33. Ηιστορία αναφοράς μιας ψευδούς επικεφαλής
Το 2010, ερχόμουν συχνά σε επαφή με τη Λουσία, μία από τις επικεφαλής της εκκλησίας. Μας έλεγε συχνά: «Τα τελευταία χρόνια, ο Θεός ήταν πάντα ελεήμων μαζί μου. Οι επικεφαλής μου με μεταθέτουν πάντα σε εκκλησίες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Μερικές φορές δεν θέλω να πάω, όμως ξέρω ότι πρόκειται για αποστολή από τον Θεό, επομένως δεν πρέπει να λαμβάνω υπόψη τα σαρκικά μου συμφέροντα. Πρέπει να είμαι πιστή στον Θεό, γι’ αυτό και δέχομαι. Σε κάθε εκκλησία που πηγαίνω, γυρίζω εδώ κι εκεί, διοργανώνω μερικές συναθροίσεις και η εκκλησία που βρισκόταν σε χάος επιστρέφει στην κανονικότητα, και η εκκλησιαστική ζωή και το έργο του ευαγγελίου είναι και πάλι αποτελεσματικά. Μερικές φορές αντιμετωπίζω δυσκολίες, όμως προσεύχομαι στον Θεό, ο Θεός ανοίγει έναν δρόμο προς τα εμπρός, κι όλα κυλάνε ομαλά. Βλέπω πόσο υπέροχο είναι το έργο του Θεού…». Η εμπειρία που άκουσα από τη Λουσία με έκανε να τη θαυμάσω. Νόμιζα ότι μπορούσε να επωμίζεται φορτίο κι ότι ήταν ικανή επικεφαλής. Μία φορά, πριν από μια συνάθροιση, κουβέντιαζα ανέμελα κι η Λουσία με διέκοψε λέγοντας: «Ο χρόνος εδώ είναι πολύτιμος, οπότε ας μην κάνουμε κουβεντούλα όσο είμαστε μαζί. Ας χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον χρόνο για να συναναστραφούμε τον λόγο του Θεού». Ακούγοντάς τη να το λέει αυτό, σκέφτηκα: «Με τα χρόνια, έχω γνωρίσει πολλούς επικεφαλής, όμως η Λουσία είναι η πρώτη που συναντώ που είναι τόσο ευσυνείδητη, τόσο ευσεβής και τόσο αφοσιωμένη στην επιδίωξη της αλήθειας». Την εκτίμησα και τη θαύμασα ακόμα περισσότερο. Όμως μετά από επαφές μαζί της για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνειδητοποίησα ότι, μολονότι η συναναστροφή της ήταν πάντα εμπεριστατωμένη και εξωτερικά φαινόταν άτομο που επιδιώκει την αλήθεια, πολύ σπάνια συναναστρεφόταν ως προς το πώς κάνει την αυτοκριτική της, ως προς την αυτογνωσία της με βάση τον λόγο του Θεού ή την πρακτική εμπειρία της όσον αφορά τον λόγο του Θεού. Το μεγαλύτερο μέρος της συναναστροφής της ήταν μια συγκαλυμμένη μορφή αυτοπροβολής και επίδειξης, για να κάνει τους άλλους να πιστεύουν ότι είναι άτομο καλλιεργημένο που έχει τοποθετηθεί σε σημαντικές θέσεις από την εκκλησία, έτσι ώστε να τη θαυμάζουν. Ακόμη σοβαρότερο, όμως, ήταν το γεγονός ότι σε ορισμένα ουσιαστικά ζητήματα που αφορούσαν τα συμφέροντα της εκκλησίας, δεν έκανε πράξη την αλήθεια και με πλήρη επίγνωση των πράξεών της έλεγε ψέματα, εξαπατούσε και αποποιείτο την ευθύνη. Για παράδειγμα, ο Φιν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το έργο της Λουσία, υπέπιπτε σε παραπτώματα στην εκκλησία. Αφού υπεξαίρεσε και ιδιοποιήθηκε τα χρήματα της εκκλησίας, στη συνέχεια κηρύχθηκε αντίχριστος και αποβλήθηκε. Η Λουσία γνώριζε πολύ καλά τις μοχθηρές πράξεις του Φιν και ουσιαστικά συμμετείχε σε αυτές. Όμως μετά την αποβολή του Φιν, η Λουσία όχι μόνο δεν έκανε την αυτοκριτική της, ούτε μετανόησε έναντι του Θεού, αλλά δεν παραδέχτηκε καν ότι είχε κάποιο ρόλο στις κακές πράξεις του Φιν. Υποδύθηκε την εντελώς αμέτοχη στο θέμα, σαν να μην ήξερε τίποτα γι’ αυτό και να μην είχε εμπλακεί. Εκείνη τη στιγμή, ανακάλυψα ότι η Λουσία ήταν υποκρίτρια. Επειδή ήταν ικανή στο να μεταμφιέζεται και να εξαπατά με μεγαλόπνοα λόγια, μερικοί αδελφοί και αδελφές που δεν είχαν καθόλου διάκριση εκδήλωναν θαυμασμό στην αναφορά του ονόματός της. Όταν ο συνεργάτης αδελφός μου κι εγώ είδαμε τη συμπεριφορά της Λουσία και τις συνέπειες του έργου και των κηρυγμάτων της, εφαρμόσαμε τις αρχές της διάκρισης των ψευδών επικεφαλής, αποφασίσαμε ότι η Λουσία ήταν ψευδής επικεφαλής και γράψαμε μια επιστολή αναφέροντας τα θέματα που είχαμε εντοπίσει σ’ εκείνη.
