15. Η επιλογή μιας δασκάλας
Καθώς ο ήλιος έγερνε στη δύση, το σούρουπο, η πόρτα ενός μικρού αγροτόσπιτου ήταν ανοιχτή, με ένα λευκό πανί δεμένο στο πόμολο, ενώ μια τελευταία ακτίνα ηλιόφωτος έπεφτε πάνω στα άβαφτα κοκκινότουβλα του αυλόγυρου.
Ένα φέρετρο ήταν τοποθετημένο στη μέση της εισόδου. Μπροστά στο φέρετρο ήταν γονατισμένοι ένα επτάχρονο κορίτσι, ένα εννιάχρονο αγόρι και μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, κάτοικος ενός χωριού της επαρχίας.
«Μαμά, είχαμε ένα δυσάρεστο γεγονός στην οικογένεια. Γιατί δεν ήρθε κανένας συγγενής να βοηθήσει;» Η απαλή φωνή του κοριτσιού έσπασε τη σιωπή του σπιτιού.
«Εξαιτίας της αρρώστιας του πατέρα σου κι επειδή όλες οι οικονομίες μας έχουν εξανεμιστεί, οι συγγενείς μας μας περιφρονούν επειδή είμαστε φτωχοί και μας υποτιμούν. Από δω και στο εξής, τώρα που έφυγε ο πατέρας σας, είμαστε μόνοι μας, μητέρα και παιδιά, και στηριζόμαστε ο ένας στον άλλο. Εσείς οι δύο πρέπει να εργαστείτε σκληρά για να αποδείξετε την αξία σας —μην επιτρέψετε στους άλλους να σας περιφρονούν. Ελπίζω και οι δυο σας να έχετε ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον, να γίνετε φτασμένοι και να αλλάξετε το πεπρωμένο μας!» Η μητέρα σκούπισε τα δάκρυά της, με τα μάτια της γεμάτα αποφασιστικότητα, και είπε με μεγάλη σοβαρότητα αυτά τα λόγια, κοιτώντας τα δύο μικρά παιδιά.
Εκείνο το επτάχρονο κορίτσι ήταν η Αν Ραν.
Εκείνη η σκηνή από τα παιδικά της χρόνια χαράχτηκε βαθιά στην καρδιά της Αν Ραν. Από πολύ μικρή, η Αν Ραν ήξερε ότι έπρεπε να εργαστεί σκληρά για να αποδείξει την αξία της· στόχος της ζωής της ήταν να αγωνίζεται για να διαπρέψει και να κερδίσει τον θαυμασμό των άλλων. Η Αν Ραν μελετούσε πολύ σκληρά στο σχολείο, γιατί πίστευε ότι μόνο μέσα από επιμελή μελέτη θα μπορούσε να έχει ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Στο δημοτικό, η Αν Ραν ήταν σχεδόν πάντα στους τρεις πρώτους της τάξης της.
Στα δεκατρία της, η Αν Ραν ήταν στο γυμνάσιο όταν ένας γείτονας μοιράστηκε με τη μητέρα της το ευαγγέλιο των εσχάτων ημερών του Παντοδύναμου Θεού. Εκείνη την ημέρα, η Αν Ραν είδε μαζί με τη μητέρα της ένα βίντεο για την αρχική δημιουργία του Θεού. Από εκείνη την ημέρα και μετά, η Αν Ραν γνώριζε ότι οι άνθρωποι είχαν δημιουργηθεί από τον Θεό και ότι ανάμεσα στους ουρανούς και τη γη και όλα τα πράγματα υπήρχε ένας Κυρίαρχος που καθοδηγούσε και φρόντιζε όλη την ανθρωπότητα. Η Αν Ραν ένιωσε θαλπωρή μέσα της —ο Θεός ήταν πολύ καλός!
Στα δεκαπέντε της, επειδή δεν είχαν λεφτά για δίδακτρα, η Αν Ραν αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να πιάσει δουλειά. Παρόλο που η Αν Ραν ήξερε ότι η πίστη στον Θεό είναι καλό πράγμα, ένιωθε ότι ακόμα ήταν μικρή και είχε πολλά χρόνια μπροστά της. Δεν ήθελε να ζήσει μια συνηθισμένη ζωή, χωρίς επιτεύγματα, καθώς θεωρούσε ότι έτσι δεν θα τη σεβόταν κανείς. Έτσι, αποφάσισε να δουλέψει σκληρά και να βγάλει χρήματα, να βρει μια αξιοσέβαστη δουλειά της προκοπής. Θεωρούσε ότι, εφόσον πετύχαινε, θα μπορούσε να ζήσει ένδοξα μεταξύ των άλλων και να μην την περιφρονούν πια. Το μυαλό της Αν Ραν ήταν γεμάτο σκέψεις για το πώς να φτάσει γρήγορα στην επιτυχία. Έτσι, στον ελεύθερο χρόνο της πήγαινε πού και πού στις συναθροίσεις.
Ένα βράδυ, όταν η Αν Ραν ήταν δεκαεφτά, η ζέστη της μέρας δεν είχε ακόμα υποχωρήσει. Κλικ. Μπαμ. Η πόρτα άνοιξε κι έκλεισε, μια γρήγορη και αποτελεσματική σειρά κινήσεων, και μετά ο ήχος βιαστικών βημάτων. Η ξαδέλφη της είχε επιστρέψει.
«Τι τρέχει; Έγινε τίποτα;» ρώτησε η Αν Ραν.
