61. Είκοσι μέρες αγωνίας

Από τον Γε Λιν, Κίνα

Μία μέρα τον Δεκέμβριο του 2002, γύρω στις 4 το απόγευμα, καθώς στεκόμουν στην άκρη ενός δρόμου και μιλούσα στο τηλέφωνο, κάποιοι ήρθαν ξαφνικά από πίσω μου, με άρπαξαν από τα μαλλιά και τα μπράτσα και, προτού καν προλάβω να αντιδράσω, κάποιος μου τράβηξε τα πόδια. Έχασα την ισορροπία μου και έπεσα κάτω με δύναμη. Αμέσως, αρκετοί άνθρωποι με καθήλωσαν στο έδαφος, πιέζοντας δυνατά το πρόσωπό μου, και μου πέρασαν χειροπέδες πισθάγκωνα. Έπειτα, με σήκωσαν από το έδαφος και με έσυραν μέσα σ’ ένα σεντάν. Συνειδητοποίησα ότι με είχε συλλάβει η αστυνομία. Η αγριότητά τους ήταν εμφανής και θυμήθηκα τις αφηγήσεις των αδελφών για τα βάναυσα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν μετά τη σύλληψή τους. Ήμουν πραγματικά αγχωμένος και φοβισμένος, ανησυχούσα ότι δεν θα αντέξω τα βασανιστήρια και θα γίνω Ιούδας. Προσευχόμουν στον Θεό σε όλη τη διαδρομή, ζητώντας Του να μου δώσει πίστη και δύναμη ώστε να μπορέσω να μείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου και να μην υποκύψω στον Σατανά.

Η αστυνομία με έφερε κατευθείαν σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, όπου μου έσκισαν το πουκάμισο, μου έβγαλαν τα παπούτσια και τη ζώνη και με έβαλαν να σταθώ ξυπόλητος στο παγωμένο πάτωμα. Υπήρχαν πολλοί αστυνομικοί στο δωμάτιο και κάποιος με έβγαζε φωτογραφίες. Στη συνέχεια, ένας από αυτούς μού έδειξε μερικά πλάνα με εμένα κι έναν άλλο αδελφό σε μια τράπεζα να κάνουμε κατάθεση και ζήτησε να μάθει από πού προέρχονταν τα χρήματα, σε ποιον τα αποστέλλαμε και πού ζούσε. Έμεινα άναυδος. Συνειδητοποίησα ότι οι αστυνομικοί αυτοί δεν με παρακολουθούσαν σαν σκιά μου για μόνο μια-δυο μέρες, και με τόσους αστυνομικούς εκεί εκείνη την ημέρα, διαπίστωσα ότι δεν θα με άφηναν εύκολα. Τρομοκρατήθηκα στη σκέψη αυτή και προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό ξανά και ξανά. Θυμήθηκα μερικά από τα λόγια Του: «Μη φοβάσαι. Με την υποστήριξή Μου, ποιος θα μπορούσε ποτέ να κλείσει αυτόν τον δρόμο; Να το θυμάσαι αυτό! Μην το ξεχνάς! Όλα συμβαίνουν χάρη στην καλή Μου θέληση και τα πάντα βρίσκονται υπό το βλέμμα Μου. Μπορείς να ακολουθείς τον λόγο Μου σε ό,τι λες και ό,τι κάνεις; Όταν σε πλήξουν οι δοκιμασίες της φωτιάς, θα γονατίσεις και θα φωνάξεις; Ή θα δειλιάσεις, ανίκανος να προχωρήσεις προς τα εμπρός;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 10). Δεν ένιωθα τόσο αγχωμένος ούτε τόσο φοβισμένος, επειδή ήξερα ότι είχα δίπλα μου τον Θεό ως στήριγμα. Ήξερα ότι ο Θεός είχε επιτρέψει τη σύλληψή μου, ότι χρησιμοποιούσε αυτήν την κατάσταση για να ελέγξει αν είχα πίστη και αφοσίωση σ’ Εκείνον. Δεν μπορούσα να απογοητεύσω τον Θεό, αλλά έπρεπε να στηριχτώ επάνω Του για να μείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου και να ντροπιάσω τον Σατανά. Αποφάσισα σιωπηλά ότι όσο κι αν με βασάνιζε η αστυνομία, δεν μπορούσα σε καμία περίπτωση να προδώσω το πού βρίσκονται τα χρήματα της εκκλησίας ή να γίνω Ιούδας, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα πεθάνω! Δεν είπα κουβέντα και τότε ένας αστυνομικός μού έριξε κάμποσα δυνατά χαστούκια απαιτώντας να μάθει ποιος ήταν ο επικεφαλής της εκκλησίας μας, πού φυλάσσονταν τα χρήματα της εκκλησίας και ποιος ήταν αυτός που έκανε την κατάθεση μαζί μου. Με χαστούκισε κι άλλες φορές όταν και πάλι δεν απάντησα, κι έπειτα, όταν άρχισαν να πονάνε τα χέρια του, πήρε τα παπούτσια μου και με τις φτέρνες με χτύπησε στο στόμα. Το στόμα μου άρχισε πολύ σύντομα να πρήζεται, μερικά δόντια άρχισαν να κουνιούνται, κι έτρεχε αίμα από τις άκρες του στόματός μου. Με βασάνισαν για πάνω από μία ώρα προτού τελικά τα παρατήσουν. Άρχισαν να κάνουν βάρδιες για να με επιβλέπουν ανά δυάδες, αναγκάζοντάς με να στέκομαι όρθιος, χωρίς να με αφήνουν ποτέ να κοιμηθώ. Στεκόμουν έτσι τρία μερόνυχτα σερί. Αργότερα έμαθα ότι αυτή είναι μια μέθοδος βασανιστηρίων που ονομάζεται «εξάντληση του αετού» και χρησιμοποιείται συχνά από την αστυνομία στις ανακρίσεις. Κατά τη μέθοδο αυτή σε αναγκάζουν να μένεις ξύπνιος συνεχόμενα μέχρι να σπάσει το ηθικό σου και όταν δεν μπορείς πια να σκεφτείς καθαρά, σε ανακρίνουν. Χρησιμοποιούν αυτήν την τακτική για να κάνουν τους ανθρώπους να προδώσουν τον Θεό. Όλο μου το σώμα πονούσε αφόρητα κι ήμουν κουρασμένος τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Θα μπορούσα να κοιμηθώ ακόμη και όρθιος, όμως τη στιγμή που με έπαιρνε ο ύπνος, ένας αστυνομικός με χτυπούσε άγρια, με κλωτσούσε πολύ δυνατά ή φώναζε ξαφνικά μέσα στ’ αυτί μου, ώστε να ξυπνήσω από την τρομάρα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθα ότι θα σπάσει. Μερικές φορές είχα διαύγεια, ενώ άλλες ένιωθα θολωμένος, και δεν ξεχώριζα την πραγματικότητα από τα όνειρα. Πονούσα πολύ κι ένιωθα ότι δεν άντεχα άλλο· φοβόμουνα ότι αν συνεχιζόταν αυτό, ή θα χάζευα ή θα τρελαινόμουν. Προσευχήθηκα στον Θεό μέσα από την καρδιά μου, ζητώντας Του πίστη και δύναμη για να μείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου για Εκείνον.