Αφού στείλαμε την επιστολή, περιμέναμε τους ανώτερους επικεφαλής να επαληθεύσουν και να κατανοήσουν το θέμα της Λουσία, όμως μετά από 15 μέρες δεν είχαμε λάβει ακόμη απάντηση. Ο συνεργάτης αδελφός μου κι εγώ αναρωτιόμασταν γι’ αυτό. Μία μέρα, η Λουσία ήλθε χαρούμενη σε μια συνάθροιση μαζί μας και είπε ότι οι ανώτεροι επικεφαλής σκόπευαν να την καλλιεργήσουν. Δεν μπορούσα να το πιστέψω: «Αντί να αντικατασταθεί, η ψευδής αυτή επικεφαλής καλλιεργείται και τοποθετείται σε σημαντικούς θέσεις; Μήπως κάναμε λάθος και την αναφέραμε επειδή δεν κατανοούσαμε τις αλήθεια-αρχές και δεν είχαμε διάκριση;» Λίγο περισσότερο από έναν μήνα μετά, η Λουσία ήλθε ξανά για να πει ότι η εκκλησία σχεδίαζε εκλογές για επικεφαλής και ότι η πλειοψηφία των αδελφών την εκτιμούν θετικά και σκοπεύουν να την επανεκλέξουν. Όταν το άκουσα αυτό, έμεινα άναυδος. Σκέφτηκα: «Η Λουσία είναι πονηρή και πανούργα. Δεν είναι καθόλου ικανή να είναι επικεφαλής. Θα έπρεπε να γράψω μία ακόμη επιστολή και να την αναφέρω». Καθώς όμως ετοιμαζόμουν να γράψω την επιστολή, δίστασα. «Αυτήν τη στιγμή, πάρα πολλοί άνθρωποι δεν έχουν διάκριση όσον αφορά τη Λουσία. Όλοι τους έχουν εξαπατηθεί από την ψευδή εξωτερική της εμφάνιση. Εάν γράψω μια επιστολή για να την αναφέρω ξανά, και οι ανώτεροι επικεφαλής δεν καταλάβουν την πραγματική κατάσταση, θα σκεφτούν ότι απλώς δεν μπορώ να αφήσω το θέμα έτσι; Από κει και πέρα, αν η Λουσία μάθει ότι εγώ ήμουν αυτός που έγραψε την επιστολή, μήπως τρέφει κατόπιν κακία εναντίον μου και προσπαθήσει κρυφά να με σαμποτάρει; Είναι υπεύθυνη να μας προμηθεύει τα βιβλία με τον λόγο του Θεού, τα κηρύγματα και τη συναναστροφή από τον οίκο Του, οπότε αν την προσβάλω, δεν θα χρειαστεί να με καταπιέσει ενεργά με κάποιον τρόπο. Το να με αγνοεί και μόνο, να μη μου παρέχει βιβλία, θα είναι αρκετό για να με φέρει σε δεινή θέση». Η σκέψη αυτών των πραγμάτων μού έθετε ένα μεγάλο δίλημμα. Να την αναφέρω ξανά ή να ξεχάσω το ζήτημα; Καθώς αναλογιζόμουν τα δικά μου συμφέροντα, το μέλλον και τη μοίρα μου, ένιωθα σαν να υπήρχε μια αόρατη σκοτεινή επιρροή που με δέσμευε και με περιόριζε. Δυσκολεύτηκα λίγο και, για να προστατεύσω τον εαυτό μου από την καταπίεση, αποφάσισα τελικά να συμβιβαστώ. Αποφάσισα προς το παρόν να μην την αναφέρω. Βρήκα παρηγοριά λέγοντας μέσα μου: «Τουλάχιστον τώρα έχουμε διάκριση για τη Λουσία, και δεν θα μας εξαπατά πλέον, αυτό αρκεί προς το παρόν. Ίσως μία μέρα ο Θεός να την εκθέσει και όλοι να αποκτήσουν διάκριση σχετικά με αυτήν και να δουν ποια είναι. Τότε είναι αυτονόητο ότι θα αντικατασταθεί».
