρι που ενηλικιώθηκες. Στην περίπτωση αυτή, νιώθεις ακόμα περισσότερο πόσο δύσκολο ήταν να σε μεγαλώσουν και θέλεις να αφιερώσεις όλη σου τη ζωή για να τους το ξεπληρώσεις, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να κάνεις ό,τι σου λένε. Όλα όσα σου ζητάνε, όσα περιμένουν από σένα, αλλά και όσα εσύ προτίθεσαι να κάνεις, μετατρέπονται σε φορτία στη ζωή σου και κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Ενώπιον του Δημιουργού, είσαι ένα δημιούργημα. Σ’ αυτήν τη ζωή δεν πρέπει μόνο να εκπληρώνεις τις υποχρεώσεις σου απέναντι στους γονείς σου, αλλά και να ανταποκριθείς στις ευθύνες και τα καθήκοντα που έχεις ως δημιούργημα. Μόνο με βάση τα λόγια του Θεού και τις αλήθεια-αρχές μπορείς να εκπληρώνεις τις υποχρεώσεις σου απέναντι στους γονείς σου, όχι κάνοντας οτιδήποτε γι’ αυτούς με βάση τις συναισθηματικές σου ανάγκες ή τις επιταγές της συνείδησής σου» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. Αναλογίστηκα επανειλημμένα τα λόγια του Θεού και κατάλαβα ότι η μοίρα του ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια του Δημιουργού. Τα βάσανα που υπέμειναν οι γονείς μου σε αυτήν τη ζωή και το αν θα μπορούσαν να ζήσουν μια καλή ζωή το είχε ορίσει από καιρό ο Θεός και εγώ δεν είχα καμία σχέση. Δεν θα μπορούσα να αλλάξω τη μοίρα τους και να τους δώσω μια καλύτερη ζωή, απλώς και μόνο επειδή σπούδασα και μπορούσα να βγάλω χρήματα. Το πεπρωμένο μου, συμπεριλαμβανομένου του αν θα μπορούσα να μπω στο κολέγιο ή να πάρω κάποιο πτυχίο, το είχε ορίσει ο Θεός και δεν όφειλα τίποτα στους γονείς μου. Ο λόγος που ένιωθα ενοχές που είχα σπουδάσει, αλλά δεν δούλευα για να βγάλω χρήματα για να εκπληρώσω τα καθήκοντά μου προς τους γονείς μου ως καλή κόρη ήταν ότι δεν είχα καταλάβει πως το πεπρωμένο των ανθρώπων είναι στα χέρια του Θεού. Ζούσα ακόμα σύμφωνα με το σατανικό δηλητήριο «Η γνώση μπορεί να αλλάξει τη μοίρα σου». Πίστευα ότι η ανώτερη εκπαίδευση και μια καλή δουλειά μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα των γονιών μου και να τους προσφέρει μια καλύτερη ζωή. Μπορούσα, όμως, πραγματικά να αλλάξω τη μοίρα των γονιών μου; Σκέφτηκα τον θείο μου που είχε μοχθήσει στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του για να σπουδάσει τον γιο του. Τελικά, ο γιος του μπήκε στο πανεπιστήμιο και αγόρασε ένα σπίτι στην πόλη. Πάνω που φαινόταν ότι όλη η οικογένεια θα ζούσε πολύ καλύτερα, ο θείος μου ξαφνικά πέθανε. Μετά ήταν η θεία μου, που είχε κοπιάσει να βάλει τον ξάδελφό μου στο πανεπιστήμιο, ελπίζοντας ότι θα έβρισκε μια καλή δουλειά. Ο ξάδελφός μου, όμως, δεν ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του και, όχι μόνο δεν ήταν σωστός υπάλληλος, αλλά τον εξαπάτησαν κιόλας. Πήρε από συγγενείς του πάνω από εκατό χιλιάδες γουάν για να τα επενδύσει και τα έχασε όλα. Υπήρχαν πολλά τέτοια παραδείγματα γύρω μου, που αποδείκνυαν πως ούτε οι γονείς ούτε τα παιδιά μπορούν να αλλάξουν ο ένας τη μοίρα του άλλου. Ο Θεός ορίζει αν κάποιος θα κάνει καλή ζωή ή όχι. Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, αυτό δεν αλλάζει. Αν δεν πίστευα στον Θεό, θα ακολουθούσα κι εγώ τις τάσεις του κόσμου. Θα παντρευόμουν, θα αγόραζα ένα σπίτι κι ένα αμάξι, θα έκανα παιδιά, και θα είχα να πληρώνω τα δάνεια για το σπίτι και το αμάξι. Πόση ενέργεια και χρήματα θα είχα για να εκπληρώσω τα καθήκοντά μου προς τους γονείς μου; Αν η καθημερινότητα με πίεζε, θα έπρεπε να περιμένω ξανά να με βοηθήσουν οι γονείς μου. Νόμιζα ότι επειδή έκανα τα καθήκοντά μου και δεν δούλευα για να βγάλω χρήματα ώστε να δείξω ότι σέβομαι τους γονείς μου, εκείνοι δεν ζούσαν καλά. Αυτό είναι παράλογο. Οι συνθήκες ζωής των γονιών μου, τα περιβάλλοντα που βίωσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, και τα βάσανα που υπέμειναν, τα είχε προκαθορίσει όλα ο Θεός. Το ότι πιστεύω στον Θεό ή ότι κάνω τα καθήκοντά μου δεν έχει καμία σχέση. Δεν πρέπει πλέον να ζω σύμφωνα με τις λανθασμένες απόψεις που ενσταλάχτηκαν μέσα μου από την κοινωνία και την οικογένειά μου. Η υπερβολική ανησυχία για τους γονείς μου είναι ανοησία και δεν έχει νόημα. Είμαι δημιουργημένο ον. Ο Θεός μού έδωσε ζωή και με προίκισε με χαρίσματα και ταλέντα, και όρισε διάφορες περιστάσεις για να διευρύνω τις εμπειρίες και τις γνώσεις μου. Τελικά, μου επέτρεψε να ακούσω τη φωνή του Δημιουργού και να απολαύσω το πότισμα και την προμήθεια των λόγων Του. Έτσι, πρέπει να αφιερώσω τον χρόνο και την ενέργειά μου στην επιδίωξη θετικών πραγμάτων, και να βοηθήσω περισσότερους ανθρώπους να ακούσουν τη φωνή του Θεού και να λάβουν τη σωτηρία Του. Μόνο αυτό έχει νόημα, και είναι η ευθύνη και το καθήκον που πρέπει να εκπληρώσω ως δημιουργημένο ον.
Διάβασα άλλα δύο χωρία από τα λόγια του Θεού: «Πρώτον, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να φύγουν από το πατρικό τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους είναι οι γενικότερες αντικειμενικές συνθήκες λόγω των οποίων αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τους γονείς τους· δεν μπορούν να μείνουν στο πλάι των γονιών τους για να τους φροντίσουν και να τους κρατάνε συντροφιά. Δεν είναι ότι αποφασίζουν με τη θέλησή τους να τους εγκαταλείψουν· αυτός είναι ο αντικειμενικός λόγος. Δεύτερον, υποκειμενικά μιλώντας, ο λόγος για τον οποίο βγαίνεις για να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου δεν είναι ότι ήθελες να εγκαταλείψεις τους γονείς σου και να αποφύγεις τις ευθύνες σου, αλλά ότι σε καλεί ο Θεός. Αν ήθελες να συνεργαστείς με το έργο του Θεού, να αποδεχτείς το κάλεσμά Του και να εκτελέσεις τα καθήκοντα του δημιουργήματος, δεν είχες άλλη επιλογή από το να φύγεις από τους γονείς σου· δεν γινόταν να μείνεις στο πλευρό τους για να τους συντροφεύεις και να τους φροντίζεις. Δεν τους εγκατέλειψες για να αποφύγεις τις ευθύνες, έτσι δεν είναι; Δεν έχουν διαφορετική φύση αυτά τα δυο, το να τους εγκαταλείψεις για να γλιτώσεις απ’ τις ευθύνες σου και το να αναγκάζεσαι να τους εγκαταλείψεις για να απαντήσεις στο κάλεσμα του Θεού και να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου; (Ναι.) Μέσα σου, έχεις πράγματι συναισθηματική σύνδεση με τους γονείς σου και τους σκέφτεσαι, δεν είναι κενά τα συναισθήματά σου. Αν το επιτρέπουν οι αντικειμενικές συνθήκες και μπορείς να μείνεις στο πλευρό τους ενώ παράλληλα εκτελείς και τα καθήκοντά σου, τότε δεν θα είχες πρόβλημα να μείνεις στο πλευρό τους και να τους φροντίζεις συχνά, εκπληρώνοντας τις ευθύνες σου. Οι αντικειμενικές συνθήκες, όμως, σε αναγκάζουν να τους εγκαταλείψεις· δεν μπορείς να μείνεις στο πλάι τους. Δεν είναι ότι δεν θες να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου ως παιδιού τους, απλώς δεν μπορείς. Δεν έχει διαφορετική φύση αυτό; (Ναι.) Αν έχεις φύγει από το πατρικό σου για να γλιτώσεις τις ευθύνες που έχει κάθε σωστό παιδί απέναντι στους γονείς του, τότε δεν είσαι σωστό παιδί και δεν έχεις ανθρώπινη φύση. Αν και οι γονείς σου σε μεγάλωσαν, εσύ δεν βλέπεις την ώρα να ανοίξεις τα φτερά σου και να προχωρήσεις γρήγορα μόνος σου. Ούτε να τους βλέπεις δεν θες και, αν ακούσεις ότι αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα, δεν δίνεις καμία σημασία. Δεν τους βοηθάς, ακόμα κι αν έχεις τα μέσα να τους βοηθήσεις. Απλώς κάνεις πως δεν ακούς και δεν σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι για σένα· εσύ απλούστατα δεν θέλεις να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου. Αυτό σημαίνει να μην είσαι σωστό παιδί. Αλλά αυτό συμβαίνει εδώ; (Όχι.) Πολλοί άνθρωποι έχουν φύγει από τον νομό, την πόλη, την περιφέρεια ή ακόμη και τη χώρα τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους· βρίσκονται ήδη πολύ μακριά από την πατρίδα τους. Επίσης, δεν τους είναι βολικό για διάφορους λόγους να διατηρούν επαφή με την οικογένειά τους. Πού και πού ρωτούν κάποιους συντοπίτες τους τι κάνουν οι γονείς τους και, όταν ακούνε ότι είναι καλά στην υγεία τους και τα βγάζουν πέρα, νιώθουν ανακούφιση. Δεν ισχύει ότι δεν είσαι σωστό παιδί απέναντι στους γονείς σου· δεν έχεις φτάσει στο σημείο να μην έχεις ανθρώπινη φύση, οπότε να μη θέλεις καν να νοιαστείς για τους γονείς σου ή να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου απέναντί τους. Αυτήν την επιλογή σε αναγκάζουν διάφοροι αντικειμενικοί λόγοι να την κάνεις, όχι ότι δεν είσαι σωστό παιδί» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. «Αν ακολουθείς μια αλήθεια-αρχή, μια ιδέα ή μια άποψη που είναι σωστή και προέρχεται από τον Θεό, τότε θα χαλαρώσεις πολύ στη ζωή σου. Δεν θα εμποδίζει πια ούτε η κοινή γνώμη, ούτε η συνείδησή σου, ούτε το φορτίο των συναισθημάτων σου το πώς θα διαχειρίζεσαι τη σχέση σου με τους γονείς σου· κάθε άλλο, αυτά θα σου επιτρέψουν να αντιμετωπίσεις τη σχέση αυτή σωστά και ορθολογικά. Αν ενεργείς σύμφωνα με τις αλήθεια-αρχές που έχει δώσει ο Θεός στους ανθρώπους, τότε θα νιώθεις γαλήνη και ηρεμία στα βάθη της καρδιάς σου, ακόμα κι αν σε κατακρίνουν πίσω από την πλάτη σου· κάτι τέτοιο δεν θα σε επηρεάζει καθόλου. Τουλάχιστον, δεν θα κατακρίνεις εσύ τον εαυτό σου ως αχάριστο και αναίσθητο, ούτε θα νιώθεις πια βαθιά μέσα σου τη μομφή της συνείδησής σου. Θα γνωρίζεις, συνεπώς, ότι κάνεις τα πάντα σύμφωνα με τις μεθόδους που σου έχει διδάξει ο Θεός, ότι ακούς και υποτάσσεσαι στα λόγια του Θεού και ακολουθείς την οδό Του. Οι άνθρωποι πάνω απ’ όλα πρέπει να έχουν τη συνείδηση να ακούνε τα λόγια του Θεού και να ακολουθούν την οδό Του. Μόνο αν κάνεις αυτά τα πράγματα, θα είσαι αληθινός άνθρωπος. Αν δεν τα καταφέρεις, θα είσαι αχάριστος και αναίσθητος» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Όταν διάβασα αυτά τα δύο χωρία από τα λόγια του Θεού, συγκινήθηκα βαθιά. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω. Ο Θεός μάς καταλαβαίνει πολύ καλά. Ξέρει ότι μας παραπλανούν και μας πληγώνουν βαθιά διάφορες μοχθηρές και λανθασμένες ιδέες από την οικογένεια και την κοινωνία, που δεν αφήνουν τα πνεύματά μας ελεύθερα. Έτσι, εκφράζει την αλήθεια για να μας βοηθήσει να δούμε σταδιακά την ουσία αυτών των ζητημάτων, και να αποκτήσουμε μια σωστή και ορθολογική οπτική. Εγώ είχα ακούσει τη φωνή του Δημιουργού, και είχα επιλέξει να κηρύξω το ευαγγέλιο και να κάνω τα καθήκοντά μου για να επιτρέψω σε περισσότερους ανθρώπους να λάβουν τη σωτηρία του Θεού. Αυτό είναι το πιο δίκαιο και ουσιαστικό πράγμα που πρέπει να κάνουμε. Είναι ευθύνη και αποστολή μου. Δεν πρέπει να καταδικάζω τον εαυτό μου που δεν μπόρεσα να είμαι ευσεβής απέναντι στους γονείς μου, ιδιαίτερα επειδή δεν παραμελούσα ηθελημένα τις ευθύνες μου ως κόρη τους ούτε ήμουν κακή κόρη ενώ οι καταστάσεις μού επέτρεπαν να εκπληρώσω τις ευθύνες μου αυτές. Όταν το κατάλαβα αυτό, σταμάτησα να νιώθω ενοχές και να κατηγορώ τον εαυτό μου. Κατάλαβα ότι μόνο βλέποντας τους ανθρώπους και τα πράγματα σύμφωνα με τα λόγια του Θεού μπορεί κανείς να αποφύγει την προκατάληψη και τα σφάλματα. Έχω κατανοήσει τόσο τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις μου προς τους γονείς μου όσο και τις ευθύνες και την αποστολή μου ως δημιουργημένο ον, καθώς και την πραγματική αξία και το νόημα της ανθρώπινης ζωής.
Τώρα που τα έχω ζήσει όλα αυτά, αισθάνομαι ότι τα λόγια του Θεού είναι πραγματικά υπέροχα. Τα λόγια του Θεού με καθοδήγησαν μακριά από την παραδοσιακή κουλτούρα κι επέτρεψαν στην καρδιά μου να νιώσει ανακούφιση κι ελευθερία. Τώρα νιώθω πολύ πιο ήρεμη. Όταν έχω ελεύθερο χρόνο, μπορώ και αναλογίζομαι περισσότερα από τα λόγια του Θεού και γνωρίζω τις ελλείψεις μου, και οι σκέψεις μου επικεντρώνονται περισσότερο σε θέματα που σχετίζονται με τα καθήκοντά μου.