3. Το κήρυγμα του ευαγγελίου είναι το καθήκον μου στο οποίο παραμένω ακλόνητη
Μεγάλωσα στην ύπαιθρο με οχτώ αδερφούς κι αδερφές. Η μαμά μου δεν ήταν καλά στην υγεία της και δεν μπορούσε να δουλεύει, ενώ ο μπαμπάς μου δεν φρόντιζε το σπίτι και δεν έβγαζε λεφτά. Βγάζαμε τα προς το ζην κάνοντας μόνο αγροτικές εργασίες. Ο περίγυρός μας περιγελούσε τη μαμά και τον μπαμπά μου που δεν είχαν δεξιότητες. Ακόμη και οι συγγενείς μας μας περιφρονούσαν κι αρνούνταν να έχουν σχέσεις μαζί μας. Με τον καιρό, άρχισα να νιώθω ότι απ’ τη στιγμή που ζούσα στη συγκεκριμένη οικογένεια, η κοινωνική μου θέση ήταν χαμηλή και ήμουν μια παρακατιανή. Ακόμη κι όταν έβγαινα έξω, δεν τολμούσα συνήθως να ανταλλάζω κουβέντες με άλλους. Ο άντρας που παντρεύτηκα ήταν ένας μέσος μεροκαματιάρης. Όλοι οι συνομήλικοί του είχαν περισσότερες προοπτικές απ’ αυτόν, και όταν μας έβλεπαν, μας σνόμπαραν. Μερικές φορές, μιλούσαν σαρκαστικά ή ακόμα και αποδοκιμαστικά. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα, και είχα χαμηλή αυτοεκτίμηση. Μόνο όταν πίστεψα στον Θεό και διάβασα τα λόγια Του, ξεπέρασα σταδιακά την κατωτερότητά μου κι η καρδιά μου απελευθερώθηκε.
Το 2021, άρχισα να κηρύττω το ευαγγέλιο εκτός πόλης. Αργότερα γνώρισα κάποιους δυνητικούς αποδέκτες του ευαγγελίου που ήταν είτε εργοδότες είτε στελέχη. Ήταν όλοι τους άνθρωποι με κάποια θέση και κοινωνική υπόσταση. Ένιωσα περιορισμένη. Σκέφτηκα ότι οι συνθήκες της οικογένειάς μου δεν ήταν καλές, ότι δεν είχα καθόλου γνώσεις ή θέση κι ότι δεν ταίριαζα με τους συγκεκριμένους ανθρώπους που είχαν υψηλή θέση και κοινωνική υπόσταση. Συνειδητοποίησα, όμως, ότι αυτό ήταν το καθήκον μου κι ότι δεν γινόταν να το αποφύγω. Προσευχήθηκα, λοιπόν, στον Θεό, λέγοντας ότι ήμουν πρόθυμη να το κάνω. Μια φορά, ετοιμαζόμουν να κηρύξω το ευαγγέλιο σε μια γυναίκα που ήταν εργοδότρια. Όταν ανακάλυψε ότι ήμουν μεροκαματιάρα, αρνήθηκε ορθά κοφτά, λέγοντας: «Μην την αφήσετε να έρθει εδώ. Βλέπω μόνο ανθρώπους με θέση και κύρος». Όταν άκουσα αυτά τα λόγια, στενοχωρήθηκα αρκετά και σκέφτηκα: «Έχω χαμηλή θέση και κοινωνική υπόσταση. Δεν είμαι καν άξια να δω μια δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου. Πώς θα μπορέσω να κηρύξω το ευαγγέλιο; Αν είχα κάποια θέση και κοινωνική υπόσταση, αν το οικογενειακό μου υπόβαθρο ήταν λίγο καλύτερο, ίσως να μη με περιφρονούσαν έτσι οι άλλοι». Όταν το σκέφτηκα αυτό, δεν ήμουν πια τόσο πρόθυμη να κηρύξω το ευαγγέλιο στη συγκεκριμένη. Ήθελα να επιστρέψω στο μέρος όπου ζούσα προηγουμένως. Εκεί, πολλοί ήταν μετανάστες εργάτες που είχαν παρόμοια θέση και κοινωνική υπόσταση με τη δική μου. Εκείνοι δεν θα με περιφρονούσαν. Είπα στον επικεφαλής ότι το κήρυγμα του ευαγγελίου στο συγκεκριμένο μέρος ήταν δύσκολο κι ότι οι άνθρωποι εκεί είχαν χρήμα κι επιρροή. Εγώ ήμουν απλώς μια μετανάστρια εργάτρια. Μου ήταν δύσκολο να συνδεθώ μαζί τους. Επιπλέον, η πανδημία είχε φουντώσει και δεν είχα τρόπο να συνεργαστώ. Ο επικεφαλής συμφώνησε. Όταν επέστρεψα, δεν έκανα καθόλου αυτοκριτική, κι έτσι το ζήτημα έμεινε άλυτο.