Ένα πρωί, ήλθαν να με ανακρίνουν μερικοί αστυνομικοί. Είπαν: «Μη νομίζεις ότι μπορείς να ξεγλιστρήσεις έτσι απλά χωρίς να πεις κουβέντα. Από τη στιγμή που είσαι εδώ, πρέπει οπωσδήποτε να απαντήσεις ξεκάθαρα στις ερωτήσεις μας! Για να λέμε την αλήθεια, σε παρακολουθούμε αρκετούς μήνες. Χρησιμοποιήσαμε ένα δορυφορικό σύστημα εντοπισμού θέσης για να σε βρούμε και γνωρίζουμε όλες τις κινήσεις σου. Όταν σου λέμε να ομολογήσεις, σου δίνουμε μια ευκαιρία. Έχεις πολλές διαφορετικές κάρτες SIM και επαφές σε αρκετές διαφορετικές τοποθεσίες. Πρέπει να είσαι επικεφαλής, σωστά;» Στη συνέχεια, έβγαλαν ένα αρχείο με τις κλήσεις μου πάνω από ένα μέτρο σε μήκος και μου είπαν να τους πω τι συζητήθηκε σε κάθε μία. Έπαθα σοκ —αν η αστυνομία γνώριζε ήδη τόσο πολλά για μένα και πίστευε ότι ήμουν επικεφαλής, ποιος ξέρει πώς θα με βασάνιζαν από δω και πέρα! Είχα μείνει άυπνος για τέσσερις ή πέντε μέρες και ήδη ένιωθα ότι δεν μπορούσα ν’ αντέξω για πολύ ακόμα. Είχα ακούσει παλαιότερα ότι αν δεν κοιμηθείς για επτά ή οκτώ ημέρες συνεχόμενα, μπορεί απλώς να πεθάνεις αυτόματα. Αναρωτιόμουν εάν θα πέθαινα εκεί μέσα αν συνέχιζαν να μου στερούν τον ύπνο. Νιώθοντας κάπως να λιποψυχώ, είπα γρήγορα μια προσευχή: «Θεέ μου, η σάρκα μου είναι αδύναμη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να το αντέξω αυτό, δεν θέλω όμως να Σε προδώσω ούτε να πουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Δώσε μου, Σε παρακαλώ, πίστη και δύναμη». Κάποια από τα λόγια του Θεού μού ήλθαν στον νου μετά την προσευχή μου: «Η πίστη μοιάζει με γέφυρα που αποτελείται από έναν κορμό δέντρου: Όσοι προσκολλώνται επίμονα στη ζωή θα δυσκολευτούν να τη διασχίσουν, αλλά όσοι είναι πρόθυμοι να θυσιαστούν, θα μπορέσουν να περάσουν απέναντι με σιγουριά και δίχως ανησυχία. Αν ο άνθρωπος τρέφει άτολμες και φοβισμένες σκέψεις, είναι γιατί ο Σατανάς τον έχει ξεγελάσει, φοβούμενος πως θα διασχίσουμε τη γέφυρα της πίστης για να εισέλθουμε στον Θεό» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 6). Τα λόγια Του με αφύπνισαν —δεν είναι η ζωή κι ο θάνατός μου στα χέρια του Θεού; Αν ο Θεός δεν επιτρέψει να πεθάνω, ο Σατανάς δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα. Μου έλειπε η πίστη στον Θεό. Ήμουν δειλός και αδύναμος επειδή ήμουν αισχρά προσκολλημένος στη ζωή. Όταν το σκέφτηκα έτσι, ηρέμησα λίγο και δεν ένιωθα τόσο φόβο. Όταν είδαν ότι εξακολουθούσα να σιωπώ, ένας από τους αστυνομικούς με γρονθοκόπησε στο κεφάλι. Έβλεπα αστεράκια και όλο μου το σώμα μούδιασε, σαν να είχα πάθει ηλεκτροπληξία. Παραλίγο να πέσω κάτω. Ένας άλλος αστυνομικός πήρε μια ξύλινη κρεμάστρα και την έσπρωξε δυνατά στο πηγούνι μου. Πονώντας αφόρητα, τους ρώτησα: «Ποιον νόμο παραβιάζει η πίστη μου στον Θεό; Το εθνικό σύνταγμα ορίζει ξεκάθαρα ότι ο λαός έχει ελευθερία πεποιθήσεων. Πού βασίζεστε και κοντεύετε να με ξυλοκοπήσετε μέχρι θανάτου; Υπάρχει νόμος σ’ αυτήν τη χώρα;» Ένας από αυτούς είπε: «Νόμος σ’ αυτήν τη χώρα; Ποιος είναι ο νόμος; Το Κομμουνιστικό Κόμμα! Τώρα που είσαι στα χέρια μας, αν δεν μας πεις αυτό που θέλουμε να μάθουμε, ούτε καν να το σκέφτεσαι ότι θα γλιτώσεις ζωντανός». Ένιωσα ναυτία κι έγινα έξαλλος όταν είδα πόσο άγριοι και ξεδιάντροποι ήταν και δεν είπα τίποτε άλλο.

Μία μέρα, μερικοί αστυνομικοί μού είπαν απειλητικά: «Έχουμε τους τρόπους μας να σε κάνουμε ν’ ανοίξεις το στόμα σου. Είναι καθαρά θέμα χρόνου. Το να αρνείσαι να μιλήσεις θα σου φέρει μόνο περισσότερο πόνο. Είσαι, λοιπόν, σκληρός αετός; Ξέρεις πώς εξαντλούνται οι αετοί; Πρέπει να έχεις υπομονή, όταν όμως έλθει η ώρα, ο αετός είναι καλός και υπάκουος…» Τη στιγμή εκείνη, είχα ήδη βασανιστεί σε σημείο που δεν είχα μεγάλη διαύγεια και δεν ήξερα πόσες μέρες ακόμη θα μπορούσα ν’ αντέξω. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να προσπαθώ να παραμένω σε εγρήγορση και να κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ για να διατηρήσω τη διαύγειά μου. Συνέχισα να προσεύχομαι και να επικαλούμαι τον Θεό ξανά και ξανά. Θυμήθηκα τα εξής λόγια του Θεού: «Το έργο Μου στην ομάδα των ανθρώπων των εσχάτων ημερών είναι ένα άνευ προηγουμένου εγχείρημα και, συνεπώς, για να μπορέσει η δόξα Μου να γεμίσει το σύμπαν, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να υποστούν τα έσχατα δεινά για χάρη Μου. Κατανοείτε την πρόθεσή Μου; Αυτή είναι η τελική απαίτηση που έχω από τον άνθρωπο, τουτέστιν, ελπίζω ότι όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να γίνουν δυνατοί, ηχηροί μάρτυρές Μου ενώπιον του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, θα μπορούν να προσφέρουν τον εαυτό τους για χάρη Μου για τελευταία φορά και θα εκπληρώσουν τις απαιτήσεις Μου για τελευταία φορά. Μπορείτε πράγματι να το κάνετε αυτό; Εσείς αδυνατούσατε να ικανοποιήσετε την καρδιά Μου στο παρελθόν, θα μπορούσατε να αλλάξετε αυτή τη συμπεριφορά την τελευταία στιγμή; Δίνω στους ανθρώπους τη δυνατότητα να προβληματιστούν, τους αφήνω να στοχαστούν προσεκτικά πριν τελικά Μου δώσουν μια απάντηση. Είναι άραγε λάθος αυτό; Περιμένω την απάντηση του ανθρώπου, αναμένω την “απαντητική επιστολή” του. Διαθέτετε την πίστη να εκπληρώσετε τις απαιτήσεις Μου;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 34). Τα λόγια του Θεού με βοήθησαν να καταλάβω ότι επέτρεπε στον μεγάλο κόκκινο δράκοντα να με συλλάβει και να με διώξει για να οδηγήσει στην τελείωση την πίστη και την αφοσίωσή μου. Μου έδινε, επίσης, την ευκαιρία να μείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου γι’ Αυτόν ενώπιον του Σατανά. Ο Θεός εξέταζε σχολαστικά κάθε μου λέξη και πράξη. Έπρεπε να στηριχτώ στον Θεό και να μείνω ακλόνητος. Αυτή η σκέψη αναζωογόνησε την πίστη και τη δύναμή μου, κι ένιωσα να έχω πολύ μεγαλύτερη διαύγεια, να μην είμαι τόσο νυσταγμένος, αλλά πιο ενεργητικός. Δύο αστυνομικοί που στέκονταν παράμερα σχολίασαν μεταξύ τους: «Αυτός ο τύπος είναι το κάτι άλλο. Έχει ακόμα τόσο πολλή ενέργεια μετά από τόσες μέρες άυπνος, ενώ καμιά δεκαριά από εμάς είμαστε εντελώς εξαντλημένοι». Ήξερα ότι αυτό οφειλόταν εξ ολοκλήρου στο έλεος και την προστασία του Θεού για μένα, και Τον ευχαρίστησα μέσα από την καρδιά μου.

Κατόπιν, με ανάγκασαν να σταθώ σε βαθύ κάθισμα. Μετά από επτά ημέρες και νύχτες χωρίς ύπνο και σχεδόν καθόλου φαγητό, πού να έβρισκα τη δύναμη γι’ αυτό; Προτού περάσει πολλή ώρα, δεν μπορούσα να κρατηθώ κι έπεσα στο έδαφος. Με ξανασήκωσαν για να σταθώ έτσι λίγο ακόμα. Δεν μου είχε μείνει ίχνος δύναμης, κι έτσι έπεσα κάτω δύο φορές και δεν μπορούσα στη συνέχεια να κρατηθώ σε βαθύ κάθισμα. Τότε με διέταξαν να γονατίσω απέναντί τους. Εξοργίστηκα και σκέφτηκα από μέσα μου: «Γονατίζω μόνο για να λατρέψω τον Θεό· επ’ ουδενί δεν πρόκειται να γονατίσω μπροστά σε σας τους δαίμονες». Όταν αρνήθηκα κατηγορηματικά, δύο απ’ αυτούς με άρπαξαν απ’ τα μπράτσα με μανία και με κλώτσησαν στις γάμπες για να με αναγκάσουν να γονατίσω. Και πάλι δεν το έκανα, οπότε πάτησαν επάνω στις γάμπες μου, πιέζοντας πολύ δυνατά. Πονούσα τόσο πολύ, που άρχισα να ιδρώνω σε όλο μου το σώμα. Ένιωθα ότι μάλλον θα ήταν καλύτερα να πεθάνω. Με βασάνισαν έτσι για μία περίπου ώρα, με αποτέλεσμα οι γάμπες μου να μελανιάσουν και να πρηστούν, ενώ για πολύ καιρό μετά περπατούσα κουτσαίνοντας.

Ως την όγδοη μέρα, εξακολουθούσαν να μη με αφήνουν να κοιμηθώ. Ένιωθα μια θολούρα, είχα υψηλό πυρετό και τ’ αυτιά μου βούιζαν. Δεν άκουγα καθαρά και τα έβλεπα διπλά —θα λιποθυμούσα αν περνούσε έστω κι ένα λεπτό χωρίς να με χτυπήσουν. Έξω έπεφτε ακόμα χιόνι, όμως οι αστυνομικοί με έστησαν στο μπάνιο κι έριχναν κρύο νερό στο κεφάλι μου που με περόνιαζε. Μόλις με άφηναν, σωριαζόμουν στο πάτωμα. Τη μία στιγμή είχα διαύγεια και την επόμενη βρισκόμουν σε σύγχυση. Ήμουν στα πρόθυρα ψυχικής κατάρρευσης, ενώ είχα φτάσει και στα σωματικά μου όρια. Η σκέψη ότι δεν είχα ιδέα πότε θα τελειώσουν οι φρικτές αυτές μέρες αποδυνάμωνε το πνεύμα μου και δεν ήθελα καν να φάω.

Το βράδυ της ένατης ημέρας, μπήκε κάποιος που έμοιαζε να είναι κάπως σαν αρχηγός. Έδειξε ένα κρεβάτι και είπε: «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μου πεις από πού προήλθαν αυτά τα χρήματα, πού είναι εκείνος ο άνθρωπος που έκανε την κατάθεση μαζί σου και ποιος είναι ο επικεφαλής. Με μια μου μόνο λέξη, θα μπορέσεις να κάνεις ντους και να κοιμηθείς, και μετά θα σ’ αφήσουμε να πας σπίτι σου». Ήμουν παντελώς εξαντλημένος σωματικά και είχα ήδη πέσει αρκετές φορές κάτω. Ένιωθα ότι θα μπορούσα να πεθάνω ανά πάσα στιγμή αν δεν κοιμόμουν λίγο. Σκέφτηκα μέσα μου: «Ίσως θα μπορούσα να πω κάτι που δεν είναι πολύ σημαντικό; Αν συνεχιστεί αυτό, τότε, ακόμη κι αν δεν με χτυπήσουν μέχρι θανάτου, θα πεθάνω από την εξάντληση ή τη στέρηση ύπνου!». Τότε, όμως, συνειδητοποίησα αμέσως ότι αυτό θα με έκανε Ιούδα. Είπα γρήγορα μια σιωπηλή προσευχή: «Θεέ μου! Δεν αντέχω άλλο. Δώσε μου, Σε παρακαλώ, πίστη και δύναμη. Θέλω να μείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου και να ντροπιάσω τον Σατανά». Ενώ προσευχόμουν, θυμήθηκα μερικά λόγια του Θεού: «Κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Την ομορφιά του Θεού μπορείς να τη γνωρίσεις μόνο βιώνοντας επίπονες δοκιμασίες). Τα λόγια του Θεού μού θύμισαν ότι αυτή ακριβώς ήταν η στιγμή που χρειαζόταν να μείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου για Εκείνον, κι αυτό απαιτεί να μπορώ να υποφέρω και να Του δείχνω αφοσίωση. Εγώ, όμως, δεν ήθελα να υποφέρω, και σκεφτόμουν ακόμη και να ξεπουλήσω τα συμφέροντα της εκκλησίας για να διαφυλάξω τη δική μου ζωή. Ήμουν πολύ εγωιστής και ποταπός —είχα καθόλου ανθρώπινη φύση; Ήταν αυτό μαρτυρία; Αυτή η σκέψη αποκατέστησε την πίστη και τη δύναμή μου. Ήξερα ότι ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να θυσιάσω τη ζωή μου, έπρεπε να μείνω σταθερός στη μαρτυρία μου και να ικανοποιήσω τον Θεό. Έτσι, λοιπόν, παρέμεινα σιωπηλός. Βλέποντάς το αυτό, ο άντρας με τον αέρα του αρχηγού είπε στους αστυνομικούς που με επιτηρούσαν: «Να τον προσέχετε. Δεν επιτρέπεται να κοιμηθεί, όχι μέχρι να μιλήσει». Έπειτα, γύρισε και βγήκε έξω.

Το απόγευμα της δέκατης ημέρας, η αστυνομία συνέλαβε αρκετές αδελφές. Ήθελαν να τις ανακρίνουν χωριστά, κι επειδή δεν είχαν αρκετούς ανθρώπους για να με επιτηρούν, εκείνο το βράδυ κατάφερα τελικά να κοιμηθώ. Το επόμενο πρωί, ένας αρχιφύλακας που λεγόταν Κάι είπε: «Πήγαμε στο σπίτι σου. Η μαμά σου γερνάει και δεν είναι καλά στην υγεία της, κι επιπλέον, πρέπει να φροντίζει τα δύο παιδιά σου. Η ζωή τους είναι πραγματικά δύσκολη. Η γυναίκα σου δεν είναι σπίτι, τα παιδιά σου είναι μικρά, χρειάζονται τη φροντίδα των γονιών τους και τους λείπεις πολύ. Τα πράγματα είναι όντως δύσκολα για την οικογένειά σου. Σκεφτήκαμε να σου δώσουμε άλλη μια ευκαιρία, καλύτερα, λοιπόν, να την εκμεταλλευτείς. Χθες πιάσαμε μερικά ακόμη άτομα, πες μου, λοιπόν, απλώς ποιο απ’ αυτά είναι επικεφαλής, ποιο κρατάει τα χρήματα και πού μένει, και θα σε αφήσω αμέσως. Θα μπορέσεις να επιστρέψεις σπίτι και να επανενωθείς με την οικογένειά σου, ενώ μπορούμε και να σε βοηθήσουμε να βρεις μια καλή δουλειά στην περιοχή, ώστε να μπορείς να τους φροντίζεις». Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου όταν τον άκουσα να το λέει αυτό, και πόνεσα, ένιωσα αδύναμος. Η μαμά και τα παιδιά μου υπέφεραν και δεν είχα τρόπο να τους βοηθήσω. Αισθανόμουν ότι πραγματικά τους απογοήτευα. Εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποίησα ότι ήμουν σε λάθος κατάσταση, γι’ αυτό προσευχήθηκα γρήγορα στον Θεό και Του ζήτησα να με καθοδηγήσει και να προσέχει την καρδιά μου. Θυμήθηκα τα εξής λόγια του Θεού: «Ο λαός Μου θα πρέπει να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα απέναντι στα πονηρά σχέδια του Σατανά, φυλάσσοντας την πύλη του οίκου Μου για Εμένα […] προκειμένου να αποφύγετε το να πέσετε στην παγίδα του Σατανά, που τότε θα ήταν πολύ αργά για μετάνοια» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 3). Τα λόγια του Θεού μού θύμισαν ξανά ότι επρόκειτο για έναν από τους πειρασμούς του Σατανά. Ο Σατανάς χρησιμοποιούσε τη στοργή μου για να με δελεάσει να προδώσω τον Θεό και να ξεπουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές, ώστε η αστυνομία να κλέψει τα χρήματα της εκκλησίας και να βλάψει τον εκλεκτό λαό Του. Δεν μπορούσα να εξαπατηθώ από το τέχνασμα του Σατανά, ούτε θα τους πουλούσα ποτέ, παρατείνοντας την επαίσχυντη ζωή μου. Μετά από λίγο, έφεραν μέσα τις αδελφές μία προς μία για να τις αναγνωρίσω, αναγκάζοντάς τις να κάνουν μια αργή περιστροφή 360 μοιρών για να τις δω καθαρά. Με τις άκρες των ματιών μου, έβλεπα ότι οι τρεις αξιωματικοί παρατηρούσαν τις εκφράσεις μου, προσευχήθηκα λοιπόν στον Θεό, ζητώντας Του να με προσέχει για να μην τις προδώσω. Ένιωθα πολύ ήρεμος και, κοιτάζοντας ανέκφραστα την καθεμία, κούνησα αργά το κεφάλι μου. Ο αρχιφύλακας Κάι με χαστούκισε με μανία και φώναξε: «Δεν το πιστεύω ότι δεν ξέρεις ούτε μία. Τι λες για 10 ακόμη μέρες μεταχείρισης του αετού, και μετά να δούμε αν θα φτιάξει η συμπεριφορά σου;» Συνέχισαν έπειτα να με σφυροκοπούν με ερωτήσεις ως προς το πού φυλάσσονταν τα χρήματα της εκκλησίας και ποιος ήταν ο επικεφαλής. Δεν μιλούσα, οπότε συνέχισαν να με βασανίζουν μέρα και νύχτα, χωρίς να με αφήνουν να κοιμηθώ καθόλου. Ένας από αυτούς με χαστούκιζε, με κλωτσούσε στις γάμπες, τραβούσε πολύ δυνατά τις τρίχες στους κροτάφους μου ή έκανε τα χέρια του σαν χωνί και φώναζε μες στ’ αυτί μου μόλις μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Έσκαγαν στα γέλια κάθε φορά που έβλεπαν την έκφραση φόβου και πόνου όταν ξύπναγα τρομαγμένος. Αισθανόμουν δυστυχής και δεν ήξερα πόσο ακόμη θα μπορούσα ν’ αντέξω αυτόν τον ζωντανό θάνατο. Ειδικά όταν θυμήθηκα ότι η αστυνομία είπε πως δεν υπάρχει χρονικό όριο για την «εξάντληση του αετού» και πως τελειώνει μόλις ομολογήσεις, έχασα ακόμη περισσότερο το κουράγιο μου.

Μόλις έφτασε η εικοστή ημέρα του βασανισμού μου, είδα ότι η αστυνομία δεν έδειχνε καμία ένδειξη πως θα σταματούσε, εγώ όμως, σωματικά, είχα φτάσει ήδη στα όριά μου. Κάθε φορά που έπεφτα στο πάτωμα, δεν είχα καν τη δύναμη να σηκωθώ ή ακόμη και ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Είχα όλο και πιο θολή επίγνωση των πραγμάτων, ενώ ακόμη και το να αναπνέω ήταν δύσκολο. Ένιωθα ότι μπορεί να πέθαινα ανά πάσα στιγμή, και φοβήθηκα πραγματικά. Άκουσα έναν αστυνομικό να ουρλιάζει: «Κανείς δεν νοιάζεται αν σκοτώσουμε στο ξύλο κάποιον φανατικό σαν εσένα! Μπορούμε απλώς να σε θάψουμε κάπου και δεν θα το μάθει ποτέ κανείς». Κατέρρευσα εντελώς όταν το άκουσα αυτό. Τι θα έκαναν η μαμά μου, η γυναίκα μου και τα παιδιά μου αν με χτυπούσαν μέχρι θανάτου; Η μαμά μου ήταν ηλικιωμένη και είχε καρδιακά προβλήματα και πίεση. Αν πέθαινα, δεν θα ήταν το τέλος της αυτό; Και πόσο θα πλήγωνε αυτό τη γυναίκα μου; Τα παιδιά μου ήταν ακόμη πολύ μικρά —πώς θα τα κατάφερναν; Δεν τολμούσα να συνεχίσω να το σκέφτομαι. Ήταν σαν να είχε κολλήσει κάτι στον λαιμό μου και δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου. Τη στιγμή ακριβώς που ο πόνος και η αδυναμία μου έφταναν στο αποκορύφωμά τους, άκουσα έναν αστυνομικό να λέει: «Πες μας απλώς πού μένεις και θα κλείσουμε αυτήν την υπόθεση! Διαφορετικά, δεν θα μπορέσουμε. Δεν θέλουμε να μένουμε άγρυπνοι και να υποφέρουμε μαζί σου εδώ κάθε μέρα». Σκέφτηκα μέσα μου: «Αν δεν τους πω τίποτα απόψε, πραγματικά δεν νομίζω ότι θα μπορέσω να τα καταφέρω. Ίσως θα μπορούσα να πω κάτι ασήμαντο. Η μεγαλύτερη σε ηλικία αδελφή που με φιλοξενεί είναι μια απλή πιστή κι έχει πολύ λίγες πληροφορίες για την εκκλησία. Το να παραδεχτώ ότι έμεινα στο σπίτι της δεν θα κάνει πραγματικό κακό στην εκκλησία. Εξάλλου, έχουν περάσει ήδη 20 ημέρες από τη σύλληψή μου, οπότε όλα αυτά τα βιβλία με τα λόγια του Θεού στο σπίτι της πρέπει να έχουν μεταφερθεί. Αν δεν μπορέσουν να βρουν κανένα στοιχείο για την πίστη της, δεν θα κάνουν τίποτα σε μια ηλικιωμένη κυρία, έτσι δεν είναι;» Δεν προσευχήθηκα στον Θεό αφού μου πέρασε αυτό από το μυαλό και, στη συνέχεια, όταν η αστυνομία μού έδειξε ένα σκίτσο της περιοχής γύρω από το σπίτι της αδελφής που με φιλοξενούσε, τους είπα ποιο ήταν. Αμέσως μόλις ξεστόμισα αυτά τα λόγια, απέκτησα πλήρη διαύγεια, ξύπνησα τελείως κι ένιωσα ξαφνικά πραγματικό σκοτάδι να σκεπάζει την καρδιά μου. Συνειδητοποίησα ότι είχα γίνει Ιούδας κι είχα προσβάλει τη διάθεση του Θεού. Τρομοκρατήθηκα και έμεινα άναυδος, πνιγμένος από ενοχές και τύψεις. Πώς μπόρεσα να γίνω Ιούδας και να ξεπουλήσω αυτήν την αδελφή; Τότε, ένας από τους αστυνομικούς ρώτησε: «Σε ποιο σπίτι φυλάσσονται τα χρήματα; Ποιος είναι ο επικεφαλής; Πού τυπώνονται τα αντίτυπα των λόγων του Θεού;» Ένας από αυτούς με κλώτσησε όταν είδε πως δεν τους έλεγα τίποτε άλλο. Όμως εκείνη τη στιγμή, ο σωματικός πόνος δεν είχε σημασία. Ο πόνος στην καρδιά μου ήταν εκατό φορές χειρότερος από τον πόνο στο σώμα μου. Ήταν σαν να με είχαν μαχαιρώσει στην καρδιά, κι ευχόμουν απεγνωσμένα να μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να ανακαλέσω αυτό που είχα μόλις πει, όμως ήταν πολύ αργά. Ένιωθα σαν να είχα χάσει την ψυχή μου και δεν έβγαζα άχνα. Βλέποντας ότι δεν επρόκειτο να μου πάρουν καμία πληροφορία, με μετέφεραν σ’ ένα κρατητήριο.

Στο κρατητήριο, και μάλιστα μπροστά σε όλους, ένας σωφρονιστικός υπάλληλος με έβαλε να γδυθώ για εξέταση και με τράβηξε φωτογραφίες. Δεν είχα πλύνει το πρόσωπό μου, ούτε είχα βουρτσίσει τα δόντια μου εδώ και 20 μέρες, και βρομούσα. Και μες στον χειμώνα, με τη θερμοκρασία γύρω στους 10 βαθμούς υπό το μηδέν, δεν μου έδιναν ζεστό νερό· μόνο με κρύο με άφηναν να πλυθώ. Επειδή ήμουν εξαντλημένος σε σημείο κατάρρευσης και δεν είχα δύναμη ούτε καν να μιλήσω, ο σωφρονιστικός υπάλληλος με κλώτσησε βίαια στο στήθος, καθώς θεώρησε ότι απάντησα πολύ χαμηλόφωνα την ώρα που φώναζε τα ονόματά μας για να κάνει καταμέτρηση. Πόνεσα τόσο πολύ, που ένιωσα λες και όλα τα εσωτερικά μου όργανα είχαν μετατοπιστεί και μου πήρε αρκετή ώρα για να πάρω ξανά ανάσα. Με έβαζαν επίσης να απαγγέλλω τους κανόνες του κρατητηρίου, ενώ όταν δεν τους απάγγελλα σωστά, έπρεπε για τιμωρία να σκουπίζω τα πατώματα και να καθαρίζω τις τουαλέτες. Είχα σκασίματα παντού στα χέρια που αιμορραγούσαν πολύ εύκολα, ενώ κάθε βράδυ έπρεπε να σηκώνομαι από το κρεβάτι για να φυλάξω σκοπιά για δύο ώρες. Μπορούσα ν’ αντέξω όλον αυτόν τον σωματικό πόνο, όμως από τότε που πούλησα εκείνη την αδελφή, με βασάνιζαν κάθε μέρα οι τύψεις κι ένιωθα ότι χρωστούσα και στον Θεό και σ’ εκείνη. Δεν μπορούσα να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Εκείνη είχε αγνοήσει την προσωπική της ασφάλεια για να με πάρει σπίτι της, κι εγώ την πούλησα για να προστατεύσω τον εαυτό μου. Δεν είχα καθόλου ανθρώπινη φύση! Ιδιαίτερα οδυνηρά για μένα ήταν τα εξής λόγια του Θεού: «Σε όσους δεν Μου έδειξαν την παραμικρή πίστη κατά τη διάρκεια των δεινών, δεν θα είμαι πια ελεήμων, γιατί το έλεός Μου φτάνει μόνο μέχρι εκεί. Δεν Μου αρέσουν, επίσης, εκείνοι που κάποτε Με πρόδωσαν, πολύ λιγότερο δε, Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι όσους ξεπουλούν τα συμφέροντα των φίλων τους. Αυτή είναι η διάθεσή Μου, ανεξαρτήτως ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί. Πρέπει να σας πω το εξής: Όποιος ραγίζει την καρδιά Μου δεν θα λάβει επιείκεια από Εμένα για δεύτερη φορά και όποιος υπήρξε πιστός σ’ Εμένα θα παραμείνει για πάντα στην καρδιά Μου» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Προετοίμασε αρκετές καλές πράξεις για τον προορισμό σου). Τα λόγια του Θεού ήταν σαν μαχαίρι στην καρδιά μου και μ’ έκαναν να αισθανθώ ακόμη μεγαλύτερες τύψεις στη συνείδησή μου, σαν να μην είχα την αξιοπρέπεια να αντιμετωπίσω τον Θεό. Ήξερα καλά ότι η διάθεση του Θεού είναι άγια και δίκαιη και δεν ανέχεται καμία προσβολή από τους ανθρώπους, ότι Εκείνος σιχαίνεται όσους προστατεύουν τον εαυτό τους σε βάρος των αδελφών και θέλουν μόνο να σώσουν το δικό τους τομάρι. Την είχα πουλήσει κι είχα γίνει ένας επαίσχυντος Ιούδας. Αυτό ήταν απίστευτα οδυνηρό για τον Θεό, τελείως αποτρόπαιο για Εκείνον. Όσο το σκεφτόμουν, η καρδιά μου γινόταν κομμάτια, και δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα. Είχα βυθιστεί στον πόνο και τις ενοχές.

Ο αρχιφύλακας Κάι ήλθε στο κρατητήριο δύο ακόμη φορές για να με ανακρίνει σχετικά με το πού ήταν τα χρήματα της εκκλησίας και με ποιον είχα μοιραστεί το ευαγγέλιο. Μία φορά, μου έφερε φωτογραφίες δύο αδελφών για να τις αναγνωρίσω και με προειδοποίησε ότι αν δεν έλεγα την αλήθεια, θα φρόντιζε να πάω φυλακή. Προηγουμένως, ήθελα μόνο να σώσω τον εαυτούλη μου, οπότε πούλησα εκείνη την αδελφή και πλήγωσα πραγματικά την καρδιά του Θεού. Δεν θα ήταν υπερβολή να τιμωρηθώ και να πάω στην κόλαση. Αυτήν τη φορά, ακόμη κι αν έτρωγα ισόβια, ακόμη κι αν πέθαινα, δεν θα έδινα ποτέ περισσότερες πληροφορίες. Είπα, λοιπόν, χωρίς κανένα δισταγμό: «Δεν τις ξέρω!» Τότε, ο αρχιφύλακας Κάι είπε με έμφαση: «Για κοίταξε καλά! Σκέψου το λίγο και μετά απάντησε». Επανέλαβα με αποφασιστικότητα: «Δεν τις ξέρω!» Βλέποντας την αποφασιστικότητά μου, ένας άλλος αστυνομικός μού έδωσε δυο γερά χαστούκια, κάνοντας το πρόσωπό μου να καίει από τον πόνο. Όμως, αυτήν τη φορά, ένιωθα απόλυτη ηρεμία.

Αργότερα, αναλογίστηκα τους λόγους της αποτυχίας μου. Μέρος αυτής οφείλονταν στο ότι ήμουν παγιδευμένος στα αισθήματά μου, οπότε όταν η αστυνομία με βασάνισε και απείλησε τη ζωή μου, δεν μπορούσα να εγκαταλείψω τη μητέρα μου, τα παιδιά και τη γυναίκα μου, και φοβόμουν ότι δεν θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα αν πέθαινα, δεν θα μπορούσαν να αντέξουν αυτό το χτύπημα. Είχα προδώσει τον Θεό και είχα πουλήσει εκείνη την αδελφή για τα σαρκικά μου αισθήματα, κι έγινα έτσι ένας ύπουλος, επαίσχυντος Ιούδας. Πραγματικά δεν είχα ίχνος ανθρώπινης φύσης! Στην πραγματικότητα, η μοίρα όλης της οικογένειάς μου ήταν στα χέρια του Θεού, και το πόσα βασανιστήρια και πόνο θα υπέφεραν στη ζωή τους είχε ήδη καθοριστεί από τον Θεό. Ακόμη κι αν δεν πέθαινα και μπορούσα να παραμείνω στο πλευρό τους, δεν είχα τρόπο να αλλάξω το πόσο θα υπέφεραν. Δεν το είχα διαπιστώσει αυτό, με κρατούσαν δέσμιο τα συναισθήματά μου. Ήταν μεγάλη ανοησία αυτή. Μια άλλη πτυχή ήταν ότι δεν κατανοούσα πλήρως τη σημασία του θανάτου. Δεν άντεχα να αποχωριστώ τη ζωή, κάτι που σήμαινε ότι δεν είχα επ’ ουδενί αληθινή πίστη στον Θεό. Όταν έφτασε η εικοστή ημέρα του βασανιστηρίου της εξάντλησης, είχα όλο και πιο νεφελώδη επίγνωση των πραγμάτων, δυσκολευόμουν ν’ αναπνεύσω κι ένιωθα ότι μπορεί να πέθαινα ανά πάσα στιγμή. Τρόμαξα πολύ, φοβούμενος ότι είχε έλθει η ώρα μου. Σκέφτηκα όλους εκείνους τους αγίους ανά τους αιώνες που είχαν εργαστεί για τη διάδοση του ευαγγελίου του Κυρίου. Κάποιοι λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου, άλλοι αποκεφαλίστηκαν και ορισμένοι σταυρώθηκαν. Όλοι τους διώχθηκαν για χάρη της δικαιοσύνης και ο θάνατος όλων τους είναι μαρτυρία θριάμβου επί του Σατανά, ατίμωσης του Σατανά, και τιμάται από τον Θεό. Παρόλο που η σάρκα τους πέθανε, η ψυχή τους είναι στα χέρια του Θεού. Θυμήθηκα τον Κύριο Ιησού που λέει: «Όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν· και όστις απολέση την ζωήν αυτού ένεκεν εμού, θέλει ευρεί αυτήν» (Κατά Ματθαίον 16:25). Με συνέλαβαν και με βασάνισαν λόγω της πίστης μου. Αυτό σημαίνει ότι διώχθηκα για έναν δίκαιο σκοπό. Αν η αστυνομία με είχε όντως ξυλοκοπήσει σε σημείο αναπηρίας ή θανάτου, αυτό θα ήταν κάτι το ένδοξο. Όταν το σκέφτηκα έτσι, ένιωσα μια πραγματική αίσθηση απελευθέρωσης και αποφάσισα ότι, ανεξάρτητα από το πόσο θα υπέφερα μετά από αυτό, ακόμη κι αν θα έπρεπε να δώσω τη ζωή μου, θα έμενα ακλόνητος στη μαρτυρία μου για τον Θεό, θα εξιλεωνόμουν για την προηγούμενη παράβασή μου και σε καμία περίπτωση δεν θα συνέχιζα να ζω μέσα σε τέτοια ντροπή.

Έφτασαν τα τέλη Ιανουαρίου του 2003, κι είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από τη σύλληψή μου. Είχα χάσει περισσότερα από 15 κιλά, κι όταν άφηναν τους κρατούμενους να βγουν έξω για να πάρουν λίγο αέρα, ίσα ίσα έκανα μερικούς γύρους την αυλή κι άρχιζα να λαχανιάζω. Ήμουν πραγματικά αδύναμος κι οι αστυνομικοί φοβόντουσαν ότι θα πεθάνω στα χέρια τους, έτσι τελικά με καταδίκασαν σε ποινή μόνο 18 μηνών, που μπορούσα να εκτίσω εκτός φυλακής. Μετά την αποφυλάκισή μου, έπρεπε να τηλεφωνώ στην Υπηρεσία Δημόσιας Ασφάλειας δύο φορές τον μήνα και να αναφέρω πού βρίσκομαι, καθώς και να τους δίνω κάθε τρεις μήνες αναφορά για την ιδεολογία μου. Όταν γύρισα σπίτι, όλοι οι άπιστοι συγγενείς και φίλοι μου ήλθαν συσπειρωμένοι εναντίον μου να με επιπλήξουν. Ένιωσα τόσο απαίσια. Στη φυλακή με είχε βασανίσει ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας και παρά τρίχα να πεθάνω, και τώρα που επέστρεψα σπίτι, έπρεπε να ανεχθώ τις παρανοήσεις της οικογένειάς μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να πιω το πικρό αυτό ποτήρι. Ανακάλυψα έπειτα ότι μετά τη σύλληψή μου, η αστυνομία είχε πάει να ερευνήσει το σπίτι μου και είχε εξαπατήσει την οικογένειά μου, λέγοντάς της ότι και καλά είχα εμπλακεί σε αθέμιτες δραστηριότητες για να βγάλω χρήματα και άλλα τέτοια πράγματα. Έγινα έξαλλος. Η αστυνομία με συνέλαβε και με βασάνισε, με ώθησε να γίνω Ιούδας και να πουλήσω μια αδελφή, χάλκευσε ακόμη και ψέματα για να προκαλέσει προβλήματα και να κάνει την οικογένειά μου να με απορρίψει. Τους μισούσα αυτούς τους δαίμονες του Κομμουνιστικού Κόμματος με όλο μου το είναι!

Δεν πέρασε πολύς καιρός και η αστυνομία άρχισε να με καταδιώκει ξανά, οπότε έπρεπε να το σκάσω. Έγινα ένας από τους καταζητούμενους φυγάδες του ΚΚΚ. Αναγκαζόμουν να κάνω δουλειές του ποδαριού χρησιμοποιώντας ψεύτικα ονόματα, χωρίς να έχω τρόπο να επιστρέψω σπίτι. Έχασα και την επαφή μου με την εκκλησία. Το να με καταδιώκει η αστυνομία, να με έχει απορρίψει η οικογένειά μου και να μην μπορώ καν να βιώσω τη ζωή της εκκλησίας ήταν εξαιρετικά οδυνηρό για μένα. Ιδιαίτερα η στιγμή που έγινα Ιούδας και ξεπούλησα την αδελφή ήταν λες και είχε χαραχτεί στην καρδιά μου. Ένιωθα συνεχώς σαν να είχα διαπράξει ένα ασυγχώρητο αμάρτημα, ότι το μονοπάτι της πίστης μου είχε ήδη φτάσει στο τέλος του και ότι δεν είχα πλέον καμία πιθανότητα να σωθώ. Αυτές οι σκέψεις με γέμισαν αγωνία και μ’ έκαναν να νιώθω αδύναμος.

Αποκατέστησα την επαφή με την εκκλησία τον Μάιο του 2008 και ανέλαβα ξανά ένα καθήκον. Στη συνέχεια, διάβασα το εξής στα λόγια του Θεού: «Κάθε άνθρωπος που έχει αποδεχθεί την κατάκτησή του μέσω των λόγων του Θεού θα έχει πολλές ευκαιρίες για σωτηρία· στη σωτηρία καθενός εξ αυτών των ανθρώπων από τον Θεό, Εκείνος θα τους αντιμετωπίσει με τη μέγιστη δυνατή χαλαρότητα. Με άλλα λόγια, θα τους επιδειχθεί η υπέρτατη επιείκεια. Εφόσον οι άνθρωποι επιστρέψουν από το λανθασμένο μονοπάτι και εφόσον μπορέσουν να μετανοήσουν, ο Θεός θα τους δώσει ευκαιρίες να αποκτήσουν τη σωτηρία Του» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Θα πρέπει να αφήσετε κατά μέρος τις ευλογίες του κύρους και να κατανοήσετε την πρόθεση του Θεού, το οποίο είναι να φέρει σωτηρία στον άνθρωπο). «Το πώς χειρίζεται ο Θεός κάθε άνθρωπο βασίζεται στην τρέχουσα κατάσταση και το υπόβαθρο αυτού του ανθρώπου τη συγκεκριμένη στιγμή, όπως και στις πράξεις, τη συμπεριφορά και τη φύση-ουσία αυτού του ανθρώπου. Ο Θεός δεν πρόκειται να αδικήσει ποτέ κανέναν. Αυτή είναι μία πλευρά της δικαιοσύνης Του. Για παράδειγμα, η Εύα δελεάστηκε από το φίδι και έφαγε τον καρπό από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, αλλά ο Ιεχωβά δεν την κατηγόρησε λέγοντας: “Αφού σου είπα να μην το φας, γιατί το έκανες; Θα έπρεπε να είχες κρίνει σωστά. Έπρεπε να ξέρεις ότι το φίδι σού μίλησε μόνο και μόνο για να σε δελεάσει”. Ο Ιεχωβά δεν επέπληξε την Εύα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Επειδή οι άνθρωποι είναι δημιούργημα του Θεού, Αυτός γνωρίζει ποια είναι τα ένστικτά τους και για τι είναι ικανά τα ένστικτα αυτά. Ξέρει σε ποιον βαθμό μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους και ως πού είναι ικανοί να φτάσουν. Ο Θεός τα γνωρίζει όλα αυτά ξεκάθαρα. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κάποιον ο Θεός δεν είναι τόσο απλός όσο φαντάζονται οι άνθρωποι. Ο Θεός, όταν η στάση Του απέναντι σε κάποιον είναι στάση αποστροφής ή απέχθειας, ή όταν αφορά το τι λέει αυτό ο άνθρωπος σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, καταλαβαίνει καλά την κατάστασή του. Και αυτό γιατί ο Θεός εξετάζει σχολαστικά την καρδιά και την ουσία του ανθρώπου. Οι άνθρωποι πιστεύουν πάντα: “Ο Θεός έχει μόνο τη θεϊκή φύση Του. Είναι δίκαιος και δεν ανέχεται καμία προσβολή από τον άνθρωπο. Δεν σκέφτεται τις δυσκολίες του ανθρώπου και δεν μπαίνει στη θέση του. Εάν ένας άνθρωπος αντισταθεί στον Θεό, Αυτός θα τον τιμωρήσει”. Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Εάν έτσι αντιλαμβάνεται κάποιος τη δικαιοσύνη του Θεού, το έργο Του και το πώς μεταχειρίζεται τους ανθρώπους, κάνει μεγάλο λάθος. Ο Θεός δεν καθορίζει την πορεία του καθενός με βάση τις αντιλήψεις και τις φαντασιοκοπίες του ανθρώπου, αλλά με βάση τη δίκαιη διάθεσή Του. Θα ξεπληρώσει τον κάθε άνθρωπο ανάλογα με το τι έχει κάνει. Ο Θεός είναι δίκαιος, και αργά ή γρήγορα, θα φροντίσει να πειστούν όλοι οι άνθρωποι, χωρίς εξαιρέσεις» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μέρος τρίτο). Όταν διάβασα αυτά τα λόγια του Θεού, συγκινήθηκα σε σημείο που δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ήμουν σαν ένα παιδί που είχε διαπράξει ένα φρικτό λάθος και δεν τολμούσε να επιστρέψει σπίτι, το οποίο επέστρεψε τελικά στην αγκαλιά της μητέρας του αφού περιπλανήθηκε για χρόνια στον κόσμο. Μπορούσα πραγματικά να νιώσω την καλοσύνη της ουσίας του Θεού. Εφόσον είχα πουλήσει εκείνη την αδελφή και είχα προδώσει τον Θεό, άξιζα να τιμωρηθώ. Ο Θεός, όμως, δεν μου συμπεριφέρθηκε σύμφωνα με την παράβασή μου. Μου έδωσε την ευκαιρία να μετανοήσω. Διαπίστωσα ότι η διάθεση του Θεού δεν περιέχει μόνο κρίση και οργή, αλλά και έλεος και ανεκτικότητα. Ο Θεός είναι απίστευτα ηθικός στη συμπεριφορά Του προς τους ανθρώπους. Δεν τους οριοθετεί σύμφωνα με τις στιγμιαίες παραβάσεις τους, αλλά σύμφωνα με τη φύση και το πλαίσιο των πράξεών τους, αλλά και το ανάστημά τους την εκάστοτε στιγμή. Αν κάποιος είναι δολερός λόγω ανθρώπινης αδυναμίας, αλλά δεν αρνείται τον Θεό ούτε Τον προδίδει με την καρδιά του, και μετά το συμβάν μπορεί ακόμη να μετανοήσει ενώπιον του Θεού, Εκείνος μπορεί να τον συγχωρήσει και να του δώσει άλλη μια ευκαιρία. Είδα πόσο δίκαιη είναι η διάθεση του Θεού. Ο Θεός μισεί τη διεφθαρμένη διάθεση και τις προδοσίες της ανθρωπότητας, όμως εξακολουθεί να κάνει τα πάντα για να μας σώσει. Μετά απ’ αυτό, ήμουν γεμάτος ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και ένιωσα ακόμη μεγαλύτερο χρέος σε Εκείνον. Είχα πληγώσει πάρα πολύ τον Θεό κι ήθελα πραγματικά να χαστουκίσω τον εαυτό μου. Αποφάσισα ότι ανεξάρτητα από την έκβασή μου, θα εκτιμούσα ως κόρη οφθαλμού αυτήν τη θεόσταλτη ευκαιρία, θα αναζητούσα την αλήθεια και θα εκτελούσα το καθήκον μου για να ανταποδώσω την αγάπη του Θεού.

Αφού υποβλήθηκα στα βάναυσα βασανιστήρια του ΚΚΚ, είδα πέρα για πέρα τη δαιμονική του ουσία και το κακό του πρόσωπο που μισεί τον Θεό και Του εναντιώνεται. Μισώ τον Σατανά περισσότερο από ποτέ! Βίωσα, επίσης, προσωπικά ότι το έργο του Θεού για να σώσει την ανθρωπότητα είναι πολύ πρακτικό και σοφό —χρησιμοποίησε τον μεγάλο κόκκινο δράκοντα για να οδηγήσει στην τελείωση την πίστη και την αφοσίωσή μου, επιτρέποντάς μου να κατανοήσω κάπως τη δίκαιη διάθεσή Του και να δω την εξουσία και τη δύναμη των λόγων Του. Όλη αυτή η εμπειρία μού έδειξε ότι οι κακουχίες και οι δοκιμασίες είναι η ευλογία του Θεού για μένα, αλλά και η αγάπη κι η σωτηρία Του! Ό,τι είδους καταπίεση και ό,τι κακουχίες κι αν αντιμετωπίσω στο μέλλον, είμαι απόλυτα αποφασισμένος να ακολουθήσω τον Θεό μέχρι τέλους!

Προηγούμενο: 60. Αναφέροντας μια ψευδή επικεφαλής: Μια εσωτερική σύγκρουση

Επόμενο: 62. Πώς ξύπνησα από την αλαζονεία μου

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

29. Η μετάνοια ενός αξιωματικού

Από τον Ζενξίν, ΚίναΟ Παντοδύναμος Θεός λέει: «Από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι σήμερα, όλα όσα έχει κάνει ο Θεός στο έργο Του είναι...

52. Αντίο, ανθρωπάρεσκη!

Από τη Λι Φέι, ΙσπανίαΌσον αφορά στους ανθρωπάρεσκους, τους θεωρούσα σπουδαίους προτού πιστέψω στον Θεό. Είχαν ευγενή διάθεση, δεν γίνονταν...

Η εμφάνιση και το έργο του Θεού Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Εκθέτοντας τους αντίχριστους Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Η Κρίση ξεκινά από τον Οίκο του Θεού Ουσιώδη Λόγια του Παντοδύναμου Θεού, του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Καθημερινά λόγια του Θεού Οι αλήθεια-πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να εισέλθουν οι πιστοί στον Θεό Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια Οδηγίες για τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας Τα πρόβατα του Θεού ακούν τη φωνή του Θεού Άκου τη Φωνή του Θεού Ιδού ο Θεός Εμφανίστηκε Κλασικές Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Ευαγγέλιο της Βασιλείας Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Α΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Β΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Γ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Δ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ε΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος ΣΤ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ζ΄) Πώς Στράφηκα στον Παντοδύναμο Θεό

Ρυθμίσεις

  • Κείμενο
  • Θέματα

Συμπαγή χρώματα

Θέματα

Γραμματοσειρά

Μέγεθος γραμματοσειράς

Διάστημα γραμμής

Διάστημα γραμμής

Πλάτος σελίδας

Περιεχόμενα

Αναζήτηση

  • Αναζήτηση σε αυτό το κείμενο
  • Αναζήτηση σε αυτό το βιβλίο

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger