Ποια διάθεση κρύβεται πίσω από την αντιδραστικότητά σου;

1 Δεκεμβρίου 2022

Μετά από χρόνια πίστης, ήξερα κατ’ αρχήν ότι ο Θεός συμπαθεί όσους αποδέχονται την αλήθεια. Αν πιστεύουν στον Θεό χωρίς να αποδέχονται την αλήθεια, όσο κι αν υποφέρουν, η διάθεση της ζωής τους δεν θ’ αλλάξει ποτέ. Ήθελα να γίνω κάποια που αποδέχεται την αλήθεια, μα όταν κλαδεύτηκα και αντιμετωπίστηκα, διαφωνούσα και αμυνόμουν, και κάποιες φορές διέψευδα τους άλλους. Έπειτα, το μετάνιωνα και αναρωτιόμουν: Γιατί διαφώνησα; Γιατί ένιωθα την ανάγκη να πω τόσα; Αλλά η μετάνοια γρήγορα περνούσε, και επειδή ποτέ δεν είδα καθαρά την ουσία αυτού, δεν κέρδισα ποτέ αληθινή είσοδο. Μετά από κάποιες εμπειρίες, άρχισα επιτέλους να κάνω αυτοκριτική, να αναζητώ την αλήθεια, να αναγνωρίζω ότι η συνεχής διαφωνία είναι η σατανική διάθεση του ότι σιχαίνομαι την αλήθεια, και να ξέρω ότι αν δεν μετανοήσω και δεν αλλάξω, κινδυνεύω.

Επιβλέπω το ευαγγελικό έργο. Σε μια συνάντηση σύνοψης του έργου, η επόπτρια του ποτίσματος, η αδελφή Λιου, ανέφερε ένα πρόβλημα στο ευαγγελικό έργο: «Το ευαγγελικό προσωπικό δεν μας λέει εγκαίρως για τους νεοφώτιστους που χρειάζονται πότισμα, άρα δεν μπορούμε να παρέχουμε πότισμα που να στοχεύει στις αντιλήψεις και τα προβλήματά τους». Όταν η αδελφή Λιου ανέφερε το πρόβλημα στο έργο μου μπροστά σε τόσους ανθρώπους, ένιωσα γεμάτη ντροπή. «Δεν εννοείς απλώς ότι δεν κάνω πρακτικό έργο; Συναναστράφηκα με τους αδελφούς και τις αδελφές γι’ αυτά τα θέματα. Τους το είπα αυτό εδώ και καιρό, η αλλαγή θέλει χρόνο, έτσι δεν είναι; Πολλοί απ’ αυτούς μόλις άρχισαν να κάνουν ευαγγελικό έργο. Γιατί απαιτείς τόσα πράγματα από αυτούς;» Δεν μπορούσα να δεχτώ αυτά που είπε· δεν έδειχνε κατανόηση για τις δυσκολίες των ανθρώπων. Εκείνη τη στιγμή, ήθελα να εκφράσω τις σκέψεις μου όλες μαζί, αλλά φοβήθηκα μήπως έλεγαν ότι δεν δέχομαι προτάσεις, πράγμα που θα με παρουσίαζε ως κακή, έτσι δέχτηκα απρόθυμα την πρόταση και υπάκουσα. Έπειτα, τόνισα στους αδελφούς και τις αδελφές μου να δίνουν έγκαιρα ανατροφοδότηση για τους νεοφώτιστους που χρειάζονταν πότισμα. Σύντομα, τα πράγματα βελτιώθηκαν λίγο και δεν προβληματίστηκα περισσότερο γι’ αυτό. Μέχρι που μια μέρα, έμαθα πως κάποιοι ποτιστές δεν εργάζονταν καλά με το ευαγγελικό προσωπικό και είχαν κάποιες προκαταλήψεις απέναντί του. Εύλογα υπέθεσα το εξής: «Μάλλον φταίει ότι η Αδελφή Λιου μιλάει πάντα για τα προβλήματα του ευαγγελικού προσωπικού». Άρχισα να παραπονιέμαι γι’ αυτήν στο μυαλό μου, «Είναι τόσο ενοχλητική. Δεν σκέφτεται τι πρέπει να πει σε κάθε κατάσταση. Κάθε φορά που πάμε για έργο, πάντα αναφέρει ότι το ευαγγελικό προσωπικό δεν δίνει έγκαιρα ανατροφοδότηση για τους νεοφώτιστους. Όλοι το ακούνε και τους μπαίνουν ιδέες για μας. Αν αυτό συνεχιστεί, πώς θα συνεργαστούμε στο μέλλον;» Καθώς το σκεφτόμουν, εξοργίστηκα πολύ. Ανέφερα αυτή την κατάσταση στον επικεφαλής μας, και είπα ότι η αδελφή Λιου διέδιδε δυσαρέσκεια στην ομάδα της για το ευαγγελικό προσωπικό, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη τη συνεργασία μας. Καθώς έγραφα το μήνυμα, είχα κάποιες ανησυχίες. «Είναι σωστό να το αναφέρω ως πρόβλημα; Είναι η “διάδοση” πραγματικά ο όρος που ταιριάζει;» Αλλά μετά σκέφτηκα: «Αυτό που λέω είναι γεγονός. Όποτε μιλάει για τα προβλήματα του ευαγγελικού προσωπικού, αναστενάζει. Αυτό και μόνο κάνει την κατάσταση να φαίνεται απελπιστική. Δεν διαδίδει απλώς τη δυσαρέσκειά της; Αυτό που λέω γι’ αυτήν είναι δίκαιο». Έτσι απλά, έστειλα το μήνυμα χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο. Την επομένη, η αδελφή Λιου μού