Το καλοκαίρι του 2022, κάποια που είχε αποπεμφθεί μου έδωσε μια δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου από ένα θρησκευτικό δόγμα. Όταν συναντήθηκα με τη γυναίκα που είχε αποπεμφθεί, θεώρησε ότι ήμουν άξεστη κι ότι τα ρούχα μου ήταν απλά, οπότε με ρώτησε: «Μπορείς να κηρύξεις το ευαγγέλιο; Κατανοείς τη Βίβλο;» Τότε, δεν είχα ακόμη συνειδητοποιήσει τι εννοούσε μ’ αυτό, οπότε της απάντησα με ειλικρίνεια: «Έχω κηρύξει το ευαγγέλιο σε θρησκευόμενους ανθρώπους και κατανοώ κάπως τη Βίβλο». Συνέχισε: «Δεν σε περιφρονώ εγώ. Η δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου σε περιφρονεί. Έχει καλές οικογενειακές συνθήκες και υψηλή θέση και κοινωνική υπόσταση!» Στενοχωρήθηκα αρκετά και σκέφτηκα: «Είμαι κατάλληλα και ευπρεπώς ντυμένη. Δεν φοράω, όμως, πολυτελή ρούχα, οπότε με περιφρονεί. Αν ήταν η δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου, θα με περιφρονούσε σίγουρα. Αφού η θέση κι η κοινωνική μου υπόσταση δεν αντιστοιχούν στα δικά της, θα δυσκολευτώ να κηρύξω το ευαγγέλιο!» Σκέφτηκα ότι αν είχα καλό υπόβαθρο, αν είχα λίγο πιο υψηλή θέση και κοινωνική υπόσταση, αν είχα χρήμα κι επιρροή, το κήρυγμα του ευαγγελίου δεν θα ήταν απαραίτητα τόσο δύσκολο. Έπεσα σε βαριά κατάθλιψη, οπότε προσευχήθηκα κι αναζήτησα τον Θεό, ζητώντας Του να με καθοδηγήσει έτσι ώστε να πάρω ένα μάθημα. Καθώς αναζητούσα, διάβασα ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Κάποιος που διαδίδει το ευαγγέλιο θα συναντήσει συχνά γελοιοποίηση, κοροϊδίες, γκριμάτσες και συκοφαντίες, ή μπορεί να βρεθεί ακόμη και σε επικίνδυνες καταστάσεις. Κάποιους αδελφούς και αδελφές, για παράδειγμα, τους καταγγέλλουν ή τους κρατάνε ομήρους κακοί άνθρωποι, και για άλλους καλούν την αστυνομία, η οποία τους παραδίδει στην κυβέρνηση. Κάποιοι μπορεί να συλληφθούν και να φυλακιστούν, ενώ άλλοι μπορεί να ξυλοκοπηθούν μέχρι θανάτου. Όλα αυτά συμβαίνουν. Τώρα, όμως, που γνωρίζουμε αυτά τα πράγματα, πρέπει ν’ αλλάξουμε τη στάση μας απέναντι στο έργο της διάδοσης του ευαγγελίου; (Όχι.) Η διάδοση του ευαγγελίου είναι ευθύνη και υποχρέωση όλων. Ανά πάσα στιγμή, ό,τι κι αν ακούμε ή βλέπουμε, όποιας μεταχείρισης κι αν τυγχάνουμε, πρέπει πάντοτε να ανταποκρινόμαστε στην ευθύνη της διάδοσης του ευαγγελίου. Δεν μπορούμε, σε καμία περίπτωση, να εγκαταλείψουμε αυτό το καθήκον λόγω αρνητικότητας ή αδυναμίας. Δεν είναι εύκολο καθήκον η διάδοση του ευαγγελίου· αντιθέτως, ενέχει πολλούς κινδύνους. Όταν διαδίδετε το ευαγγέλιο, δεν θα έρθετε αντιμέτωποι με αγγέλους, εξωγήινους ή ρομπότ, αλλά μόνο με την κακή και διεφθαρμένη ανθρωπότητα, με ζωντανούς δαίμονες, με θηρία —όλοι τους είναι άνθρωποι που επιβιώνουν σ’ αυτόν τον μοχθηρό τόπο, σε αυτόν τον κακό κόσμο, τους οποίους έχει διαφθείρει βαθιά ο Σατανάς, και οι οποίοι αντιστέκονται στον Θεό. Έτσι, υπάρχει σίγουρα ένας σωρός κίνδυνοι κατά τη διάδοση του ευαγγελίου, για να μη μιλήσουμε για μικροπρεπείς συκοφαντίες, χλευασμούς και παρεξηγήσεις, φαινόμενο σύνηθες. Εάν πραγματικά θεωρείς τη διάδοση του ευαγγελίου ευθύνη, υποχρέωση και καθήκον σου, τότε θα μπορείς να αντιμετωπίσεις σωστά αυτά τα πράγματα, και μάλιστα να τα χειριστείς σωστά. Δεν πρόκειται να σε κάνουν όλα αυτά να εγκαταλείψεις την ευθύνη και την υποχρέωσή σου ούτε να παρεκκλίνεις από την αρχική σου πρόθεση να διαδώσεις το ευαγγέλιο και να καταθέσεις μαρτυρία για τον Θεό. Επίσης, δεν πρόκειται ποτέ να αποφύγεις αυτήν την ευθύνη, επειδή αυτό είναι το καθήκον σου. Πώς θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό αυτό το καθήκον; Είναι η αξία και η κύρια ευθύνη της ανθρώπινης ζωής. Αξία της ανθρώπινης ζωής είναι η διάδοση της χαρμόσυνης είδησης του έργου του Θεού κατά τις έσχατες ημέρες, καθώς και του ευαγγελίου του έργου του Θεού» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Το κήρυγμα του ευαγγελίου είναι το καθήκον που όλοι οι πιστοί δεσμεύονται να εκπληρώσουν). Τα λόγια του Θεού μάς λένε ότι στην πορεία του κηρύγματος