«Σου έχω καλά νέα. Το σχολείο μας θέλει επειγόντως να προσλάβει δασκάλους. Μίλησα για σένα στον υπεύθυνο του σχολείου. Αν καταφέρεις να προσληφθείς, είναι μια δουλειά με κύρος και καλά λεφτά». Όταν άκουσε τα νέα, η Αν Ραν αμέσως μπήκε στον πειρασμό. Απ’ όταν ήταν μικρή, η ελπίδα της ήταν μια μέρα να διαπρέψει και να γίνει κάποια. Τώρα, της παρουσιαζόταν μια πολύ καλή ευκαιρία για να μπει στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού, μια καριέρα που θεωρούνταν αξιοσέβαστη. Ήξερε ότι μπορούσε κανείς να δουλέψει σε σχολείο μόνο αν είχε πτυχίο κολεγίου ή αν είχε κάνει τουλάχιστον διετείς σπουδές. Είπε μέσα της: «Χωρίς τη βοήθεια της ξαδέλφης μου, πού θα έβρισκα την ευκαιρία να εργαστώ σε σχολείο; Αργότερα, μπορώ να δώσω εξετάσεις για να πάρω την πιστοποίηση και να γίνω και τυπικά δασκάλα. Τότε θα μπορέσω να αποκτήσω γόητρο και κέρδος, σωστά; Όταν έρθει εκείνη η μέρα, κανείς δεν θα με περιφρονήσει ξανά». Με αυτήν τη σκέψη, η Αν Ραν συμφώνησε χωρίς δισταγμό.
Βγαίνοντας από το σπίτι της ξαδέλφης της, το μυαλό της Αν Ραν άρχισε να τρέχει και είπε μέσα της: «Στο μέλλον, όταν θα δουλεύω σε ιδιωτικό σχολείο, θα έχω ρεπό μόνο μία φορά στις δύο εβδομάδες, οπότε αποκλείεται να μπορώ να πηγαίνω στις συναθροίσεις. Το έργο του Θεού σύντομα φτάνει στο τέλος του. Αν η δουλειά μου επηρεάζει την παρουσία μου στις συναθροίσεις, αυτό θα είναι καταστροφικό για τη ζωή μου». Όμως, της παρουσιαζόταν μια ευκαιρία να πραγματοποιήσει το μεγάλο της όνειρο να διαπρέψει. Η Αν Ραν δεν ήθελε να τη χάσει. Μετά από πολλή σκέψη, η Αν Ραν και πάλι επέλεξε τη δουλειά. Παρηγορήθηκε λέγοντας ότι, εφόσον διάβαζε περισσότερα από τα λόγια του Θεού και πήγαινε στις συναθροίσεις όταν είχε άδεια από τη δουλειά, όλα θα πήγαιναν καλά και πιθανότατα οι επιπτώσεις θα ήταν μικρές.
Καθώς οι καλοκαιρινές διακοπές πλησίαζαν στο τέλος τους, η Αν Ραν κατάφερε να πάρει τη δουλειά και έγινε δασκάλα δημοτικού, όπως το ευχόταν. Η Αν Ραν είχε βρει επιτέλους το πάτημα για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της και ήταν κατενθουσιασμένη. Εδινε το 110% σ’ αυτήν τη δουλειά.
Στις αρχές φθινοπώρου, το σχολείο καλωσόρισε τους καινούργιους μαθητές και όλοι οι χώροι του ήταν γεμάτοι χαρούμενες φλυαρίες και γέλια. Συνοφρυωμένη, η Αν Ραν περπατούσε γοργά προς το κτίριο των τάξεων, κουβαλώντας μια στοίβα με βιβλία ασκήσεων, και σκεφτόταν: «Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις τάξεις σ’ αυτό το σχολείο είναι πολύ έντονος. Οι βαθμολογίες των δασκάλων στα διαγωνίσματα κάθε τάξης γίνονται το επίκεντρο της συζήτησης ανάμεσα στους υπεύθυνους και τους διευθυντές. Εγώ δεν έχω καθόλου διδακτική εμπειρία. Όταν πρωτομπήκα στο σχολείο, οι τάξεις στις οποίες έκανα μάθημα είχαν τις χειρότερες βαθμολογίες. Αν θέλω να προλάβω τις άλλες τάξεις, πρέπει να επενδύσω ακόμα περισσότερο χρόνο και κόπο». Η Αν Ραν πήρε την εξής απόφαση: «Πρέπει να βελτιώσω τους βαθμούς τους στα διαγωνίσματα και να γίνω μια άριστη δασκάλα την οποία επαινούν οι γονείς των μαθητών». Την ώρα που τα σκεφτόταν αυτά, η Αν Ραν δεν μπορούσε παρά να πάρει μια βαθιά ανάσα. «Αυτή η πίεση είναι τεράστια!»
Μετά από αυτό, η Αν Ραν ήταν διαρκώς σε υπερένταση και δεν τολμούσε να χαλαρώσει ούτε στιγμή. Της έγινε ρουτίνα να δουλεύει υπερωρίες και να ξενυχτάει. Διόρθωνε εργασίες και έκανε φροντιστήριο τα βράδια σε μαθητές που δυσκολεύονταν, ώστε να βελτιώσουν τους βαθμούς τους. Αρκετούς μήνες αργότερα, οι τάξεις στις οποίες δίδασκε η Αν Ραν έφτασαν από την τελευταία θέση στην πρώτη και τη δεύτερη θέση. Αυτό έφερε τους επαίνους των γονιών και τη μεγάλη εκτίμηση των υπεύθυνων, πράγμα που ικανοποίησε πολύ τη ματαιοδοξία της Αν Ραν. Ήταν περιχαρής, περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και ένιωθε περήφανη όταν συναντούσε ανθρώπους από το χωριό της. Πίστευε ότι όλες οι ταλαιπωρίες της άξιζαν τον κόπο, όσο δύσκολο και εξαντλητικό κι αν ήταν.
Ωστόσο, κάτω από την προσεγμένη βιτρίνα της κρυβόταν ατελείωτη πίκρα και μαρτύριο που μόνο εκείνη γνώριζε.
«Σου το έχω πει άπειρες φορές. Δεν μπορείς να βρεις μια δουλειά με λιγότερες ώρες; Κοίτα πώς είσαι —έχεις χάσει πάνω από έξι κιλά μέσα σε μόλις ενάμιση χρόνο, συνέχεια παίρνεις φάρμακα και κάνεις ενέσεις, ενώ διαρκώς δουλεύεις μέχρι εξαντλήσεως. Να πεθάνεις θέλεις; Πιστεύεις στον Θεό —θεωρείς ότι δικαιολογείται να μην πηγαίνεις καν στις συναθροίσεις; Αν συνεχιστεί αυτό, θα μπορείς ακόμα να κατανοείς την αλήθεια, θα μπορέσεις να σωθείς;» Η μητέρα της Αν Ραν τη μάλωνε, καθισμένη στο προσκεφάλι της, με βλέμμα γεμάτο λύπηση.
«Μαμά, ξέρω ότι αυτή η δουλειά έχει πολύ φόρτο και δεν αφήνει χρόνο για συναθροίσεις, αλλά…» Πριν αποσώσει την πρότασή της, ο λαιμός της Αν Ραν άρχισε να πονάει.
Η μητέρα της έδωσε στην Αν Ραν ένα ποτήρι νερό. Όταν έφυγε η μητέρα της, η Αν Ραν συλλογίστηκε την περασμένη χρονιά. Ο ανοιχτός ανταγωνισμός και οι κρυφές αντιπαλότητες ανάμεσα στους συναδέλφους, τα συχνά ξενύχτια και η εργασιακή πίεση είχαν προκαλέσει αϋπνίες στην Αν Ραν. Ακόμη κι όταν κατάφερνε να αποκοιμηθεί, συχνά έβλεπε εφιάλτες. Το ανοσοποιητικό της σύστημα είχε εξασθενήσει πολύ και έπαιρνε φάρμακα σχεδόν καθημερινά. Ο μεγάλος φόρτος εργασίας κάθε μέρα δεν άφηνε καθόλου χρόνο και ενέργεια στην Αν Ραν να προσέλθει ενώπιον του Θεού. Ένιωθε σαν μηχάνημα σε συνεχή λειτουργία· δεν έκανε σχεδόν τίποτε άλλο εκτός από το να δουλεύει. Κάποιες φορές, σκεφτόταν: «Μήπως ν’ αλλάξω δουλειά; Αν συνεχίσω έτσι, επηρεάζεται πραγματικά η πρόοδός μου στη ζωή. Όμως, αν παραιτηθώ, δεν θα συντριβεί ολοκληρωτικά το όνειρο που είχα από μικρή να διακριθώ; Θα ξαναβρώ ποτέ μια τέτοια καλή ευκαιρία;» Τα βλέμματα θαυμασμού των συγγενών και των φίλων, τους έπαινους από τους γονείς των μαθητών και από τους υπεύθυνους του σχολείου —αυτά ήταν όλα όσα λαχταρούσε η Αν Ραν. «Όπως λέει το ρητό», σκεφτόταν: «“Οι άνθρωποι πρέπει να έχουν το σθένος να αγωνιστούν για την αξιοπρέπειά τους”. Οι άνθρωποι ζουν για να αποδείξουν την αξία τους και να κερδίσουν τον σεβασμό, έτσι δεν είναι; Τι νόημα έχει να ζεις, αν πρόκειται μια ζωή να είσαι μια μετριότητα;» Η Αν Ραν σηκώθηκε, επέστρεψε στο γραφείο της κι έπιασε το στιλό της για να συνεχίσει να δουλεύει πάνω στα οργανογράμματα των μαθημάτων της. Πήρε την απόφαση και κατέληξε ότι δεν θα εγκατέλειπε τη δουλειά της. Εφόσον αξιοποιούσε τον χρόνο των διακοπών από τη δουλειά για να τρώει και να πίνει τον λόγο του Θεού και να πηγαίνει σε περισσότερες συναθροίσεις, σκεφτόταν ότι το ίδιο θα ήταν.
Στη διάρκεια του Εαρινού Φεστιβάλ του 2011, ενώ έκανε φασίνα με τη μητέρα της, η Αν Ραν ξαφνικά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να σηκώσει το δεξί της χέρι και δεν τολμούσε να χαμηλώσει το κεφάλι της. Όταν προσπαθούσε να χαμηλώσει το κεφάλι της, άκουγε ένα κρακ. Η Αν Ραν φοβήθηκε και σάστισε.
«Έχεις παγωμένο ώμο και αυχενική σπονδύλωση. Και οι δύο παθήσεις σχετίζονται με την εργασία σου. Αν δεν υποβληθείς αμέσως σε θεραπεία, στο μέλλον μπορεί να μείνεις παράλυτη. Επιπλέον, η σωματική κράση σου είναι ιδιαίτερα κακή, επομένως πρέπει να ξεκινήσεις αμέσως θεραπεία», συμβούλευσε βλοσυρά την Αν Ραν ο θεράπων ιατρός.
Ακούγοντας τα λόγια του γιατρού, η Αν Ραν ένιωσε να την πλημμυρίζει ο φόβος: «Είμαι μόλις δεκαεννιά χρονών. Είμαι στην αρχή της ζωής μου και έχω ακόμα πολλά όνειρα που θέλω να εκπληρώσω. Αν ο παγωμένος ώμος και η αυχενική μου σπονδύλωση χειροτερέψουν, πώς θα βγάζω τις μέρες μου από δω και πέρα; Θα μπορώ, άραγε, να πηγαίνω στο σχολείο και να εργάζομαι κανονικά;» Και μόνο που σκεφτόταν ότι το όνειρό της να διαπρέψει μπορεί να χανόταν, η Αν Ραν ένιωθε ιδιαίτερα απρόθυμη και δεν μπορούσε παρά να διαμαρτυρηθεί: «Γιατί είναι τόσο πικρή η ζωή μου; Γιατί δεν μπορώ να πραγματοποιήσω τις επιθυμίες μου; Είναι γραφτό μου να με περιφρονούν όλη μου τη ζωή;» Δεν μπορούσε παρά να βάλει τα κλάματα.
Ο ουρανός ήταν γκρίζος, σαν να ετοιμαζόταν να χιονίσει. Ο παγωμένος άνεμος σφύριζε και οι άνθρωποι έτρεμαν σαν να είχαν μπει σε ψυγείο.
Η Αν Ραν κουλουριάστηκε στο κρεβάτι της, με μια έκφραση αγανάκτησης στο πρόσωπό της. Ένιωθε σαν να μην έχει μέλλον και, ό, τι κι αν έκανε, δεν είχε καθόλου ενθουσιασμό. Μέσα στον πόνο της, μπορούσε μόνο να προσέλθει ενώπιον του Θεού για να προσευχηθεί: «Θεέ μου, ξαφνικά έπαθα αυτήν τη σοβαρή αρρώστια και φοβάμαι. Δεν ξέρω πώς να συνεχίσω πια. Την περασμένη χρονιά, δούλευα συνέχεια και δεν έχω συμμετάσχει σε πολλές συναθροίσεις. Ξέρω ότι αυτό δεν συνάδει με την πρόθεσή Σου, αλλά δεν αντέχω να εγκαταλείψω τη δουλειά μου. Νιώθω ότι η ζωή μου είναι πικρή και δεν ξέρω γιατί μου συνέβησαν όλα αυτά. Μακάρι να με διαφωτίσεις και να με βοηθήσεις να ξεπεράσω αυτόν τον πόνο».
Εκείνο το διάστημα, είχαν χειμερινές διακοπές και η Αν Ραν περνούσε τον καιρό της είτε πηγαίνοντας στις συναθροίσεις είτε σπίτι, διαβάζοντας τα λόγια του Θεού. Της άρεσε πολύ να βλέπει ευαγγελικές ταινίες και βίντεο. Όταν είδε ότι, την Εποχή της Χάριτος, πολλοί ιεραπόστολοι ταξίδεψαν στα πέρατα της Κίνας, αφού εγκατέλειψαν γάμο και οικογένεια και υπέμειναν κάθε λογής διώξεις, κι όμως συνέχισαν να κηρύσσουν ακούραστα το ευαγγέλιο και να δαπανούν πρόθυμα εαυτόν για τον Κύριο, χωρίς να μετανιώνουν για την επιλογή τους, η Αν Ραν ένιωσε βαθιά έμπνευση. Σκέφτηκε μέσα της: «Εκείνοι πίστεψαν με τόση θέρμη στον Κύριο Ιησού, και σήμερα εγώ έχω αποδεχθεί το τρίτο στάδιο του έργου του Θεού, καλωσορίζοντας την επιστροφή του Κυρίου Ιησού. Έχω ακούσει περισσότερα λόγια του Θεού και έχω κατανοήσει περισσότερες αλήθειες και μυστήρια από εκείνους. Έχω απολαύσει πάρα πολύ πότισμα και τροφή από τα λόγια του Θεού, συνεπώς πρέπει ακόμα περισσότερο να κηρύξω το ευαγγέλιο και να καταθέσω μαρτυρία στον Θεό». Η Αν Ραν θυμήθηκε πολλούς αδελφούς και αδελφές γύρω της που είχαν εγκαταλείψει γάμο και δουλειά και έκαναν ενεργά τα καθήκοντά τους στην εκκλησία και ανταπέδιδαν την αγάπη του Θεού. Πίστευε στον Θεό αρκετά χρόνια πια, απολάμβανε τη χάρη του Θεού, αλλά αντί να κάνει τα καθήκοντά της, δεν μπορούσε καν να πηγαίνει τακτικά στις συναθροίσεις. Αναρωτήθηκε αν πίστευε αληθινά στον Θεό. Η Αν Ραν θυμήθηκε τις αδελφές με τις οποίες συναθροιζόταν παλιά, οι οποίες έκαναν τώρα τα καθήκοντά τους στην εκκλησία, ενώ εκείνη επιδίωκε τον πλούτο, τη φήμη και το κέρδος, και αναρωτήθηκε: «Γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να επιδιώκω τον πλούτο, τη φήμη και το κέρδος;»
Μια μέρα, η Αν Ραν διάβασε ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Η μοίρα του ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Είσαι ανίκανος να ελέγξεις τον εαυτό σου: Παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος μονίμως τρέχει και μένει απασχολημένος για δικό του λογαριασμό, παραμένει ανίκανος να ελέγξει τον εαυτό του. Εάν μπορούσες να γνωρίζεις τις προσωπικές προοπτικές σου, αν μπορούσες να ελέγχεις τη μοίρα σου, θα εξακολουθούσες να αποτελείς δημιουργημένο ον; Εν ολίγοις, ανεξάρτητα από το πώς εργάζεται ο Θεός, ολόκληρο το έργο Του υλοποιείται προς χάριν του ανθρώπου. Πάρε, για παράδειγμα, τους ουρανούς και τη γη, και όλα τα πράγματα που δημιούργησε ο Θεός, για να υπηρετούν τον άνθρωπο: Το φεγγάρι, τον ήλιο και τα αστέρια που δημιούργησε για τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά, την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και τον χειμώνα, και ούτω καθεξής —όλα έχουν φτιαχτεί προς χάριν της ύπαρξης του ανθρώπου. Και έτσι, ανεξάρτητα από το πώς παιδεύει και κρίνει τον άνθρωπο ο Θεός, όλα γίνονται προς χάριν της δικής του σωτηρίας. Παρόλο που απογυμνώνει τον άνθρωπο από τις σαρκικές ελπίδες του, το πράττει για χάρη του εξαγνισμού του ανθρώπου, κι ο εξαγνισμός του ανθρώπου γίνεται προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει. Αφού ο προορισμός του ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια του Δημιουργού, πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος να ελέγχει εαυτόν;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Αποκαθιστώντας την κανονική ζωή του ανθρώπου και οδηγώντας τον σε έναν θαυμαστό προορισμό). Η Αν Ραν κατάλαβε ότι η μοίρα του ανθρώπου είναι στα χέρια του Θεού και δεν εξαρτάται από τις δικές του επιθυμίες. Συνειδητοποίησε ότι η ίδια δεν ήταν παρά ένα ασήμαντο δημιούργημα και δεν μπορούσε να ελέγξει ποιες εμπειρίες θα βίωνε στη ζωή της. Ωστόσο, ήθελε πάντα να κάνει τα πράγματα με τον δικό της τρόπο και δεν υποτασσόταν στην κυριαρχία και τις διευθετήσεις του Θεού. Πίστευε, επίσης, ότι ήταν άτυχη στη ζωή της, επειδή αρρώστησε και δεν μπορούσε να συνεχίσει τη δουλειά της ή να ξεχωρίσει. Σκέφτηκε: «Δεν παραπονιέμαι ενάντια στον Θεό;» Καθώς αναλογίστηκε την περασμένη χρονιά, η Αν Ραν συνειδητοποίησε ότι, επειδή είχε εστιάσει στη δουλειά της, η σχέση της με τον Θεό είχε γίνει απόμακρη. Αν δεν είχε αρρωστήσει, θα είχε παραμείνει επικεντρωμένη αποκλειστικά στη δουλειά της και στο να βγάλει λεφτά, και δεν θα είχε χρόνο ή ενέργεια να προσέλθει ενώπιον του Θεού. Τώρα, παρά τη σωματική ταλαιπωρία της, μπορούσε να γαληνέψει και να αφιερώσει χρόνο στην ανάγνωση του λόγου του Θεού, πράγμα καλό. Η Αν Ραν ήταν πρόθυμη να υποταχθεί και να αναζητήσει την πρόθεση του Θεού.
Βγήκε τότε ο χειμωνιάτικος ήλιος και η ζεστασιά του ήταν ιδιαίτερα ελκυστική. Το φως του ήλιου γέμισε κάθε γωνιά της αυλής, πλημμυρίζοντας με ζεστασιά το σώμα της.
Η Αν Ραν κάθισε στην αυλή, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα της, και διάβασε σιωπηλά τα ακόλουθα λόγια του Θεού: «Τώρα είναι η στιγμή που το Πνεύμα Μου εκτελεί το σπουδαιότερο έργο και η στιγμή που ξεκινώ το έργο Μου ανάμεσα στα έθνη των Εθνικών. Περισσότερο από αυτό, είναι η στιγμή που ταξινομώ όλα τα δημιουργημένα όντα, βάζοντας το καθένα στην αντίστοιχη κατηγορία του, έτσι ώστε το έργο Μου να μπορεί να προχωρήσει πιο γρήγορα και αποτελεσματικά. Έτσι, αυτό που σας ζητώ εξακολουθεί να είναι να προσφέρεις ολόκληρη την ύπαρξή σου σε όλο το έργο Μου και, επιπλέον, να διακρίνεις καθαρά και να διασφαλίζεις όλο το έργο που έχω επιτελέσει σε εσένα και να βάζεις όλη τη δύναμή σου στο έργο Μου, ώστε να μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματικό. Αυτό πρέπει να κατανοήσεις εσύ. Πάψτε να έρχεστε σε διαμάχη μεταξύ σας, ψάχνοντας έναν τρόπο να γυρίσετε πίσω ή αναζητώντας ανέσεις της σάρκας που θα καθυστερήσουν το έργο Μου και θα καθυστερήσουν το θαυμάσιο μέλλον σου. Αντί να σε προστατέψει, αυτό θα σε οδηγήσει στην καταστροφή. Δεν θα ήταν ανόητο εκ μέρους σου; Αυτό που απολαμβάνεις άπληστα σήμερα είναι το ίδιο πράγμα που καταστρέφει το μέλλον σου, ενώ ο πόνος που υφίστασαι σήμερα είναι αυτό ακριβώς που σε προστατεύει. Εσύ πρέπει να γνωρίζεις ξεκάθαρα αυτά τα πράγματα, ώστε να αποφύγεις να πέσεις θύμα των πειρασμών από τους οποίους θα είναι δύσκολο ν’ απαγκιστρωθείς, και να αποφύγεις να χαθείς στην πυκνή ομίχλη και να μην μπορείς να βρεις τον ήλιο. Όταν διαλυθεί η πυκνή ομίχλη, εσύ θα βρεθείς στην κρίση της μεγάλης ημέρας» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το έργο της διάδοσης του ευαγγελίου είναι επίσης το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου). Καθώς συλλογιζόταν τα λόγια του Θεού, η Αν Ραν κατάλαβε σιγά σιγά ότι, από μικρή, ανέκαθεν επιδίωκε να διαπρέψει. Ήθελε να αλλάξει τη μοίρα της με τα δικά της χέρια. Σκεφτόταν πάντα: «Πρέπει να κάνεις όνομα στον κόσμο και να κερδίσεις τον θαυμασμό των ανθρώπων, αλλιώς η ζωή δεν θα έχει νόημα. Τι νόημα έχει να ζεις, αν παραμείνεις σε χαμηλή κοινωνική τάξη;» Επιδιώκοντας να διαπρέψει και να δοξαστεί, η Αν Ραν δούλευε σκληρά για να βγάλει χρήματα και, αφού αποδέχθηκε το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες, παρόλο που ήξερε ότι το συγκεκριμένο στάδιο του έργου είχε ως σκοπό να καθάρει και να μεταμορφώσει τους ανθρώπους, ότι ήταν το τελευταίο στάδιο του έργου του Θεού, ότι αυτό το στάδιο του έργου ερχόταν μόνο μία φορά στη ζωή του ανθρώπου και ότι, αν το έχανε, θα έχανε και την ευκαιρία να σωθεί, εντούτοις απομακρύνθηκε από τον Θεό για να επιδιώξει τον πλούτο, τη φήμη και το κέρδος. Θεωρούσε ότι η αξία της ζωής ήταν να εκπληρώσει τα ιδανικά και τις επιθυμίες της και να επιδιώξει να διαπρέψει. Γι’ αυτό, δούλευε ασταμάτητα και αγωνιζόταν σκληρά μέσα στη δίνη της φήμης, του κέρδους και του πλούτου, με αποτέλεσμα να υποφέρει όλο της το σώμα και να πονάει βαθιά. Ακόμα πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι απομακρύνθηκε από τον Θεό και Τον πρόδωσε για να ξεχωρίσει και για να έχει δήθεν προοπτικές. Έχανε έτσι τις ευκαιρίες να συναθροιστεί με τους άλλους και να αποκτήσει την αλήθεια. Αυτό ακριβώς δεν έλεγαν και τα εξής λόγια του Θεού: «Αυτό που απολαμβάνεις άπληστα σήμερα είναι το ίδιο πράγμα που καταστρέφει το μέλλον σου»; Η επιδίωξη του πλούτου, της φήμης και του κέρδους δεν οδηγεί σε καλές προοπτικές· στην πραγματικότητα, βλάπτει και καταστρέφει τον άνθρωπο! Η Αν Ραν συνειδητοποίησε ότι, παρόλο που αυτή η αρρώστια τής προκάλεσε πόνο, ταυτόχρονα σταμάτησε την επιδίωξή της για φήμη και κέρδος. Επιφανειακά, αυτή η αρρώστια έδειχνε να συντρίβει τα όνειρά της, αλλά κρυφά την προστάτευε. Μέσα από αυτήν την αρρώστια, η Αν Ραν μπόρεσε να προσέλθει ενώπιον του Θεού, να στοχαστεί σχετικά με το μονοπάτι της και να αναλογιστεί πραγματικά τη ζωή της: Τι ήταν πιο σημαντικό, η επιδίωξη της αλήθειας και ζωής ή της φήμης και του κέρδους; Εκείνη τη στιγμή, η Αν Ραν συνειδητοποίησε κάτι, καθώς σκεφτόταν τα λόγια της Βίβλου: «Είδον πάντα τα έργα τα γινόμενα υπό τον ήλιον, και ιδού, τα πάντα ματαιότης και θλίψις πνεύματος» (Εκκλησιαστής 1:14). «Τι ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; ή τι θέλει δώσει άνθρωπος εις ανταλλαγήν της ψυχής αυτού;» (Κατά Ματθαίον 16:26). Ο πλούτος, η φήμη και το κέρδος μπορεί να φέρουν προσωρινή ευχαρίστηση και να δώσουν σε κάποιον αναγνώριση και την εκτίμηση των άλλων, αλλά ταυτόχρονα του στερούν την ευκαιρία να αποκτήσει την αλήθεια και τη σωτηρία, πράγμα που ισοδυναμεί με το να θυσιάσει τη ζωή του. Τι νόημα έχει αυτό;
Η Αν Ραν συνέχισε διαβάζοντας ένα άλλο χωρίο των λόγων του Θεού: «Ο Παντοδύναμος δείχνει έλεος σ’ αυτούς τους ανθρώπους που έχουν υποφέρει βαθύτατα· ταυτόχρονα, αποστρέφεται αυτούς τους ανθρώπους που δεν διαθέτουν καθόλου συνειδητότητα, καθώς περιμένει πάρα πολύ καιρό μια απάντηση από τους ανθρώπους. Επιθυμεί να αναζητήσει, να αναζητήσει την καρδιά και το πνεύμα σου, και να σου φέρει νερό και τροφή ώστε να αφυπνιστείς και να μην διψάς ούτε να πεινάς πια. Όταν είσαι αποκαμωμένος και αισθάνεσαι κάπως τη ζοφερότητα αυτού του κόσμου, μη νιώθεις χαμένος, μην κλαις. Ο Παντοδύναμος Θεός, ο Φύλακας, θα καλοδεχθεί την άφιξή σου οποιαδήποτε στιγμή. Επαγρυπνεί στο πλευρό σου, περιμένοντάς σε να γυρίσεις πίσω. Περιμένει την ημέρα που θα ανακτήσεις ξαφνικά τη μνήμη σου: όταν θα συνειδητοποιήσεις ότι προήλθες από τον Θεό, ότι σε άγνωστο χρόνο έχασες τον δρόμο σου, ότι σε άγνωστο χρόνο έχασες καθ’ οδόν τη συνειδητότητά σου κι ότι σε άγνωστο χρόνο απέκτησες έναν “πατέρα”· επιπλέον, όταν θα συνειδητοποιήσεις ότι ο Παντοδύναμος πάντα επαγρυπνούσε και περίμενε εκεί πέρα την επιστροφή σου πάρα πολύ καιρό. Επαγρυπνεί με απεγνωσμένη λαχτάρα, περιμένει μιαν απόκριση δίχως απάντηση. Το ότι παρακολουθεί και περιμένει είναι άκρως ανεκτίμητο και αυτά γίνονται για χάρη της ανθρώπινης καρδιάς και του ανθρώπινου πνεύματος. Ίσως να παρακολουθεί και να περιμένει επ’ αόριστον και ίσως αυτά να βρίσκονται στο τέλος τους. Όμως θα πρέπει να γνωρίζεις ακριβώς πού βρίσκονται αυτήν τη στιγμή η καρδιά και το πνεύμα σου» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ο στεναγμός του Παντοδύναμου). Όταν είδε ότι τα λόγια του Θεού καλούσαν επανειλημμένα την ανθρωπότητα, η καρδιά της Αν Ραν συγκινήθηκε βαθιά και τα μάτια της θόλωσαν από τα δάκρυα. Αναστέναξε μέσα της: «Ώστε ο Θεός ανέκαθεν περίμενε την επιστροφή μου και δεν παραιτήθηκε ποτέ από τη σωτηρία μου». Η Αν Ραν συνειδητοποίησε ότι, παρόλο που είχε ακούσει τη φωνή του Θεού πριν από πολύ καιρό, παρόλο που είχε διαβάσει πολλά από τα λόγια του Θεού και ήξερε ότι ο Θεός, τις έσχατες ημέρες, είχε ενσαρκωθεί για να σώσει αυτοπροσώπως την ανθρωπότητα και ότι αυτό ήταν μια εξαιρετικά σπάνια ευκαιρία, εκείνη στην καρδιά της είχε υπάρξει υπερβολικά αδιάλλακτη και απαθής. Εστίαζε τις σκέψεις, την ενέργεια και τον χρόνο της στο να δουλεύει για τα λεφτά, να επιδιώκει την εκτίμηση των άλλων και να πασχίζει να εξυψώσει τον εαυτό της. Αντιλαμβανόταν ότι, αν συνέχιζε σ’ αυτό το μονοπάτι, θα κατάφερνε μόνο να εξαντληθεί και θα θυσιαζόταν απόλυτα στον βωμό της φήμης, του κέρδους και της θέσης. Δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει καλές προοπτικές και τελικά θα καταστρεφόταν. Εκείνη τη στιγμή, η Αν Ραν ένιωσε βαθιά συγκινημένη και τα μάτια της βούρκωσαν. Αναγνώρισε ότι ο Θεός τής είχε δώσει μόνο αγάπη και σωτηρία, αλλά εκείνη είχε ανταποκριθεί με απόρριψη, υπεκφυγή και αντίσταση. Ένιωθε υπόχρεη στον Θεό. Σιωπηλά, πήρε την απόφαση να τρώει και να πίνει τα λόγια του Θεού και να συμμετέχει στις συναθροίσεις με ειλικρίνεια και να μη βυθιστεί ποτέ ξανά στην απόγνωση και την εξαχρείωση.
Κατόπιν, άκουσε μια ανάγνωση των λόγων του Θεού: «Εσύ είσαι ένα δημιουργημένο ον —φυσικά και θα πρέπει να λατρεύεις τον Θεό και να επιδιώκεις μια ζωή γεμάτη νόημα. Εάν δεν λατρεύεις τον Θεό αλλά ζεις μέσα στη μιαρή σάρκα σου, τότε δεν είσαι απλώς ένα κτήνος με ανθρώπινη ενδυμασία; Εφόσον είσαι άνθρωπος, θα πρέπει να δαπανήσεις τον εαυτό σου για τον Θεό και να υπομείνεις κάθε βάσανο! Θα πρέπει να αποδεχτείς με χαρά και σιγουριά τα λίγα βάσανα στα οποία υποβάλλεσαι σήμερα και να ζήσεις μια ζωή γεμάτη νόημα, όπως ο Ιώβ και ο Πέτρος. Σε αυτόν τον κόσμο, ο άνθρωπος φοράει τα ρούχα του διαβόλου, τρώει φαγητό από τον διάβολο, και εργάζεται και υπηρετεί υπό τον έλεγχο του διαβόλου, ο οποίος τον ποδοπατά και τον βυθίζει πλήρως στην ακαθαρσία του. Εάν δεν αντιλαμβάνεσαι το νόημα της ζωής και δεν αποκτήσεις την αληθινή οδό, τότε τι σημασία έχει να ζεις έτσι; Είστε άνθρωποι που επιδιώκουν το σωστό μονοπάτι, αυτοί που επιζητούν τη βελτίωση. Είστε άνθρωποι που ορθώνουν το ανάστημά τους στο έθνος του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, αυτοί που ο Θεός αποκαλεί δίκαιους. Δεν έχει αυτή η ζωή το μέγιστο νόημα;» [«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Άσκηση (2)]. Όταν άκουσε τα λόγια του Θεού, η Αν Ραν βρήκε τον σωστό στόχο στη ζωή κι ένιωσε πολύ ξαλαφρωμένη και ήρεμη. Αναλογίστηκε όλα εκείνα τα χρόνια που είχε ζήσει για τη φήμη και το κέρδος. Έκανε τον εαυτό της να υποφέρει τρομερά εξαιτίας της επιθυμίας της να ξεχωρίσει, φορτωνόταν με άγχος, πόνο και πίκρα, και στο τέλος βρέθηκε αντιμέτωπη με την καταστροφή πλάι στον Σατανά. Όλα αυτά οφείλονταν στο ότι ζούσε σύμφωνα με μια λανθασμένη άποψη για τη ζωή. Η Αν Ραν καταλάβαινε πια ότι ο πλούτος, η θέση, η φήμη και το κέρδος είναι όλα τους πράγματα κενά. Ως δημιούργημα, όταν αφιερώνει κανείς τη ζωή του στον Θεό, όταν επιδιώκει την αλήθεια και γνωρίζει τον Θεό, η ύπαρξή του έχει το μεγαλύτερο νόημα. Αν εκείνη μπορούσε να επιδιώξει με ειλικρίνεια την αλήθεια στη διάρκεια του έργου του Θεού και να αποτινάξει τη διεφθαρμένη διάθεσή της, τελικά θα μπορούσε να γίνει ένας άνθρωπος τον οποίο εγκρίνει ο Θεός. Ακόμη κι αν δεν είχε καμία αναγνώριση από τους ανθρώπους όσο ζούσε, η έγκριση του Θεού θα ήταν ό,τι πιο σημαντικό και πολύτιμο. Καθώς σκεφτόταν τους τόσους αδελφούς και αδελφές, κάποιοι απόφοιτοι πανεπιστημίου, άλλοι με οικογενειακές επιχειρήσεις, που μπόρεσαν να εγκαταλείψουν τη φήμη και το κέρδος τους για να κάνουν τα καθήκοντά τους, αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που εκείνη, μια ταπεινή δασκάλα, δεν μπορούσε να εγκαταλείψει. Η Αν Ραν έκλεισε το βιβλίο της με τα λόγια του Θεού, γονάτισε και προσευχήθηκε: «Θεέ μου, έχω υπάρξει επαναστατική, ζούσα επιδιώκοντας τον πλούτο, τη φήμη και το κέρδος, απρόθυμη να προσέλθω ενώπιόν Σου. Σήμερα, αφυπνίστηκα και συνειδητοποίησα ότι δεν αξίζει να θυσιάσω τη ζωή μου για τη φήμη, το κέρδος και τον πλούτο. Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ που δεν παραιτήθηκες ποτέ από τη σωτηρία μου και πάντα ανέμενες την επιστροφή μου. Είμαι διατεθειμένη, από εδώ και στο εξής, να επικεντρωθώ στο να τρώω και να πίνω τα λόγια Σου, να συμμετέχω σε περισσότερες συναθροίσεις και να κάνω τα καθήκοντά μου. Δεν είμαι διατεθειμένη πια να με ξεγελάει και να με βλάπτει ο Σατανάς». Αφού προσευχήθηκε, η Αν Ραν ένιωσε μια αίσθηση σταθερότητας στην καρδιά της. Τις μέρες που ακολούθησαν, έτρωγε και έπινε με επιμέλεια τα λόγια του Θεού καθημερινά και πήγαινε σε περισσότερες συναθροίσεις.
Λίγο μετά το Εαρινό Φεστιβάλ, μια συμμαθήτριά της με την οποία είχε χάσει επαφή την πήρε ξαφνικά τηλέφωνο και της πρόσφερε μια θέση εργασίας στο φροντιστηριακό πρόγραμμα του δήμου, όπου θα μπορούσε να κάνει ιδιαίτερα στους μαθητές μόνο στη διάρκεια των γευμάτων. Αν και αυτή η δουλειά απέφερε λιγότερα χρήματα και καθόλου αναγνώριση ή θαυμασμό, η Αν Ραν ήταν περιχαρής που είχε περισσότερο χρόνο για να τρώει και να πίνει τα λόγια του Θεού και να κάνει τα καθήκοντά της.
Ένα άλλο κυριακάτικο πρωινό, καθώς η Αν Ραν γύριζε σπίτι, ενώ οι άλλοι περπατούσαν γρήγορα πέρα δώθε στον δρόμο, εκείνη επιβράδυνε το βήμα της, καθώς σκεφτόταν ότι την είχε πάρει τηλέφωνο την προηγούμενη μέρα η ξαδέλφη της και την παρότρυνε να επιστρέψει στη δουλειά στο σχολείο· το ίδιο την παρότρυναν και οι άλλοι συγγενείς της. Η Αν Ραν συλλογίστηκε: «Η αρρώστια μου πάει καλύτερα και είμαι ακόμη νέα —γιατί να μην κάνω άλλη μια προσπάθεια; Αν γυρίσω στο σχολείο, θα αποκτήσω πάλι την εκτίμηση και τον θαυμασμό των άλλων».
Φύσηξε ένα αεράκι, και η Αν Ραν θυμήθηκε τις πικρές μέρες στο σχολείο. Είχε καταφέρει πια να βγει από τον βούρκο του πλούτου, της φήμης και του κέρδους και μπορούσε να πηγαίνει κανονικά στις συναθροίσεις, να τρώει και να πίνει τα λόγια του Θεού και να κάνει το καθήκον της. Σκέφτηκε μέσα της: «Αν γυρίσω στη δουλειά στο σχολείο, δεν θα υποβάλλω τον εαυτό μου σε περιττή ταλαιπωρία;»
Καθώς το σκεφτόταν αυτό, η Αν Ραν έβγαλε το τηλέφωνό της και έστειλε μήνυμα στην ξαδέλφη της, απορρίπτοντας ευγενικά την πρόταση.
Μπιπ! Κορνάροντας, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στην Αν Ραν. Πήρε τη βαλίτσα της και μπήκε στο μονοπάτι της εκτέλεσης των καθηκόντων της.
Καθισμένη πλάι στο παράθυρο του αυτοκινήτου, η Αν Ραν θυμήθηκε το ταξίδι της. Από εκεί που είχε παγιδευτεί με το χρήμα, τη φήμη και το κέρδος είχε γίνει μέλος του οίκου του Θεού που έκανε τα καθήκοντά του. Συνειδητοποίησε ότι πράγματι κάθε βήμα είχε γίνει υπό την καθοδήγηση του Θεού και ήταν γεμάτο με την αγάπη και τη σωτηρία του Θεού. Αν δεν υπήρχαν τα λόγια του Θεού που παρείχαν διαφώτιση και καθοδήγηση, θα ήταν ακόμη παγιδευμένη στη δίνη της επιδίωξης της φήμης, του κέρδους και της θέσης. Ευχαρίστησε σιωπηλά τον Θεό μέσα της. Πλέον ήταν διαθετειμένη να εκτιμήσει τον πολύτιμο χρόνο που είχε τώρα, να επιδιώξει ειλικρινά την αλήθεια και να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, για να παρηγορήσει την καρδιά του Θεού.