έστειλε ένα μήνυμα: «Αν αυτό που είπα είναι ακατάλληλο, μπορείς να μου το πεις. Πώς ισοδυναμούν τα λόγια μου με “διάδοση δυσαρέσκειας”;» Όταν το είδα, κατάλαβα ότι ο επικεφαλής είχε συναναστραφεί μαζί της. Όταν είδα ότι η στάση της ήταν άρνηση αποδοχής ή αυτοκριτικής, έγινα έξαλλη. «Πόσο αδρανής είσαι; Δεν συνειδητοποιείς καν τι σκέφτεσαι και τι λες, έτσι δεν είναι; Οι αναστεναγμοί σου δείχνουν τη δυσαρέσκειά σου με το ευαγγελικό προσωπικό. Η περιφρονητική σου στάση επηρεάζει και άλλους. Δεν είναι αυτό διάδοση της δυσαρέσκειας;» Ήθελα, μάλιστα, να της τηλεφωνήσω και να διαφωνήσουμε, αλλά μετά σκέφτηκα: «Αν της τηλεφωνήσω τώρα, δεν θα αρχίσουμε να τσακωνόμαστε; Αν ακούσουν όλοι για τον καυγά μας, θα είναι απλώς ντροπιαστικό. Θα έκανε τη σχέση μας αμήχανη, και τότε πώς θα συνεργαζόμασταν; Αυτό δεν διασφαλίζει το εκκλησιαστικό έργο. Πιστεύω στο Θεό τόσο καιρό, γιατί είμαι ακόμα τόσο παρορμητική όταν συμβαίνουν τέτοια πράγματα;» Τότε, θυμήθηκα τον λόγο του Θεού. «Για όλους όσοι εκπληρώνουν το καθήκον τους, όσο βαθιά ή ρηχή κι αν είναι η κατανόησή τους για την αλήθεια, ο πιο απλός τρόπος άσκησης με τον οποίο μπορούν να εισέλθουν στην πραγματικότητα της αλήθειας είναι να σκέφτονται στα πάντα τα συμφέροντα του οίκου του Θεού και να εγκαταλείψουν τις εγωιστικές επιθυμίες, τις ατομικές προθέσεις και κίνητρα, την περηφάνια και την κοινωνική θέση. Βάλε τα συμφέροντα του οίκου του Θεού πάνω απ’ όλα —αυτό είναι το ελάχιστο που οφείλει να κάνει κανείς» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Προσφέροντας κανείς την καρδιά του στον Θεό, μπορεί να αποκτήσει την αλήθεια). Τα λόγια «τα συμφέροντα του οίκου του Θεού» τελικά γαλήνεψαν το μυαλό μου και με έκαναν να σκεφτώ τον εαυτό μου. Τα συμφέροντα του οίκου του Θεού έχουν τη μεγαλύτερη σημασία. Η διαμάχη μου με την αδελφή μου ήταν απλώς ένας καυγάς, έτσι δεν είναι; Και οι δύο μας ήμασταν προϊσταμένες. Αν αρχίζαμε να τσακωνόμαστε γι’ αυτό και αποξενωνόμασταν, αυτό θα είχε αντίκτυπο στο έργο. Αυτό θα χαλούσε τον ευρύτερο σκοπό. Επίσης, χαρακτήρισα την αναφορά του προβλήματος από την Αδελφή Λιου ως διάδοση δυσαρέσκειας, μα ο χαρακτηρισμός μπορεί να μην είναι ακριβής. Η διάδοση της δυσαρέσκειας είναι το μπέρδεμα άσπρου και μαύρου, σωστού και λάθους, και το να αποκαλείς αρνητικό κάτι θετικό. Σημαίνει να έχεις ανάρμοστες προθέσεις και να λες κάτι για να καταδικάσεις τους άλλους ώστε να πετύχεις τους δικούς σου στόχους. Ωστόσο, το πρόβλημα που περιέγραφε η αδελφή Λιου στο έργο μας ήταν ακριβές. Δήλωνε αντικειμενικά το πρόβλημα. Υπήρχαν εκδηλώσεις επιπολαιότητας και ανευθυνότητας καθώς έκανε το καθήκον του το ευαγγελικό προσωπικό, οπότε το έλεγε αυτό για να βελτιώσει τις αποκλίσεις και τα κενά στο έργο μας. Αυτό ωφελούσε το ευαγγελικό έργο και δεν υπήρχαν ανάρμοστες προσωπικές προθέσεις σε αυτό. Ακόμη και αν είχε λάθος ύφος, ήταν για να βελτιώσει το έργο. Αλλά χαρακτήρισα την ενέργειά της ως διάδοση δυσαρέσκειας για το ευαγγελικό προσωπικό. Της έκανα επίθεση και την χαρακτήριζα. Σκεπτόμενη αυτό, αισθάνθηκα λίγες ενοχές, οπότε της είπα, «Μίλησα ανάρμοστα. Ζητώ συγγνώμη». Δέχτηκε τη συγγνώμη μου, και είπε ότι πρέπει να επικοινωνούμε περισσότερο και να συνεργαζόμαστε για να κάνουμε καλά το καθήκον. Όταν είδα την απάντησή της, ντράπηκα. Αλλά χάρηκα κιόλας που είχα ηρεμήσει. Διαφορετικά, θα υπήρχε ρήξη μεταξύ μας και θα επηρεαζόταν σίγουρα το έργο. Εκείνη τη στιγμή, άφησα το θέμα εκεί, αλλά ένιωσα ότι δεν κέρδισα πολλή αυτογνωσία από τη διαφθορά μου, έτσι προσευχήθηκα στον Θεό να με διαφωτίσει να γνωρίσω τον εαυτό μου.

Μια μέρα, καθώς έγραφα ένα άρθρο, είδα κάποια λόγια του Θεού. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Ανεξάρτητα από τις περιστάσεις που προκαλούν την αντιμετώπιση ή το κλάδεμα κάποιου, ποια είναι η πιο κρίσιμη στάση που πρέπει να έχεις απέναντι σ’ αυτό; Πρώτον, πρέπει να το αποδέχεσαι· ανεξάρτητα από το ποιος σε αντιμετωπίζει, για ποιον λόγο, αν σου φαίνεται σκληρό ή ποιο είναι το ύφος και η διατύπωση, οφείλεις να το αποδεχτείς. Στη συνέχεια, θα πρέπει να αναγνωρίσεις τι έκανες λάθος, ποια διεφθαρμένη διάθεση εξέθεσες και αν ενήργησες σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της αλήθειας. Όταν σε κλαδεύουν και σε αντιμετωπίζουν, πρώτον και κύριον, αυτή είναι η στάση που οφείλεις να έχεις. Και διαθέτουν οι αντίχριστοι μια τέτοια στάση; Όχι· από την αρχή ως το τέλος, η στάση που αποπνέουν είναι μια στάση αντίστασης και αποστροφής. Με μια τέτοια στάση, μπορούν να γαληνέψουν ενώπιον του Θεού και να δεχτούν με σεμνότητα το κλάδεμα και την αντιμετώπισή τους; Αδύνατον. Τι κάνουν, λοιπόν, τότε; Πρώτα απ’ όλα, επιχειρηματολογούν σθεναρά και προβάλλουν δικαιολογίες, αμυνόμενοι και υποστηρίζοντας ότι δεν έχουν κάνει τα λάθη που έχουν κάνει και δεν έχουν αποκαλύψει τη διεφθαρμένη διάθεση που έχουν αποκαλύψει, με την ελπίδα να κερδίσουν την κατανόηση και τη συγχώρεση των ανθρώπων, ώστε να μη χρειάζεται να αναλάβουν καμία ευθύνη ούτε να δεχτούν λόγια αντιμετώπισης και κλαδέματος. […] Κάνουν τα στραβά μάτια μπροστά στα δικά τους λάθη, όσο εμφανή κι αν είναι και όσο μεγάλη απώλεια κι αν έχουν προκαλέσει. Δεν αισθάνονται καθόλου θλίψη ή ενοχές και η συνείδησή τους δεν τους επιπλήττει καθόλου. Αντιθέτως, δικαιολογούν τον εαυτό τους με όλη τους τη δύναμη και διεξάγουν έναν πόλεμο λέξεων, σκεπτόμενοι: “Εδώ υπάρχει ελεύθερος διάλογος. Ο καθένας έχει τους λόγους του· σημασία έχει ποιος είναι ο καλύτερος ομιλητής. Αν μπορέσω να πλασάρω την αιτιολόγηση και την εξήγησή μου σε μια πλειοψηφία, τότε κερδίζω, και οι αλήθειες για τις οποίες μιλάς εσύ δεν είναι αλήθειες, και τα γεγονότα σου δεν ισχύουν. Θέλεις να με καταδικάσεις; Αποκλείεται!” Όταν αντιμετωπίζεται και κλαδεύεται ένας αντίχριστος, στα βάθη της καρδιάς και της ψυχής του, είναι απολύτως, αποφασιστικά απρόθυμος και αρνητικός, και το απορρίπτει. Η στάση του είναι η εξής: “Ό,τι κι αν έχεις να πεις, όσο δίκιο κι αν έχεις, δεν θα το δεχτώ και δεν θα το παραδεχτώ. Δεν ευθύνομαι εγώ”. Όσο κι αν τα γεγονότα φέρνουν στο φως τη διεφθαρμένη του διάθεση, εκείνος δεν το αναγνωρίζει ούτε το αποδέχεται, αλλά συνεχίζει την απείθεια και την αντίστασή του. Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι, δεν το αποδέχεται ούτε το αναγνωρίζει, μα σκέφτεται: “Για να δούμε ποιος μπορεί να ξεπεράσει ποιον στα λόγια· για να δούμε τίνος το στόμα είναι πιο γρήγορο”. Αυτό είναι ένα είδος στάσης των αντίχριστων απέναντι στην αντιμετώπιση και το κλάδεμα» («Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο ένατο: Κάνουν το καθήκον τους μόνο για να διακριθούν και να τροφοδοτήσουν τα δικά τους συμφέροντα και φιλοδοξίες· ποτέ δεν λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα του οίκου του Θεού, και μάλιστα ξεπουλάνε αυτά τα συμφέροντα με αντάλλαγμα την προσωπική δόξα (Μέρος όγδοο)). «Όταν ένας αντίχριστος αντιμετωπίζεται και κλαδεύεται, ρωτήστε πρώτα: Μπορεί να ομολογήσει τις κακές του πράξεις; Ρωτήστε δεύτερον: Μπορεί να κάνει αυτοκριτική και να γνωρίσει τον εαυτό του; Και ρωτήστε τρίτον: Μπορεί να λάβει από τον Θεό όταν αντιμετωπίζεται και κλαδεύεται; Με αυτά τα τρία μέτρα, μπορεί κανείς να δει τη φύση και ουσία ενός αντίχριστου. Αν κάποιος μπορεί να υποταχθεί όταν υφίσταται αντιμετώπιση και κλάδεμα, να κάνει αυτοκριτική και έτσι να αναγνωρίσει τη δική του διεφθαρμένη έκφανση και ουσία, τότε είναι κάποιος που μπορεί να αποδεχθεί την αλήθεια. Δεν είναι αντίχριστος. Αυτά τα τρία μέτρα είναι ακριβώς αυτά που δεν διαθέτει ένας αντίχριστος. Όταν κλαδεύεται και αντιμετωπίζεται ένας αντίχριστος, κάνει κάτι άλλο αντ’ αυτού, κάτι που κανείς δεν περίμενε —δηλαδή, όταν κλαδεύεται και αντιμετωπίζεται, προβαίνει σε αβάσιμες αντεγκλήσεις. Αντί να ομολογήσει τα λάθη του και να αναγνωρίσει τη διεφθαρμένη του διάθεση, καταδικάζει το άτομο που τον αντιμετωπίζει και τον κλαδεύει. Πώς το κάνει αυτό; Λέει: “Δεν είναι απαραίτητα σωστά κάθε αντιμετώπιση και κλάδεμα. Η αντιμετώπιση και το κλάδεμα αφορούν καταδίκη από τον άνθρωπο, κρίση από τον άνθρωπο· δεν γίνονται εκ μέρους του Θεού. Μόνο ο Θεός είναι δίκαιος. Όποιος θέλει να καταδικάσει τους άλλους πρέπει να καταδικαστεί”. Δεν είναι αυτή μια αβάσιμη αντέγκληση; Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός που θα προέβαινε σε τέτοιες αβάσιμες αντεγκλήσεις; Μόνο ένα ανυποχώρητο παράσιτο που έχει ανοσία στη λογική θα το έκανε αυτό, και μόνο κάποιος που είναι της συνομοταξίας του διαβόλου Σατανά. Κάποιος με συνείδηση και σύνεση δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο» («Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο ένατο: Κάνουν το καθήκον τους μόνο για να διακριθούν και να τροφοδοτήσουν τα δικά τους συμφέροντα και φιλοδοξίες· ποτέ δεν λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα του οίκου του Θεού, και μάλιστα ξεπουλάνε αυτά τα συμφέροντα με αντάλλαγμα την προσωπική δόξα (Μέρος όγδοο)). Η στάση των αντίχριστων απέναντι στο κλάδεμα και την αντιμετώπιση είναι η παραίτηση και η αντίσταση. Ακόμα και με τα γεγονότα ενώπιόν τους, δεν παραδέχονται τα λάθη τους. Για να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια και το κύρος τους, δικαιολογούνται, υπερασπίζονται τον εαυτό τους και διαφωνούν με τους άλλους, σε σημείο που κάνουν το άσπρο μαύρο και καταδικάζουν όσους τους αντιμετωπίζουν. Η συμπεριφορά μου ήταν η ίδια με εκείνη των αντίχριστων που αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού. Είμαι επόπτρια του ευαγγελικού έργου. Το πρόβλημα που ανέφερε η αδελφή Λιου για το ευαγγελικό προσωπικό ήταν ένα κενό στο δικό μου έργο, αλλά όχι μόνο το αρνήθηκα, μα διαφωνούσα και αμυνόμουν μέσα μου. Ένιωθα ότι δεν είχα κανένα πρόβλημα και ότι η αδελφή μου προσπαθούσε σκόπιμα να με ντροπιάσει, έτσι σχημάτισα προκατάληψη γι’ αυτήν. Έπειτα, βρήκα μοχλό πίεσης πάνω της, έκανα το άσπρο μαύρο για να την κρίνω, αντέστρεψα τις ευθύνες και παραπονέθηκα ψευδώς στον επικεφαλής. Δεν είχα καθόλου ανθρώπινη φύση. Με το πρόσχημα της εξέτασης των δυσκολιών του ευαγγελικού προσωπικού, εμπόδιζα τους άλλους να επισημάνουν τα προβλήματα. Επιφανειακά, συμμεριζόμουν τους αδελφούς και τις αδελφές μου, αλλά στην πραγματικότητα διαφωνούσα και αμυνόμουν. Αν αναλάμβανα πραγματικά την ευθύνη για τις ζωές των αδελφών μου, θα είχα δώσει περισσότερη βοήθεια για την επίλυση των προβλημάτων και των αποκλίσεων. Αυτό θα ήταν όντως προς όφελός τους. Αντ’ αυτού, έκανα το αντίστροφο. Όσον αφορά τα προβλήματα στο έργο τους, όχι μόνο δεν τα έλυσα μέσω συναναστροφής για την αλήθεια, μα και τα συγκάλυπτα επανειλημμένα. Πώς αναλάμβανα την ευθύνη για τις ζωές των αδελφών μου; Απλούστατα διατηρούσα τη δική μου εικόνα και θέση. Έκανα τις δυσκολίες δικαιολογία να μην αποδέχομαι την αλήθεια, το κλάδεμα και την αντιμετώπιση. Ήμουν τόσο δόλια και τόσο κακή.

Αργότερα, σκέφτηκα ότι σαφώς υπήρχαν προβλήματα στο πώς έκανα το καθήκον μου, άρα γιατί κατηγορούσα τους άλλους για τα προβλήματά μου; Γιατί δεν ένιωθα ντροπή ή ανησυχία; Ποια ήταν η βασική αιτία αυτού; Συνέχισα να ψάχνω και διάβασα κάποια άλλα λόγια του Θεού. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Όταν ένας αντίχριστος κλαδεύεται και αντιμετωπίζεται, το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να αντιστέκεται και να το απορρίπτει βαθιά μέσα στην καρδιά του. Το πολεμά. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Αυτό συμβαίνει επειδή οι αντίχριστοι, από την ίδια τους τη φύση και ουσία, έχουν κουραστεί από την αλήθεια και τη μισούν, και δεν αποδέχονται καθόλου την αλήθεια. Φυσικά, η ουσία και η διάθεση ενός αντίχριστου τον εμποδίζουν να αναγνωρίσει τα λάθη του ή να αναγνωρίσει τη διεφθαρμένη του διάθεση. Με βάση αυτά τα δύο γεγονότα, η στάση ενός αντίχριστου απέναντι στο κλάδεμα και την αντιμετώπιση είναι η πλήρης και απόλυτη απόρριψη και εναντίωση. Το απεχθάνεται και του αντιστέκεται από τα βάθη της καρδιάς του, και δεν έχει την παραμικρή ένδειξη αποδοχής ή υποταγής, πόσο μάλλον οποιουδήποτε γνήσιου προβληματισμού ή μετάνοιας. Όταν ένας αντίχριστος κλαδεύεται και αντιμετωπίζεται, ανεξάρτητα από το ποιος το κάνει, τι αφορά, σε ποιον βαθμό φταίει για το θέμα, πόσο κραυγαλέο είναι το σφάλμα, πόση μοχθηρία διαπράττει ή τι συνέπειες δημιουργεί η μοχθηρία του για την εκκλησία —ο αντίχριστος δεν εξετάζει τίποτα από αυτά. Για έναν αντίχριστο, αυτός που τον κλαδεύει και τον αντιμετωπίζει τον ξεχωρίζει ή βρίσκει σκόπιμα σφάλματα για να τον τιμωρήσει. Ο αντίχριστος μπορεί ακόμη και να φτάσει στο σημείο να πει ότι εκφοβίζεται και ταπεινώνεται, ότι δεν του συμπεριφέρονται ανθρώπινα, και ότι τον υποτιμούν και τον περιφρονούν. Αφού κλαδευτεί και αντιμετωπιστεί ένας αντίχριστος, δεν αναλογίζεται ποτέ τι ήταν αυτό που πραγματικά έκανε λάθος, τι είδους διεφθαρμένη διάθεση αποκάλυψε, αν αναζήτησε τις αρχές στο ζήτημα ή αν ενήργησε σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της αλήθειας, ή αν εκπλήρωσε τις ευθύνες του. Δεν κάνει αυτοκριτική ούτε προβληματίζεται για τίποτα από όλα αυτά, ούτε αναλογίζεται αυτά τα ζητήματα. Αντ’ αυτού, προσεγγίζει την αντιμετώπιση και το κλάδεμα σύμφωνα με τη δική του βούληση και με ευεξαψία» («Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο δωδέκατο: Θέλουν να οπισθοχωρήσουν όταν δεν υπάρχει καμία θέση και καμία ελπίδα να κερδίσουν ευλογίες). Στον λόγο του Θεού είδα ότι οι αντίχριστοι δεν δέχονται κλάδεμα και αντιμετώπιση εξαιτίας της φύσης τους να σιχαίνονται και να μισούν την αλήθεια. Δεν μπορούν να δεχτούν όλα τα θετικά από τον Θεό και περιφρονούν τις συμβουλές που συμφωνούν με την αλήθεια. Έκανα αυτοκριτική και είδα ότι η στάση μου απέναντι στη συμβουλή της αδελφής μου ήταν άρνηση αποδοχής, επειδή στο μυαλό μου, είχα ήδη αποφασίσει: «Κανείς σας δεν εργάζεται άμεσα μαζί μας· συμβουλεύετε χωρίς να κατανοείτε την κατάσταση, πράγμα που σημαίνει ότι είστε παράλογοι και δυσκολεύετε τα πράγματα». Παρόλο που δεν είπα τίποτα φωναχτά και έδωσα την ψευδαίσθηση της υπακοής, στο μυαλό μου, είχα όλους τους λόγους με τη σειρά για να αρνηθώ τις απόψεις των άλλων και να μην δεχτώ συμβουλές. Τόνισα επίσης ότι είχα πει ό,τι μου ζητήθηκε να πω και ότι είχα κάνει ό,τι μου ζητήθηκε, υπονοώντας το εξής: «Τι άλλο θέλετε από μένα; Έκανα αυτό που μου ζητήθηκε, άρα ασκούσα την αλήθεια. Μην με κατηγορείτε. Αν με κατηγορήσετε ξανά, κάνετε λάθος». Στην άρνησή μου να δεχτώ τις υποδείξεις και τη βοήθειά τους, αποκάλυψα τη σατανική διάθεση του να σιχαίνομαι την αλήθεια. Τότε, σκέφτηκα κάποια λόγια του Θεού που με συγκίνησαν. Ο Θεός λέει: «Πολλοί πιστεύουν πως οι αλήθειες οι οποίες είναι γι’ αυτούς απαράδεκτες ή τις οποίες δεν μπορούν να κάνουν πράξη δεν είναι αλήθειες. Για τέτοιους ανθρώπους, οι αλήθειες Μου γίνονται αντικείμενο άρνησης και παραμερισμού» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Πρέπει να σκέφτεστε τις πράξεις σας). Έκανα πως παραδέχομαι ότι ο λόγος του Θεού είναι η αλήθεια, ότι το κλάδεμα και η αντιμετώπιση ωφελεί την είσοδο των ανθρώπων στη ζωή, και ότι βοηθά τους ανθρώπους να κάνουν αυτοκριτική, μα στην πραγματικότητα, όταν με κλάδευαν και με αντιμετώπιζαν, ή όταν με επέκριναν, ένιωθα αντίσταση και δυσαρέσκεια. Αν με κατηγορούσαν ή μου έδιναν συμβουλές, δεν το δεχόμουν, Έδινα δικαιολογίες για να υποστηρίξω τη θέση μου και να αμυνθώ, και δεν αναζητούσα τις αρχές της αλήθειας. Απλώς έκανα ό,τι ήθελα και ενεργούσα όπως μου άρεσε. Μετά από λεπτομερή ανάλυση, είδα ότι εξωτερικά υπερασπιζόμουν το ευαγγελικό προσωπικό, μα πραγματικά διασφάλιζα τη δική μου εικόνα και θέση, λες και όσο διαφωνούσα, τόση κατανόηση και συμπόνοια θα έπαιρνα από τους αδελφούς και τις αδελφές. Έτσι, όσο πρόβλημα κι αν είχε το ευαγγελικό έργο, δεν χρειαζόταν να αναλάβω την ευθύνη, κανείς δεν με κατηγορούσε και η εικόνα μου δεν είχε πληγεί ποτέ. Ήμουν τόσο δόλια! Εξωτερικά, η διαφωνία προστάτευε την εικόνα μου, μα αφού δεν αναζητούσα ούτε δεχόμουν την αλήθεια, αποκάλυπτα μόνο σατανική διάθεση, και έχασα την αξιοπρέπειά μου. Αναγνωρίζοντας αυτό, μετάνιωσα που πίστευα στον Θεό τόσα χρόνια χωρίς να αναζητώ σωστά την αλήθεια. Όποτε με κλάδευαν και με αντιμετώπιζαν, παρόλο που δεν έλεγα τίποτα, το μυαλό μου ήταν γεμάτο επιχειρήματα, και δεν μπορούσα να ηρεμήσω και να κάνω αυτοκριτική. Το αποτέλεσμα ήταν να βιώνω πράγματα χωρίς να κερδίζω τίποτα. Σκεπτόμενη αυτό, αποφάσισα να μην διαφωνώ πλέον όταν συνέβαιναν πράγματα που δεν συμφωνούσαν με τις αντιλήψεις μου. Θα ηρεμούσα, θα προσευχόμουν και θα έπαιρνα σωστά μαθήματα. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό.

Σύντομα, ανέλαβα κάποιο καθήκον σχετικά με μια ταινία. Μια μέρα, μου είπαν ότι ένας νεοφώτιστος είχε πιστέψει κάποιες φήμες και διέδωσε κάποιες πλάνες στην ομάδα. Για να μην εξαπατηθούν κι άλλοι νεοφώτιστοι, έπρεπε να τους συναναστραφούμε την αλήθεια. Μα τότε, είχε προκύψει και κάποιο θέμα με το έργο της ταινίας. Ήμουν διχασμένη, επειδή και τα δύο ήταν επείγοντα, αλλά είχα ήδη παραδώσει το θέμα των νεοφώτιστων σε κάποιον άλλον, έτσι πήγα πρώτα στα γυρίσματα της ταινίας. Όταν έφτασα στα γυρίσματα, κάτι με κράτησε εκεί για πολλή ώρα. Τότε, ο επικεφαλής μου με κάλεσε και μου είπε: «Γιατί δεν ξέρεις να βάζεις προτεραιότητες; Όταν εξαπατώνται οι νεοφώτιστοι, αυτό είναι πιο σημαντικό από οτιδήποτε. Τι έχει μεγαλύτερη σημασία από αυτό; Ας έχεις δουλειά μερικής απασχόλησης, αλλά να μην επηρεάζει το κύριο έργο σου, εντάξει; Πρέπει να εξετάσεις τον εαυτό σου αν έχεις κάποια κίνητρα που χειρίζεσαι έτσι το έργο σου. Ίσως υπερεκτιμάς την πιθανότητα να δείξεις το πρόσωπό σου στην κάμερα». Μπροστά σε τέτοιο κλάδεμα και αντιμετώπιση, ήθελα ξανά να διαφωνήσω. «Δεν βρήκα ήδη κάποιον άλλο να χειριστεί τους νεοφώτιστους; Στη χειρότερη, απλώς καθυστέρησα λίγο την επίλυση του προβλήματος. Μπορώ να δεχτώ ότι δεν ξέρω πώς να βάζω προτεραιότητες στα σημαντικά, αλλά το να λες ότι θέλω να κάνω φιγούρα είναι εντελώς απαράδεκτο! Πρώτα απ’ όλα, δεν εργάζομαι ως ηθοποιός, και δεύτερον, δεν έχω καμία επιθυμία να δείξω το πρόσωπό μου στην κάμερα, οπότε γιατί το λες αυτό για μένα; Φοβάσαι μην αποσπαστώ και είμαι λιγότερο αποτελεσματική στο έργο μου, φέρνοντας κακά αποτελέσματα στο δικό σου έργο;» Καθώς τα σκεφτόμουν αυτά, συνειδητοποίησα ότι έκανα λάθος. Πώς το είχα κάνει στο μυαλό μου να μοιάζει λάθος κάποιου άλλου; Γιατί σκεφτόμουν να επιτεθώ πάλι σε κάποιον άλλον; Δεν άρχισα να γίνομαι πάλι αντιδραστική; Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα κάποια λόγια του Θεού, «Όποιος κι αν είναι ο λόγος —αν και μπορεί να έχεις ένα τεράστιο παράπονο— αν δεν αποδεχτείς την αλήθεια, είσαι τελειωμένος. Ο Θεός εξετάζει τη στάση σου, ειδικά σε θέματα που αφορούν την άσκηση της αλήθειας. Θα σε ωφελήσει το παράπονο; Μπορεί το παράπονό σου να επιλύσει τα προβλήματα μιας διεφθαρμένης διάθεσης; Και ακόμη και αν το παράπονό σου είναι δικαιολογημένο, τι έγινε; Θα έχεις κερδίσει την αλήθεια; Θα σε εγκρίνει ο Θεός ενώπιόν Του; Όταν ο Θεός λέει: “Δεν είσαι κάποιος που κάνει πράξη την αλήθεια. Κάνε στην άκρη· σε βαρέθηκα”, δεν είσαι τότε τελειωμένος; Με αυτή τη φράση —“σε βαρέθηκα”— ο Θεός θα σε έχει αποκαλύψει και θα σε έχει ορίσει ως άτομο» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Η υποταγή στον Θεό αποτελεί βασικό μάθημα για την απόκτηση της αλήθειας). Είδα στον λόγο του Θεού ότι όταν με κλάδευαν και με αντιμετώπιζαν, ο Θεός ήθελε να δει τη στάση μου. Αν πάντα διαφωνούσα, έψαχνα τα ελαττώματα των άλλων, δεν αναζητούσα την αλήθεια, και κολλούσα σε θέματα, τότε δεν είχα πάρει το μάθημά μου. Όσο βαρύγδουπα κι αν ήταν τα επιχειρήματά μου, ακόμα κι αν όλοι καταλάβαιναν και ενέκριναν, ποιο ήταν το όφελος; Αν δεν αποδεχόμουν την αλήθεια, η διάθεση της ζωής μου δεν θα άλλαζε. Σκεπτόμενη αυτό, προσευχήθηκα ενώπιον του Θεού, για να με διαφωτίσει ώστε να γνωρίσω τον εαυτό μου. Τις επόμενες ημέρες, αναρωτιόμουν συχνά, «Τι λανθασμένες προθέσεις έχω;» Καθώς αναλογιζόμουν, σκέφτηκα ξαφνικά κάτι. Στη δουλειά με την ταινία, ήξερα ότι με είχαν ζητήσει οι ανώτεροι επικεφαλής, έτσι έγινα αμέσως ενεργή. Η ταινία ήταν πολύ σημαντική για τους ανώτερους επικεφαλής, άρα έπρεπε να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό. Παρόλο που ήταν μερικής απασχόλησης, ήθελα να εξετάσω τα πάντα διεξοδικά και να δίνω ολοκληρωμένες συμβουλές. Δεν ήθελα να εμφανιστούν προβλήματα. Αν κάτι πήγαινε στραβά, πώς θα με έβλεπαν οι επικεφαλής; Έτσι, κατά την περίοδο εκείνη, ήμουν πολύ ενθουσιώδης και ενεργή. Το ότι δεν ήθελα να εμφανιστώ στην κάμερα δεν σήμαινε ότι δεν είχα προσωπικές προθέσεις. Το έκανα για να κερδίσω την εκτίμηση των επικεφαλής και να εντυπωσιάσω τους άλλους. Το έκανα για την εικόνα και το κύρος μου. Σε ένα θέμα τόσο σημαντικό όσο η εξαπάτηση των νεοφώτιστων, θα έπρεπε να είχα συντονιστεί με τους αδελφούς και τις αδελφές που έκαναν τη δουλειά της ταινίας. Μπορούσα άνετα να είχα χειριστεί πρώτα τους νεοφώτιστους. Αλλά όταν σκέφτηκα την προσοχή των ανώτερων επικεφαλής στην ταινία, δεν έδωσα προτεραιότητα στο σημαντικό, άφησα στην άκρη τους νεοφώτιστους και πήγα στα γυρίσματα. Δεν σκεφτόμουν το θέλημα του Θεού στο καθήκον μου, διατηρούσα το κύρος και τη φήμη μου. Ήμουν τόσο εγωίστρια και ποταπή! Αν δεν με είχαν κλαδέψει και αντιμετωπίσει, δεν θα είχα κάνει αυτοκριτική και δεν θα είχα αναγνωρίσει τις προσωπικές προθέσεις στο καθήκον μου. Μόλις το κατάλαβα, τα παράπονα στην καρδιά μου εξαφανίστηκαν. Ένιωσα τη διαφθορά μου και τις άσχημες προθέσεις μου. Ο Θεός με κλάδεψε και με αντιμετώπισε μέσω ανθρώπων και ζητημάτων όχι για να με ταπεινώσει, αλλά για να με εξαγνίσει, ώστε να κάνω το καθήκον μου σύμφωνα με τις αρχές και να εισέλθω στην πραγματικότητα της αλήθειας. Κατάλαβα, επίσης, ότι όταν δεν υπερασπιζόμουν τον εαυτό μου και υπάκουγα και αναζητούσα, ο Θεός θα με διαφώτιζε για να συνειδητοποιήσω τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειές μου, έτσι ώστε να μην κάνω τα πράγματα σύμφωνα με τις ιδέες μου και να βλάψω το έργο της εκκλησίας. Μόλις κατάλαβα και κέρδισα αυτά, όχι μόνο δεν αισθανόμουν μαρτύριο στην καρδιά, αλλά αισθανόμουν πλήρης. Αυτές ήταν υπέροχες εμπειρίες.

Βρήκα κάποια μονοπάτια άσκησης στον λόγο του Θεού. Ο Θεός λέει: «Ποια διεφθαρμένη διάθεση πρέπει να διορθώσουμε για να αντλήσουμε το δίδαγμα της υπακοής; Ουσιαστικά τη διάθεση της αλαζονείας και της αυταρέσκειας, που είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να ασκούν οι άνθρωποι την αλήθεια και να υπακούν τον Θεό. Οι άνθρωποι με αλαζονική και αυτάρεσκη διάθεση κλίνουν περισσότερο προς την επιχειρηματολογία και την ανυπακοή, πιστεύουν πάντα ότι έχουν δίκιο, άρα τίποτα δεν είναι πιο επείγον από το να διορθώσει κανείς και να αντιμετωπίσει την αλαζονική και αυτάρεσκη διάθεσή του. Όταν οι άνθρωποι γίνουν υποτακτικοί και σταματήσουν να προβάλλουν την επιχειρηματολογία τους, το πρόβλημα της παρακοής θα επιλυθεί και θα υπάρχει δυνατότητα υπακοής από την πλευρά τους. Και για να μπορέσουν οι άνθρωποι να επιτύχουν την υπακοή, χρειάζεται να έχουν κάποιο βαθμό ορθολογισμού; Πρέπει να έχουν τη σύνεση ενός κανονικού ανθρώπου. Σε κάποιο θέμα, για παράδειγμα: Ανεξάρτητα από το αν πράξαμε το σωστό ή όχι, αν ο Θεός δεν είναι ικανοποιημένος, θα πρέπει να πράττουμε όπως λέει ο Θεός, τα λόγια Του είναι το πρότυπο για τα πάντα. Είναι λογικό αυτό; Τέτοια είναι η σύνεση που πρέπει να συναντάται στους ανθρώπους πριν από οτιδήποτε άλλο. Ανεξάρτητα από το πόσο υποφέρουμε, και ανεξάρτητα από το ποιες είναι οι προθέσεις, οι στόχοι και οι λόγοι μας, εάν ο Θεός δεν είναι ικανοποιημένος —εάν οι απαιτήσεις Του δεν έχουν ικανοποιηθεί— τότε αναμφισβήτητα οι πράξεις μας δεν ήταν σύμφωνες με την αλήθεια, γι’ αυτό πρέπει να ακούμε και να υπακούμε τον Θεό και δεν θα πρέπει να προσπαθούμε να επιχειρηματολογούμε ή να βρίσκουμε δικαιολογίες έναντί Του. Όταν διαθέτεις τέτοιον ορθολογισμό, όταν έχεις τη σύνεση ενός κανονικού ανθρώπου, είναι εύκολο να επιλύεις τα προβλήματά σου και θα είσαι πραγματικά υπάκουος Σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεσαι, δεν θα είσαι ανυπάκουος ούτε και θα αψηφάς τις απαιτήσεις του Θεού, δεν θα αναλύεις εάν αυτό που ζητά ο Θεός είναι σωστό ή λάθος, καλό ή κακό, θα είσαι σε θέση να υπακούς —διορθώνοντας έτσι την κατάσταση της επιχειρηματολογίας, της αδιαλλαξίας και της παρακοής. Έχουν όλοι αυτές τις ανυπότακτες καταστάσεις μέσα τους; Αυτές οι καταστάσεις εμφανίζονται συχνά στους ανθρώπους, κι εκείνοι σκέφτονται: “Εφόσον η προσέγγισή μου, οι προτάσεις και οι υποδείξεις μου είναι λογικές, τότε ακόμα κι αν παραβιάζω τις αρχές της αλήθειας, δεν θα πρέπει να με κλαδεύουν ή να με αντιμετωπίζουν, γιατί δεν έχω διαπράξει κακό”. Αυτή είναι μια κοινή κατάσταση στους ανθρώπους. Άποψή τους είναι ότι, εάν δεν έχουν διαπράξει το κακό, δεν θα πρέπει να κλαδεύονται και να αντιμετωπίζονται. Μόνο τα άτομα που έχουν διαπράξει το κακό θα πρέπει να κλαδεύονται και να αντιμετωπίζονται. Είναι ορθή αυτή η άποψη; Σίγουρα όχι. Το κλάδεμα και η αντιμετώπιση στοχεύουν κυρίως στις διεφθαρμένες διαθέσεις των ανθρώπων. Εάν έχουν διεφθαρμένη διάθεση, θα πρέπει να κλαδεύονται και να αντιμετωπίζονται. Εάν κλαδεύονταν και αντιμετωπίζονταν μόνον αφού διαπράξουν το κακό, θα ήταν ήδη πολύ αργά, γιατί θα είχε ήδη προκληθεί το πρόβλημα. Και εάν προσβληθεί η διάθεση του Θεού, θα έχεις πρόβλημα, ο Θεός μπορεί να πάψει να εργάζεται σ’ εσένα —και σ’ αυτήν την περίπτωση, ποιο είναι το νόημα να σε αντιμετωπίζει; Δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να σε εκθέσει και να σε αποκλείσει. Η κύρια δυσκολία που δεν αφήνει τους ανθρώπους να υπακούν τον Θεό είναι η αλαζονική τους διάθεση. Εάν είναι πραγματικά σε θέση να αποδεχτούν την κρίση και την παίδευση, θα είναι σε θέση να διορθώσουν αποτελεσματικά την αλαζονική τους διάθεση. Ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο είναι σε θέση να τη διορθώσουν, αυτό είναι ωφέλιμο για την άσκηση της αλήθειας και την υπακοή στον Θεό» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Οι πέντε προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την είσοδο στον σωστό δρόμο της πίστης στον Θεό). Συλλογιζόμενη τον λόγο του Θεού, κατάλαβα ότι για να διαλύσεις μια επαναστατική διάθεση, το κλειδί είναι να έχεις στάση υπακοής. Όσο καλά κι αν είναι τα επιχειρήματά σου, αν δεν είναι σύμφωνα με την αλήθεια ή αν κάποιος προβάλλει αντιρρήσεις, τότε πρώτα να αποδεχτείς, να αναζητήσεις την αλήθεια και να κάνεις αυτοκριτική. Αυτήν την αιτία πρέπει να κατέχεις και αυτό το μονοπάτι άσκησης. Οι αντιδραστικοί δεν αναζητούν ούτε αποδέχονται την αλήθεια και δεν έχουν υπάκουη στάση, έτσι, όσα πράγματα κι αν βιώσουν, δεν θα αναπτυχθούν ποτέ στη ζωή. Μόνο με υπακοή στον Θεό, αποδοχή της αλήθειας και αυτοκριτική με τα λόγια του Θεού μπορούν να αλλάξουν οι διεφθαρμένες διαθέσεις μας. Όλα αυτά τα χρόνια που πίστευα στον Θεό, όποτε κλαδευόμουν και αντιμετωπιζόμουν, συνήθως ένιωθα αντίσταση στην καρδιά μου και πάντα ήθελα να διαφωνήσω. Έχασα τόσες ευκαιρίες να κερδίσω την αλήθεια. Πιστεύοντας έτσι, μπορεί να πίστευα και για άλλα είκοσι χρόνια, αλλά τι θα κέρδιζα; Συνειδητοποιώντας αυτό, είπα ότι, στο εξής, όταν με κλαδεύουν και με αντιμετωπίζουν, όσο άσχημα κι αν νιώθω, θα υπακούω και θα παίρνω τα μαθήματα. Είναι ευκαιρίες να κερδίσω την αλήθεια και ν’ αλλάξω, γι’ αυτό θα τις εκτιμώ και θα προσπαθήσω να αποδέχομαι την αλήθεια και υπακούω στον Θεό.

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Απάντηση

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger