91. Αποχαιρετώντας την κατωτερότητα
Από τότε που ήμουν παιδί, ήμουν αρκετά εσωστρεφής. Δεν μου άρεσε να μιλάω και να χαιρετάω τους άλλους. Όταν ήθελα να βγω έξω και έβλεπα τους γείτονες να κουβεντιάζουν απέξω, αγχωνόμουν πολύ, γι’ αυτό απέφευγα να βγαίνω, εκτός κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Όταν πήγαινα στο σχολείο και έπρεπε να πάρω τους δασκάλους να τους ρωτήσω κάτι, δεν ήξερα πώς να ξεκινήσω, γι’ αυτό ζητούσα απ’ τον μπαμπά μου να μιλήσει εκείνος για μένα. Ο μπαμπάς μου θύμωνε πολύ και παραπονιόταν ότι δεν είχα την αυτοπεποίθηση που είχαν άλλα παιδιά. Η θεία μου συχνά μου έλεγε: «Είναι λες κι έχεις κλείσει το στόμα σου με σελοτέιπ. Αν συνεχίσεις έτσι, δεν θα καταφέρεις τίποτα…» Τα σχόλιά τους αντηχούσαν συχνά στο μυαλό μου. Μερικές φορές έκλαιγα, επειδή ήμουν πολύ δυστυχισμένη, και μισούσα τον εαυτό μου, επειδή δεν μπορούσα να μιλήσω ή να ικανοποιήσω τους ενήλικες. Συχνά ζήλευα όσους είχαν ευφράδεια και έκαναν την παρουσία τους αισθητή. Στο πανεπιστήμιο, αποδέχτηκα το έργο των έσχατων ημερών του Παντοδύναμου Θεού και πήγα σε συναθροίσεις με αδελφούς και αδελφές, για να διαβάσουμε τα λόγια του Θεού. Τους είδα όλους να ανοίγονται και να συναναστρέφονται σχετικά με τη βιωματική κατανόησή τους, χωρίς να κοροϊδεύει κανείς κανέναν, και ήμουν κι εγώ ελεύθερη να ανοιχτώ και να συναναστραφώ χωρίς να νιώθω περιορισμένη. Ήταν πραγματικά χαλαρωτικό και λυτρωτικό να βρίσκομαι με τους αδελφούς και τις αδελφές.
Τον Ιανουάριο του 2024, πότιζα νεοφερμένους στην εκκλησία και συνεργαζόμουν με την αδελφή Γουάνγκ Λου. Μέσα από τις αλληλεπιδράσεις μας, κατάλαβα ότι η αδελφή είχε καλό επίπεδο, δυνατές εκφραστικές ικανότητες και καταλάβαινε καλά την αλήθεια. Στις συναθροίσεις, αντλούσε υλικό από τις καταστάσεις των νεοφερμένων στη συναναστροφή της, και αυτοί συχνά έγνεφαν καταφατικά ενώ την άκουγαν. Όταν το είδα αυτό, χαμήλωσα ενστικτωδώς το κεφάλι μου και σκέφτηκα: «Αυτή είναι κάποια που έχει πιστέψει αληθινά στον Θεό εδώ και πολλά χρόνια. Ο τρόπος που μιλάει είναι πραγματικά το κάτι άλλο! Αλλά εγώ πρέπει να σκεφτώ αρκετή ώρα για να απαντήσω στις ερωτήσεις των νεοφερμένων, και όσα λέω δεν τα εκφράζω τόσο ωραία ή αναλυτικά όσο η Γουάνγκ Λου. Γιατί είμαι τόσο ανεπαρκής; Αν συναναστρεφόμουν μετά από εκείνη, οι νεοφερμένοι σίγουρα θα παρατηρούσαν ότι δεν είμαι τόσο καλή όσο αυτή. Ξέχνα το, καλύτερα να μη μιλήσω· έτσι δεν θα φαίνομαι ένα τίποτα συγκριτικά». Μετά απ’ αυτό, φοβόμουν να μιλήσω στις συναθροίσεις με τη Γουάνγκ Λου. Ανησυχούσα ότι αν δεν τα πήγαινα καλά, θα με θεωρούσε κατώτερη. Μία φορά, ένας νεοφερμένος αντιμετώπιζε δυσκολίες στο κήρυγμα του ευαγγελίου, και η Γουάνγκ Λου απλώς μίλησε για το πώς θα λυνόταν το πρόβλημα. Ήθελα να προσθέσω κάτι, καθώς είχα εμπειρία σ’ εκείνον τον τομέα, αλλά μετά σκέφτηκα: «Τώρα που είναι εδώ η Γουάνγκ Λου, αν δεν εκφραστώ σωστά, μήπως σκεφτεί ότι υπερεκτιμώ τον εαυτό μου επειδή θέλω να συναναστραφώ;» Έτσι, παρότι είχα τις λέξεις στην άκρη της γλώσσας μου, δεν είχα το θάρρος να μιλήσω και περίμενα πρώτα να φύγει η Γουάνγκ Λου για να συναναστραφώ. Μια άλλη φορά, ήμουν με τη Γουάνγκ Λου και την αδελφή Λι Χουά σε μια συνάθροιση νεοφερμένων. Ρώτησα εν συντομία για την κατάσταση των νεοφερμένων, και κάποια μοιράστηκε τις δυσκολίες που είχε. Ήμουν έτοιμη να συναναστραφώ και να καθοδηγήσω τη νεοφερμένη για το πώς να πάρει ένα μάθημα από αυτήν την κατάσταση, αλλά όταν σκέφτηκα ότι ήταν εκεί οι δυο αδελφές, ότι είχαν καλό επίπεδο και εκφραστικές ικανότητες, ανησύχησα: «Δεν είμαι καλή στα λόγια, τι θα σκεφτούν για μένα, αν καταλήξω να φλυαρώ;» Όταν η Λι Χουά είδε ότι δεν είχα μιλήσει για ώρα, ανέλαβε γρήγορα εκείνη τη συναναστροφή, και παρότι ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε τους νεοφερμένους, κατάφερε να μιλήσει κανονικά μαζί τους. Παρακολουθώντας τη Γουάνγκ Λι και τη Λι Χουά να συναναστρέφονται, ζήλεψα πολύ και σκέφτηκα: «Οι ποτιστές θα ’πρεπε να είναι άνθρωποι με επίπεδο, με ευφράδεια και με εξωστρεφείς προσωπικότητες όπως αυτές οι αδελφές». Σκέφτηκα πάλι τον εαυτό μου· μετά βίας μιλούσα στις συναθροίσεις και ένιωθα εντελώς ξένη. Ήμουν απογοητευμένη, αναρωτιόμουν γιατί δεν μπορούσα να συναναστραφώ τόσο ανοιχτά όσο οι άλλοι. Μήπως δεν ήμουν κατάλληλη για ένα καθήκον που απαιτούσε να μιλάω συχνά; Όποτε πήγαινα στις συναθροίσεις με αδελφούς και αδελφές που είχαν καλό επίπεδο και δυνατές επικοινωνιακές δεξιότητες, αγχωνόμουν πολύ. Φοβόμουν ότι αν δεν συναναστρεφόμουν σωστά, θα με θεωρούσαν κατώτερη, κι ακόμα κι όταν είχα κάποια επιφοίτηση, δεν τολμούσα να τη μοιραστώ. Δεν μπορούσα να κάνω το καθήκον μου όπως έπρεπε, γι’ αυτό προσευχήθηκα στον Θεό και αναζήτησα έναν τρόπο να διορθώσω την κατάσταση αυτήν και να κάνω το καθήκον μου κανονικά.