Πάνω από έναν μήνα αργότερα, λάβαμε μια επιστολή από δύο αδελφές. Η επιστολή τους έλεγε ότι είχαν διακρίνει ότι η Λουσία ήταν ψευδής επικεφαλής και ήθελαν να την αναφέρουν, και ζητούσαν τη γνώμη μας κι αν είχαμε κάποια συμβουλή. Σκέφτηκα: «Δεν έχουμε λάβει απαντητική επιστολή από την τελευταία φορά που αναφέραμε τη Λουσία. Αν την αναφέρουμε ξανά με αυτές τις αδελφές, μήπως πουν οι ανώτεροι επικεφαλής ότι έχουμε δημιουργήσει κλίκα για να επιτεθούμε στη Λουσία κι ότι αναστατώνουμε το εκκλησιαστικό έργο; Αν συμβεί αυτό, είναι πολύ πιθανό, αντί να αντικατασταθεί η Λουσία, να αντικαταστήσουν εμάς». Έχοντας αυτό κατά νου, ο συνεργάτης αδελφός μου κι εγώ απαντήσαμε στις δύο αδελφές με επιστολή λέγοντας: «Μπορείτε να την αναφέρετε μόνες σας. Εμείς την αναφέραμε μία φορά στο παρελθόν, οπότε, αυτήν τη φορά, δεν θα την αναφέρουμε ξανά». Αφού απαντήσαμε, ένιωσα πολλές τύψεις. Συνειδητοποίησα ότι κατέφευγα σε τεχνάσματα για να προστατεύσω τον εαυτό μου. Συμβιβαζόμουν και υποχωρούσα μπροστά σε μια σκοτεινή επιρροή. Για να γλιτώσω από αυτήν την εσωτερική καταδίκη, χρησιμοποίησα τους ίδιους λόγους όπως και προηγουμένως για να παρηγορήσω τον εαυτό μου: «Προς το παρόν, πάρα πολλοί άνθρωποι δεν έχουν διάκριση για τη Λουσία. Αν επιμείνουμε να την αναφέρουμε και υποστηρίξουμε την αποπομπή της, οι αδελφοί κι οι αδελφές δεν θα το επιτρέψουν. Θα προσπαθήσουν να την προστατεύσουν. Θα πρέπει να περιμένουμε έως ότου οι αδελφοί κι οι αδελφές έχουν διάκριση. Όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή, θα αντικατασταθεί κατά τρόπο φυσικό». Μολονότι αυτό νόμιζα, κάθε φορά που έβλεπα χωρία του λόγου του Θεού για την έκθεση ψευδών επικεφαλής και αντίχριστων, ένιωθα να με καταδικάζει η συνείδησή μου. Είχα ανακαλύψει ξεκάθαρα μια ψευδή επικεφαλής, και όμως δεν την κατήγγειλα ούτε την έφερνα στο φως. Δεν ανεχόμουν τον Σατανά ενόσω διατάρασσε και αναστάτωνε το εκκλησιαστικό έργο; Οι αδελφοί και οι αδελφές που μας φιλοξενούσαν λάτρευαν όλοι τη Λουσία, και όταν εκθέσαμε τη συμπεριφορά της ως ψευδούς επικεφαλής, δεν προσπάθησαν να τη διακρίνουν, αντίθετα δυσανασχέτησαν και μας κατηγόρησαν, νομίζοντας ότι της κάναμε επίθεση. Διαπίστωσα ότι η εν λόγω ψευδής επικεφαλής τούς είχε εξαπατήσει απόλυτα. Δεν ήξερα πόσοι αδελφοί κι αδελφές ήταν θύματα αυτής της εξαπάτησης και ένιωσα ακόμη περισσότερο ότι οι ψευδείς επικεφαλής αποτελούν εμπόδιο και πρόσκομμα για την είσοδο στη ζωή του εκλεκτού λαού του Θεού. Εκείνη τη στιγμή, δεν ήθελα τίποτα περισσότερο από την αντικατάσταση της Λουσία όσο το δυνατόν συντομότερα, δεν είχα όμως το θάρρος να γράψω την επιστολή για να την αναφέρω ξανά. Ακόμη και για να αποφύγω απλώς να προσβάλω τους αδελφούς και τις αδελφές που μας φιλοξενούσαν, δεν τόλμησα να εκθέσω ξανά τη συμπεριφορά της Λουσία. Μέσα μου, καταδίκαζα και κατηγορούσα τον εαυτό μου. Αναρωτιόμουν πώς μπορώ να είμαι τόσο δειλός και άχρηστος. Έβλεπα μια ψευδή επικεφαλής να αναστατώνει το έργο της εκκλησίας και δεν τολμούσα να το αναφέρω. Δεν τολμούσα καν να πω την αλήθεια. Δεν ήμουν απλώς ένας υπηρέτης του Σατανά; Σκέφτηκα τα λόγια του Θεού: «Ολοι σας λέτε ότι ενδιαφέρεστε για το φορτίο του Θεού και ότι θα υπερασπιστείτε τη μαρτυρία της εκκλησίας, όμως ποιος ανάμεσά σας έχει ενδιαφερθεί αληθινά για το φορτίο του Θεού; Διερωτήσου το εξής: Είσαι κάποιος που έχει δείξει ενδιαφέρον για το φορτίο Του; Μπορείς να κάνεις πράξη τη δικαιοσύνη για Εκείνον; Μπορείς να ορθώσεις το ανάστημά σου και να μιλήσεις για Μένα; Μπορείς να κάνεις ακλόνητα πράξη την αλήθεια; Είσαι αρκετά θαρραλέος ώστε να αγωνιστείς ενάντια σε όλες τις πράξεις του Σατανά; Θα μπορούσες να παραμερίσεις τα συναισθήματά σου και να εκθέσεις τον Σατανά για χάρη της αλήθειας Μου; Μπορείς να επιτρέψεις να ικανοποιηθούν μέσα σου οι προθέσεις Μου; Έχεις προσφέρει την καρδιά σου την πιο κρίσιμη στιγμή; Είσαι κάποιος που ακολουθεί το θέλημά Μου; Θέσε στον εαυτό σου αυτά τα ερωτήματα, και να τα σκέφτεσαι συχνά» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 13). Κάθε ερώτηση του Θεού με έφερνε σε αμηχανία και με έκανε να ντρέπομαι. Κανονικά, ήμουν καλός στο να φωνάζω συνθήματα, να λέω ότι λαμβάνω υπόψη το θέλημα του Θεού κι ότι θα μείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου για τον Θεό, και συχνά προσευχόμουν, λέγοντας ότι θέλω να κάνω πράξη την αλήθεια και να ικανοποιώ τον Θεό. Όμως τη στιγμή που συνέβαινε κάτι και χρειαζόταν να υψώσω το ανάστημά μου και να προστατεύσω τα συμφέροντα της εκκλησίας, έβαζα ξανά το κεφάλι μέσα στο καβούκι μου. Ήξερα σαφώς ότι οι ψευδείς επικεφαλής πρέπει να αναφέρονται αμέσως, όμως επειδή φοβόμουν ότι θα με καταπιέσουν και θα με αποπέμψουν, δεν τόλμησα να αναφέρω ξανά τη Λουσία και της επέτρεψα να συνεχίσει να βλάπτει και να εξαπατά τους αδελφούς και τις αδελφές μας. Ακόμη χειρότερο ήταν το γεγονός ότι όταν είδα τους αδελφούς και τις αδελφές που με φιλοξενούσαν να εξαπατώνται από τη Λουσία, δεν σκέφτηκα πώς να τους βοηθήσω να αποκτήσουν διάκριση για την ψευδή επικεφαλής. Αντίθετα, έκανα συμβιβασμούς. Από φόβο μήπως η έκθεση της Λουσία τους στενοχωρούσε και δεν θα μας φιλοξενούσαν πια, σιώπησα σχετικά με τις συμπεριφορές ψευδούς επικεφαλής που παρουσίαζε η Λουσία. Ήμουν πραγματικά εγωιστής και ποταπός! Ενώ απολάμβανα όλα όσα μου παρείχε ο Θεός, και με φιλοξενούσαν και με φρόντιζαν οι αδελφοί κι οι αδελφές μου, εγώ δεν νοιαζόμουν καθόλου για το θέλημα του Θεού και δεν προστάτευα το έργο της εκκλησίας. Είχα μείνει στο περιθώριο κι είχα επιτρέψει σε μια ψευδή επικεφαλής να κατέχει εξουσία μέσα στην εκκλησία και να αναστατώνει το έργο της. Πού ήταν η συνείδηση και η λογική μου; Ήμουν εντελώς ανάξιος να ζω ενώπιον του Θεού!
