98. Πώς πρέπει να αντιμετωπίσω την καλοσύνη της μητέρας μου
Γεννήθηκα σε μια αρκετά φτωχική αγροτική οικογένεια. Όταν ήμουν 5 χρονών, ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε για να κάνει μια νέα οικογένεια. Η μητέρα μου μεγάλωσε ολομόναχη εμένα και τα τρία αδέρφια μου. Βασιζόμασταν ο ένας στον άλλο και η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Εκείνη την εποχή, τα αδέρφια μου κι εγώ δεν ήμασταν πολύ καλά στην υγεία μας και αρρωσταίναμε συχνά, και ειδικά εγώ, που ήμουν η πιο αδύναμη. Με το που έβαζε λίγη ψύχρα, κρυολογούσα, είχα βήχα και υψηλό πυρετό, και η μητέρα μου με πήγαινε συχνά στον γιατρό. Μερικές φορές, έβηχα τόσο πολύ τη νύχτα που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, και η μητέρα μου έμενε στο πλευρό μου και δεν ξάπλωνε να ξεκουραστεί μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Όποτε είχαμε κάποιο καλό φαγητό, η μητέρα μου δεν έτρωγε αλλά το κρατούσε για εμένα, και εργαζόταν ακατάπαυστα κάθε μέρα, κάνοντας κάθε είδους δουλειά για να μαζέψει χρήματα για να μας σπουδάσει. Βλέποντας πόσες θυσίες είχε κάνει η μητέρα μας για εμάς, σκέφτηκα μέσα μου: «Δεν είναι δυνατόν να μην έχω συνείδηση. Όταν μεγαλώσω, πρέπει να τιμήσω τη μητέρα μου και να ξεπληρώσω την καλοσύνη της». Όταν μεγάλωσα και άρχισα να βγάζω κάποια χρήματα, αγόραζα συχνά ρούχα και άλλα δώρα στη μητέρα μου για να την τιμήσω. Ένιωθα ότι δεν της ήταν εύκολο να μας μεγαλώσει, επομένως έπρεπε να της το ξεπληρώσω και με το παραπάνω. Μια μέρα, το 2008, μου τηλεφώνησε ο αδερφός μου και μου είπε ότι η μητέρα μου είχε μπει στο νοσοκομείο, έπειτα από ένα τροχαίο που είχε. Ζήτησα αμέσως άδεια από το αφεντικό μου για να φροντίσω τη μητέρα μου στο νοσοκομείο, και επέστρεψα στη δουλειά μόνο αφότου η μητέρα μου είχε αναρρώσει σχεδόν τελείως.
Μερικά χρόνια αργότερα, η μητέρα μου κι εγώ αποδεχτήκαμε το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες. Έξι μήνες αργότερα, με συνέλαβαν επειδή κήρυττα το ευαγγέλιο. Όταν με άφησαν ελεύθερη, έφυγα από το σπίτι για να κάνω το καθήκον μου, προκειμένου να αποφύγω την επιτήρηση και την καταδίωξη της αστυνομίας. Κάποια στιγμή, έλαβα ένα γράμμα από μια αδελφή, που μου έλεγε ότι ο μεγαλύτερος αδερφός μου τσακωνόταν με τη μητέρα μου κάθε μέρα, επειδή δεν είχα επιστρέψει σπίτι. Μάλιστα, είχε κάνει και αναρτήσεις στο διαδίκτυο για τη μητέρα μου κι εμένα που πιστεύαμε στον Θεό, και η αστυνομία είχε έρθει αρκετές φορές στο σπίτι μου για να με συλλάβει. Αναστατώθηκα πολύ όταν διάβασα το γράμμα. Από μικρή, η μητέρα μου μου είχε προσφέρει τόσο πολλά, αλλά εγώ όχι μόνο δεν την τιμούσα, αλλά την ανάγκασα να υποστεί τον θυμό του αδερφού μου για να με προστατεύσει. Ένιωσα βαθιά υπόχρεη στη μητέρα μου και ξέσπασα σε κλάματα. Μερικές φορές, σκεφτόμουν: «Γερνάει χρόνο με τον χρόνο, και ο αδερφός μου όλο τσακώνεται μαζί της και τη στενοχωρεί. Τι θα γίνει αν, μια μέρα, η μητέρα μου αρρωστήσει βαριά και μείνει στο κρεβάτι;» Στη σκέψη αυτή, στενοχωρήθηκα για λίγο, και ένιωσα ότι δεν είχα συνείδηση και ότι δεν ήμουν ευσεβής κόρη. Συχνά ένιωθα αναστατωμένη και δεν μπορούσα να ηρεμήσω και να κάνω το καθήκον μου. Συνειδητοποίησα ότι είχα κατακλυστεί από συναισθήματα στοργής, γι’ αυτό έφαγα και ήπια κάποια από τα λόγια του Θεού και η κατάστασή μου βελτιώθηκε κάπως.
Μια μέρα, τον Μάιο του 2021, έλαβα ένα γράμμα από το σπίτι. Έλεγε ότι η μητέρα μου είχε καρκίνο του μαστού και ότι χρειαζόταν επειγόντως χρήματα για να μπει στο νοσοκομείο και να χειρουργηθεί, και ότι μετά το χειρουργείο θα χρειαζόταν επίσης 4 γύρους χημειοθεραπείας και 17 συνεδρίες ακτινοθεραπείας. Οι κουνιάδες μου είπαν ότι αν δεν επέστρεφα σπίτι, δεν θα έδιναν ούτε δραχμή, ούτε θα φρόντιζαν τη μητέρα μου. Μόλις διάβασα το γράμμα, δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπό μου και σκέφτηκα: «Πώς είναι δυνατόν να αρρώστησε τόσο σοβαρά η μητέρα μου; Μήπως φταίει που εργαζόταν τόσο σκληρά στο σπίτι; Αν δεν γυρίσω σπίτι και δεν κάνει τη θεραπεία της εγκαίρως, και συμβεί κάτι κακό, δεν θα είναι δικό μου το φταίξιμο;» Σκέφτηκα πόσο σκληρά είχε δουλέψει η μητέρα μου για να με φροντίσει και να με μεγαλώσει μέχρι να ενηλικιωθώ. Τώρα που είχε καρκίνο, αν δεν επέστρεφα σπίτι για να τη φροντίσω αυτήν την κρίσιμη στιγμή, δεν θα έδειχνα αχαριστία και ασέβεια προς εκείνη και δεν θα φαινόταν ότι πραγματικά δεν είχα συνείδηση; Επιπλέον, αν δεν επέστρεφα σπίτι, τι θα έλεγαν οι συγγενείς και οι γείτονές μου για εμένα; Σίγουρα θα με αποκαλούσαν αχάριστο ρεμάλι και θα έλεγαν πράγματα όπως: «Η μητέρα σου σε μεγάλωσε και τώρα δεν σου καίγεται καρφί για εκείνη; Δεν έχεις καθόλου συνείδηση;» Σκέφτηκα επίσης πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση της μητέρας μου. Τι θα γινόταν αν δεν επέστρεφα σπίτι, δεν θεραπευόταν εγκαίρως η ασθένειά της και πέθαινε; Τότε δεν θα την έβλεπα ποτέ ξανά. Ένιωθα απίστευτη θλίψη και ευχόμουν να μπορούσα να διακτινιστώ πλάι της. Αλλά είχα συλληφθεί ήδη μία φορά από την αστυνομία και με είχε πουλήσει ήδη ο αδερφός μου, επομένως τι θα έκανα αν επέστρεφα σπίτι και με έπιαναν; Εξάλλου, δεν μπορούσα να παρατήσω έτσι απλά το καθήκον μου για να γυρίσω σπίτι! Μερικές φορές, όταν έβλεπα γύρω μου αδελφούς και αδελφές που μπορούσαν να επιστρέψουν σπίτι για να επισκεφτούν τους γονείς τους, δεν μπορούσα παρά να παραπονιέμαι μέσα μου: «Γιατί ο Θεός επέτρεψε στο ΚΚΚ να με συλλάβει; Αν δεν υπήρχε κίνδυνος, δεν θα μπορούσα και εγώ να επιστρέψω σπίτι για να φροντίσω τη μητέρα μου; Αν δεν είχα φύγει από το σπίτι για να κάνω το καθήκον μου, το ΚΚΚ δεν θα με κυνηγούσε και θα μπορούσα να επιστρέψω σπίτι αμέσως τώρα». Αυτό το θέμα με είχε αναστατώσει τόσο πολύ που δεν μπορούσα να εστιάσω στο καθήκον μου. Ήξερα ότι αν η κατάστασή μου δεν άλλαζε, δεν θα μπορούσα να εκπληρώσω το καθήκον μου, γι’ αυτό παρουσίασα την κατάστασή μου ενώπιον του Θεού, και προσευχήθηκα σε Αυτόν για να μου δείξει πώς θα αποδεσμευτώ από τα συναισθήματά μου. Σκέφτηκα ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Ο βαθμός στον οποίο πρέπει να υποφέρει ένας άνθρωπος και η απόσταση που πρέπει διανύσει πάνω στο μονοπάτι του καθορίζονται από τον Θεό, και κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει πραγματικά κάποιον άλλο» [«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το μονοπάτι… (6)]. Όταν αναλογίστηκα τα λόγια του Θεού, μπήκε λίγο φως στην καρδιά μου. Ο Θεός είχε επιτρέψει τη σοβαρή ασθένεια της μητέρας μου και ήταν γραφτό να υπομείνει αυτό το μαρτύριο. Ακόμα και αν επέστρεφα σπίτι, δεν θα μπορούσα να φορτωθώ εγώ το μαρτύριό της για εκείνη και έπρεπε να αντιμετωπίσω σωστά την ασθένεια της μητέρας μου. Αν ο Θεός είχε προκαθορίσει ότι η ζωή της μητέρας μου είχε φτάσει στο τέλος της, η επιστροφή μου στο σπίτι δεν θα άλλαζε τίποτε. Αν ο Θεός δεν της επέτρεπε να πεθάνει, τότε όσο σοβαρή κι αν γινόταν η ασθένειά της, δεν θα πέθαινε. Σκέφτηκα ένα άρθρο βιωματικής μαρτυρίας που είχα διαβάσει παλιότερα. Σε αυτό, μια ηλικιωμένη αδελφή είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Έλαβε όλες τις θεραπείες, αλλά η κατάστασή της δεν βελτιώθηκε καθόλου, και μάλιστα το νοσοκομείο εξέδωσε ειδοποίηση κρίσιμης κατάστασης. Τα παιδιά και οι συγγενείς της πίστευαν ότι δεν θα τα κατάφερνε, αλλά, αναπάντεχα, όταν η αδελφή προσευχήθηκε, βασίστηκε στον Θεό και εμπιστεύτηκε σε Εκείνον τη ζωή και τον θάνατό της, στο τέλος κατάφερε να επιβιώσει. Η εμπειρία αυτής της αδελφής με ενέπνευσε και είδα ότι έπρεπε να εμπιστευτώ τη μητέρα μου στα χέρια του Θεού. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, ηρέμησα κάπως μέσα μου. Λίγο καιρό αργότερα, έλαβα ένα γράμμα από τη μητέρα μου, που έλεγε ότι, όσο διάστημα ήταν άρρωστη, οι δύο μεγαλύτερες γυναίκες των ξαδέρφων μου και η κουνιάδα μου τη φρόντιζαν εναλλάξ στο νοσοκομείο. Είπε επίσης ότι είχε χειρουργηθεί και ότι ανάρρωνε καλά. Μου είπε να μην ανησυχώ για εκείνη και ότι έπρεπε να κάνω σωστά το καθήκον μου. Όταν το έμαθα αυτό, συγκινήθηκα βαθιά και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Η καρδιά μου πλημμύριζε από ευγνωμοσύνη για τον Θεό.
Έπειτα από αυτό, αναλογιζόμουν συχνά. Ήξερα ότι έπρεπε να εκπληρώνω το καθήκον ενός δημιουργημένου όντος, αλλά γιατί δεν μπορούσα να ξεχάσω το ζήτημα ότι δεν μπορούσα να τιμήσω τη μητέρα μου και πάντα ένιωθα ενοχές απέναντί της; Σκέφτηκα ακόμη και να παρατήσω το καθήκον μου και να προδώσω τον Θεό. Αργότερα μόνο, όταν διάβασα ένα χωρίο των λόγων του Θεού, κατανόησα κάπως το πρόβλημά μου. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Λόγω του τρόπου διαμόρφωσης της κινεζικής παραδοσιακής κουλτούρας, οι Κινέζοι κατά τις παραδοσιακές αντιλήψεις τους πιστεύουν ότι το τέκνο οφείλει ευσέβεια προς τους γονείς του. Όποιος δεν υπακούει σε αυτό, είναι ασεβής ως τέκνο. Με αυτές τις ιδέες έχουν εμποτιστεί οι άνθρωποι από την παιδική τους ηλικία, αυτές διδάσκονται ουσιαστικά σε κάθε σπιτικό, αλλά και σε κάθε σχολείο και στην κοινωνία γενικότερα. Όταν γεμίζεις το κεφάλι κάποιου με τέτοιου είδους πράγματα, σκέφτεται αυτός: “Η ευσέβεια του τέκνου είναι σημαντικότερη από οτιδήποτε άλλο. Εάν δεν την τηρώ, δεν θα είμαι καλός άνθρωπος —θα είμαι ασεβής ως τέκνο και θα με αποδοκιμάσει η κοινωνία. Θα είμαι άτομο χωρίς συνείδηση”. Είναι ορθή αυτή η άποψη; Οι άνθρωποι έχουν δει τόσες αλήθειες που εκφράζει ο Θεός —απαίτησε ο Θεός να δείχνει κάποιος ευσέβεια τέκνου προς τους γονείς του; Είναι αυτή μία από τις αλήθειες που πρέπει να κατανοούν οι πιστοί του Θεού; Όχι, δεν είναι. Ο Θεός συναναστράφηκε μόνο σχετικά με ορισμένες αρχές. Βάσει ποιας αρχής ζητούν τα λόγια του Θεού να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι στους άλλους; Να αγαπούν αυτό που αγαπά ο Θεός και να μισούν αυτό που μισεί: αυτή είναι η αρχή που θα πρέπει να τηρείται. […] Ο Σατανάς χρησιμοποιεί αυτού του είδους την παραδοσιακή κληρονομιά και τις αντιλήψεις περί ηθικής για να δεσμεύσει τις σκέψεις σου, το μυαλό και την καρδιά σου, καθιστώντας σε ανίκανο να αποδεχτείς τα λόγια του Θεού· έχεις κυριευτεί από αυτά τα πράγματα του Σατανά και δεν είσαι πλέον σε θέση να δεχτείς τα λόγια του Θεού. Όταν θέλεις να κάνεις πράξη τα λόγια του Θεού, αυτά τα πράγματα προκαλούν αναταραχή μέσα σου και σε κάνουν να αντιτάσσεσαι στην αλήθεια και στις απαιτήσεις Του, δεν έχεις, λοιπόν, τη δύναμη να απαλλαγείς από τον ζυγό της παραδοσιακής κληρονομιάς. Αφού παλέψεις για λίγο, συμβιβάζεσαι: προτιμάς να πιστεύεις ότι οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί ηθικής είναι ορθές και συνάδουν με την αλήθεια, κι έτσι απορρίπτεις ή αποποιείσαι τα λόγια του Θεού. Δεν αποδέχεσαι τα λόγια Του ως αλήθεια ούτε και σκέφτεσαι τίποτε ως προς τη σωτηρία σου, νιώθοντας ότι εξακολουθείς να ζεις σε αυτόν τον κόσμο και ότι μπορείς να επιβιώσεις μόνον εάν βασίζεσαι σε αυτά τα πράγματα. Ανίκανος να αντέξεις τις αντεγκλήσεις της κοινωνίας, προτιμάς να αποποιηθείς την αλήθεια και τα λόγια του Θεού, και να αφεθείς στις παραδοσιακές αντιλήψεις περί ηθικής και στην επιρροή του Σατανά, προτιμώντας να προσβάλεις τον Θεό και να μην κάνεις πράξη την αλήθεια. Πείτε μου, δεν είναι οι άνθρωποι αξιολύπητοι; Δεν έχουν ανάγκη τη σωτηρία του Θεού; Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό πολλά χρόνια, όμως και πάλι δεν γνωρίζουν καθόλου το θέμα της ευσέβειας των τέκνων. Πραγματικά δεν κατανοούν την αλήθεια. Δεν μπορούν ποτέ να ξεπεράσουν το εμπόδιο των κοσμικών σχέσεων· δεν έχουν το θάρρος ούτε την πίστη, πόσο μάλλον την αποφασιστικότητα που απαιτείται, οπότε δεν μπορούν να αγαπήσουν και να υπακούσουν τον Θεό» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μόνο αναγνωρίζοντας τις πλανεμένες απόψεις του μπορεί κανείς να αλλάξει πραγματικά). Καθώς αναλογιζόμουν τα λόγια του Θεού, συνειδητοποίησα ότι ο Σατανάς χρησιμοποιεί τη μόρφωση που λαμβάνει κάποιος στο σχολείο και την επιρροή που του ασκεί η οικογένειά του για να εμφυσήσει βαθιά μέσα μας παραδοσιακές ιδέες όπως «Η καλοσύνη που λαμβάνεις θα πρέπει να ανταποδίδεται με ευγνωμοσύνη», «Η ευσέβεια προς τους γονείς πρέπει να είναι η ύψιστη αρετή» και «Μην κάνεις μακρινά ταξίδια όσο ζουν ακόμη οι γονείς σου». Πίστευα ότι η ευσέβεια προς τους γονείς είναι υψίστης σημασίας, και ότι όταν κάποιος δεν έδειχνε ευσέβεια προς τους γονείς του, αυτό σήμαινε ότι ήταν αχάριστος, υστερούσε σε ανθρώπινη φύση και ήταν καταδικασμένος από τη συνείδησή του. Ζούσα σύμφωνα με αυτές τις παραδοσιακές ιδέες, και σκεφτόμουν ότι καθώς μεγάλωνα, η μητέρα μου είχε κάνει τις περισσότερες θυσίες για χάρη μου σε σύγκριση με τους άλλους, και ότι έπρεπε να της ξεπληρώσω τη στοργική φροντίδα της, γιατί αν δεν της το ξεπλήρωνα, θα έδειχνα ασέβεια και θα υστερούσα σε συνείδηση και ανθρώπινη φύση. Ειδικά αφού η μητέρα μου διαγνώστηκε με καρκίνο, ένιωθα μέσα μου ότι δεν μπορούσα να την πετάξω σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Ένιωθα ότι εφόσον η μητέρα μου με είχε φροντίσει σχολαστικά όταν ήμουν άρρωστη ως παιδί, τώρα που ήταν εκείνη άρρωστη, θα έπρεπε να μείνω πλάι της και να τη φροντίσω με την ίδια προσοχή, διαφορετικά η μητέρα μου θα με είχε μεγαλώσει μάταια. Γι’ αυτό, θέλησα να τρέξω δίπλα της και να την πάω στο νοσοκομείο για θεραπεία. Καθώς δεν μπορούσα να γυρίσω σπίτι για να φροντίσω τη μητέρα μου, επειδή με κυνηγούσε η αστυνομία, άρχισα να παραπονιέμαι γι’ αυτό και μάλιστα είχα μετανιώσει που είχα φύγει για να κάνω το καθήκον μου. Αυτές οι εσφαλμένες καταστάσεις οφείλονταν στο γεγονός ότι ήμουν δέσμια των ιδεών και των απόψεων του Σατανά, και αν δεν τις έλυνα, κινδύνευα να προδώσω τον Θεό ανά πάσα στιγμή.
Αργότερα, διάβασα άλλο ένα χωρίο των λόγων του Θεού και έμαθα πώς να αντιμετωπίζω σωστά τη στοργική φροντίδα της μητέρας μου. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Ας μιλήσουμε για το πώς ερμηνεύεται η φράση “οι γονείς σου δεν είναι δανειστές σου”. Δεν είναι γεγονός ότι οι γονείς σου δεν είναι δανειστές σου; (Είναι.) Τότε, οφείλουμε να εξηγήσουμε τα ζητήματα που περιλαμβάνει το γεγονός αυτό. Ας εξετάσουμε το ότι οι γονείς σου σε γέννησαν. Ποιος πήρε την απόφαση αυτήν, εσύ ή εκείνοι; Ποιος διάλεξε ποιον; Αν το εξετάσουμε από την οπτική του Θεού, η απάντηση είναι κανείς από τους δυο σας. Ούτε εσύ ούτε οι γονείς σου αποφάσισαν να σε γεννήσουν. Αν εξετάσεις το ζήτημα στον πυρήνα του, ο Θεός το έχει ορίσει αυτό. Προς το παρόν, θα παραμερίσουμε αυτό το θέμα, αφού αυτό το ζήτημα είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς. Από τη δική σου οπτική, ο ρόλος σου ήταν παθητικός. Οι γονείς σου σε γέννησαν χωρίς να έχεις καμία επιλογή. Από την οπτική των γονιών σου, αυτοί σε γέννησαν με δική τους ελεύθερη βούληση, έτσι δεν είναι; Αν, δηλαδή, αγνοήσουμε το γεγονός ότι το έχει ορίσει ο Θεός, οι γονείς σου είναι αυτοί που είχαν όλη την εξουσία στο ζήτημα της γέννησής σου. Εκείνοι επέλεξαν να σε γεννήσουν, εκείνοι έκαναν κουμάντο. Δεν επέλεξες να σε γεννήσουν, είχες παθητικό ρόλο και δεν είχες καμία επιλογή. Αφού, λοιπόν, οι γονείς σου είχαν όλη την εξουσία και αποφάσισαν να σε γεννήσουν, αυτοί είναι υποχρεωμένοι και υπεύθυνοι να σε μεγαλώσουν, να σε αναθρέψουν μέχρι να ενηλικιωθείς, να σου προσφέρουν μόρφωση, φαγητό, ρούχα και χρήματα. Αυτή είναι δική τους ευθύνη και υποχρέωση, και οφείλουν να το κάνουν. Εσύ, από την άλλη, την περίοδο που σε μεγάλωναν, ήσουν πάντα παθητικός, δεν είχες το δικαίωμα της επιλογής —αναγκαστικά έπρεπε να σε μεγαλώσουν αυτοί. Ήσουν μικρός, κι έτσι δεν μπορούσες να μεγαλώσεις μόνος σου, δεν είχες άλλη επιλογή από το να σε μεγαλώσουν οι γονείς σου κι εσύ να το δεχτείς παθητικά. Μεγάλωσες με τον τρόπο που αποφάσισαν εκείνοι. Αν σου έδιναν ωραία πράγματα να τρως και να πίνεις, τότε έτρωγες και έπινες ωραία πράγματα. Αν σου έδιναν να φας άχυρα και αγριόχορτα, τότε έτσι θα επιβίωνες. Όπως και να έχει, όταν σε μεγάλωναν οι γονείς σου, εσύ το δεχόσουν παθητικά και οι γονείς σου εκπλήρωναν την ευθύνη τους. Είναι σαν να φρόντιζαν ένα λουλούδι. Έπρεπε να του βάλουν λίπασμα, να το ποτίζουν και να φροντίζουν να το βλέπει ο ήλιος. Όσον αφορά, λοιπόν, τους ανθρώπους, όσο περισσότερο και όσο πιο σχολαστικά κι αν σε φρόντιζαν οι γονείς σου, εν πάση περιπτώσει, εκπλήρωναν απλώς την ευθύνη και την υποχρέωσή τους. Για όποιον λόγο κι αν σε μεγάλωσαν, ήταν ευθύνη τους. Εφόσον σε γέννησαν, όφειλαν να αναλάβουν την ευθύνη να σε μεγαλώσουν. Από αυτήν την οπτική, θεωρούνται καλά όλα όσα έκαναν οι γονείς σου για σένα; Όχι βέβαια, σωστά; (Σωστά.) […] Όπως και να ’χει, η ανατροφή σου είναι ευθύνη και υποχρέωση των γονιών σου. Είναι ευθύνη και υποχρέωσή τους να σε μεγαλώσουν μέχρι να ενηλικιωθείς, και δεν μπορείς να πεις ότι σου κάνουν κάποιο καλό. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι δικαίωμά σου; (Είναι.) Πρόκειται για δικαίωμα που πρέπει να απολαύσεις. Οι γονείς σου πρέπει να σε μεγαλώσουν, διότι πριν ενηλικιωθείς, παίζεις τον ρόλο του παιδιού που μεγαλώνει. Άρα, το μόνο που κάνουν οι γονείς σου είναι να εκπληρώνουν κάποιου είδους ευθύνη απέναντί σου, και εσύ απλώς τη λαμβάνεις, αλλά σίγουρα δεν σημαίνει ότι σου κάνουν χάρη ή κάποιο καλό. Κάθε ζωντανό ον έχει την ευθύνη της γέννησης και της φροντίδας των παιδιών, της αναπαραγωγής και της ανατροφής της επόμενης γενιάς. Λόγου χάρη, τα πουλιά, οι αγελάδες, τα πρόβατα, ακόμη και οι τίγρεις οφείλουν μόλις αναπαραχθούν, να φροντίσουν τα μικρά τους. Δεν υπάρχει κανένα ζωντανό ον που να μη μεγαλώνει τα μικρά του. Μπορεί να υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις, αλλά είναι πολύ λίγες. Είναι ένα φυσικό φαινόμενο της ύπαρξης των ζωντανών οργανισμών, είναι ένστικτό τους και δεν μπορεί να θεωρηθεί καλοσύνη. Τηρούν απλώς έναν νόμο που όρισε ο Δημιουργός για τα ζώα και τους ανθρώπους. Το ότι σε μεγαλώνουν, άρα, οι γονείς σου, δεν σημαίνει ότι σου κάνουν κάποιο καλό. Μπορούμε, λοιπόν, αν το εξετάσουμε από αυτήν τη οπτική, να πούμε ότι οι γονείς σου δεν είναι δανειστές σου. Την ευθύνη που έχουν απέναντί σου εκπληρώνουν. Όσο κόπο και χρήμα κι αν δαπανούν για σένα, δεν πρέπει να σου ζητάνε να τους αποζημιώσεις, αφού αυτό δεν είναι παρά η ευθύνη τους ως γονείς. Και αφού είναι ευθύνη και υποχρέωση, πρέπει να το κάνουν δωρεάν και να μη ζητάνε αποζημίωση. Όταν σε μεγάλωναν οι γονείς σου, το μόνο που έκαναν ήταν να εκπληρώνουν την ευθύνη και την υποχρέωσή τους, πράγμα που θα έπρεπε να γίνεται χωρίς αμοιβή, και δεν θα έπρεπε να αποτελεί συναλλαγή. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να τους προσεγγίζεις ή να αντιμετωπίζεις τη σχέση σου μαζί τους με το σκεπτικό της αποζημίωσης. Είναι απάνθρωπο να μεταχειρίζεσαι τους γονείς σου, να τους ξεπληρώνεις και να αντιμετωπίζεις τη σχέση σας σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό. Παράλληλα, αυτό πιθανώς να σε περιορίσει και να σε δεσμεύσει στα συναισθήματα της σάρκας σου. Τότε θα δυσκολευτείς να ξεφύγεις από αυτό το μπλέξιμο, σε σημείο που ίσως και να χάσεις τον δρόμο σου» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Από τα λόγια του Θεού, συνειδητοποίησα ότι το αίσθημα χρέους που είχα απέναντι στη μητέρα μου και η αδυναμία μου να κάνω το καθήκον μου με ηρεμία οφείλονταν στο γεγονός ότι έβλεπα τη μητέρα μου σαν τον πιστωτή μου. Πίστευα ότι έπρεπε να της ξεπληρώσω στο έπακρο ό,τι μου είχε δώσει, γι’ αυτό ένιωθα πάντα ότι της χρωστούσα καλοσύνη, και όποτε δεν κατάφερνα να φροντίσω τη μητέρα μου, ένιωθα υπόχρεη απέναντί της. Ειδικά τώρα που η μητέρα μου είχε καρκίνο, σκεφτόμουν ότι, αν πέθαινε, δεν θα μπορούσα ποτέ να της ξεπληρώσω πλήρως την καλοσύνη της όσο ζούσα. Στην πραγματικότητα, η καλοσύνη και η φροντίδα που έδειχνε η μητέρα μου προς εμένα ήταν ο τρόπος της να εκπληρώσει την ευθύνη και το καθήκον της ως μητέρα. Εφόσον με είχε γεννήσει, ήταν υποχρεωμένη να με μεγαλώσει μέχρι να ενηλικιωθώ και αυτό δεν μετρούσε ως καλοσύνη. Όπως ακριβώς τα ζώα πρέπει να φροντίζουν τα μικρά τους μόλις τα γεννήσουν, αυτό είναι το ένστικτό τους και κομμάτι από όσα έχει προκαθορίσει ο Θεός. Παρομοίως, αν έχεις γάτες ή σκύλους στο σπίτι, ως ιδιοκτήτης τους, είσαι υπεύθυνος για την τροφή, το νερό και τις καθημερινές ανάγκες τους. Αυτά δεν είναι πράξεις καλοσύνης, αλλά απλώς η εκπλήρωση της ευθύνης σου. Επίσης, η ζωή μου προέρχεται από τον Θεό και Αυτός μου έδωσε αυτήν την πνοή ζωής, με παρακολουθεί και με προστατεύει μέχρι σήμερα. Θυμήθηκα ότι κάποιες φορές παραλίγο να με χτυπήσει αυτοκίνητο, αλλά με την προστασία του Θεού, πάντα τη γλίτωνα χωρίς ούτε μία γρατζουνιά. Μια άλλη φορά, ο φίλος μου, μετά το διαζύγιό μου, δεν με άφηνε να φροντίσω το παιδί μου και όταν αρνήθηκα να τον ακούσω, προσπάθησε να με στραγγαλίσει μέχρι θανάτου. Την ώρα που με στραγγάλιζε, εγώ επικαλούμουν συνεχώς τον Θεό, και κατάφερα να τον σπρώξω μακριά και να ξεφύγω από τον κίνδυνο. Σκέφτηκα τα λόγια του Θεού: «Μόλις ο Θεός επιλέξει μια οικογένεια για εσένα, έπειτα επιλέγει την ημερομηνία που θα γεννηθείς. Έπειτα, ο Θεός παρακολουθεί καθώς γεννιέσαι και έρχεσαι κλαίγοντας σε αυτόν τον κόσμο. Παρακολουθεί τη γέννα σου, παρακολουθεί καθώς εκστομίζεις τα πρώτα σου λόγια, παρακολουθεί όταν παραπατάς και κάνεις τα πρώτα σου βήματα, καθώς μαθαίνεις να περπατάς. Πρώτα κάνεις ένα βήμα και μετά ακολουθεί ένα δεύτερο —και τώρα μπορείς να τρέξεις, να πηδήξεις, να μιλήσεις, να εκφράσεις τα αισθήματά σου… Καθώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν, το βλέμμα του Σατανά είναι εστιασμένο επάνω σε κάθε άνθρωπο, ακριβώς όπως η τίγρη παραμονεύει τη λεία της. Όμως, ο Θεός δεν έχει υποστεί ποτέ κανενός είδος περιορισμό καθώς φέρει εις πέρας το έργο Του, είτε αυτός προέρχεται από ανθρώπους, γεγονότα ή πράγματα, είτε από τον χώρο ή τον χρόνο· κάνει αυτό που οφείλει να κάνει και κάνει αυτό που πρέπει. Ενόσω μεγαλώνεις, ενδέχεται να έρθεις αντιμέτωπος με πολλά πράγματα που δεν σου αρέσουν, καθώς και ασθένειες και αναποδιές. Αλλά καθώς διαβαίνεις αυτό το μονοπάτι, η ζωή σου και το μέλλον σου βρίσκονται αυστηρά υπό τη φροντίδα του Θεού. Ο Θεός σού δίνει μια γνήσια εγγύηση που θα ισχύει για όλη σου τη ζωή, επειδή Αυτός βρίσκεται ακριβώς εκεί, στο πλάι σου, σε φυλάει και σε προσέχει» («Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Ο ίδιος ο Θεός, ο μοναδικός ΣΤ΄). Μέσα από προσωπικές εμπειρίες, επιβεβαίωσα ακόμα περισσότερο τα λόγια του Θεού στην καρδιά μου. Από τη γέννησή μου μέχρι σήμερα, πραγματικά με προστάτευε μυστικά ο Θεός. Ο Θεός πλήρωσε για μένα το τίμημα με το αίμα της καρδιάς Του, αλλά εγώ δεν υπήρξα ευγνώμων απέναντί Του και αντιθέτως, βυθιζόμουν στα αισθήματα ενοχής που είχα απέναντι στη μητέρα μου και δεν έδειχνα αφοσίωση στο καθήκον μου, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η πρόοδος του έργου. Όλα αυτά πήγαζαν από την ανικανότητά μου να αντιμετωπίσω σωστά τη στοργική φροντίδα της μητέρας μου.
Στη διάρκεια των πνευματικών μου ασκήσεων, διάβασα άλλο ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να φύγουν από το πατρικό τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους είναι οι γενικότερες αντικειμενικές συνθήκες λόγω των οποίων αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τους γονείς τους· δεν μπορούν να μείνουν στο πλάι των γονιών τους για να τους φροντίσουν και να τους κρατάνε συντροφιά. Δεν είναι ότι αποφασίζουν με τη θέλησή τους να τους εγκαταλείψουν· αυτός είναι ο αντικειμενικός λόγος. Δεύτερον, υποκειμενικά μιλώντας, ο λόγος για τον οποίο βγαίνεις για να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου δεν είναι ότι ήθελες να εγκαταλείψεις τους γονείς σου και να αποφύγεις τις ευθύνες σου, αλλά ότι σε καλεί ο Θεός. Αν ήθελες να συνεργαστείς με το έργο του Θεού, να αποδεχτείς το κάλεσμά Του και να εκτελέσεις τα καθήκοντα του δημιουργήματος, δεν είχες άλλη επιλογή από το να φύγεις από τους γονείς σου· δεν γινόταν να μείνεις στο πλευρό τους για να τους συντροφεύεις και να τους φροντίζεις. Δεν τους εγκατέλειψες για να αποφύγεις τις ευθύνες, έτσι δεν είναι; Δεν έχουν διαφορετική φύση αυτά τα δυο, το να τους εγκαταλείψεις για να γλιτώσεις απ’ τις ευθύνες σου και το να αναγκάζεσαι να τους εγκαταλείψεις για να απαντήσεις στο κάλεσμα του Θεού και να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου; (Ναι.) Μέσα σου, έχεις πράγματι συναισθηματική σύνδεση με τους γονείς σου και τους σκέφτεσαι, δεν είναι κενά τα συναισθήματά σου. Αν το επιτρέπουν οι αντικειμενικές συνθήκες και μπορείς να μείνεις στο πλευρό τους ενώ παράλληλα εκτελείς και τα καθήκοντά σου, τότε δεν θα είχες πρόβλημα να μείνεις στο πλευρό τους και να τους φροντίζεις συχνά, εκπληρώνοντας τις ευθύνες σου. Οι αντικειμενικές συνθήκες, όμως, σε αναγκάζουν να τους εγκαταλείψεις· δεν μπορείς να μείνεις στο πλάι τους. Δεν είναι ότι δεν θες να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου ως παιδιού τους, απλώς δεν μπορείς. Δεν έχει διαφορετική φύση αυτό; (Ναι.) Αν έχεις φύγει από το πατρικό σου για να γλιτώσεις τις ευθύνες που έχει κάθε σωστό παιδί απέναντι στους γονείς του, τότε δεν είσαι σωστό παιδί και δεν έχεις ανθρώπινη φύση. Αν και οι γονείς σου σε μεγάλωσαν, εσύ δεν βλέπεις την ώρα να ανοίξεις τα φτερά σου και να προχωρήσεις γρήγορα μόνος σου. Ούτε να τους βλέπεις δεν θες και, αν ακούσεις ότι αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα, δεν δίνεις καμία σημασία. Δεν τους βοηθάς, ακόμα κι αν έχεις τα μέσα να τους βοηθήσεις. Απλώς κάνεις πως δεν ακούς και δεν σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι για σένα· εσύ απλούστατα δεν θέλεις να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου. Αυτό σημαίνει να μην είσαι σωστό παιδί. Αλλά αυτό συμβαίνει εδώ; (Όχι.) Πολλοί άνθρωποι έχουν φύγει από τον νομό, την πόλη, την περιφέρεια ή ακόμη και τη χώρα τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους· βρίσκονται ήδη πολύ μακριά από την πατρίδα τους. Επίσης, δεν τους είναι βολικό για διάφορους λόγους να διατηρούν επαφή με την οικογένειά τους. Πού και πού ρωτούν κάποιους συντοπίτες τους τι κάνουν οι γονείς τους και, όταν ακούνε ότι είναι καλά στην υγεία τους και τα βγάζουν πέρα, νιώθουν ανακούφιση. Δεν ισχύει ότι δεν είσαι σωστό παιδί απέναντι στους γονείς σου· δεν έχεις φτάσει στο σημείο να μην έχεις ανθρώπινη φύση, οπότε να μη θέλεις καν να νοιαστείς για τους γονείς σου ή να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου απέναντί τους. Αυτήν την επιλογή σε αναγκάζουν διάφοροι αντικειμενικοί λόγοι να την κάνεις, όχι ότι δεν είσαι σωστό παιδί» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. Καθώς αναλογιζόμουν τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι κανείς δεν έρχεται στον κόσμο για να ζήσει για τους γονείς του, ότι ο καθένας πρέπει να ολοκληρώσει τη δική του αποστολή, και ότι, ως δημιουργημένο ον, έχω καθήκοντα που πρέπει να κάνω. Τα τελευταία χρόνια που έκανα το καθήκον μου μακριά από το σπίτι ήταν ο τρόπος μου να εκπληρώσω τις ευθύνες μου και να κάνω τα καθήκοντά μου ως δημιουργημένο ον, και αυτό ήταν απολύτως φυσικό και δικαιολογημένο. Επιπλέον, λόγω των συνθηκών, έπρεπε να φύγω από το σπίτι και τη μητέρα μου, επειδή με κυνηγούσε η αστυνομία. Αυτό δεν σήμαινε ότι ήμουν ασεβής προς τη μητέρα μου. Ωστόσο, πάντα πίστευα ότι η αδυναμία μου να φροντίσω τη μητέρα μου όταν ήταν άρρωστη σήμαινε ότι ήμουν ασεβής προς εκείνη και ότι υστερούσα σε ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, αυτή μου η οπτική δεν συμβάδιζε με την αλήθεια. Ένας άνθρωπος που είναι ασεβής προς τους γονείς του και υστερεί πραγματικά σε ανθρώπινη φύση είναι αυτός που έχει τα μέσα να τους φροντίσει αλλά αρνείται να το κάνει, και τους παραμελεί εντελώς ή τους βλέπει μάλιστα σαν βάρος. Αυτό δείχνει αποφυγή ευθυνών, πραγματική έλλειψη ανθρώπινης φύσης, και αχαριστία και ασέβεια προς τους γονείς. Όταν αναλογίστηκα τη δική μου συμπεριφορά, διαπίστωσα ότι όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν στο παρελθόν, φρόντισα επιμελώς τη μητέρα μου μετά το τροχαίο ατύχημά της, κι επίσης τη νοιαζόμουν και ήμουν στοργική απέναντί της όσο ήμουν σπίτι, και έκανα τις ευθύνες μου ως κόρη. Τώρα η μητέρα μου είχε καρκίνο και εγώ δεν μπορούσα να επιστρέψω σπίτι επειδή η αστυνομία με κυνηγούσε ακόμα. Αν το διακινδύνευα να επιστρέψω, μπορεί να με συλλάμβαναν και σε αυτήν την περίπτωση, όχι μόνο δεν θα ήμουν σε θέση να φροντίσω τη μητέρα μου, αλλά και θα είχα χάσει την ευκαιρία να κάνω το καθήκον μου. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, δεν ένιωθα πλέον ενοχές που δεν μπορούσα να φροντίσω τη μητέρα μου.
Αργότερα, διάβασα άλλο ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Αν δεν είχες φύγει από το πατρικό σου για να εκτελέσεις αλλού το καθήκον σου και είχες μείνει στο πλάι του γονιού σου, αυτό σημαίνει ότι δεν θα αρρώσταινε; (Όχι.) Μπορείς να επηρεάσεις τη ζωή ή τον θάνατο των γονιών σου; Μπορείς να επηρεάσεις το αν θα είναι πλούσιοι ή φτωχοί; (Όχι.) Οποιαδήποτε αρρώστια κι αν πάθουν οι γονείς σου, δεν θα οφείλεται στην εξάντλησή τους που σε μεγάλωσαν ή επειδή τους έλειψες. Δεν πρόκειται ιδιαίτερα να πάθουν κάποια μεγάλη, σοβαρή και θανατηφόρα ασθένεια εξαιτίας σου. Αυτή είναι η μοίρα τους κι εσύ δεν έχεις καμία σχέση μ’ αυτό. Όσο σωστό παιδί κι αν είσαι, το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να ελαττώσεις λίγο τα σωματικά βάσανα και φορτία τους. Έχει, όμως, καμία σχέση μ’ εσένα πότε θα αρρωστήσουν, τι αρρώστια θα πάθουν, πότε και πού θα πεθάνουν; Όχι, δεν έχει» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Όταν αναλογίστηκα τα λόγια του Θεού, κατανόησα κάπως την κυριαρχία Του. Ακόμα και αν δεν είχα φύγει από το σπίτι για να κάνω το καθήκον μου και είχα μείνει με τη μητέρα μου για να τη φροντίσω, δεν θα μπορούσα να εγγυηθώ ότι δεν θα αρρώσταινε. Τα βάσανα και οι αναποδιές που πρέπει να βιώσει ένας άνθρωπος είναι πέραν του ελέγχου του και η μοίρα ενός ανθρώπου βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια του Θεού. Για παράδειγμα, η μητέρα μου είναι πλέον στα 60 της, και είναι φυσιολογικό να έχει προβλήματα υγείας σε αυτήν την ηλικία. Ακόμα κι αν επέστρεφα σπίτι για να τη φροντίζω, να την περιποιούμαι και να της ετοιμάζω καλό φαγητό, στην καλύτερη περίπτωση θα της προσέφερα λίγη πνευματική παρηγοριά, αλλά δεν θα μπορούσα να επωμιστώ τον πόνο ή την ασθένειά της. Σκέφτηκα κάποια παιδιά που είναι ιδιαίτερα ευσεβή προς τους γονείς τους, και τους φέρνουν να ζήσουν μαζί τους στο σπίτι και τους φροντίζουν επιμελώς. Αλλά και πάλι, οι γονείς τους αρρωσταίνουν. Αυτό δείχνει ότι δεν είναι βέβαιο ότι οι γονείς θα παραμείνουν υγιείς απλώς και μόνο επειδή είναι κοντά τα παιδιά τους ούτε ότι θα αναρρώσουν από την ασθένειά τους επειδή έχουν στο πλάι τους τα παιδιά τους. Όλα αυτά τα θέματα καθορίζονται εξολοκλήρου από την κυριαρχία και τον προκαθορισμό του Θεού. Για παράδειγμα, όταν η μητέρα μου διαγνώστηκε με καρκίνο αυτήν τη φορά, φαινόταν σοβαρό και δεν ήταν βέβαιο ότι θα μπορούσε να θεραπευτεί. Οι δε κουνιάδες μου δήλωσαν κοφτά ότι αν δεν επέστρεφα σπίτι, δεν θα πλήρωναν για τη θεραπεία της μητέρας μου. Αλλά στο τέλος, η γυναίκα του μικρότερου αδερφού μου και δύο μεγαλύτερες σύζυγοι των ξαδέρφων μου βοήθησαν οικονομικά και φρόντισαν εναλλάξ τη μητέρα μου στο νοσοκομείο. Η κατάσταση της μητέρας μου όχι μόνο δεν επιδεινώθηκε, αλλά τελικά ανάρρωσε πολύ καλά. Αυτό μου έδειξε ότι οι άνθρωποι είναι πραγματικά αδύνατον να ελέγξουν τη μοίρα τους και ότι αυτή βρίσκεται εξολοκλήρου στα χέρια του Θεού. Έπρεπε να ξεπεράσω τις ανησυχίες μου για τη μητέρα μου και να την εμπιστευτώ στον Θεό.
Μια μέρα, τον Νοέμβριο του 2023, έλαβα ένα γράμμα από τη μητέρα μου. Έλεγε: «Ο αδερφός σου μου αγόρασε ένα καινούργιο σπίτι και τον βοηθάω με τη φροντίδα του παιδιού του ενώ κάνω το καθήκον μου. Επίσης, είμαι καλά στην υγεία μου, επομένως μπορείς να κάνεις το καθήκον σου χωρίς να ανησυχείς». Μόλις διάβασα αυτά τα σύντομα λόγια από τη μητέρα μου, άρχισα να κλαίω από χαρά. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα συνέχιζε να ζει τόσο καλά, ακόμα και χωρίς εμένα στο πλευρό της για να τη φροντίζω, και μάλιστα ότι έκανε το καθήκον της. Αυτό ενίσχυσε την αποφασιστικότητά μου και ήξερα ότι ανεξάρτητα από το εάν θα μπορούσα να επιστρέψω σπίτι ή να ξαναδώ τη μητέρα μου, δεν θα έπρεπε πλέον να νιώθω ενοχές που δεν μπορούσα να τη φροντίσω. Έτσι, αποφάσισα να ηρεμήσω και να εκπληρώσω το καθήκον μου. Αυτός είναι ο στόχος στον οποίο πρέπει να δαπανήσω τη ζωή μου για να τον επιδιώξω.
Μέσα από αυτές τις εμπειρίες, είδα πόσο βαθιά δεσμευόμουν από τις παραδοσιακές ιδέες της ευσέβειας προς τους γονείς μου, και ότι όποτε προέκυπταν δυσμενείς συνθήκες, αυτές οι ιδέες με εμπόδιζαν να κάνω πράξη την αλήθεια και να κάνω το καθήκον μου. Η καθοδήγηση των λόγων του Θεού μού επέτρεψε να διακρίνω αυτές τις παραδοσιακές ιδέες, να πάψω να επηρεάζομαι και να περιορίζομαι από αυτές, και να καταφέρω να επικεντρωθώ στο καθήκον μου. Τα λόγια του Θεού πέτυχαν αυτά τα αποτελέσματα. Δόξα τω Θεώ!