Μία μέρα, θυμήθηκα δύο χωρία των λόγων του Θεού που ταίριαζαν στην κατάστασή μου, και τα έψαξα και τα διάβασα. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που, ως παιδιά, είχαν συνηθισμένη εμφάνιση, δεν είχαν ευφράδεια λόγου και δεν ήταν πολύ εύστροφοι, με αποτέλεσμα τα άλλα μέλη της οικογένειάς τους και το κοινωνικό τους περιβάλλουν να τους αξιολογούν μάλλον δυσμενώς και να λένε κουβέντες όπως: “Αυτό το παιδί είναι χαζό, αργόστροφο και βραδύγλωσσο. Κοιτάξτε τα παιδιά των άλλων: είναι τόσο εύγλωττα, που μπορούν να παίζουν τους άλλους στα δάχτυλα. Ενώ αυτό το παιδί απλώς στραβομουτσουνιάζει όλη μέρα. Δεν ξέρει τι να πει όταν συναντά ανθρώπους, δεν ξέρει πώς να δώσει εξηγήσεις ή να δικαιολογηθεί αφού κάνει κάτι κακό, και δεν μπορεί να διασκεδάσει τους άλλους. Το παιδί είναι ηλίθιο”. Αυτά τα λένε οι γονείς, τα λένε οι συγγενείς και οι φίλοι, και τα λένε επίσης και οι δάσκαλοί του. Αυτό το περιβάλλον ασκεί μια ορισμένη, αόρατη πίεση σε τέτοιους ανθρώπους. Μέσω της βίωσης αυτών των περιβαλλόντων, αναπτύσσουν ανεπαίσθητα ένα συγκεκριμένο είδος νοοτροπίας. Ποιο είδος νοοτροπίας; Θεωρούν πως δεν είναι εμφανίσιμοι, πως δεν είναι ιδιαίτερα αρεστοί και πως οι άλλοι δεν χαίρονται ποτέ όταν τους βλέπουν. Πιστεύουν πως δεν είναι καλοί στη μελέτη, πως είναι αργόστροφοι και πάντα νιώθουν αμήχανα να ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν μπροστά σε άλλους. Νιώθουν μεγάλη αμηχανία να πουν “ευχαριστώ” όταν οι άνθρωποι τους δίνουν κάτι, και σκέφτονται μέσα τους: “Γιατί μου δένεται πάντα η γλώσσα κόμπος; Γιατί οι άλλοι τα λένε τόσο ωραία; Είμαι απλώς χαζός!” Υποσυνείδητα, νομίζουν πως είναι άχρηστοι, αλλά εξακολουθούν να μην είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν πως είναι τόσο άχρηστοι, πως είναι τόσο ανόητοι. Μέσα στην καρδιά τους, πάντα διερωτώνται: “Είμαι στ’ αλήθεια τόσο ανόητος; Είμαι στ’ αλήθεια τόσο δυσάρεστος;” Οι γονείς τους δεν τους συμπαθούν, και το ίδιο ισχύει και για τους αδερφούς και τις αδερφές τους, τους δασκάλους τους ή τους συμμαθητές τους. Και, περιστασιακά, τα μέλη της οικογένειάς τους, οι συγγενείς και οι φίλοι τους λένε γι’ αυτούς: “Είναι κοντός, έχει μικρά μάτια και μύτη και, με τέτοιο παρουσιαστικό, δεν θα είναι πετυχημένος όταν μεγαλώσει”. Επομένως, όταν κοιτούν στον καθρέφτη, βλέπουν πως τα μάτια τους είναι πράγματι μικρά. Σε αυτήν την κατάσταση, η αντίσταση, η δυσαρέσκεια, η απροθυμία και η μη αποδοχή στα βάθη της καρδιάς τους θα μετατραπούν σταδιακά σε αποδοχή και αναγνώριση των δικών τους ελαττωμάτων, ελλείψεων και προβλημάτων. Αν και μπορούν να δεχθούν αυτήν την πραγματικότητα, στα βάθη της καρδιάς τους αναπτύσσεται ένα επίμονο συναίσθημα. Πώς ονομάζεται αυτό το συναίσθημα; Είναι η κατωτερότητα» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (1)]. «Επιφανειακά, η κατωτερότητα είναι ένα συναίσθημα που εκδηλώνεται στους ανθρώπους· στην πραγματικότητα, όμως, η βασική αιτία της είναι αυτή η κοινωνία, η ανθρωπότητα και το περιβάλλον στο οποίο ζουν οι άνθρωποι. Προκαλείται επίσης από τους ίδιους τους αντικειμενικούς λόγους των ανθρώπων. Είναι περιττό να λεχθεί πως η κοινωνία και η ανθρωπότητα προέρχονται από τον Σατανά, επειδή όλη η ανθρωπότητα βρίσκεται υπό την εξουσία του πονηρού, είναι βαθιά διεφθαρμένη από τον Σατανά, και κανείς δεν δύναται να διδάξει την επόμενη γενιά σύμφωνα με την αλήθεια ή με τις διδασκαλίες του Θεού, αλλά αντίθετα το κάνει σύμφωνα με τα πράγματα που προέρχονται από τον Σατανά. Επομένως, η συνέπεια που έχει το να διδάσκονται τα πράγματα του Σατανά στην επόμενη γενιά και στην ανθρωπότητα, πέρα από τη διαφθορά των διαθέσεων και της ουσίας των ανθρώπων, είναι πως οδηγεί στην ανάδυση αρνητικών συναισθημάτων στους ανθρώπους. Αν τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλούνται είναι προσωρινά, τότε δεν θα έχουν τρομερή επίδραση στη ζωή ενός ανθρώπου. Ωστόσο, αν ένα αρνητικό συναίσθημα ριζώσει βαθιά μέσα στα μύχια της καρδιάς και της ψυχής ενός ανθρώπου και χαραχθεί ανεξίτηλα εκεί, αν εκείνος δεν μπορεί με τίποτα να το ξεχάσει ή να απαλλαγεί από αυτό, τότε είναι βέβαιο πως θα επηρεάσει την κάθε απόφαση εκείνου του ανθρώπου, τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει κάθε λογής ανθρώπους, γεγονότα και πράγματα, το τι επιλέγει όταν αντιμετωπίζει σημαντικά ζητήματα αρχής και το μονοπάτι στο οποίο βαδίζει στη ζωή —αυτή είναι η επίδραση που έχει η αληθινή ανθρώπινη κοινωνία σε κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως. Η άλλη πτυχή είναι οι ίδιοι οι αντικειμενικοί λόγοι των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, η εκπαίδευση και οι διδασκαλίες που λαμβάνουν οι άνθρωποι καθώς μεγαλώνουν, όλες οι σκέψεις και οι ιδέες αλλά και οι τρόποι συμπεριφοράς που δέχονται, καθώς και τα διάφορα ρητά του ανθρώπου, προέρχονται όλα από τον Σατανά, σε σημείο που οι άνθρωποι δεν έχουν την ικανότητα να χειριστούν και να εξαλείψουν αυτά τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν από τη σωστή οπτική και άποψη» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (1)]. Όταν διάβασα τα λόγια του Θεού, επιτέλους κατάλαβα. Συνειδητοποίησα ότι περιοριζόμουν στις συγκεντρώσεις με τους αδελφούς και τις αδελφές, επειδή είχα έντονα συναισθήματα κατωτερότητας. Από τότε που ήμουν παιδί, η οικογένειά μου πάντα έλεγε ότι δεν μπορούσα να μιλήσω ή να ικανοποιήσω τους ενήλικες, ότι ήμουν ντροπαλή και διστακτική όταν μιλούσα στους άλλους και ότι δεν έμοιαζα με τα παιδιά των άλλων που μιλούσαν καθαρά και με αυτοπεποίθηση. Υπό την επιρροή αυτών των λόγων, συνειδητοποίησα ότι σε κανέναν δεν αρέσουν τα παιδιά σαν εμένα που δεν μπορούν να μιλήσουν καλά και ότι μόνο οι εύγλωττοι και οι εξωστρεφείς αρέσουν στους άλλους. Ως αποτέλεσμα αυτού, ένιωθα συχνά κατώτερη και προτιμούσα να κρύβομαι από τους άλλους ανθρώπους. Τώρα που ήμουν στην εκκλησία και έκανα το καθήκον μου, επηρεαζόμουν ακόμα από αισθήματα κατωτερότητας. Όταν πήγαινα σε συναθροίσεις με ανθρώπους που είχαν καλό επίπεδο και ισχυρές επικοινωνιακές δεξιότητες, ένιωθα κατώτερη και συχνά απαρνιόμουν τον εαυτό μου. Ακόμα κι όταν καταλάβαινα συγκεκριμένα θέματα, δεν τολμούσα να συναναστραφώ και πάσχιζα να συνεργαστώ αρμονικά με τις αδελφές. Αυτά τα συναισθήματα κατωτερότητας επηρέασαν πραγματικά την ικανότητά μου να κάνω το καθήκον μου!
Αργότερα, διάβασα δύο χωρία των λόγων του Θεού και κατάλαβα τι συνέπειες έχει να μην ξεπερνάς αυτά τα συναισθήματα κατωτερότητας. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Όταν προκύψει μέσα σου αυτό το συναίσθημα, νιώθεις πως δεν έχεις πού να στραφείς. Όταν αντιμετωπίσεις ένα ζήτημα που απαιτεί να εκφράσεις μια άποψη, θα συλλογιστείς αυτό που θέλεις να πεις και την άποψη που επιθυμείς να εκφράσεις στα μύχια της καρδιάς σου ποιος ξέρει πόσες φορές, αλλά και πάλι δεν θα μπορέσεις να κάνεις τον εαυτό σου να τα εκφέρει φωναχτά. Όταν κάποιος εκφράζει την ίδια άποψη που έχεις κι εσύ, επιτρέπεις στον εαυτό σου να νιώσει μια διαβεβαίωση μέσα στην καρδιά σου, μια επιβεβαίωση πως δεν είσαι χειρότερος από άλλους ανθρώπους. Αλλά όταν προκύψει πάλι η ίδια κατάσταση, και πάλι λες στον εαυτό σου: “Δεν γίνεται να μιλήσω επιπόλαια, να κάνω κάτι απερίσκεπτο ή να γίνω περίγελος. Είμαι άχρηστος, είμαι χαζός, είμαι ανόητος, είμαι ηλίθιος. Πρέπει να μάθω να κρύβομαι και απλώς να ακούω, όχι να μιλάω”. Από αυτό μπορούμε να δούμε πως, από τη στιγμή που προκύπτει το αίσθημα κατωτερότητας μέχρι τη στιγμή που ριζώνει βαθιά μέσα στα μύχια της καρδιάς κάποιου ανθρώπου, δεν στερείται τότε εκείνος την ελεύθερη βούλησή του και τα νόμιμα δικαιώματα που του δίνει ο Θεός; (Ναι.) Έχει στερηθεί αυτά τα πράγματα» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (1)]. «Επειδή νιώθουν κατώτεροι, δεν τολμούν να σταθούν μπροστά σε άλλους, δεν μπορούν ούτε καν να αναλάβουν τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που οφείλουν να αναλάβουν, ούτε μπορούν να αναλάβουν αυτά που είναι όντως ικανοί να επιτύχουν εντός του πεδίου της δικής τους ικανότητας και του δικού τους επιπέδου, καθώς και εντός του πεδίου της εμπειρίας της δικής τους ανθρώπινης φύσης. Αυτό το αίσθημα κατωτερότητας επηρεάζει κάθε πτυχή της ανθρώπινης φύσης τους, επηρεάζει την προσωπικότητά τους και, φυσικά, επηρεάζει επίσης και τον χαρακτήρα τους. Όταν βρίσκονται με άλλους ανθρώπους, σπάνια εκφράζουν τις δικές τους απόψεις, και σχεδόν ποτέ δεν τους ακούς να επεξηγούν τη δική τους οπτική ή γνώμη. Όταν αντιμετωπίζουν κάποιο ζήτημα, δεν τολμούν να μιλήσουν, κι αντίθετα συνεχώς οπισθοχωρούν και υποχωρούν. Όταν είναι παρόντες λίγοι άνθρωποι, νιώθουν αρκετά γενναίοι ώστε να καθίσουν ανάμεσά τους, αλλά όταν είναι παρόντες πολλοί άνθρωποι, ψάχνουν κάποια γωνιά και κατευθύνονται εκεί που το φως είναι αμυδρό, χωρίς να τολμούν να βρεθούν μεταξύ άλλων ανθρώπων. Όποτε νιώθουν πως θα ήθελαν να πουν κάτι και να εκφράσουν τη δική τους άποψη και γνώμη με θετικό και ενεργό τρόπο ώστε να δείξουν πως αυτό που σκέφτονται είναι σωστό, δεν έχουν ούτε καν το κουράγιο να κάνουν αυτό. Όποτε έχουν τέτοιες ιδέες, το αίσθημα κατωτερότητάς τους ξεχύνεται μεμιάς από μέσα τους, και τους ελέγχει, τους καταπιέζει και τους λέει: “Μην πεις τίποτα, είσαι άχρηστος. Μην εκφράσεις τις απόψεις σου, απλώς κράτα τις ιδέες σου για τον εαυτό σου. Αν υπάρχει κάτι μέσα στην καρδιά σου που θέλεις πραγματικά να πεις, απλώς σημείωσέ το στον υπολογιστή και συλλογίσου το μονάχος. Δεν πρέπει να αφήσεις να το μάθει κανένας άλλος. Κι αν πεις κάτι λάθος; Αυτό θα ήταν πολύ εξευτελιστικό!” Αυτή η φωνή σού λέει συνεχώς να μην κάνεις το τάδε, να μην κάνεις το δείνα, να μην πεις το τάδε, να μην πεις το δείνα, κάνοντάς σε να καταπίνεις την κάθε λέξη που επιθυμείς να πεις. Όταν υπάρχει κάτι που θέλεις να πεις και το οποίο έχεις κλωθογυρίσει μέσα στην καρδιά σου για μεγάλο διάστημα, εσύ υποχωρείς και δεν τολμάς να το πεις, ή αλλιώς νιώθεις άβολα να το πεις, πιστεύοντας πως δεν πρέπει να το κάνεις, και αν το κάνεις τότε νιώθεις λες και έχεις παραβεί κάποιον κανόνα ή έχεις παραβιάσει τον νόμο. Και όταν μια μέρα εκφράσεις όντως τη δική σου άποψη, βαθιά μέσα σου νιώθεις ασύγκριτα αναστατωμένος και ανήσυχος. Αν και αυτό το αίσθημα μεγάλης ανησυχίας εξασθενεί σταδιακά, το αίσθημα κατωτερότητας που έχεις καταπνίγει σιγά-σιγά τις ιδέες, τις προθέσεις και τα σχέδιά σου για το ότι θέλεις να μιλήσεις, θέλεις να εκφράσεις τις δικές σου απόψεις, θέλεις να είσαι ένας κανονικός άνθρωπος και θέλεις να είσαι όπως όλοι οι άλλοι. Εκείνοι που δεν σε καταλαβαίνουν πιστεύουν πως είσαι λιγομίλητος, ήσυχος, πως έχεις ντροπαλό χαρακτήρα, πως είσαι κάποιος που δεν του αρέσει να ξεχωρίζει από το πλήθος. Όταν μιλάς μπροστά σε πλήθος άλλων ανθρώπων, νιώθεις αμηχανία και κοκκινίζεις· είσαι κάπως εσωστρεφής και, στην πραγματικότητα, μόνο εσύ γνωρίζεις πως νιώθεις κατώτερος. Η καρδιά σου είναι γεμάτη με αυτό το αίσθημα κατωτερότητας, και αυτό το αίσθημα το νιώθεις για πολύ καιρό, δεν είναι απλώς κάποιο εφήμερο αίσθημα. Αντίθετα, ελέγχει στενά τις σκέψεις σου βαθιά μέσα από την ψυχή σου, σφραγίζει ερμητικά τα χείλη σου, και έτσι, ανεξάρτητα από το πόσο σωστά κατανοείς τα πράγματα ή από το ποιες απόψεις και ποια γνώμη έχεις ως προς τους ανθρώπους, τα γεγονότα και τα πράγματα, τολμάς μόνο να σκεφτείς και να κλωθογυρίσεις τα πράγματα μέσα στην καρδιά σου, χωρίς να έχεις ποτέ το θάρρος να τα εκφέρεις. Είτε οι άλλοι άνθρωποι επιδοκιμάσουν αυτά που λες είτε σε διορθώσουν και σε επικρίνουν, εσύ δεν θα τολμήσεις να αντιμετωπίσεις ή να δεις ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Εξαιτίας του αισθήματος κατωτερότητας που νιώθεις μέσα σου, το οποίο σου λέει: “Μην το κάνεις αυτό, απλώς δεν έχεις τα φόντα να το κάνεις. Δεν έχεις αυτού του είδους το επίπεδο, δεν έχεις αυτού του είδους την πραγματικότητα, δεν θα πρέπει να το κάνεις, απλώς δεν είναι στον χαρακτήρα σου. Μην κάνεις τίποτα και μη σκεφτείς τίποτα τώρα. Θα είσαι ο αληθινός σου εαυτός μόνο αν ζεις μες στην κατωτερότητα. Δεν έχεις τα προσόντα να επιδιώξεις την αλήθεια ή να ανοίξεις την καρδιά σου και να πεις αυτά που θέλεις και να συνδεθείς με τους άλλους όπως κάνουν οι υπόλοιποι. Και αυτό οφείλεται στο ότι είσαι άχρηστος, δεν είσαι εξίσου καλός με εκείνους”. Αυτό το αίσθημα κατωτερότητας καθοδηγεί το σκεπτικό των ανθρώπων μέσα στο μυαλό τους· τους εμποδίζει να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που θα πρέπει να εκπληρώνει ένας κανονικός άνθρωπος και να ζουν τη ζωή της κανονικής ανθρώπινης φύσης την οποία θα πρέπει να ζουν, ενώ κατευθύνει επίσης τους τρόπους και τα μέσα, καθώς και την κατεύθυνση και τους στόχους του τρόπου με τον οποίο βλέπουν τους ανθρώπους και τα πράγματα, και του τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρονται και ενεργούν» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (1)]. Όταν αναλογίστηκα την περίοδο που έχει περάσει από τότε που ήρθα στον οίκο του Θεού, παρατήρησα ότι όταν έβλεπα αδελφούς και αδελφές να συγκεντρώνονται και να συναναστρέφονται ανοιχτά, ένιωθα ένα αίσθημα απελευθέρωσης. Όταν πότιζα νεοφερμένους, μπορούσα να συναναστραφώ σχετικά με το τι είχα κατανοήσει, κι αυτό ωφελούσε τους νεοφερμένους. Όταν, όμως, συναντούσα όσους ήταν εξωστρεφείς και είχαν καλό επίπεδο και ισχυρές επικοινωνιακές ικανότητες, τα αισθήματα κατωτερότητάς μου έρχονταν στην επιφάνεια. Για παράδειγμα, όταν πήγαινα σε συναθροίσεις με τη Γουάνγκ Λου, κι έβλεπα ότι είχε καλές εκφραστικές ικανότητες και συναναστρεφόταν σχετικά με την αλήθεια πιο καθαρά από μένα, ένιωθα κατώτερή της. Ακόμα κι όταν έβλεπα ότι η συναναστροφή της είχε ελλείψεις και ήθελα να προσθέσω κάτι, δεν μπορούσα να βρω το θάρρος να μιλήσω, γιατί φοβόμουν ότι αν δεν μιλούσα σωστά, ο κόσμος θα γελούσε μαζί μου, οπότε λούφαζα. Το ίδιο συνέβη κι όταν πήγα σε μια συνάθροιση με τη Λι Χουά και τη Γουάνγκ Λου. Ένιωθα μουγγή και ξένη καθ’ όλη τη συνάθροιση, και δεν τόλμησα να μιλήσω ενώ έπρεπε να είχα συναναστραφεί. Παρότι το στόμα μου ήταν μέρος του σώματός μου, πολύ απλά δεν με υπάκουε τις κρίσιμες στιγμές. Η εκκλησία μού είχε δώσει την ευκαιρία να κάνω πράξη το πότισμα των νεοφερμένων, για να με κάνει να συνεργαστώ με τις αδελφές ώστε να συναναστραφώ σχετικά με τα λόγια του Θεού και να αντιμετωπίσω τις καταστάσεις και τις δυσκολίες των νεοφερμένων. Εμένα, όμως, με περιόριζαν τα αισθήματα κατωτερότητάς μου και δεν μπορούσα να συναναστραφώ σχετικά με αυτά που ήθελα. Δεν μπορούσα να κάνω ούτε το καθήκον μου. Δεν ήμουν εντελώς άχρηστη; Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, κατάλαβα ότι αν συνέχιζα να ζω με τέτοια αρνητικά αισθήματα, θα επηρεαζόταν το καθήκον μου, κι αυτό θα ήταν μεγάλη απώλεια για τη ζωή-είσοδό μου. Γι’ αυτό, προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου, καταπιέζομαι πολύ από αυτά τα αισθήματα κατωτερότητας. Σε παρακαλώ, καθοδήγησέ με για να απαλλαχθώ από τα αρνητικά αισθήματα και να εκπληρώσω τον ρόλο μου».
Αργότερα, αναρωτήθηκα: «Γιατί δεν έχω το θάρρος να συναναστραφώ όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε αδελφές με καλό επίπεδο;» Μία μέρα, ανοίχτηκα σε μια αδελφή για την κατάστασή μου, κι εκείνη μου έστειλε ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Όταν οι πρεσβύτεροι της οικογένειάς σου σου λένε συχνά ότι “Οι άνθρωποι χρειάζονται την υπερηφάνεια τους όπως ένα δέντρο χρειάζεται τον φλοιό του”, το κάνουν για να δίνεις σημασία στην καλή φήμη, στο να ζεις μια περήφανη ζωή και να μην κάνεις πράγματα που σε ντροπιάζουν. Καθοδηγεί, λοιπόν, αυτό το ρητό τους ανθρώπους θετικά ή αρνητικά; Μπορεί να σε οδηγήσει στην αλήθεια; Μπορεί να σε οδηγήσει στην κατανόηση της αλήθειας; (Όχι, δεν μπορεί να το κάνει.) Μπορείς να πεις με απόλυτη βεβαιότητα: “Όχι, δεν μπορεί να το κάνει!” Σκέψου το, ο Θεός λέει ότι οι άνθρωποι πρέπει να συμπεριφέρονται με ειλικρίνεια. Αν έχεις διαπράξει κάποια παράβαση ή έχεις κάνει ένα λάθος, αν έχεις κάνει κάτι που αποτελεί επανάσταση απέναντι στον Θεό και πηγαίνει κόντρα στην αλήθεια, πρέπει να παραδεχτείς το λάθος σου, να κατανοήσεις τον εαυτό σου και να συνεχίσεις να τον αναλύεις, προκειμένου να μετανιώσεις αληθινά, και στη συνέχεια να ενεργήσεις σύμφωνα με τα λόγια του Θεού. Αν, λοιπόν, οι άνθρωποι πρέπει να συμπεριφέρονται με ειλικρίνεια, μήπως αυτό έρχεται σε σύγκρουση με το ρητό “Οι άνθρωποι χρειάζονται την υπερηφάνεια τους όπως ένα δέντρο χρειάζεται τον φλοιό του”; (Ναι.) Πώς δηλαδή έρχεται σε σύγκρουση; Σκοπός του ρητού “Οι άνθρωποι χρειάζονται την υπερηφάνεια τους όπως ένα δέντρο χρειάζεται τον φλοιό του” είναι να δίνουν οι άνθρωποι σημασία στο να βιώνουν τη φωτεινή και χαρούμενη πλευρά τους, και να κάνουν περισσότερα πράγματα που θα τους κάνουν να φαίνονται καλοί, αντί να κάνουν πράγματα κακά ή ανέντιμα, ή που να εκθέτουν την άσχημη πλευρά τους. Σκοπός του είναι επίσης να μη να ζουν οι άνθρωποι χωρίς υπερηφάνεια ή αξιοπρέπεια. Για χάρη της φήμης, για χάρη της περηφάνιας και της τιμής, δεν μπορεί κανείς να ρίχνει λάσπη στον εαυτό του, πόσο μάλλον να μιλά για τη σκοτεινή πλευρά του και τις ντροπιαστικές πτυχές του· πρέπει να ζει με περηφάνια και αξιοπρέπεια. Για να έχει κανείς αξιοπρέπεια χρειάζεται καλή φήμη, και για να έχει καλή φήμη πρέπει να προσποιείται και να φοράει προσωπεία. Αυτό δεν έρχεται σε σύγκρουση με το να συμπεριφέρεται κανείς με ειλικρίνεια; (Ναι.) Όταν συμπεριφέρεσαι με ειλικρίνεια, αυτό που κάνεις έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ρητό “Οι άνθρωποι χρειάζονται την υπερηφάνεια τους όπως ένα δέντρο χρειάζεται τον φλοιό του”. Αν θέλεις να συμπεριφέρεσαι ως ειλικρινής άνθρωπος, μη δίνεις σημασία στην περηφάνια· η περηφάνια ενός ανθρώπου δεν αξίζει δεκάρα. Απέναντι στην αλήθεια, θα πρέπει κανείς να εκτίθεται, όχι να προσποιείται ή να πλάθει μια ψεύτικη εικόνα. Πρέπει να αποκαλύπτει κανείς στον Θεό τις αληθινές σκέψεις του, τα λάθη του, τις πτυχές που παραβιάζουν τις αλήθεια-αρχές και κάθε τι παρόμοιο. Αυτά τα πράγματα πρέπει να τα αποκαλύπτει και στους αδελφούς και τις αδελφές του. Δεν είναι το θέμα να ζει κανείς για χάρη της φήμης του, αλλά αντίθετα, το θέμα είναι να ζει κανείς για να συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια, να ζει για να επιδιώκει την αλήθεια, να ζει για να είναι ένα αληθινό δημιουργημένο ον και να ικανοποιεί τον Θεό, καθώς και για να σωθεί. Όταν όμως δεν καταλαβαίνεις αυτήν την αλήθεια και τις προθέσεις του Θεού, τότε κυριαρχούν συνήθως αυτά που έχει διαμορφώσει μέσα σου η οικογένειά σου. Έτσι, όταν κάνεις κάτι λάθος, το συγκαλύπτεις και προσποιείσαι, ενώ σκέφτεσαι το εξής: “Δεν μπορώ να πω τίποτα γι’ αυτό, και δεν θα επιτρέψω ούτε σε κανέναν άλλον που το γνωρίζει να πει κάτι. Αν κάποιος από σας πει το παραμικρό, δεν θα του τη χαρίσω έτσι εύκολα. Προτεραιότητα έχει η φήμη μου. Δεν έχει νόημα να ζει κανείς αν δεν έχει φήμη, γιατί η φήμη είναι πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο. Αν κάποιος χάσει τη φήμη του, χάνει όλη του την αξιοπρέπεια. Επομένως, δεν μπορείς να λες τα πράγματα με το όνομά τους, πρέπει να προσποιείσαι, να τα συγκαλύπτεις, αλλιώς θα χάσεις τη φήμη και την αξιοπρέπειά σου, και η ζωή σου δεν θα έχει καμία αξία. Αν δεν σε σέβεται κανείς, τότε είσαι άχρηστος, ένα τιποτένιο σκουπίδι”. Είναι δυνατόν, αν ασκείσαι μ’ αυτόν τον τρόπο, να συμπεριφερθείς ως ειλικρινής άνθρωπος; Είναι δυνατόν να ανοιχτείς εντελώς και να αναλύσεις τον εαυτό σου; (Όχι, δεν είναι.) Προφανώς, μ’ αυτόν τον τρόπο τηρείς το ρητό “Οι άνθρωποι χρειάζονται την υπερηφάνεια τους όπως ένα δέντρο χρειάζεται τον φλοιό του”· ένα ρητό που έχει διαμορφώσει μέσα σου η οικογένειά σου» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (12)]. Από τα λόγια του Θεού, συνειδητοποίησα ότι από πολύ μικρή είχα επηρεαστεί από σατανικά δηλητήρια όπως «Οι άνθρωποι χρειάζονται την υπερηφάνεια τους όπως ένα δέντρο χρειάζεται τον φλοιό του» και «Ένας άνθρωπος αφήνει το όνομά του οπουδήποτε μένει, όπως ακριβώς μια χήνα βγάζει την κραυγή της όπου πετάει». Αυτά τα ρητά με είχαν κάνει να δώσω πολλή σημασία στη ματαιοδοξία και την περηφάνια, και από την παιδική μου ηλικία, απέφευγα οτιδήποτε μπορούσε να βλάψει την περηφάνια μου. Στη σκέψη ότι είχα εσωστρεφή προσωπικότητα και έλλειψη ευφράδειας, έτρεχα να κρυφτώ όποτε έρχονταν επισκέπτες στο σπίτι μας, επειδή φοβόμουν μη φανώ αμήχανη. Τώρα, όταν πήγαινα σε συναθροίσεις με τη Γουάνγκ Λου κι έβλεπα πόσο καλά εκφραζόταν ενώ εγώ μπέρδευα τα λόγια μου, φοβόμουν ότι αν συναναστρεφόμουν, οι αδελφές θα σκέφτονταν ότι δεν εκφράζομαι καλά και θα ντροπιαζόμουν, γι’ αυτό δεν τολμούσα να μιλήσω. Ο Θεός μάς ζητάει να είμαστε ειλικρινείς και πιστοί στα καθήκοντά μας, αλλά εγώ δεν είχα το θάρρος να συναναστραφώ όταν συναντούσα προβλήματα, επειδή ήθελα να προστατέψω την περηφάνια μου. Δεν έκανα καν τα καθήκοντα που μπορούσα, και κατάλαβα ότι έδινα πολλή σημασία στην περηφάνια μου. Τα μαρτύρια του Σατανά με είχαν κάνει να χάσω κάθε αίσθημα ακεραιότητας και αξιοπρέπειας. Αποφάσισα κρυφά ότι όποτε ξανασυναντούσα τέτοιες καταστάσεις, θα είχα τις σωστές προθέσεις και δεν θα κρυβόμουν ούτε θα κουκουλωνόμουν, και ότι θα επιδίωκα να είμαι ειλικρινής και να εκπληρώνω τα καθήκοντά μου!
Αργότερα, συνέχισα να αναζητώ έναν τρόπο να ξεπεράσω τα αισθήματα κατωτερότητάς μου. Διάβασα κι άλλα από τα λόγια του Θεού: «Κάποιοι άνθρωποι είναι αρκετά εσωστρεφείς από την παιδική τους ηλικία· δεν τους αρέσει να μιλάνε και δυσκολεύονται πολύ στις κοινωνικές επαφές τους με άλλους. Ακόμη και ως ενήλικες στην ηλικία των τριάντα ή των σαράντα ετών, και πάλι δεν μπορούν να υπερνικήσουν αυτήν την προσωπικότητα: Εξακολουθούν να μην είναι επιδέξιοι στην ομιλία και καλοί στα λόγια ούτε είναι καλοί στις κοινωνικές επαφές τους με άλλους. Αφού γίνουν επικεφαλής, αυτό το χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους περιορίζει και παρεμποδίζει το έργο τους ως έναν βαθμό, και αυτό συχνά τους προκαλεί στενοχώρια και απόγνωση, και τους κάνει να νιώθουν πολύ περιορισμένοι. Το να είναι κανείς εσωστρεφής και το να μην του αρέσει να μιλάει είναι εκδηλώσεις της κανονικής ανθρώπινης φύσης. Εφόσον είναι εκδηλώσεις της κανονικής ανθρώπινης φύσης, άραγε ο Θεός τις θεωρεί παραβάσεις; Όχι, δεν είναι παραβάσεις και ο Θεός θα τις αντιμετωπίσει σωστά. Ό,τι προβλήματα, ατέλειες ή ελαττώματα κι αν έχεις, τίποτε από αυτά δεν αποτελεί ζήτημα στα μάτια του Θεού. Ο Θεός εξετάζει μόνο πώς αναζητάς την αλήθεια, πώς κάνεις πράξη την αλήθεια, πώς ενεργείς σύμφωνα με τις αλήθεια-αρχές και πώς ακολουθείς την οδό του Θεού στο πλαίσιο των έμφυτων καταστάσεων της κανονικής ανθρώπινης φύσης· αυτά εξετάζει ο Θεός. Επομένως, σε ζητήματα που σχετίζονται με τις αλήθεια-αρχές, μην αφήνεις αυτές τις βασικές καταστάσεις, όπως το επίπεδο, τα ένστικτα, την προσωπικότητα, τις συνήθειες και τη ρουτίνα ζωής της κανονικής ανθρώπινης φύσης, να σε περιορίζουν. Ασφαλώς, να μην επενδύεις την ενέργεια και τον χρόνο σου προσπαθώντας να ξεπεράσεις αυτές τις βασικές καταστάσεις ούτε να επιχειρείς να τις αλλάξεις. Για παράδειγμα, αν έχεις εσωστρεφή προσωπικότητα, δεν σου αρέσει να μιλάς, δεν είσαι καλός στα λόγια και δεν είσαι επιδέξιος στις κοινωνικές επαφές και στην αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους, κανένα από αυτά τα πράγματα δεν αποτελεί πρόβλημα. Οι εξωστρεφείς άνθρωποι, παρόλο που τους αρέσει πολύ να μιλάνε, δεν λένε πάντα χρήσιμα πράγματα ή πράγματα που συνάδουν με την αλήθεια, οπότε δεν είναι πρόβλημα να είσαι εσωστρεφής ούτε χρειάζεται να προσπαθήσεις να το αλλάξεις αυτό. […] Η προσωπικότητά σου παραμένει όπως ήταν αρχικά. Μην προσπαθείς ν’ αλλάξεις την προσωπικότητά σου για να φτάσεις στη σωτηρία. Αυτή είναι μια παράλογη ιδέα· όποια προσωπικότητα κι αν έχεις, αυτό είναι ένα αντικειμενικό γεγονός και δεν μπορείς να το αλλάξεις. Οι αντικειμενικοί λόγοι γι’ αυτό είναι ότι το αποτέλεσμα που επιθυμεί να πετύχει ο Θεός στο έργο Του δεν έχει καμία σχέση με την προσωπικότητά σου. Το κατά πόσο μπορείς να φτάσεις στη σωτηρία είναι επίσης άσχετο με την προσωπικότητά σου. Επιπλέον, το κατά πόσο είσαι άνθρωπος που κάνει πράξη την αλήθεια και κατέχει την αλήθεια-πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με την προσωπικότητά σου. Επομένως, μην προσπαθείς ν’ αλλάξεις την προσωπικότητά σου επειδή κάνεις ορισμένα καθήκοντα ή υπηρετείς ως επιβλέπων ενός συγκεκριμένου αντικειμένου του έργου· αυτή είναι μια λανθασμένη ιδέα. Τι πρέπει να κάνεις, λοιπόν; Ανεξάρτητα από την προσωπικότητά σου ή από τις έμφυτες καταστάσεις σου, πρέπει να τηρείς και να κάνεις πράξη τις αλήθεια-αρχές. Σε τελική ανάλυση, ο Θεός δεν αξιολογεί το κατά πόσο ακολουθείς την οδό Του, το κατά πόσο μπορείς να φτάσεις στη σωτηρία με βάση την προσωπικότητά σου ή το τι επίπεδο, δεξιότητες, ικανότητες, χαρίσματα ή ταλέντα έχεις από τη φύση σου και, ασφαλώς, δεν εξετάζει ούτε πόσο έχεις συγκρατήσει τα σωματικά σου ένστικτα και τις σωματικές σου ανάγκες. Αντ’ αυτού, ο Θεός εξετάζει το κατά πόσο κάνεις πράξη και βιώνεις τα λόγια Του όσο Τον ακολουθείς και κάνεις τα καθήκοντά σου, το κατά πόσο έχεις την προθυμία και την αποφασιστικότητα να επιδιώκεις την αλήθεια και, σε τελική ανάλυση, το κατά πόσο έχεις καταφέρει να κάνεις πράξη την αλήθεια και ν’ ακολουθείς την οδό του Θεού. Αυτό εξετάζει ο Θεός. Το καταλαβαίνετε αυτό; (Ναι, το καταλαβαίνουμε.)» [«Ο Λόγος», τόμ. 7: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (3)]. Από τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι η εσωστρέφεια είναι μια έμφυτη κατάσταση στους ανθρώπους και δεν αποτελεί πρόβλημα στα μάτια του Θεού. Το έργο του Θεού είναι να αλλάζει τις διεφθαρμένες διαθέσεις των ανθρώπων, όχι το επίπεδο ή τις προσωπικότητές τους. Οι άνθρωποι θα ’πρεπε να κάνουν πράξη την αλήθεια και να κάνουν τα καθήκοντά τους όσο καλύτερα μπορούν με βάση τις έμφυτες καταστάσεις τους, και όταν έρχονται αντιμέτωποι με ανάρμοστες προθέσεις, θα ’πρεπε να επαναστατούν ενάντια σε αυτές τις προθέσεις και να ασκούνται με βάση τα λόγια του Θεού. Αυτό το είδος ανθρώπου αγαπάει ο Θεός. Κατάλαβα επίσης ότι θα ’πρεπε να εκτελώ τα καθήκοντά μου ενώπιον του Θεού και ότι εφόσον κάνω τα καθήκοντά μου, δεν θα ’πρεπε να ανησυχώ συνεχώς για το τι πιστεύουν οι άλλοι. Το πιο σημαντικό είναι να κερδίσει κανείς την έγκριση του Θεού. Παρότι είμαι εσωστρεφής και κακή ομιλήτρια, μπορούσα να βοηθήσω να αντιμετωπιστούν κάποιες καταστάσεις και προβλήματα των νεοφερμένων. Όταν συναναστράφηκα σχετικά με τα λόγια του Θεού, οι νεοφερμένοι μπόρεσαν να καταλάβουν και να κερδίσουν κάποια οφέλη. Τα ελαττώματα της προσωπικότητάς μου δεν με εμπόδισαν να κάνω σωστά τα καθήκοντά μου. Επιπλέον, πίστευα στον Θεό λίγο καιρό, οπότε ήταν φυσιολογικό να έχω ελλείψεις στα καθήκοντά μου. Έπρεπε να το προσεγγίσω σωστά, να συναναστρέφομαι όσα καταλάβαινα, να μην κρύβομαι ούτε να κουκουλώνομαι και να μαθαίνω από τις συνεργάτιδες αδελφές μου να αναπληρώνω τις ελλείψεις μου. Έτσι, μπορώ όχι μόνο να κάνω τα καθήκοντά μου, αλλά και να αντισταθμίσω τις ανεπάρκειές μου. Όταν το αναγνώρισα αυτό, ένιωσα την πίεση πάνω μου να μειώνεται και ήμουν διατεθειμένη να αλλάξω τη λανθασμένη κατάστασή μου και να εργαστώ αρμονικά με τις συνεργάτιδες αδελφές μου, για να εκπληρώσουμε τα καθήκοντά μας με απόλυτη σύμπνοια.
Πολύ σύντομα, με εξέλεξαν επικεφαλής εκκλησίας και συνεργαζόμουν με την αδελφή Λι Χουέ. Η Λι Χουέ ήταν ιεροκήρυκας και είχε καλό επίπεδο και εργασιακές ικανότητες. Την πρώτη φορά που πήγα σε συνάθροιση μαζί της, μια αδελφή ήταν σε κακή κατάσταση, και η Λι Χουέ συναναστράφηκε μαζί της σχετικά με τα λόγια του Θεού, αλλά η αδελφή δεν είχε κατανοήσει πολλά. Σκέφτηκα ότι κι εγώ είχα περάσει κάτι παρόμοιο με την κατάστασή της, γι’ αυτό ήθελα να προσθέσω κάτι. Μόλις, όμως, άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα, και συνεχώς σκεφτόμουν πώς να διατυπώσω αυτό που ήθελα να πω. Ανησυχούσα τι θα σκεφτόταν η Λι Χουέ για μένα, αν δεν συναναστρεφόμουν σωστά, και σκέφτηκα: «Ξέχασέ το, θ’ ακούσω απλώς τη συναναστροφή της. Αν η συναναστροφή της δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα της αδελφής, πώς μπορεί η δική μου να είναι καλύτερη;» Με αυτές τις σκέψεις, δεν είχα κανένα αίσθημα βάρους, και μέχρι που άρχισα να νυστάζω και λίγο. Κατάλαβα ότι η κατάστασή μου ήταν λανθασμένη, ότι ήταν και δικό μου καθήκον να βοηθήσω να διορθωθεί η κατάσταση της αδελφής και ότι έπρεπε να κάνω ό,τι μπορούσα για να συναναστραφώ σχετικά με όσα καταλάβαινα. Έτσι, προσευχήθηκα γρήγορα στον Θεό: «Θεέ μου, φοβόμουν ότι αν δεν συναναστρεφόμουν σωστά, η αδελφή θα με θεωρούσε κατώτερη, και κατέληξα να γίνω ξανά μια απλή ακόλουθος. Θεέ μου, δεν θέλω να συνεχίσω άλλο έτσι. Σε παρακαλώ, δώσ’ μου την πίστη και το κουράγιο που χρειάζομαι για να επαναστατήσω ενάντια στη σάρκα μου και να κάνω πράξη την αλήθεια». Αφού προσευχήθηκα, ένιωσα πολύ πιο ήρεμη και σκέφτηκα: «Είμαι απλώς νεοφερμένη, οπότε η συναναστροφή μου θα έχει σίγουρα ελλείψεις, αλλά ακόμα κι αν η αδελφή γελάσει μαζί μου, εγώ και πάλι θα συναναστραφώ σχετικά με όσα καταλαβαίνω ενώπιον του Θεού». Βρήκα, επιτέλους, το θάρρος να μιλήσω στη συναναστροφή. Προς έκπληξή μου, μέσω της συναναστροφής μου, η αδελφή κατάφερε να αναγνωρίσει τα προβλήματά της, κι εγώ ένιωσα τεράστια ανακούφιση και μια αίσθηση ηρεμίας και ευχαρίστησης που δεν μπορούσα να εκφράσω με λέξεις. Ευχαρίστησα ειλικρινά τον Θεό που με καθοδήγησε να κάνω αυτό το βήμα. Αργότερα, όταν παρευρισκόμουν σε συναθροίσεις με αδελφές που μιλούσαν ωραία, δεν ένιωθα πλέον περιορισμένη λόγω της περηφάνιας μου όπως στο παρελθόν και συναναστρεφόμουν όσα καταλάβαινα. Είναι τόσο ωραία να ασκούμαι μ’ αυτόν τον τρόπο! Δόξα τω Θεώ!