78. Όταν τα καθήκοντα συγκρούονται με την ευσέβεια προς τους γονείς
Τα τελευταία χρόνια εκτελούσα τα καθήκοντά μου μακριά από το σπίτι μου. Μερικές φορές μου έλειπε η μητέρα μου, αλλά το καθήκον μου με κρατούσε απασχολημένο, κι εκείνη ήταν ακόμα νέα και αρκετά καλά στην υγεία της, οπότε δεν ένιωθα πολύ περιορισμένος ούτε ανησυχούσα όσο έκανα το καθήκον μου. Στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο του 2020, το Κομμουνιστικό Κόμμα, με δικαιολογία την απογραφή, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι κι έψαχνε για πιστούς. Κατά τη διάρκεια αυτής της απογραφής, η αστυνομία με συνέλαβε και τέθηκα υπό κράτηση. Όταν βγήκα με εγγύηση και πήγα σπίτι, παρατήρησα ότι είχαν περάσει τα χρόνια κι η μητέρα μου είχε πολύ περισσότερα γκρίζα μαλλιά, είχε αρκετά κινητικά προβλήματα κι είχε επιδεινωθεί η ασθένεια στο στομάχι της. Όταν έτρωγε κάτι που δεν έπρεπε, πονούσε για μέρες. Για λόγους ασφαλείας, δεν μπορούσε να πάει σε συναθροίσεις και ήταν σε κακή κατάσταση. Και επειδή εγώ είχα συλληφθεί δύο φορές από την αστυνομία, είχε ανησυχήσει τόσο πολύ που έπαθε κατάθλιψη και δεν έβγαινε από το σπίτι. Ένιωσα απαίσια. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει πολύ νέος, και η μητέρα μου είχε υποφέρει πολύ για να τελειώσουμε το σχολείο η αδελφή μου κι εγώ. Ήθελα πάντα να είμαι ευσεβής προς τη μητέρα μου, αλλά δεν είχα ποτέ την ευκαιρία. Τώρα που ήμουν σπίτι, μπορούσα επιτέλους να τη φροντίσω.
Μόλις γύρισα σπίτι, ήρθε η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας, και μου είπαν ότι έπρεπε να επικοινωνώ μαζί τους κάθε μήνα και να αναφέρω πού εργάζομαι και πού βρίσκομαι. Οπότε, δεν μπορούσα να επικοινωνώ με την εκκλησία και να κάνω το καθήκον μου. Έτσι, βρήκα μια δουλειά ως φωτογράφος και τον υπόλοιπο χρόνο μου φρόντιζα τη μητέρα μου. Όταν είχα χρόνο, έλεγα στη μητέρα μου όσα είχα ζήσει τα τελευταία χρόνια, και μαζί με την αδελφή μου την πηγαίναμε έξω και τρώγαμε σε εστιατόρια. Κάποιες φορές, την πήγαινα στο νοσοκομείο για εξετάσεις και της αγόραζα συμπληρώματα για το θέμα που είχε στο στομάχι. Η αστυνομία ερχόταν συνέχεια στο σπίτι μας και μας ενοχλούσε. Με έβαζαν να τους δίνω αναφορά και να υπογράφω τις «Τρεις Δηλώσεις». Η μητέρα μου έβλεπε πώς με έλεγχαν κι ανησυχούσε ότι κάτι θα μου συνέβαινε. Οπότε, έπεσε ακόμα περισσότερο σε κατάθλιψη και σταμάτησε να επικοινωνεί με όσους δεν ήταν της οικογένειας. Δεν έβγαινε καν να ψωνίσει. Όταν την είδα έτσι, ανησύχησα και φοβήθηκα μήπως αναπτύξει κάποια ψυχική ασθένεια. Έκανα ό,τι μπορούσα για να την καθοδηγήσω —συναναστρεφόμουν μαζί της και την έβγαζα έξω για να τη βοηθήσω να χαλαρώσει. Τίποτα, όμως, δεν λειτούργησε. Ανησυχούσα και φοβόμουν. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να δουλέψω λίγο πιο σκληρά για να μπορέσω να ζήσω ακόμα καλύτερα, ώστε να πάψει να ανησυχεί για μένα. Πέρασε γρήγορα ένας χρόνος και η αστυνομία δεν έλεγε να με αφήσει να χαλαρώσω λίγο. Δεν μπορούσα ακόμα να κάνω το καθήκον μου κοντά στο σπίτι μου. Αργότερα, οι αδελφοί και οι αδελφές μου με ρώτησαν αν μπορούσα να φύγω από το σπίτι για να εκτελέσω ένα καθήκον. Η μητέρα μου δεν ήταν καλά κι ήθελα να τη φροντίσω, οπότε απέρριψα την πρότασή τους. Στη συνέχεια, συναναστράφηκαν μαζί μου αρκετές φορές, με υποστήριξαν και με βοήθησαν, και συναναστράφηκαν πάνω στην πρόθεση του Θεού με την ελπίδα ότι θα συνέχιζα να κάνω το καθήκον μου. Αισθανόμουν την αγάπη και τη σωτηρία του Θεού πάνω μου, μα μέσα μου ένιωθα διχασμένος. Σκέφτηκα πως αν έφευγα για να κάνω ξανά το καθήκον μου, οι αστυνομικοί σίγουρα θα πρόσεχαν ότι σταμάτησα να δίνω αναφορά. Ποιος ξέρει πότε θα μπορούσα να επιστρέψω στο σπίτι; Η υγεία της μητέρας μου ήταν κακή. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Αν έμενα μαζί της, θα μπορούσα να τη φροντίσω και να φανώ ευσεβής προς τη μητέρα μου. Αν έφευγα, δεν θα έπεφτε σε ακόμα πιο βαθιά κατάθλιψη; Τι θα γινόταν αν χειροτέρευε ακόμα περισσότερο και ανέπτυσσε κάποια ψυχική ασθένεια; Τι θα σκέφτονταν για μένα οι φίλοι και οι συγγενείς μου; Δεν θα έλεγαν ότι ήμουν ασεβής προς τη μητέρα μου; Αυτές οι ανησυχίες με είχαν διχάσει και δεν ήξερα τι να κάνω.
Εκείνη την περίοδο, διάβασα ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού σχετικά με την ευσέβεια προς τους γονείς. Τα λόγια του Θεού λένε: «Αρχικά, ο Θεός είπε στους ανθρώπους να τιμούν τους γονείς τους και, στη συνέχεια, τους έθεσε υψηλότερες απαιτήσεις: Να κάνουν πράξη την αλήθεια, να εκτελούν τα καθήκοντά τους και να ακολουθούν την οδό του Θεού. Εσύ τι από όλα αυτά πρέπει να τηρείς; (Τις υψηλότερες απαιτήσεις.) Είναι σωστό να ασκείστε σύμφωνα με τις υψηλότερες απαιτήσεις; Χωρίζεται η αλήθεια σε υψηλότερες και κατώτερες αλήθειες ή σε πιο παλιές και πιο νέες; (Όχι.) Όταν, λοιπόν, κάνετε πράξη την αλήθεια, σύμφωνα με τι θα πρέπει να ασκείστε; Τι σημαίνει να κάνει κάποιος πράξη την αλήθεια; (Να χειρίζεται τα ζητήματα σύμφωνα με τις αρχές.) Το σημαντικότερο είναι να χειρίζεται κανείς τα ζητήματα σύμφωνα με τις αρχές. Το να κάνει κάποιος πράξη την αλήθεια σημαίνει να κάνει πράξη τα λόγια του Θεού σε διαφορετικούς χρόνους, τόπους, περιβάλλοντα και πλαίσια· το θέμα δεν είναι να εφαρμόζει αυστηρά κανόνες σε πράγματα, αλλά να τηρεί τις αλήθεια-αρχές. Αυτό σημαίνει να κάνει κάποιος πράξη την αλήθεια. Πολύ απλά, λοιπόν, δεν υπάρχει καμία απολύτως σύγκρουση ανάμεσα στην άσκηση των λόγων του Θεού και την τήρηση των απαιτήσεων που θέτει ο Θεός. Πιο συγκεκριμένα, δεν υπάρχει καμία απολύτως σύγκρουση ανάμεσα στο να τιμά κανείς τους γονείς του και το να ολοκληρώνει την ανάθεση και το καθήκον που του έχει δώσει ο Θεός. Ποια από αυτά αποτελούν τα λόγια και τις απαιτήσεις που εκφράζει τώρα ο Θεός; Πρέπει αρχικά να εξετάσετε αυτό το ερώτημα. Οι απαιτήσεις που έχει ο Θεός από τον κάθε άνθρωπο διαφέρουν· έχει ξεχωριστές απαιτήσεις από τον καθένα τους. Όσοι υπηρετούν ως επικεφαλής και εργάτες έχουν κληθεί από τον Θεό, επομένως πρέπει να απαρνηθούν τους γονείς τους· δεν μπορούν να μείνουν μαζί τους και να τους τιμούν. Πρέπει να αποδεχτούν την ανάθεση από τον Θεό και να απαρνηθούν τα πάντα για να Τον ακολουθήσουν. Μία κατάσταση είναι αυτή. Οι απλοί ακόλουθοι δεν έχουν κληθεί από τον Θεό, συνεπώς μπορούν να μείνουν με τους γονείς τους και να τους τιμούν. Αν το κάνουν αυτό, δεν θα λάβουν ανταμοιβές ούτε θα κερδίσουν ευλογίες ως αποτέλεσμα· εντούτοις, αν δεν δείξουν ευσέβεια απέναντι στους γονείς τους, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν ανθρώπινη φύση. Στην πραγματικότητα, το να τιμά κανείς τους γονείς του είναι απλώς μια ευθύνη και δεν ισοδυναμεί με άσκηση της αλήθειας. Η άσκηση της αλήθειας είναι η υποταγή στον Θεό· εκδήλωση της υποταγής στον Θεό είναι η αποδοχή της ανάθεσης από τον Θεό· και ακόλουθοι του Θεού είναι όσοι απαρνούνται τα πάντα για να κάνουν τα καθήκοντά τους. Με δυο λόγια, το πιο σημαντικό που πρέπει να κάνετε τώρα είναι να εκτελείτε καλά το καθήκον σας. Αυτή είναι η άσκηση της αλήθειας και αποτελεί εκδήλωση της υποταγής στον Θεό. Ποια, λοιπόν, αλήθεια πρέπει πάνω απ’ όλα να κάνουν πράξη τώρα οι άνθρωποι; (Την εκτέλεση του καθήκοντος.) Σωστά, η πιστή εκτέλεση του καθήκοντος είναι η άσκηση της αλήθειας, ενώ όποιος δεν εκτελεί το καθήκον του με ειλικρίνεια είναι απλός δουλευτής» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Τι σημαίνει να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (4)]. Μέσα από τα λόγια του Θεού, έμαθα τις προθέσεις και τις απαιτήσεις Του. Ο Θεός είχε διατυπώσει την απαίτηση να τιμάει κανείς τη μητέρα και τον πατέρα του, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει όλοι να το κάνουν πράξη. Όσο δεν επηρεάζεται το καθήκον μας, πρέπει να φροντίζουμε τους γονείς μας και να περνάμε χρόνο μαζί τους, ώστε να μην ανησυχούν και να μην αγχώνονται. Κάθε γιος και κάθε κόρη έχει αυτήν την ευθύνη. Ωστόσο, αυτό δεν έχει καμία σχέση με την άσκηση της αλήθειας και την υποταγή στον Θεό. Όταν αρρώστησε η μητέρα μου, είχα την ευθύνη να την πάω στο νοσοκομείο και να της αγοράσω συμπληρώματα. Μα έκανα απλώς το καθήκον μου σαν γιος της, δεν έκανα πράξη την αλήθεια. Όταν ο Θεός καλεί τους ανθρώπους και απαιτεί απ’ αυτούς να εκτελέσουν το καθήκον τους, ακόμη κι αν το καθήκον συγκρούεται με το κατά πόσο μπορεί κάποιος να είναι ευσεβής προς τους γονείς του, ως δημιουργημένα όντα πρέπει να υποτασσόμαστε στον Θεό και να ακολουθούμε την οδό Του για να εκπληρώσουμε τα καθήκοντά μας. Αυτό είναι το κάλεσμά μας από τον ουρανό, και η πρόθεση και απαίτηση του Θεού. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, ήξερα πώς έπρεπε να αποφασίσω να προχωρήσω. Η περίοδος αυτή είναι κρίσιμη για την ευρύτερη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας, κι είναι πολύ το επείγον έργο που πρέπει να γίνει. Είχα απολαύσει την παροχή της αλήθειας του Θεού κι ο οίκος του Θεού με καλλιεργούσε πολλά χρόνια. Φυσικά, έπρεπε να επιλέξω να κάνω το καθήκον μου και να ικανοποιήσω τον Θεό. Εξάλλου, η μητέρα μου δεν ήταν πολύ καλά στην υγεία της, αλλά μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της. Επίσης, μπορούσε να τη βοηθήσει κι ο θείος μου κι η αδελφή μου. Έπρεπε να εκπληρώσω το καθήκον μου— αυτό απαιτούσε και ήλπιζε ο Θεός από μένα, αυτό ήταν αναγκαίο για να επιδιώξω την αλήθεια και να κερδίσω τη σωτηρία. Αν έμενα σπίτι, θα συνέχιζαν να με παρακολουθούν και να με ελέγχουν οι αστυνομικοί. Δεν θα μπορούσα να εκτελέσω το καθήκον μου ούτε και να βαδίσω στο μονοπάτι της πίστης. Αν παρέμενα ευσεβής προς τη μητέρα μου και έμενα δίπλα της, θα ήμουν δέσμιος της έγνοιας μου για την οικογένεια και τη σάρκα, και δεν θα μπορούσα να κάνω το καθήκον μου. Δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω σαν δημιουργημένο ον και θα έχανα την ευκαιρία μου να σωθώ. Σκέφτηκα την απόφαση που πήρα κάποτε ενώπιον του Θεού. Θα έδινα ολόκληρη τη ζωή μου στον Θεό και θα δαπανούσα τον εαυτό μου γι’ Αυτόν. Σκέφτηκα επίσης όλα όσα είχα μάθει ενώ έκανα το καθήκον μου μακριά από το σπίτι και πόσο είχε αναπτυχθεί η ζωή μου. Ήταν πολύ πιο σημαντικό και πολύτιμο αυτό από το να ζω με τη σάρκα μου και την οικογένειά μου στο σπίτι. Ο Θεός με καθοδηγούσε σε αυτό το μονοπάτι που είχε χαράξει για μένα. Ήμουν πρόθυμος να συνεχίσω να βαδίζω σ’ αυτό.
Στη συνέχεια, είπα στη μητέρα μου ότι σχεδίαζα να φύγω από το σπίτι για να εκτελέσω το καθήκον μου. Η μητέρα μου δεν ήθελε να με αποχωριστεί, αλλά σεβάστηκε την απόφασή μου. Τις επόμενες μέρες, όταν δεν εργαζόμουν, οδηγούσα τη μητέρα μου να φάει και να πιει τα λόγια του Θεού, και συναναστρεφόμασταν. Ήλπιζα ότι έτσι θα έβγαινε γρήγορα από την κατάθλιψη. Λίγες μέρες αργότερα, τακτοποίησα τα πάντα στο σπίτι και έφυγα. Σύντομα, έπεσα με τα μούτρα στο καθήκον μου. Παρά το γεγονός ότι ήμουν αρκετά απασχολημένος, μου έλειπε η μητέρα μου. Όταν σκέφτηκα πόσο λυπημένη και απρόθυμη φαινόταν όταν με είδε έξω από το σπίτι, ένιωσα μια τεράστια λύπη. Στο σπίτι, μπορούσα να περνάω χρόνο μαζί της και να της μιλώ για να μη νιώθει μόνη. Πώς τα βγάζει πέρα μόνη της τώρα που έφυγα; Η μητέρα μου δεν ήταν καλά στην υγεία της και φοβόμουν ότι, αν επιδεινωνόταν, θα έπεφτε σε ακόμα πιο βαθιά κατάθλιψη. Θα έκανε, άραγε, καμιά ανοησία, αν περνούσε ο καιρός και δεν μπορούσε να ξεφύγει από την κατάθλιψή της; Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν αυτό, τόσο περισσότερο ανησυχούσα. Αν συνέβαινε κάτι στη μητέρα μου, οι συγγενείς μου σίγουρα θα κατηγορούσαν εμένα. Όλα αυτά μου αποσπούσαν την προσοχή και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο καθήκον μου. Ήξερα ότι, όσο ήμουν εκεί, έπρεπε να εστιάζω στο καθήκον μου κι ότι ήταν σημαντικό να εκπληρώσω το καθήκον μου για να ικανοποιήσω τον Θεό, μα δεν μπορούσα να πάψω να νιώθω ενοχές και αυτομεμψία για τη μητέρα μου. Αργότερα, σκέφτηκα τα λόγια του Θεού που λένε: «Ποιος μπορεί να δαπανήσει πραγματικά και εξ ολοκλήρου για Μένα, και να προσφέρει ό,τι έχει και δεν έχει για χάρη Μου; Είστε όλοι διχασμένοι· οι σκέψεις σας πηγαίνουν εδώ κι εκεί —σκέφτεστε το σπίτι σας, τον έξω κόσμο, το φαγητό και τα ρούχα. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεσαι εδώ ενώπιόν Μου, κάνοντας πράγματα για Μένα, βαθιά μέσα σου εξακολουθείς να σκέφτεσαι τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου και τους γονείς σου πίσω στο σπίτι. Είναι όλα αυτά ιδιοκτησία σου; Γιατί δεν τα εμπιστεύεσαι στα χέρια Μου; Δεν Με εμπιστεύεσαι; Ή μήπως φοβάσαι ότι θα κάνω ακατάλληλες διευθετήσεις για σένα; Γιατί ανησυχείς μονίμως για τη σαρκική σου οικογένεια και σε απασχολούν μονίμως τα αγαπημένα σου πρόσωπα;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 59). Όμως, πράγματι, η υγεία της μητέρας μου, και η σοβαρότητα της κατάθλιψης και της απόγνωσής της, δεν βρίσκονταν στα χέρια του Θεού; Δεν θα λύνονταν τα προβλήματά της απλώς επειδή εγώ ανησυχούσα· έπρεπε να τα αφήσω όλα στα χέρια του Θεού. Στη συνέχεια, προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου, ξέρω πως το αν θα βελτιωθεί ή όχι η κατάσταση της μητέρας μου ή το αν θα επιδεινωθεί η υγεία της είναι στα χέρια Σου. Σε παρακαλώ, καθοδήγησέ την, ώστε να ξεφύγει από την απόγνωση και τη δυστυχία. Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να διδαχτεί από όλο αυτό, καθοδήγησέ την, Σε παρακαλώ, ώστε να κάνει αυτοκριτική και να μάθει να βιώνει το έργο Σου. Είμαι πρόθυμος να αφήσω τα πάντα στα χέρια Σου, και να υποταχθώ στην κυριαρχία και τις διευθετήσεις Σου». Μετά την προσευχή, ηρέμησα κάπως. Αργότερα, έγραψα στη μητέρα μου, όλα όσα είχα μάθει, κι επεσήμανα κάποια προβλήματα που είχε βιώσει με την ελπίδα να κάνει αυτοκριτική και να γνωρίσει τον εαυτό της. Λίγο αργότερα, έλαβα μια επιστολή από τη μητέρα μου. Έλεγε ότι λίγο μετά την αναχώρησή μου, οι αδελφοί και οι αδελφές κανόνισαν να ζήσει εκκλησιαστική ζωή. Επιπλέον, μέσα από τα λόγια του Θεού κατάλαβε τα αρνητικά συναισθήματα που σχετίζονται με το να ζει κανείς σε μια κατάσταση κατάθλιψης και απόγνωσης. Η κατάστασή της είχε βελτιωθεί πολύ. Χάρηκα πολύ όταν άκουσα αυτά τα νέα και ευχαρίστησα τον Θεό.
Αργότερα, όταν διάβασα τη συναναστροφή του Θεού σχετικά με την αλήθεια του πώς μπορεί κανείς να δει σωστά τις ευθύνες που εκπληρώνει απέναντι στους γονείς του, ένιωσα αμέσως ανακουφισμένος, και κέρδισα μια σωστή οπτική και αρχή άσκησης. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Συναισθηματικά, η σχέση με τους γονείς είναι η πιο δύσκολη για να τη διαχειριστεί κανείς, αλλά δεν είναι και τελείως αδύνατο. Οι άνθρωποι μπορούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό με σωστό και ορθολογικό τρόπο μόνο με βάση την κατανόηση της αλήθειας. Μην ξεκινάς από τη σκοπιά των συναισθημάτων ούτε από τις γνώσεις ή τις οπτικές των ανθρώπων του κόσμου. Πρέπει, αντίθετα, να αντιμετωπίζεις τους γονείς σου με τον κατάλληλο τρόπο σύμφωνα με τα λόγια του Θεού. Ποιον ρόλο παίζουν στ’ αλήθεια οι γονείς, τι σημαίνουν πράγματι για τους γονείς τα παιδιά, τι στάση πρέπει να τηρούν τα παιδιά απέναντι στους γονείς τους και πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν και να επιλύουν οι άνθρωποι τη σχέση ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά; Δεν πρέπει να τα εξετάζουν αυτά τα πράγματα με βάση τα συναισθήματά τους ούτε να επηρεάζονται από οποιεσδήποτε λανθασμένες ιδέες ή επικρατούσες απόψεις· πρέπει να έχουν απέναντι σ’ αυτά τη σωστή προσέγγιση, η οποία βασίζεται στα λόγια του Θεού. Δεν είσαι σωστό παιδί αν δεν ανταποκριθείς σε καμία από τις ευθύνες σου απέναντι στους γονείς σου εντός του περιβάλλοντος που έχει ορίσει ο Θεός ή αν δεν παίζεις τον παραμικρό ρόλο στη ζωή τους; Θα νιώσεις τύψεις σ’ αυτήν την περίπτωση; Όλοι οι γείτονες, οι συμμαθητές και οι συγγενείς σου θα σε κατακρίνουν πίσω από την πλάτη σου. Θα πουν ότι δεν είσαι σωστό παιδί απέναντι στους γονείς σου, με αυτά τα λόγια: “Οι γονείς σου έκαναν για σένα τόσες θυσίες, κατέβαλαν τόσες επίπονες προσπάθειες και έκαναν τόσα πράγματα από τότε που ήσουν μικρό παιδί, κι εσύ ο αχάριστος απλώς εξαφανίζεσαι από προσώπου γης και ούτε ένα μήνυμα δεν στέλνεις ότι είσαι καλά. Όχι μόνο δεν έρχεσαι στο πατρικό σου για την Πρωτοχρονιά, μα ούτε καν τους παίρνεις ένα τηλέφωνο ούτε τους στέλνεις ένα ευχετήριο μήνυμα”. Όποτε ακούς παρόμοια λόγια, η συνείδησή σου ματώνει και κλαίει, και νιώθεις καταδικασμένος. “Αχ, δίκιο έχουν”. Κοκκινίζει το πρόσωπό σου και τρέμει η καρδιά σου λες και σε τρυπάνε βελόνες. Το έχεις νιώσει ποτέ αυτό; (Ναι, παλιά.) Έχουν δίκιο οι γείτονες και οι συγγενείς σου που λένε ότι δεν είσαι σωστό παιδί; […] Πρώτον, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να φύγουν από το πατρικό τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους είναι οι γενικότερες αντικειμενικές συνθήκες λόγω των οποίων αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τους γονείς τους· δεν μπορούν να μείνουν στο πλάι των γονιών τους για να τους φροντίσουν και να τους κρατάνε συντροφιά. Δεν είναι ότι αποφασίζουν με τη θέλησή τους να τους εγκαταλείψουν· αυτός είναι ο αντικειμενικός λόγος. Δεύτερον, υποκειμενικά μιλώντας, ο λόγος για τον οποίο βγαίνεις για να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου δεν είναι ότι ήθελες να εγκαταλείψεις τους γονείς σου και να αποφύγεις τις ευθύνες σου, αλλά ότι σε καλεί ο Θεός. Αν ήθελες να συνεργαστείς με το έργο του Θεού, να αποδεχτείς το κάλεσμά Του και να εκτελέσεις τα καθήκοντα του δημιουργήματος, δεν είχες άλλη επιλογή από το να φύγεις από τους γονείς σου· δεν γινόταν να μείνεις στο πλευρό τους για να τους συντροφεύεις και να τους φροντίζεις. Δεν τους εγκατέλειψες για να αποφύγεις τις ευθύνες, έτσι δεν είναι; Δεν έχουν διαφορετική φύση αυτά τα δυο, το να τους εγκαταλείψεις για να γλιτώσεις απ’ τις ευθύνες σου και το να αναγκάζεσαι να τους εγκαταλείψεις για να απαντήσεις στο κάλεσμα του Θεού και να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου; (Ναι.) Μέσα σου, έχεις πράγματι συναισθηματική σύνδεση με τους γονείς σου και τους σκέφτεσαι, δεν είναι κενά τα συναισθήματά σου. Αν το επιτρέπουν οι αντικειμενικές συνθήκες και μπορείς να μείνεις στο πλευρό τους ενώ παράλληλα εκτελείς και τα καθήκοντά σου, τότε δεν θα είχες πρόβλημα να μείνεις στο πλευρό τους και να τους φροντίζεις συχνά, εκπληρώνοντας τις ευθύνες σου. Οι αντικειμενικές συνθήκες, όμως, σε αναγκάζουν να τους εγκαταλείψεις· δεν μπορείς να μείνεις στο πλάι τους. Δεν είναι ότι δεν θες να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου ως παιδιού τους, απλώς δεν μπορείς. Δεν έχει διαφορετική φύση αυτό; (Ναι.) Αν έχεις φύγει από το πατρικό σου για να γλιτώσεις τις ευθύνες που έχει κάθε σωστό παιδί απέναντι στους γονείς του, τότε δεν είσαι σωστό παιδί και δεν έχεις ανθρώπινη φύση. Αν και οι γονείς σου σε μεγάλωσαν, εσύ δεν βλέπεις την ώρα να ανοίξεις τα φτερά σου και να προχωρήσεις γρήγορα μόνος σου. Ούτε να τους βλέπεις δεν θες και, αν ακούσεις ότι αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα, δεν δίνεις καμία σημασία. Δεν τους βοηθάς, ακόμα κι αν έχεις τα μέσα να τους βοηθήσεις. Απλώς κάνεις πως δεν ακούς και δεν σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι για σένα· εσύ απλούστατα δεν θέλεις να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου. Αυτό σημαίνει να μην είσαι σωστό παιδί. Αλλά αυτό συμβαίνει εδώ; (Όχι.) Πολλοί άνθρωποι έχουν φύγει από τον νομό, την πόλη, την περιφέρεια ή ακόμη και τη χώρα τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους· βρίσκονται ήδη πολύ μακριά από την πατρίδα τους. Επίσης, δεν τους είναι βολικό για διάφορους λόγους να διατηρούν επαφή με την οικογένειά τους. Πού και πού ρωτούν κάποιους συντοπίτες τους τι κάνουν οι γονείς τους και, όταν ακούνε ότι είναι καλά στην υγεία τους και τα βγάζουν πέρα, νιώθουν ανακούφιση. Δεν ισχύει ότι δεν είσαι σωστό παιδί απέναντι στους γονείς σου· δεν έχεις φτάσει στο σημείο να μην έχεις ανθρώπινη φύση, οπότε να μη θέλεις καν να νοιαστείς για τους γονείς σου ή να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου απέναντί τους. Αυτήν την επιλογή σε αναγκάζουν διάφοροι αντικειμενικοί λόγοι να την κάνεις, όχι ότι δεν είσαι σωστό παιδί. Οι δύο λόγοι αυτοί είναι. Και υπάρχει, επίσης, και ένας τρίτος: Στην περίπτωση που οι γονείς σου δεν είναι από εκείνους που σε διώκουν ιδιαίτερα ή που παρεμποδίζουν την πίστη σου στον Θεό, στην περίπτωση που υποστηρίζουν την πίστη σου σ’ Αυτόν ή που είναι αδελφοί και αδελφές που έχουν πίστη στον Θεό σαν κι εσένα, ανήκουν στον οίκο του Θεού, τότε υπάρχει κανένας από σας που δεν προσεύχεται σιωπηλά στον Θεό όταν σκέφτεται βαθιά μέσα του τους γονείς του; Υπάρχει κανείς που δεν εμπιστεύεται τους γονείς του, συμπεριλαμβανομένης της υγείας τους, της ασφάλειάς τους και κάθε ανάγκης της ζωής τους, στα χέρια του Θεού; Ο καλύτερος τρόπος να δείξεις τον σεβασμό που πρέπει να έχει ένα παιδί προς τους γονείς του είναι να τους εμπιστευτείς στα χέρια του Θεού. Δεν εύχεσαι να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους όλων των ειδών τις δυσκολίες ούτε ελπίζεις να ζήσουν άσχημη ζωή, να μην τρώνε καλά ή να μην είναι καλά στην υγεία τους. Κατά βάθος, ελπίζεις να τους προστατεύει ο Θεός και να τους κρατάει ασφαλείς. Αν είναι πιστοί στον Θεό, εύχεσαι να μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους και επίσης εύχεσαι να καταφέρουν να παραμείνουν σταθεροί στη μαρτυρία τους. Έτσι εκπληρώνει κανείς τις ευθύνες του ως άνθρωπος· αυτά μόνο μπορούν να επιτύχουν οι άνθρωποι με την ανθρώπινη φύση τους. Επίσης, το πιο σημαντικό είναι ότι, αφότου πιστέψουν για πολλά χρόνια στον Θεό και ακούσουν τόσες αλήθειες, οι άνθρωποι κατανοούν αυτά τα λίγα τουλάχιστον: Τη μοίρα του ανθρώπου την καθορίζει ο Ουρανός, ο άνθρωπος βρίσκεται στα χέρια του Θεού, και είναι πολύ πιο σημαντικό να έχει κανείς τη φροντίδα και την προστασία του Θεού απ’ ό,τι να ανησυχούν γι’ αυτόν, να τον σέβονται ή να του κάνουν συντροφιά τα παιδιά του. Δεν νιώθεις ανακούφιση που οι γονείς σου βρίσκονται υπό τη φροντίδα και την προστασία του Θεού; Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς γι’ αυτούς. Αν ανησυχείς, αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό· είναι πολύ μικρή η πίστη σου σ’ Αυτόν. Αν στ’ αλήθεια αγχώνεσαι και ανησυχείς για τους γονείς σου, τότε να προσεύχεσαι συχνά στον Θεό, να τους εμπιστεύεσαι στα χέρια Του και να αφήσεις Αυτόν να ενορχηστρώσει και να διευθετήσει τα πάντα. Εφόσον ο Θεός κυβερνά τη μοίρα των ανθρώπων, ο Θεός κυβερνά την κάθε τους μέρα και όλα όσα τους συμβαίνουν, εσύ για ποιον λόγο συνεχίζεις να ανησυχείς; Δεν μπορείς καν τη δική σου ζωή να ελέγξεις, έχεις τόσα δικά σου προβλήματα, οπότε με ποιον τρόπο θα μπορούσες να βοηθήσεις τους γονείς σου να ζήσουν ευτυχισμένοι κάθε μέρα; Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να εμπιστευτείς τα πάντα στα χέρια του Θεού. Αν οι γονείς σου είναι πιστοί, ζήτα από τον Θεό να τους οδηγήσει στο ορθό μονοπάτι ώστε στο τέλος να σωθούν. Αν δεν είναι πιστοί, ας βαδίσουν σε όποιο μονοπάτι θέλουν. Για όσους γονείς είναι πιο καλοσυνάτοι και έχουν κάποια ανθρώπινη φύση, ας προσευχηθείς στον Θεό να τους ευλογήσει ώστε να περάσουν ευτυχισμένα τα χρόνια που τους έχουν απομείνει. Όσον αφορά το πώς λειτουργεί ο Θεός, Εκείνος έχει τις διευθετήσεις Του και οι άνθρωποι οφείλουν να υποτάσσονται σ’ αυτές. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, οι άνθρωποι γνωρίζουν μέσα στη συνείδησή τους τις ευθύνες στις οποίες ανταποκρίνονται απέναντι στους γονείς τους. Όποια κι αν είναι η στάση που τηρούν απέναντι στους γονείς τους λόγω αυτής της συνειδητοποίησης, είτε ανησυχούν γι’ αυτούς είτε διαλέγουν να παραμείνουν στο πλευρό τους, σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να νιώθουν ενοχές ή να τους βαραίνει η συνείδησή τους επειδή δεν έχουν καταφέρει να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους απέναντι στους γονείς τους εξαιτίας των αντικειμενικών συνθηκών. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να αφήσουν αυτά τα ζητήματα, καθώς και άλλα παρόμοια, να μετατραπούν σε προβλήματα στη ζωή της πίστης τους στον Θεό· θα πρέπει να τα εγκαταλείψουν. Θα πρέπει, σχετικά με αυτά τα ζητήματα που αφορούν την ανταπόκριση στις ευθύνες απέναντι στους γονείς τους, να φτάσουν σε αυτήν την ξεκάθαρη κατανόηση και να πάψουν να νιώθουν περιορισμένοι. Καταρχάς, γνωρίζεις κατά βάθος ότι δεν σημαίνει πως δεν είσαι σωστό παιδί, και δεν αποφεύγεις ούτε υπεκφεύγεις από τις ευθύνες σου. Επιπλέον, εφόσον οι γονείς σου βρίσκονται στα χέρια του Θεού, για ποιον λόγο εξακολουθείς να ανησυχείς; Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί κανείς, είναι περιττό. Ο κάθε άνθρωπος θα ζήσει ομαλά μέχρι το τέλος, σύμφωνα με την κυριαρχία και τις διευθετήσεις του Θεού, και θα φτάσει στο τέλος του μονοπατιού του χωρίς καμία παρέκκλιση. Δεν υπάρχει, λοιπόν, λόγος να ανησυχούν πλέον οι άνθρωποι για αυτό το ζήτημα. Δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι αν είσαι σωστό παιδί, αν έχεις ανταποκριθεί στις ευθύνες σου απέναντι στους γονείς σου ή αν πρέπει να ξεπληρώσεις την καλοσύνη τους. Πρέπει να τα εγκαταλείψεις αυτά τα πράγματα» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. Μέσα από τα λόγια του Θεού είδα ότι ένιωθα ενοχές κι ανησυχούσα ότι δεν θα θεωρούμουν πια ευσεβής προς τους γονείς μου όταν έφυγα από το σπίτι για να κάνω το καθήκον μου και δεν μπορούσα πια να εκπληρώσω την ευθύνη μου ως γιος. Είδα ότι δεν σκεφτόμουν από τη σκοπιά της αλήθειας και μέσα από τα λόγια του Θεού σχετικά με το πώς πρέπει να βλέπει κανείς σωστά την ευθύνη που έχουν τα παιδιά προς τους γονείς τους. Αντίθετα, έβλεπα αυτήν την ευθύνη σύμφωνα με τη στοργή που νιώθουν τα κοσμικά άτομα για την οικογένειά τους. Στην πραγματικότητα, το να μη δείξει κανείς ευσέβεια προς τους γονείς του ενώ έχει τη δυνατότητα να τους φροντίσει και το να μη μείνει κοντά τους επειδή τον κάλεσε ο Θεός να κάνει το καθήκον του είναι δύο καταστάσεις εντελώς διαφορετικής φύσης. Όταν κάποιο παιδί μένει με τους γονείς του και έχει τον χρόνο να τους φροντίσει, αλλά δεν επιθυμεί να εκπληρώσει τις ευθύνες του προς τους γονείς του εξαιτίας των δικών του συμφερόντων ή επιθυμιών ούτε και να τους φροντίσει όταν εκείνοι γερνούν και αρρωσταίνουν, τότε αυτό το παιδί δεν έχει ανθρώπινη φύση, και δεν έχει τη συνείδηση και τη λογική που θα έπρεπε να έχει κάθε κανονικός άνθρωπος. Πολλοί από εμάς που πιστεύουμε στον Θεό και Τον ακολουθούμε είμαστε πρόθυμοι να εκπληρώσουμε τις ευθύνες μας προς τους γονείς μας, και μπορούμε να τους φροντίσουμε όσο καλύτερα γίνεται όταν είμαστε στο πλευρό τους. Ωστόσο, εξαιτίας των διώξεων του Κομμουνιστικού Κόμματος, πολλοί από εμάς δεν μπορούμε να είμαστε στο σπίτι και να κάνουμε το καθήκον μας εκεί όπου ζούμε. Δεν μας επιτρέπουν να ζήσουμε με τους γονείς μας και να δείξουμε πόσο ευσεβείς είμαστε απέναντί τους. Επίσης, μερικές φορές, λόγω των αναγκών του έργου της εκκλησίας, αναγκαζόμαστε να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας για να εκτελέσουμε τα καθήκοντά μας ως δημιουργημένα όντα, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να είμαστε δίπλα στους γονείς μας. Όταν το επιτρέπουν οι περιστάσεις, θέλουμε κι εμείς να τηλεφωνούμε συχνά στους γονείς μας για να βλέπουμε πώς τα πάνε και να τους δείχνουμε ότι είμαστε καλά, έτσι ώστε να μην ανησυχούν. Ανησυχούμε μέσα μας, ως έναν βαθμό, για τους γονείς μας. Μερικές φορές προσευχόμαστε και για τους γονείς μας και αφήνουμε την οικογένειά μας στα χέρια του Θεού. Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να κάνουμε πράξη την ευσέβεια προς τους γονείς μας, και να εκπληρώσουμε τις ευθύνες μας με τους δικούς μας τρόπους και σύμφωνα με τις αντίστοιχες καταστάσεις μας. Αυτό δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που οι κοσμικοί αποκαλούν «ασέβεια προς τους γονείς». Εμείς βαδίζουμε σε διαφορετικό μονοπάτι. Πιστεύουμε στον Θεό και Τον ακολουθούμε, και βαδίζουμε στο σωστό μονοπάτι της ζωής. Επιδιώκουμε να εκτελούμε τα καθήκοντά μας και να ακολουθούμε το θέλημα του Θεού. Επωμιζόμαστε μια πολύ πιο σημαντική ευθύνη και αποστολή. Το να εκτελέσουμε το καθήκον μας είναι ζήτημα άσκησης σύμφωνα με την πρόθεση και τις απαιτήσεις του Θεού, της άσκησης της αλήθειας και της υποταγής στον Θεό. Αυτό υπερβαίνει κατά πολύ τα πρότυπα ηθικής και συνείδησης των ανθρώπων. Όταν τα συνειδητοποίησα όλα αυτά, άρχισα να σκέφτομαι πολύ πιο καθαρά, κι απέκτησα τη σωστή οπτική και στάση. Δεν φοβόμουν πλέον ότι θα με κοροϊδέψουν οι κοσμικοί ή ότι θα με κατηγορήσουν ως ασεβή προς τους γονείς μου. Μέσα από τη συναναστροφή του Θεού, είδα επίσης ξεκάθαρα ότι μου έλειπε η αληθινή πίστη στον Θεό. Δεν μπορούσα να δω ότι ο θάνατος και η μοίρα των ανθρώπων είναι στα χέρια του Θεού. Την υγεία των γονιών μας, τις ασθένειες που μπορεί να αντιμετωπίσουν και το πώς θα περάσουν τα γηρατειά τους δεν τα καθορίζουν οι απλοί άνθρωποι. Είναι όλα προκαθορισμένα από τον Θεό. Έπρεπε να αναγνωρίσω την κυριαρχία του Θεού σε αυτό το θέμα, και να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις Του. Θυμήθηκα τότε που ήμουν ακόμα στο σπίτι, κι η μητέρα μου αρρώστησε και την πήγα σε κάθε είδους γιατρό. Της έκλεινα ραντεβού όταν οι γιατροί ήταν διαθέσιμοι, αλλά παρά τα φάρμακα που πήρε, η κατάστασή της όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, επιδεινώθηκε κιόλας. Αν κι ήμουν στο πλευρό της, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτή. Δεν μπορούσα να μειώσω ούτε στο ελάχιστο το μαρτύριό της. Όταν έπεσε σε κατάθλιψη και υπέφερε, συναναστράφηκα αρκετά μαζί της. Κάποιες φορές την καθοδηγούσα και άλλες φορές εξέθετα τα προβλήματά της. Εκείνη, όμως, είχε κολλήσει σε μια λάθος κατάσταση και δεν ήθελε να τη διορθώσει. Όσο κι αν ανησυχούσα, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ωστόσο, όταν έφυγα για να εκτελέσω το καθήκον μου, η μητέρα μου ήταν σε θέση να πάει σε συναθροίσεις, ήταν πρόθυμη να επικοινωνήσει με τους αδελφούς και τις αδελφές, και η κατάστασή της βελτιώθηκε. Συνειδητοποίησα ότι οι μικρές πράξεις ευσέβειας εκ μέρους μου δεν βοήθησαν ιδιαίτερα. Περισσότερη σημασία είχε η προστασία κι η φροντίδα του Θεού από το να μείνω στο πλάι της και να την προσέχω. Είδα ότι η ευημερία και η ευτυχία των γονέων δεν εξαρτάται από το αν τα παιδιά τους είναι ευσεβή προς αυτούς. Εξαρτάται από την κυριαρχία και τον προκαθορισμό του Θεού. Ο καλύτερος τρόπος να ασκηθούμε ως παιδιά είναι να προσευχόμαστε για τους γονείς μας και να τους αφήσουμε στα χέρια του Θεού. Όπως ακριβώς λένε τα λόγια του Θεού: «Ο καλύτερος τρόπος να δείξεις τον σεβασμό που πρέπει να έχει ένα παιδί προς τους γονείς του είναι να τους εμπιστευτείς στα χέρια του Θεού» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. Όταν έχουμε πίστη ότι ο Θεός θα κάνει τις κατάλληλες διευθετήσεις και υποτασσόμαστε στην κυριαρχία του Θεού, μπορούμε να ζήσουμε ήρεμα και ξέγνοιαστα.
Εγώ δεν είχα αντιληφθεί τίποτα απ’ όλα αυτά κι ένιωθα ενοχές που δεν είχα δείξει ευσέβεια προς τη μητέρα μου. Όλο ανησυχούσα μήπως πει ο κόσμος ότι είμαι ασεβής και με συζητήσει πίσω από την πλάτη μου. Το αποτέλεσμα ήταν να κάνω το καθήκον μου και να νιώθω συνέχεια ανήσυχος και περιορισμένος. Παρά το ότι έφυγα από το σπίτι για να εκτελέσω το καθήκον μου, μέσα μου ανησυχούσα συχνά για τη μητέρα μου. Δεν μπορούσα να κάνω το καθήκον μου με όλη μου την καρδιά και, γι’ αυτό, απέτυχα να κατανοήσω αρχές και δεξιότητες με αποτέλεσμα να εμφανίζονται συχνά στο έργο μου προβλήματα και αποκλίσεις. Ωστόσο, δεν ένιωθα ούτε ενοχές ούτε τύψεις γι’ αυτό. Αντίθετα, ένιωθα ενοχές που δεν ήμουν ευσεβής προς τη μητέρα μου. Δεν είχα λάθος προτεραιότητες; Η στάση μου ήταν επαναστατική απέναντι στον Θεό! Είχα γονείς και ζωή χάρη στην κυριαρχία και τον προκαθορισμό του Θεού. Πρώτα είμαι δημιουργημένο ον, και μετά γιος των γονιών μου. Ωστόσο, εγώ προσπαθούσα πάντα να ικανοποιήσω τις συναισθηματικές μου ανάγκες και να αποφύγω την επίπληξη από κοσμικούς ανθρώπους. Δεν εκπλήρωνα, όμως, την ευθύνη στο καθήκον μου. Δεν ήταν αυτό προδοσία; Πώς μπορούσα να ισχυρίζομαι ότι έχω αληθινή συνείδηση; Τότε σκέφτηκα ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Αν και έχεις διαφυλάξει τη φήμη σου ως σεβαστικό παιδί, έχεις καλύψει τις συναισθηματικές σου ανάγκες, δεν έχεις καμία μομφή στη συνείδησή σου και έχεις ανταποδώσει την καλοσύνη των γονιών σου, υπάρχει κάτι που έχεις παραβλέψει και το έχεις χάσει: Δεν αντιμετώπισες και δεν χειρίστηκες όλα αυτά τα ζητήματα με βάση τα λόγια του Θεού, και έχασες την ευκαιρία να εκτελέσεις το καθήκον σου ως δημιουργήματος. Και τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ήσουν σωστός απέναντι στους γονείς σου, αλλά τον Θεό Τον πρόδωσες. Ήσουν σεβαστικό παιδί απέναντι στους γονείς σου και κάλυψες τις συναισθηματικές ανάγκες της σάρκας τους, αλλά επαναστάτησες ενάντια στον Θεό. Προτίμησες να είσαι εντάξει απέναντι στους γονείς σου παρά να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου ως δημιουργήματος, πράγμα που αποτελεί τη μεγαλύτερη ασέβεια προς τον Θεό. Το ότι είσαι σωστός απέναντι στους γονείς σου, δεν τους έχεις απογοητεύσει ποτέ, έχεις συνείδηση και ανταποκρίνεσαι στις ευθύνες που έχεις ως παιδί δεν θα κάνει τον Θεό να πει ότι είσαι κάποιος που υποτάσσεται σ’ Αυτόν ή που διαθέτει ανθρώπινη φύση. Επιδεικνύεις τη μεγαλύτερη επαναστατικότητα ενάντια στον Θεό όταν καλύπτεις μόνο τις επιταγές της συνείδησής σου και τις συναισθηματικές ανάγκες της σάρκας σου χωρίς να αποδέχεσαι ούτε τα λόγια του Θεού ούτε την αλήθεια ως τη βάση και τις αρχές για το πως να αντιμετωπίσεις και να χειριστείς αυτό το θέμα» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. Η κρίση των λόγων του Θεού με πόνεσε πολύ. Πράγματι, ακόμα κι αν έμενα με τη μητέρα μου και τη φρόντιζα όσο καλύτερα μπορούσα, ακόμα και αν οι κοσμικοί άνθρωποι με εκτιμούσαν και έλεγαν πόσο ευσεβής γιος είμαι, ενώπιον του Θεού, θα είχα χάσει τη λειτουργία και το καθήκον μου ως δημιουργημένο ον. Δεν θα είχα το παραμικρό ίχνος συνείδησης προς τον Θεό, ο οποίος μου είχε δώσει τη ζωή και τα πάντα. Ως εκ τούτου, θα ήμουν ένας από τους πιο επαναστατικούς και αντιστασιακούς ανθρώπους απέναντι στον Θεό, και δεν θα ήμουν άξιος της σωτηρίας Του. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, ένιωσα δυστυχισμένος. Είδα ότι είχα διαφθαρεί πολύ βαθιά από τον Σατανά. Είχα ενεργήσει ασυνείδητα προς τον Θεό, δεν είχα δείξει το παραμικρό ίχνος ειλικρίνειας και δεν είχα καθόλου ανθρώπινη φύση! Συνειδητοποίησα το καθήκον και την ευθύνη μου, και σταμάτησα να περιορίζομαι από την ταμπέλα του «ασεβή». Ήμουν πια πρόθυμος να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις του Θεού, να κάνω ό,τι μπορούσα στο καθήκον μου, και να αφήσω τη μητέρα μου στα χέρια του Θεού, με την ευχή ότι θα μας καθοδηγήσει ο Θεός ώστε να βιώσουμε το έργο Του στη ζωή μας και να εκπληρώσουμε τα καθήκοντά μας. Δόξα σοι ο Θεός που μου επέτρεψες να επιλέξω το σωστό και να έχω σωστές επιδιώξεις!