του ευαγγελίου, είναι φυσικό να μας χλευάζουν, να μας εμπαίζουν, να μας σαρκάζουν και να μας ταπεινώνουν, επειδή όλοι αυτοί που συναντάμε καθώς κηρύττουμε το ευαγγέλιο είναι άνθρωποι διεφθαρμένοι απ’ τον Σατανά. Όποιες περιστάσεις ή δυσκολίες κι αν συναντάμε, όμως, πρέπει να συνεχίσουμε να ανταποκρινόμαστε στην ευθύνη του κηρύγματος του ευαγγελίου. Στο παρελθόν, όταν ανακάλυψα ότι η δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου δεν ήθελε να με δει, ένιωσα ότι απ’ τη στιγμή που δεν είχα ισάξια θέση και κοινωνική υπόσταση μ’ εκείνη, απ’ τη στιγμή που θα με περιφρονούσε και θα με έκανε να φανώ κατώτερη, θα ήταν καλύτερα να μην κηρύξω το ευαγγέλιο στη συγκεκριμένη, προκειμένου να αποφύγω την ταπείνωση. Η ιστορία επαναλαμβανόταν. Τα ρούχα μου ήταν συνηθισμένα και δεν είχα καθόλου θέση ή κοινωνική υπόσταση. Οι άλλοι με περιφρονούσαν. Ένιωσα ότι αν κήρυττα το ευαγγέλιο στη δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου, θα με περιφρονούσε και θα έκανε να φανώ κατώτερη. Άρχισα, λοιπόν, να αποσύρομαι. Φοβόμουν ότι η υπόληψη κι η υπερηφάνεια μου θα επηρεάζονταν αρνητικά, και κατηγορούσα το ταπεινό μου υπόβαθρο. Δεν συνειδητοποίησα ότι αυτό συνέβαινε επειδή νοιαζόμουν υπερβολικά για τη ματαιοδοξία και την υπερηφάνεια μου, ότι η επιθυμία μου για φήμη και θέση ήταν αυτή που με έβαζε σε μπελάδες. Σκέφτηκα τους αδελφούς και τις αδελφές που συνελήφθησαν και βασανίστηκαν απ’ το σατανικό καθεστώς επειδή κήρυτταν το ευαγγέλιο. Υπέμειναν πολλές κακουχίες και κάποιοι λίγο έλειψε να χάσουν τη ζωή τους, αλλά βασίστηκαν στον Θεό κι έμειναν ακλόνητοι στη μαρτυρία τους. Όταν αποφυλακίστηκαν, συνέχισαν να κηρύττουν το ευαγγέλιο και να καταθέτουν μαρτυρία για τον Θεό. Σε σύγκριση με τις δικές τους, οι κακουχίες που περνούσα εγώ δεν ήταν τίποτα. Με το που πληγώθηκε λίγο η υπόληψή μου, δεν ήμουν πια πρόθυμη να κηρύττω το ευαγγέλιο. Ανακάλυψα ότι δεν έκανα το καθήκον μου με ειλικρίνεια. Δεν είχα ίχνος μαρτυρίας. Ο Θεός έχει εκφράσει εκατομμύρια λόγια κατά τη διάρκεια του έργου Του τις έσχατες ημέρες προκειμένου να σώσει όσους πιστεύουν ειλικρινά σε Αυτόν κι αναζητούν την εμφάνισή Του. Ως δημιούργημα, πρέπει να λαμβάνω υπόψη την πρόθεση του Θεού, κηρύττοντας το ευαγγέλιο και καταθέτοντας μαρτυρία γι’ Αυτόν, αφήνοντας τους ανθρώπους να ακούσουν τη φωνή Του και να δουν την εμφάνισή Του. Αυτό είναι το πιο δίκαιο πράγμα. Είναι η αποστολή και η ευθύνη μου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μπορεί μεν να υπομένουμε κάποιες κακουχίες και κάποια ταπείνωση, αλλά όλα αυτά έχουν αξία και νόημα. Εφόσον κατανοούσα πλέον την πρόθεση του Θεού, δεν ήμουν πια πρόθυμη να αποδράσω ή να αποσυρθώ. Όπως κι αν με περιφρονούσε ή με ντρόπιαζε η δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου, έπρεπε να ξεχάσω την υπόληψή μου και να εκπληρώσω το καθήκον μου. Ταυτόχρονα, συνειδητοποίησα επίσης πως αφότου ο Σατανάς διέφθειρε την ανθρωπότητα, οι άνθρωποι παρατηρούν μόνο την εξωτερική εμφάνιση κάποιου, αν έχει θέση και κοινωνική υπόσταση. Αν έχει, τον θαυμάζουν και τον σέβονται. Αν δεν έχει θέση και κοινωνική υπόσταση, χρήμα κι επιρροή, τον περιφρονούν. Όλα αυτά προκαλούνται απ’ τη διαφθορά της ανθρωπότητας απ’ τον Σατανά. Η γυναίκα που είχε αποπεμφθεί και η δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου με περιφρόνησαν λόγω της θέσης και της κοινωνικής μου υπόστασης. Ήταν φυσικό. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, η κατάστασή μου άλλαξε κάπως. Στη συνέχεια, ήρθα ξανά σε επαφή με τη γυναίκα που είχε αποπεμφθεί και ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί. Ήρθα επίσης σε επαφή με τη δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου κι ανακάλυψα ότι είχε πολύ παράλογη κατανόηση και ήταν προσκολλημένη στις αντιλήψεις και τις φαντασιοκοπίες της. Έπρεπε, λοιπόν, να τα παρατήσουμε. Γνώρισα, όμως, κάπως τον εαυτό μου μέσα απ’ αυτές τις περιστάσεις. Αυτό ήταν η αγάπη του Θεού.
Στη συνέχεια, διάβασα ένα χωρίο των λόγων του Θεού και γνώρισα κάπως την κατάστασή μου. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Ο Θεός προκαθορίζει την ταυτότητα και τη θέση σου, όποια κι αν είναι αυτή. Όποια οικογένεια ή καταγωγή κι αν έχει προκαθορίσει για σένα ο Θεός, η ταυτότητα που κληρονομείς απ’ αυτήν ούτε σε ντροπιάζει ούτε σε τιμά. Μη βασίζεις το πώς αντιμετωπίζεις την ταυτότητά σου στην αρχή της τιμής και της ντροπής. Σε όποια οικογένεια κι αν σε τοποθετήσει ο Θεός και απ’ όποια οικογένεια κι αν κανονίσει να κατάγεσαι, ενώπιον του Θεού έχεις μόνο μία ταυτότητα, αυτήν του δημιουργήματος. Ενώπιον του Θεού, είσαι δημιούργημα, οπότε Εκείνος σε βλέπει ως ίσο με οποιονδήποτε έχει στην κοινωνία διαφορετική ταυτότητα και κοινωνική θέση. Όλοι σας ανήκετε στη διεφθαρμένη ανθρωπότητα και ο Θεός θέλει να σας σώσει όλους. Και φυσικά, ενώπιον του Θεού, όλοι έχετε την ίδια ευκαιρία να εκτελέσετε τα καθήκοντά σας ως δημιουργήματα, να επιδιώξετε την αλήθεια και να σωθείτε. Στο επίπεδο αυτό, με βάση την ταυτότητα που σου έδωσε ο Θεός, αυτήν του δημιουργήματος, δεν πρέπει να υπερεκτιμάς ούτε να υποτιμάς την ταυτότητά σου. Αντίθετα, πρέπει να αντιμετωπίζεις σωστά την ταυτότητά σου που προέρχεται από τον Θεό, δηλαδή, την ταυτότητά σου ως δημιούργημα, και να μπορείς να συνυπάρξεις αρμονικά και ισότιμα με όλους, τηρώντας τις αρχές τις οποίες διδάσκει ο Θεός και με τις οποίες νουθετεί τους ανθρώπους. Δεν έχει σημασία ποια κοινωνική θέση ή κοινωνική ταυτότητα έχει ο καθένας, ούτε η δική σου κοινωνική θέση και ταυτότητα· όποιος εισέρχεται στον οίκο του Θεού και προσέρχεται ενώπιον του Θεού έχει μόνο μία ταυτότητα: αυτήν του δημιουργήματος. Δεν πρέπει, λοιπόν, να αισθάνονται μειονεκτικά όσοι έχουν χαμηλή κοινωνική θέση και ταυτότητα. Είτε έχεις ταλέντο είτε όχι, είτε είσαι υψηλού είτε χαμηλού επιπέδου, είτε έχεις ικανότητες είτε όχι, πρέπει να εγκαταλείψεις την κοινωνική σου θέση. Πρέπει, ακόμη, να εγκαταλείψεις τις ιδέες ή τις απόψεις που έχεις για την ιεράρχηση και την κατάταξη των ανθρώπων ή την ταξινόμησή τους ως ξεχωριστούς ή ταπεινούς με βάση την καταγωγή τους και την ιστορία της οικογένειάς τους. Μην αισθάνεσαι μειονεκτικά εξαιτίας της ταπεινής κοινωνικής σου ταυτότητας και θέσης. Να χαίρεσαι που, αν και δεν έχεις ισχυρή και εντυπωσιακή καταγωγή και έχεις κληρονομήσει ταπεινή θέση, ο Θεός δεν σε έχει εγκαταλείψει. Ο Θεός ανασύρει τους ταπεινούς ανθρώπους από την κοπριά και το χώμα, και σου δίνει την ίδια ταυτότητα με τους άλλους, αυτήν του δημιουργήματος. Στον οίκο του Θεού και ενώπιόν Του, έχεις την ίδια ταυτότητα και την ίδια θέση με όλους όσους έχει επιλέξει ο Θεός. Μόλις το καταλάβεις αυτό, πρέπει να εγκαταλείψεις το αίσθημα κατωτερότητας που έχεις και να πάψεις να κολλάς σ’ αυτό» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (13)]. Διαβάζοντας τα λόγια του Θεού, συγκινήθηκα πολύ. Στο παρελθόν, θεωρούσα ότι οι άνθρωποι με κοινωνική θέση και καλές οικογενειακές συνθήκες είχαν ευγενή κοινωνική υπόσταση, ότι ανήκαν σε μια υψηλότερη τάξη ανθρώπων, ενώ όσοι δεν είχαν θέση και κοινωνική υπόσταση ήταν ευτελείς και παρακατιανοί. Αυτή η άποψη δεν συμβάδιζε με την αλήθεια. Από τότε που ήμουν μικρή, οι συνθήκες της οικογένειάς μου δεν ήταν καλές. Δεν έλαβα καλή μόρφωση και δεν είχα μάθει καμία δεξιότητα. Οι άλλοι με περιφρονούσαν σε όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας και της ενήλικης ζωής μου. Όταν παντρεύτηκα, επειδή ο άντρας μου ήταν επίσης φτωχός και δεν είχε κοινωνική θέση, ένιωθα ότι είχα χαμηλή θέση και κοινωνική υπόσταση, κι ότι ήμουν πολύ κατώτερη. Φθονούσα, επίσης, και θαύμαζα ιδιαίτερα όσους είχαν θέση και κοινωνική υπόσταση. Αφότου πίστεψα στον Θεό, επειδή οι δυνητικοί αποδέκτες του ευαγγελίου με περιφρονούσαν λόγω της χαμηλής μου θέσης και κοινωνικής υπόστασης, ένιωσα ακόμη πιο περιορισμένη. Πίστευα ότι το οικογενειακό μου υπόβαθρο ήταν ταπεινό, ότι η θέση μου ήταν χαμηλή, ότι οι άλλοι θα με ντρόπιαζαν κι ότι θα δυσκολευόμουν να κηρύξω το ευαγγέλιο, οπότε ήθελα να αποδράσω και να αποσυρθώ. Στην πραγματικότητα, όλοι είμαστε δημιουργήματα στα μάτια του Θεού. Όλοι έχουμε ίδια θέση και κοινωνική υπόσταση. Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ ανώτερου και κατώτερου. Οι άνθρωποι τοποθετούν τους εαυτούς τους σε διάφορες τάξεις βάσει οικογενειακού υπόβαθρου και κοινωνικής θέσης, αλλά ο Θεός φέρεται σε όλους δίκαια. Πρέπει απλώς να αποδεχτούμε την αλήθεια για να μας σώσει ο Θεός. Ως δημιούργημα, πρέπει να εκπληρώνω το καθήκον μου και να μην περιορίζομαι απ’ τη θέση και την κοινωνική υπόσταση.
Στη συνέχεια, ένας αδελφός μού έδειξε ένα χωρίο των λόγων του Θεού, το οποίο με συγκίνησε ιδιαίτερα. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Σκεφτείτε το: πώς θα έπρεπε να προσεγγίζετε την αξία, την κοινωνική θέση και την οικογενειακή καταγωγή ενός ανθρώπου; Ποια είναι η σωστή στάση που θα έπρεπε να έχετε; Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να εξετάσετε μέσα από τα λόγια του Θεού πώς προσεγγίζει Εκείνος αυτό το ζήτημα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσετε να κατανοήσετε την αλήθεια και να μην κάνετε κάτι που είναι ενάντια στην αλήθεια. Πώς αντιμετωπίζει, λοιπόν, ο Θεός την οικογενειακή καταγωγή, την κοινωνική θέση, τη μόρφωση που θα λάβει κάποιος μελλοντικά και τον πλούτο που έχει στην κοινωνία; Αν δεν εξετάζεις τα πράγματα με βάση τα λόγια του Θεού, και δεν μπορείς να σταθείς στο πλευρό Του και να αποδέχεσαι πράγματα από Εκείνον, τότε ο τρόπος που εξετάζεις τα πράγματα σίγουρα θα απέχει πολύ από τις προθέσεις του Θεού. Αν η διαφορά δεν είναι μεγάλη, αν υπάρχει απλώς μια μικρή απόκλιση, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν βλέπεις τα πράγματα με τρόπο εντελώς αντίθετο απ’ τις προθέσεις του Θεού, τότε αυτό πάει κόντρα στην αλήθεια. Σε ό,τι αφορά τον Θεό, εξαρτάται από Εκείνον τι δίνει στους ανθρώπους και πόσα τους δίνει, ενώ και τη θέση που έχουν οι άνθρωποι στην κοινωνία ο Θεός την ορίζει και σε καμία περίπτωση δεν τη σχεδιάζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Αν ο Θεός προκαλέσει σε κάποιον πόνο και φτώχεια, αυτό σημαίνει ότι εκείνος δεν έχει ελπίδα να σωθεί; Αν έχει χαμηλή αξία κι ανήκει σε χαμηλή κοινωνική τάξη, τότε δεν θα τον σώσει ο Θεός; Αν έχει χαμηλή θέση στην κοινωνία, τότε έχει χαμηλή θέση και στα μάτια του Θεού; Όχι απαραίτητα. Από τι εξαρτάται αυτό; Εξαρτάται από το μονοπάτι στο οποίο βαδίζει αυτός ο άνθρωπος, από το τι επιδιώκει και από τη στάση του απέναντι στην αλήθεια και στον Θεό. Αν κάποιος έχει πολύ χαμηλή κοινωνική θέση, πολύ φτωχή οικογένεια και χαμηλό επίπεδο μόρφωσης, αλλά πιστεύει στον Θεό με προσγειωμένο τρόπο, κι αγαπά την αλήθεια και τα θετικά πράγματα, τότε άραγε έχει μεγάλη ή μικρή αξία στα μάτια του Θεού; Είναι πολύτιμος ή ανάξιος; Είναι πολύτιμος. Αν δούμε το θέμα από αυτήν την οπτική, τότε από τι εξαρτάται η αξία κάποιου, είτε έχει υψηλή είτε χαμηλή κοινωνική θέση, είτε ανήκει σε ανώτερη είτε σε κατώτερη κοινωνική τάξη; Εξαρτάται από το πώς σε βλέπει ο Θεός. Αν ο Θεός σε βλέπει σαν κάποιον που επιδιώκει την αλήθεια, τότε έχεις αξία και είσαι πολύτιμος. Είσαι ένα πολύτιμο δοχείο. Αν ο Θεός βλέπει ότι δεν επιδιώκεις την αλήθεια και δεν δαπανάς ειλικρινά τον εαυτό σου για Εκείνον, τότε είσαι ανάξιος και όχι πολύτιμος. Είσαι ένα κατώτερο δοχείο. Όση μόρφωση κι αν έχεις ή όσο υψηλή κι αν είναι η θέση σου στην κοινωνία, αν δεν επιδιώκεις ούτε κατανοείς την αλήθεια, τότε δεν μπορείς ποτέ να έχεις μεγάλη αξία. Ακόμη κι αν σε υποστηρίζουν, σε επαινούν και σε λατρεύουν πολλοί άνθρωποι, είσαι ένας άθλιος που αξίζει περιφρόνηση. Γιατί, λοιπόν, ο Θεός βλέπει τους ανθρώπους με αυτόν τον τρόπο; Γιατί θεωρεί κατώτερο έναν τέτοιο “αριστοκράτη”, που έχει τόσο υψηλή θέση στην κοινωνία, που τον επαινούν και τον θαυμάζουν τόσοι άνθρωποι, κι έχει τόσο μεγάλο κύρος; Γιατί βλέπει ο Θεός τους ανθρώπους με τρόπο εντελώς αντίθετο με τις απόψεις που έχουν εκείνοι για τους άλλους; Μήπως εναντιώνεται σκοπίμως ο Θεός στους ανθρώπους; Σε καμία περίπτωση. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Θεός είναι η αλήθεια, ο Θεός είναι δικαιοσύνη, ενώ ο άνθρωπος είναι διεφθαρμένος και δεν έχει αλήθεια ούτε δικαιοσύνη, κι ο Θεός αξιολογεί τον άνθρωπο με βάση το δικό Του κριτήριο· το κριτήριό Του για να αξιολογεί τους ανθρώπους είναι η αλήθεια» [«Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο έβδομο: Είναι μοχθηροί, ύπουλοι και δόλιοι (Μέρος πρώτο)]. Απ’ τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι τα μέρη και οι οικογένειες όπου γεννιούνται οι άνθρωποι ορίζονται απ’ τον Θεό και δεν επιλέγονται απ’ τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι, λοιπόν, πρέπει να υποτάσσονται στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού. Ο Θεός δεν παρατηρεί την υψηλή ή χαμηλή κοινωνική θέση ή μόρφωση των ανθρώπων. Παρατηρεί αν οι άνθρωποι αγαπάνε την αλήθεια, αν μπορούν να κάνουν πράξη τα λόγια Του και να κάνουν το καθήκον τους σύμφωνα με τις αλήθεια-αρχές. Αν κάποιος έχει υψηλή κοινωνική θέση και καλό οικογενειακό υπόβαθρο, αλλά δεν επιδιώκει και δεν αποδέχεται την αλήθεια, ο Θεός δεν θα τον σώσει. Αν κάποιος δεν έχει καθόλου γνώσεις ή θέση, αλλά αγαπάει τα θετικά πράγματα, μπορεί να αποδεχτεί την αλήθεια και να ενεργήσει σύμφωνα με τα λόγια του Θεού, ο Θεός θα τον εκτιμήσει. Ο Θεός παρατηρεί τις καρδιές των ανθρώπων και τη στάση τους απέναντι στην αλήθεια. Όσο υψηλή κι αν είναι η κοινωνική θέση κάποιου, αν προσέλθει ενώπιον του Θεού, διαβάσει τα λόγια Του κι επιζητήσει να Τον γνωρίσει, είναι ευγενής στα μάτια του Θεού. Όλοι όσοι δεν προσέρχονται ενώπιον του Θεού και δεν μπορούν να εκπληρώσουν το καθήκον ενός δημιουργήματος είναι ποταποί και τιποτένιοι. Απ’ τη στιγμή που εξυψώθηκα απ’ τον Θεό κι έλαβα τη χάρη Του για να εκπληρώσω το καθήκον ενός δημιουργήματος, έπρεπε να εκτιμήσω την ευκαιρία που μου έδωσε ο Θεός και να εκπληρώσω το καθήκον μου.
Στη συνέχεια, διάβασα άλλο ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Είτε η οικογένειά σου σου φέρνει δόξα είτε ντροπή, είτε η ταυτότητα και η κοινωνική θέση που κληρονομείς από την οικογένειά σου είναι αριστοκρατική είτε ταπεινή, αυτή η οικογένεια δεν σου είναι τίποτα περισσότερο απ’ αυτό. Δεν καθορίζει το αν μπορείς να κατανοήσεις την αλήθεια, να την επιδιώξεις ή να βαδίσεις στο μονοπάτι της επιδίωξης της αλήθειας. Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να τη βλέπουν ως κάτι πολύ σημαντικό, διότι δεν καθορίζει τη μοίρα ούτε το μέλλον ενός ανθρώπου, πόσο μάλλον το μονοπάτι που θα ακολουθήσει. Η ταυτότητα που κληρονομείς από την οικογένειά σου μπορεί να καθορίσει μόνο τα δικά σου συναισθήματα και τις δικές σου αντιλήψεις μεταξύ των άλλων ανθρώπων. Είτε η ταυτότητα που κληρονομείς απ’ την οικογένειά σου είναι κάτι που σιχαίνεσαι είτε κάτι για το οποίο αξίζει να καυχιέσαι, δεν καθορίζει το αν θα μπορέσεις να ακολουθήσεις το μονοπάτι της επιδίωξης της αλήθειας. Έτσι, όσον αφορά την επιδίωξη της αλήθειας, δεν έχει σημασία τι ταυτότητα ή κοινωνική θέση σού κληροδοτεί η οικογένειά σου. Ακόμα κι αν η ταυτότητα αυτή σε κάνει να νιώθεις ανώτερος και αξιότιμος, δεν αξίζει να την αναφέρεις. Ακόμη κι αν σε κάνει να νιώθεις ντροπή, να αισθάνεσαι κατώτερος και να έχεις χαμηλή αυτοεκτίμηση, ούτε τότε θα επηρεάσει το πώς επιδιώκεις την αλήθεια. Έτσι δεν είναι; (Ναι.) Δεν θα επηρεάσει στο παραμικρό το πώς επιδιώκεις την αλήθεια ούτε την ταυτότητά σου ως δημιουργημένο ον ενώπιον του Θεού. Αντιθέτως, όποια ταυτότητα και κοινωνική θέση κι αν κληρονόμησες από την οικογένειά σου, στα μάτια του Θεού, όλοι έχουν την ίδια ευκαιρία να σωθούν, και εκτελούν το καθήκον τους και επιδιώκουν την αλήθεια με την ίδια θέση και ταυτότητα. Η ταυτότητα που κληρονομείς από την οικογένειά σου, είτε είναι έντιμη είτε επαίσχυντη, δεν καθορίζει την ανθρώπινη φύση σου ούτε το μονοπάτι που θα ακολουθήσεις. Ωστόσο, αν τη θεωρείς πολύ σημαντική και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της ύπαρξής σου, τότε θα προσκολληθείς σθεναρά σ’ αυτήν, δεν θα την εγκαταλείψεις ποτέ και θα περηφανεύεσαι γι’ αυτήν. Αν η ταυτότητα που κληρονομείς από την οικογένειά σου είναι ευγενής, τότε θα τη θεωρείς ένα είδος πλεονεκτήματος, ενώ αν είναι ταπεινή, θα τη θεωρείς κάτι ντροπιαστικό. Είτε η ταυτότητα που κληρονομείς από την οικογένειά σου είναι ευγενής και ένδοξη είτε ντροπιαστική, αυτό έχει να κάνει καθαρά με το πώς εσύ προσωπικά το κατανοείς και οφείλεται στο ότι εξετάζεις το θέμα από την οπτική της διεφθαρμένης σου ανθρώπινης φύσης. Πρόκειται απλώς για τη δική σου αίσθηση, αντίληψη και κατανόηση· δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτήν. Δεν αποτελεί πλεονέκτημα που σου επιτρέπει να επιδιώξεις την αλήθεια ούτε, φυσικά, και εμπόδιο στην επιδίωξη της αλήθειας. Αν έχεις αριστοκρατική και υψηλή κοινωνική θέση, δεν σημαίνει ότι αυτό αποτελεί πλεονέκτημα που διασφαλίζει τη σωτηρία σου. Αν έχεις χαμηλή και ταπεινή κοινωνική θέση, δεν σημαίνει ότι αυτό αποτελεί εμπόδιο στο πώς επιδιώκεις την αλήθεια, πόσο μάλλον στο πώς επιδιώκεις τη σωτηρία» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (12)]. Όταν διάβασα τα λόγια του Θεού, συνειδητοποίησα ότι η οικογένεια και η κοινωνική θέση δεν έχουν καμία σχέση με την πίστη των ανθρώπων στον Θεό, την επιδίωξη της αλήθειας και τη σωτηρία τους. Επιπλέον, το κήρυγμα του ευαγγελίου δεν έχει καμία σχέση με τη θέση και την κοινωνική υπόσταση κάποιου. Έχει σχέση με τη στάση του απέναντι στο καθήκον του, με το αν μπορεί να συναναστραφεί ξεκάθαρα για το έργο του Θεού, να καταθέσει μαρτυρία γι’ αυτό καθώς κηρύττει το ευαγγέλιο και με το αν οι δυνητικοί αποδέκτες του ευαγγελίου πιστεύουν ειλικρινά στον Θεό, επειδή μόνο όσοι πιστεύουν ειλικρινά στον Θεό είναι πρόβατα του Θεού και μπορούν να ακούσουν και να κατανοήσουν τη φωνή Του. Μου ήρθε στον νου ένας αδελφός σε μια ευαγγελική ταινία, ένας Καθολικός ιερέας με αρκετά υψηλή θέση και κοινωνική υπόσταση. Όταν οι αδελφοί και οι αδελφές κήρυξαν το ευαγγέλιο στον συγκεκριμένο, δεν κοίταξε τη θέση και την κοινωνική τους υπόσταση, αλλά άκουσε τα λόγια του Θεού και ήταν πρόθυμος να αναζητήσει και να ερευνήσει. Κατέληξε ότι ήταν η φωνή του Θεού κι αποδέχτηκε. Ανακάλυψα ότι αυτό που θέλουν ν’ ακούσουν οι ειλικρινείς πιστοί είναι τα λόγια του Θεού και η αλήθεια. Ο λόγος για τον οποίο ένιωθα συχνά να με περιορίζει η χαμηλή μου θέση και κοινωνική υπόσταση ήταν ότι ο Θεός δεν είχε θέση στην καρδιά μου και δεν έβλεπα τα πράγματα σύμφωνα με τα λόγια Του. Σε εκείνο το σημείο, κατάλαβα ότι ως δημιούργημα, το κήρυγμα του ευαγγελίου ήταν ευθύνη και υποχρέωσή μου. Είτε ένας δυνητικός αποδέκτης του ευαγγελίου έχει υψηλή είτε χαμηλή θέση και κοινωνική υπόσταση, δεν παύει να είναι ένας διεφθαρμένος άνθρωπος που έχει ανάγκη τη σωτηρία του Θεού. Η ευθύνη μου ήταν να καταθέσω μαρτυρία για ό,τι λέει και κάνει ο Θεός. Όσο για το αν οι άλλοι μπορούσαν να το αποδεχτούν ή όχι, αυτό εξαρτιόταν απ’ το αν ήταν πρόβατα του Θεού. Αν ήταν, μπορούσαν φυσικά να ακούσουν και να κατανοήσουν τη φωνή του Θεού.
Τον Αύγουστο του 2023, μια αδελφή μού ζήτησε να κηρύξω το ευαγγέλιο σε μια δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου από ένα θρησκευτικό δόγμα. Όταν ανακάλυψα ότι η οικογένεια της συγκεκριμένης δυνητικής αποδέκτριας του ευαγγελίου ήταν εύπορη και είχε επιρροή, και ότι ένα μέλος της οικογένειάς της ήταν αξιωματικός του στρατού, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι είχα χαμηλή θέση και κοινωνική υπόσταση, ότι υπήρχε μεγάλη απόσταση μεταξύ μας κι ότι δεν μπορούσα να το κάνω. Τι θα γινόταν αν με περιφρονούσε και ήταν απρόθυμη να με ακούσει να καταθέτω μαρτυρία; Θυμήθηκα πώς ένιωθα όταν με χλεύαζαν και με περιφρονούσαν, κι έτσι πραγματικά δεν ήθελα να έρχομαι σε επαφή με όσους είχαν υψηλή θέση. Τότε σκέφτηκα αυτά τα λόγια του Θεού: «Πώς αντιμετωπίζει, λοιπόν, ο Θεός την οικογενειακή καταγωγή, την κοινωνική θέση, τη μόρφωση που θα λάβει κάποιος μελλοντικά και τον πλούτο που έχει στην κοινωνία; Αν δεν εξετάζεις τα πράγματα με βάση τα λόγια του Θεού, και δεν μπορείς να σταθείς στο πλευρό Του και να αποδέχεσαι πράγματα από Εκείνον, τότε ο τρόπος που εξετάζεις τα πράγματα σίγουρα θα απέχει πολύ από τις προθέσεις του Θεού» [«Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο έβδομο: Είναι μοχθηροί, ύπουλοι και δόλιοι (Μέρος πρώτο)]. Συνειδητοποίησα ότι ένιωθα ακόμη περιορισμένη απ’ τη θέση και την κοινωνική μου υπόσταση, κι ότι έπρεπε να βλέπω τα ζητήματα βάσει των λόγων του Θεού. Όσο υψηλή κι αν είναι η θέση κι η κοινωνική υπόσταση ενός δυνητικού αποδέκτη του ευαγγελίου, είμαστε όλοι δημιουργήματα στα μάτια του Θεού, η διεφθαρμένη διάθεσή μας είναι ολόιδια, κι όλοι έχουμε ανάγκη τη σωτηρία του Θεού. Έπρεπε απλώς να βασιστώ στον Θεό και να κάνω ό,τι μπορώ για να συνεργαστώ. Όσο για το αν η δυνητική αποδέκτρια του ευαγγελίου μπορούσε να αποδεχτεί το ευαγγέλιο, αυτό ήταν στα χέρια του Θεού. Όταν το σκέφτηκα αυτό, δεν ένιωθα πια περιορισμένη. Στη συνέχεια, όταν πήγα να κηρύξω το ευαγγέλιο στη συγκεκριμένη αποδέκτρια του ευαγγελίου, ένιωθα πολύ ήρεμη και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς να της δώσω ξεκάθαρη μαρτυρία για το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες. Δεν περίμενα να μας υποδεχτεί τόσο φιλόξενα. Της διάβασα τα λόγια του Παντοδύναμου Θεού, συναναστράφηκα για το έργο Του τις έσχατες ημέρες και κατέθεσα μαρτυρία γι’ αυτό. Αφού με άκουσε, κατάλαβε. Όταν συναναστράφηκα για τέταρτη φορά, είπε: «Αδελφή, απολαμβάνω να σε ακούω να κηρύττεις. Είσαι ευπρόσδεκτη στο σπίτι μου κάθε μέρα». Όταν είδα ότι όχι μόνο δεν με σνόμπαρε, αλλά ήταν και πρόθυμη να ερευνήσει το έργο του Θεού, συγκινήθηκα πολύ. Είδα ότι όσοι πιστεύουν ειλικρινά στον Θεό ακούνε τα λόγια του Θεού και την αλήθεια, και ότι, για να πετύχουμε αποτελέσματα, πρέπει απλώς να συναναστρεφόμαστε ξεκάθαρα μαζί τους πάνω στο έργο του Θεού και να καταθέτουμε μαρτυρία γι’ αυτό. Αν είναι πρόβατα του Θεού, μπορούν να ακούσουν και να κατανοήσουν τη φωνή Του και να προσέλθουν ενώπιόν Του. Δεν έχει σημασία ποια είναι η θέση και η υπόστασή τους στην κοινωνία. Στη συνέχεια, όταν συναντούσα δυνητικούς αποδέκτες του ευαγγελίου με υψηλή θέση και κοινωνική υπόσταση ενώ κήρυττα το ευαγγέλιο, αξιολογούσα βάσει των λόγων του Θεού και των αρχών αν ήταν κάποιοι στους οποίους μπορούσα να κηρύξω το ευαγγέλιο. Αν πίστευαν ειλικρινά στον Θεό, συνεργαζόμουν με όλη μου την καρδιά, συναναστρεφόμουν για το έργο του Θεού και κατέθετα μαρτυρία γι’ αυτό. Δεν ένιωθα πια περιορισμένη απ’ τη θέση και την κοινωνική υπόσταση, κι η καρδιά μου απελευθερώθηκε. Δόξα τω Θεώ!