Μετά από αυτό, διάβασα τα λόγια του Θεού: «Η οικογένεια του Θεού δεν επιτρέπει σε όσους δεν κάνουν την αλήθεια πράξη ούτε σε όσους σκοπίμως καταλύουν την εκκλησία να παραμένουν. Εντούτοις, τώρα δεν είναι η ώρα να επιτελεστεί το έργο της αποβολής· αυτού του είδους οι άνθρωποι απλώς θα εκτεθούν και, στο τέλος, θα αποκλειστούν. Δεν θα δαπανηθεί άλλο ανώφελο έργο πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους· όσοι ανήκουν στον Σατανά δεν μπορούν να υποστηρίξουν την αλήθεια, ενώ όσοι επιζητούν την αλήθεια, μπορούν να την υποστηρίξουν. Οι άνθρωποι που δεν κάνουν την αλήθεια πράξη είναι ανάξιοι να ακούσουν την οδό της αλήθειας και να καταθέσουν μαρτυρία στην αλήθεια. Απλούστατα, η αλήθεια δεν είναι για τα δικά τους αυτιά· αντιθέτως, απευθύνεται σε όσους την κάνουν πράξη. Προτού αποκαλυφθεί το τέλος κάθε ανθρώπου, όσοι αναστατώνουν την εκκλησία και διαταράσσουν το έργο του Θεού θα αφεθούν κατά μέρος αρχικά, προς στιγμή, για να αντιμετωπιστούν αργότερα. Μόλις ολοκληρωθεί το έργο, οι άνθρωποι αυτοί θα εκτεθούν και στη συνέχεια θα αποκλειστούν. Προς το παρόν, κατά την παροχή της αλήθειας, θα αγνοηθούν. Αφού αποκαλυφθεί ολόκληρη η αλήθεια στον άνθρωπο, οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να αποκλειστούν· αυτή θα είναι και η ώρα που όλοι οι άνθρωποι θα ταξινομηθούν σύμφωνα με το είδος τους. Τα μικρόψυχα κόλπα όσων δεν διαθέτουν ικανότητα διάκρισης θα τους οδηγήσουν στην καταστροφή στα χέρια των πονηρών, και θα παρασυρθούν από αυτούς, χωρίς να υπάρχει γυρισμός. Αυτή η συμπεριφορά τούς αξίζει, επειδή δεν αγαπούν την αλήθεια, επειδή είναι ανίκανοι να υποστηρίξουν την αλήθεια, επειδή ακολουθούν μοχθηρούς ανθρώπους και τους υποστηρίζουν, και επειδή συνωμοτούν με μοχθηρούς ανθρώπους και αψηφούν τον Θεό. Ξέρουν πολύ καλά ότι οι κακοί άνθρωποι εκπέμπουν το κακό, αλλά σκληραίνουν τις καρδιές τους και γυρνούν την πλάτη τους στην αλήθεια προκειμένου να τους ακολουθήσουν. Μήπως δεν διαπράττουν κακό όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δεν κάνουν την αλήθεια πράξη, παρά κάνουν καταστροφικά και αποτρόπαια πράγματα; Παρόλο που ανάμεσά τους υπάρχουν εκείνοι που στολίζονται σαν βασιλείς κι όσοι τους ακολουθούν, οι φύσεις τους, που αψηφούν τον Θεό, δεν είναι όλες ίδιες; Με ποια δικαιολογία μπορεί να ισχυρίζονται ότι ο Θεός δεν τους σώζει; Με ποια δικαιολογία μπορεί να ισχυρίζονται ότι ο Θεός δεν είναι δίκαιος; Η ίδια η μοχθηρία τους δεν τους καταστρέφει; Η ίδια η παρακοή τους δεν τους σέρνει κάτω στην κόλαση; Οι άνθρωποι που κάνουν πράξη την αλήθεια τελικά θα σωθούν και θα οδηγηθούν στην τελείωση λόγω της αλήθειας. Όσοι δεν κάνουν πράξη την αλήθεια τελικά θα φέρουν την καταστροφή πάνω τους λόγω της αλήθειας. Τούτες είναι οι καταλήξεις που περιμένουν όσους κάνουν πράξη την αλήθεια και όσους δεν την κάνουν πράξη» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Προειδοποίηση σε όσους δεν κάνουν πράξη την αλήθεια). Διαπίστωσα ότι ήμουν ο τύπος του ανθρώπου που αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, ο τύπος του ανθρώπου που δεν κάνει πράξη την αλήθεια. Ήμουν άτομο που περιφρονεί ο Θεός. Σε όλα, προσπάθησα να διαφυλάξω και να προστατεύσω τον εαυτό μου. Απέναντι σε μια ψευδή επικεφαλής, δεν τόλμησα να τηρήσω τις αρχές, να την αναφέρω και να τη φέρω στο φως. Δεν ήταν σαν να γονάτιζα απλώς και να συνεργούσα με τον Σατανά; Εξωτερικά, δεν ήμουν με το μέρος της Λουσία ούτε την προστάτευα, όμως δεν την είχα αναφέρει ούτε την είχα εκθέσει ως ψευδή επικεφαλής. Της επέτρεπα να προκαλεί σύγχυση και να εξαπατά τους αδελφούς και τις αδελφές στην εκκλησία και να αναστατώνει και να διαταράσσει το εκκλησιαστικό έργο. Με τον τρόπο αυτό, στεκόμουν στο πλευρό του Σατανά. Τα λόγια του Θεού λένε: «Ξέρουν πολύ καλά ότι οι κακοί άνθρωποι εκπέμπουν το κακό, αλλά σκληραίνουν τις καρδιές τους και γυρνούν την πλάτη τους στην αλήθεια προκειμένου να τους ακολουθήσουν. Μήπως δεν διαπράττουν κακό όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δεν κάνουν την αλήθεια πράξη, παρά κάνουν καταστροφικά και αποτρόπαια πράγματα;» Τα λόγια του Θεού αποκάλυπταν ακριβώς τη συμπεριφορά μου. Σκέφτηκα πώς είπε ο Κύριος Ιησούς: «Όστις δεν είναι μετ’ εμού είναι κατ’ εμού, και όστις δεν συνάγει μετ’ εμού σκορπίζει» (κατά Ματθαίον 12:30). Στη μάχη μεταξύ του Θεού και του Σατανά, το να μη στέκεσαι στο πλευρό του Θεού σημαίνει ότι στέκεσαι στο πλευρό του Σατανά. Δεν υπάρχει μέση λύση. Όμως, στο θέμα της αναφοράς της ψευδούς επικεφαλής, προσπαθούσα να κάνω τον έξυπνο, να είμαι ουδέτερος, να μην το ρισκάρω και να προστατεύσω τον εαυτό μου. Δεν στεκόμουν έτσι στο πλευρό του Σατανά και πρόδιδα τον Θεό; Είχα σκεφτεί ότι πολλοί άνθρωποι δεν έχουν διάκριση για τη Λουσία, μόλις όμως ο Θεός την αποκαλύψει εντελώς κι είναι η κατάλληλη στιγμή, θα αντικατασταθεί κατά τρόπο φυσικό. Εξωτερικά, αυτή η ιδέα φαινόταν πολύ λογική, όμως στην πραγματικότητα απέφευγα τις ευθύνες μου και αναζητούσα δικαιολογίες, για να αποφύγω να κάνω πράξη την αλήθεια. Απλώς περίμενα τον Θεό να την αποκαλύψει, αντί να εκπληρώσω τις δικές μου υποχρεώσεις να την εκθέσω και να την αναφέρω. Ουσιαστικά, ενέδιδα σε μια ψευδή επικεφαλής που έκανε το κακό και διατάρασσε το έργο της εκκλησίας. Δεν θα ήταν παρατραβηγμένο να με αποκαλέσουν συνένοχο μιας ψευδούς επικεφαλής. Όταν τα σκεφτόμουν όλα αυτά, μισούσα τον εαυτό μου που ήμουν τόσο εγωιστής, ποταπός, αδύναμος και ανίκανος. Ήμουν άχρηστος, ένας υπηρέτης του Σατανά! Δεν είχα καθόλου μαρτυρία στον πόλεμο κατά του κακού. Αληθινά, ο Θεός το περιφρονούσε αυτό! Ήλθα ενώπιον του Θεού και προσευχήθηκα για να μετανοήσω. Ζήτησα από τον Θεό τη δύναμη να ξεφύγω από τον έλεγχο των σκοτεινών δυνάμεων, να σταθώ στο πλευρό Του και να πω «όχι» στις δυνάμεις του Σατανά. Ήθελα να γράψω μία ακόμη επιστολή αναφέροντας τη Λουσία, αφού έβρισκα περισσότερες αποδείξεις. Προτού όμως προλάβω, η εκκλησία διερεύνησε και διαπίστωσε ότι η Λουσία ήταν μια ψευδής επικεφαλής που πήρε τον δρόμο ενός αντίχριστου, και την αντικατέστησε. Αργότερα, έμαθα ότι την επιστολή μας με την οποία την αναφέραμε την είχε υποκλέψει και κρατήσει ένας άλλος ψευδής επικεφαλής. Και αυτός ο ψευδής επικεφαλής αντικαταστάθηκε επίσης επειδή δεν έκανε πρακτικό έργο. Χάρηκα πολύ στο άκουσμα αυτών των ειδήσεων, ένιωσα όμως και ένοχος, επειδή είχα ενεργήσει σαν υπηρέτης του Σατανά σε αυτό το ζήτημα, δεν είχα καταφέρει να προστατεύσω το έργο της εκκλησίας ή να μείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου.
Αφού αντικαταστάθηκε η Λουσία, το έργο της εκκλησίας ανέλαβε προσωρινά μια νέα αδελφή, και πίστεψα ότι τέλειωσε έτσι αυτή η ιστορία, όμως αποδείχθηκε ότι δεν ήταν έτσι. Λίγο περισσότερο από έναν μήνα αργότερα, ο αδελφός με τον οποίο συνεργαζόμουν μου είπε ότι η Λουσία παρέμενε πεισματάρα και μετά την αντικατάστασή της. Διέδιδε μεταξύ των αδελφών ότι η νεοεκλεγείσα επικεφαλής ήταν ψευδής επικεφαλής, για να εξαπατήσει τους αδελφούς και τις αδελφές να πάνε με το μέρος της, κι έφτιαχνε μια κλίκα γύρω της με στόχο την απομάκρυνση της νέας επικεφαλής, ώστε να μπορέσει να ξαναπάρει τη θέση της ως επικεφαλής. Όταν το άκουσα αυτό, ανησύχησα πολύ. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να μιλήσω το συντομότερο δυνατό στους ανώτερους επικεφαλής σχετικά με τις κακές συμπεριφορές της Λουσία. Εκείνη την εποχή, η νέα επικεφαλής της εκκλησίας έγραφε κι εκείνη μια επιστολή, αναφέροντας την κατάσταση της Λουσία στους ανώτερους επικεφαλής, και προσπαθούσε να αποφασίσει πώς να εξηγήσει σαφώς την κατάσταση. Είμαι αρκετά καλός στο γράψιμο, οπότε πήρα την πρωτοβουλία και προσφέρθηκα να γράψω την επιστολή αναφοράς για λογαριασμό της. Το επόμενο πρωί, αφού τελείωσα την επιστολή αναφοράς, ο συνεργάτης αδελφός μου είπε ξαφνικά: «Βάλε και τα δικά μας ονόματα στις υπογραφές της επιστολής». Έμεινα έκπληκτος όταν το άκουσα αυτό, σκεπτόμενος τα εξής: «Η Λουσία είναι μοχθηρή, ύπουλη και ξέρει πώς να εξαπατά τους άλλους. Εάν δεν την αναφέρουμε αυτήν τη φορά, και αναλάβει ξανά την εξουσία και ξαναγίνει επικεφαλής της εκκλησίας, με δεδομένο το ιστορικό της να καταχράται την εξουσία της αποβάλλοντας όσους φθονεί, σίγουρα θα μας αντικαταστήσει, ή και θα μας αποβάλει. Αλλά το να μην υπογράψουμε την επιστολή ήταν αδικαιολόγητο, γιατί είχε γραφεί εκ μέρους της επικεφαλής από εμάς». Σκέφτηκα για μια στιγμή και μετά είπα: «Ας υπογράψουμε την επιστολή ως αφανείς συγγραφείς». Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να κάνω ό,τι μπορώ για να αποστασιοποιηθώ, ώστε ακόμη κι αν με καταπίεζαν, να μη γίνει με τόσο σκληρό τρόπο. Ο συνεργάτης αδελφός μου με αντιμετώπισε τότε λέγοντας: «Γιατί είναι τόσο δύσκολο να υπογράψεις; Είσαι πολύ πονηρός!» Αυτή η παρατήρηση με πλήγωσε βαθιά. Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να είμαι πια πονηρός και να προσπαθώ να προστατεύσω τον εαυτό μου, κι ότι έπρεπε να κάνω πράξη την αλήθεια και να είμαι τίμιος άνθρωπος.
Αργότερα, έκανα την αυτοκριτική μου. Γιατί κάθε φορά που συμβαίνει κάτι το οποίο αφορά τα συμφέροντα της εκκλησίας και απαιτεί να εκφράσω τη γνώμη μου, εγώ φοβάμαι, μαζεύομαι και προσπαθώ να προστατεύσω τον εαυτό μου; Ποια φύση με έλεγχε όταν το έκανα αυτό; Διάβασα τα λόγια του Θεού: «Ο Σατανάς διαφθείρει τους ανθρώπους μέσα από την εκπαίδευση και την επιρροή των εθνικών κυβερνήσεων, και των διασήμων και των σπουδαίων. Τα διαβολικά λόγια τους έχουν γίνει η ζωή και η φύση του ανθρώπου. Το “ο σώζων εαυτόν σωθήτω” είναι ένα γνωστό σατανικό ρητό που έχει ενσταλαχθεί σε όλους, και το οποίο έχει γίνει η ζωή του ανθρώπου. Υπάρχουν και άλλα λόγια φιλοσοφιών για τις κοσμικές αλληλεπιδράσεις σαν κι αυτό. Ο Σατανάς χρησιμοποιεί την παραδοσιακή κουλτούρα κάθε έθνους για να εκπαιδεύσει, να παραπλανήσει και να διαφθείρει τους ανθρώπους, κι έτσι ωθεί την ανθρωπότητα να πέσει και να βυθιστεί μέσα σε μια απέραντη άβυσσο καταστροφής· τελικά, ο Θεός καταστρέφει τους ανθρώπους, επειδή υπηρετούν τον Σατανά και αντιστέκονται σ’ Αυτόν. Κάποιοι άνθρωποι έχουν υπηρετήσει ως δημόσιοι αξιωματούχοι στην κοινωνία για δεκαετίες. Φανταστείτε να ρωτούσατε: “Τα έχεις καταφέρει τόσο καλά σ’ αυτό το αξίωμα. Ποια είναι τα διάσημα αποφθέγματα στα οποία βασίζεις κυρίως τη ζωή σου;” Μπορεί να πουν: “Το μόνο που καταλαβαίνω είναι το εξής: ‘Οι αξιωματούχοι δεν κάνουν δύσκολη τη ζωή εκείνων που τους φέρνουν δώρα, και όσοι δεν κολακεύουν, δεν καταφέρνουν ποτέ τίποτα’”. Πάνω σ’ αυτήν τη σατανική φιλοσοφία βασίζεται η καριέρα τους. Αυτά τα λόγια δεν είναι αντιπροσωπευτικά της φύσης τέτοιων ανθρώπων; Το να χρησιμοποιούν με αθέμιτο τρόπο κάθε δυνατό μέσο για την απόκτηση θέσης έχει γίνει η φύση τους· στόχοι τους είναι η θέση ενός αξιωματούχου και μια επιτυχημένη καριέρα. Υπάρχουν πολλά ακόμα σατανικά δηλητήρια στη ζωή των ανθρώπων, στη διαγωγή και στη συμπεριφορά τους. Για παράδειγμα, οι φιλοσοφίες τους για τις κοσμικές αλληλεπιδράσεις, ο τρόπος με τον οποίο ενεργούν και τα αξιώματά τους είναι όλα γεμάτα με τα δηλητήρια του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, και προέρχονται όλα από τον Σατανά. Άρα, όλα όσα ρέουν μέσα στο μεδούλι και στο αίμα τους προέρχονται απ’ τον Σατανά. […] Ο Σατανάς έχει διαφθείρει πολύ βαθιά την ανθρωπότητα. Το δηλητήριό του κυλά μέσα στο αίμα του κάθε ανθρώπου, και μπορεί να πει κανείς ότι ο άνθρωπος έχει διεφθαρμένη, μοχθηρή, ανταγωνιστική φύση που πάει κόντρα στον Θεό, γεμάτη από τις φιλοσοφίες και τα δηλητήρια του Σατανά, και βουτηγμένη μέσα σ’ αυτά. Έχει γίνει, στο σύνολό της, η φύση-ουσία του Σατανά. Γι’ αυτό αντιστέκονται και εναντιώνονται στον Θεό οι άνθρωποι» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Πώς να γνωρίσουμε τη φύση του ανθρώπου). Αφού διάβασα τον λόγο του Θεού, συνειδητοποίησα ότι δεν τολμούσα να αντιμετωπίσω κατά μέτωπο τους ψευδείς επικεφαλής και τους αντίχριστους, επειδή ζούσα με βάση τη σατανική λογική, σατανικούς νόμους και κοσμικές φιλοσοφίες όπως «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω», «Όσο λιγότερες φασαρίες, τόσο καλύτερα» και «Μείνε σιωπηλός για αυτοπροστασία και επιδίωξε μόνο να ξεφύγεις από τη μομφή». Υπάρχει επίσης το «Ο καθένας σκουπίζει το χιόνι από το δικό του πλατύσκαλο· δεν ασχολείται με τον πάγο στη στέγη του γείτονά του». Επειδή ζούσα με βάση αυτά τα σατανικά δηλητήρια, ήμουν ιδιαίτερα εγωιστής, ποταπός, δειλός και δόλιος. Στο καθετί, το πρώτο που σκεφτόμουν ήταν τα δικά μου συμφέροντα και τα πιθανά κέρδη κι οι ζημίες. Όταν ήθελα για πρώτη φορά να αναφέρω τη Λουσία, δεν τόλμησα να το κάνω επειδή ήθελα να προστατεύσω τον εαυτό μου. Τώρα, η Λουσία σχημάτιζε μια κλίκα, διεκδικώντας την εξουσία στην εκκλησία και διαταράσσοντας και αναστατώνοντας το εκκλησιαστικό έργο, κι εγώ και πάλι δεν είχα το θάρρος να υψώσω το ανάστημά μου και να κάνω πράξη την αλήθεια. Έβαζα το κεφάλι στο καβούκι μου να κρυφτώ σαν τη χελώνα, τρομοκρατημένος ότι τη στιγμή που θα φανερωνόμουν, θα με τιμωρούσε αν με ανακάλυπτε η ψευδής επικεφαλής και αντίχριστος. Κατ’ όνομα, πίστευα στον Θεό και Τον ακολουθούσα, δεν υπήρχε όμως θέση για Εκείνον στην καρδιά μου. Έβλεπα μάλιστα τον οίκο του Θεού όπως ακριβώς και την κοινωνία, πιστεύοντας ότι είναι ένα μέρος χωρίς νομιμότητα ή δικαιοσύνη, όπου έπρεπε να είμαι συνεχώς προσεκτικός και να μάθω να προστατεύω τον εαυτό μου, διαφορετικά διέτρεχα τον κίνδυνο να με καταπιέσουν και να με τιμωρήσουν. Αυτού του είδους η άποψη δεν ήταν παρά συκοφαντία και βλασφημία προς τον Θεό! Ο οίκος του Θεού δεν είναι ο έξω κόσμος. Ο Σατανάς βασιλεύει στον κόσμο και κυβερνούν οι πονηροί, ενώ οι καλοί απλώς εκφοβίζονται και καταπιέζονται. Ωστόσο, ο οίκος του Θεού κυβερνάται από τον Χριστό και την αλήθεια. Οι ψευδείς επικεφαλής και οι αντίχριστοι δεν βρίσκουν πού να σταθούν στον οίκο του Θεού και, καθώς ο εκλεκτός λαός του Θεού αποκτά κατανόηση της αλήθειας και διάκριση, όλοι θα αναφερθούν και θα έλθουν στο φως, θα εξοριστούν και θα εξαλειφθούν. Αυτή είναι η δικαιοσύνη του Θεού. Τα λόγια του Θεού λένε: «Οι πονηροί θα τιμωρηθούν σίγουρα». Ο λόγος του Θεού είναι η αλήθεια και τα αληθινά γεγονότα που θα επιτύχει ο Θεός. Είχα δει επίσης πραγματικά παραδείγματα ψευδών επικεφαλής και αντίχριστων που αντικαταστάθηκαν ή αποβλήθηκαν. Δεν ήταν αυτή η δικαιοσύνη του Θεού; Όμως με είχαν τυφλώσει εντελώς τα δικά μου συμφέροντα και σκεφτόμουν μόνο πώς να προστατεύσω τον εαυτό μου. Πίστευα στον Θεό, δεν πίστευα, όμως, στον λόγο του Θεού, στην αφοσίωση ή στη δικαιοσύνη Του. Έβλεπα τα πράγματα από τη σκοπιά ενός άπιστου. Αυτή ήταν η εκδήλωση ενός μη πιστού; Εάν συνέχιζα να ζω με βάση σατανικές φιλοσοφίες, δεν έκανα πράξη την αλήθεια και δεν προστάτευα το έργο της εκκλησίας, στο τέλος θα με καταδίκαζε και θα με απέκλειε ο Θεός. Μόλις τα συνειδητοποίησα όλα αυτά, κατάλαβα ότι έπρεπε να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις μου στο μέγιστο όσον αφορά το θέμα της αναφοράς της Λουσία, και ακόμη κι αν μια μέρα εκείνη με καταπίεζε ή με απέβαλε, θα υπήρχαν και διδάγματα να αντλήσω, ενώ αυτό θα γινόταν με τις καλές προθέσεις του Θεού. Όταν το σκέφτηκα αυτό, υπέγραψα πολύ ήρεμος το όνομά μου στην επιστολή αναφοράς. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα ασφάλεια και γαλήνη, καθώς και μια αίσθηση υπερηφάνειας. Ένιωσα ότι είχα επιτέλους υψώσει το ανάστημά μου κι είχα γίνει αξιοπρεπής άνθρωπος.
Περίπου έναν μήνα μετά την αποστολή της επιστολής αναφοράς, πήραμε επιτέλους τα καλά νέα. Η Λουσία είχε κάνει πάρα πολλές κακές πράξεις και αρνείτο να αλλάξει, ανακηρύχθηκε, λοιπόν, αντίχριστος και αποβλήθηκε από την εκκλησία. Οι αμαρτωλοί που ακολουθούσαν τη Λουσία στις κακές της πράξεις και στη διατάραξη του εκκλησιαστικού έργου αποβλήθηκαν κι αυτοί. Μερικοί που εξέφρασαν μεταμέλεια δεν συγκαταλέγησαν στους αμαρτωλούς και τους επετράπη να παραμείνουν στην εκκλησία και τους δόθηκε η ευκαιρία να μετανοήσουν. Το χάος που συνεχιζόταν για αρκετούς μήνες τελικά υποχώρησε, και επανήλθε η κανονική εκκλησιαστική ζωή. Χάρηκα πολύ με αυτό το αποτέλεσμα, ένιωσα όμως και τύψεις και στενοχώρια, γιατί στο θέμα της αναφοράς της ψευδούς επικεφαλής και αντίχριστου, ήμουν εγωιστής και ποταπός, προστατεύοντας τον εαυτό μου και αμφιβάλλοντας μάλιστα ακόμη και για τη δικαιοσύνη του Θεού και για το ότι βασιλεύει η αλήθεια στον οίκο Του. Εξακολουθούσα σε πολλά σημεία να είμαι μη πιστός. Διαπίστωσα ότι είμαι βαθιά διεφθαρμένος κι ότι χρωστώ πάρα πολλά στον Θεό. Ορκίστηκα ότι την επόμενη φορά που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα στεκόμουν στο πλευρό του Θεού.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, κάτι παρόμοιο συνέβη ξανά. Οι επικεφαλής της εκκλησίας μου, ο Κέιντεν και δύο άλλοι, επειδή μιλούσαν για λόγια και δόγματα και δεν έκαναν πρακτικό έργο, καταδικάστηκαν ως ψευδείς επικεφαλής και αντικαταστάθηκαν, και η εκκλησία έστειλε προσωρινά δύο επικεφαλής να αναλάβουν ευθύνες. Όταν ήλθαν οι δύο αυτές αδελφές, ο Κέιντεν διέδωσε αβάσιμα ότι η εκκλησία μας δεν δεχόταν «φιλανθρωπίες». Αυτό σήμαινε ότι δεν αποδεχόταν να είναι επικεφαλής μας οι δύο αδελφές που μεταφέρθηκαν από αλλού. Άρχισαν να ψάχνουν δικαιολογίες για να επιτίθενται στις δύο αυτές αδελφές και καλόπιασαν κι άλλους αδελφούς και αδελφές να σταθούν στο πλευρό τους και να γράψουν μια επιστολή αναφοράς που έλεγε ότι οι νέες επικεφαλής θα έπρεπε να ανακληθούν. Αργότερα, ζήτησαν κι από μένα να συμμετάσχω σ’ αυτό. Καθώς διάβαζα την επιστολή αναφοράς που έγραψαν, διαπίστωσα ότι ορισμένες από τις κακές συμπεριφορές που ανέφεραν δεν ήταν παρά φυσιολογικά παραδείγματα έκθεσης της διαφθοράς, και καθόλου κακές πράξεις. Άλλα που ανέφεραν ήταν καθαρή υπερβολή, και μερικά ήταν ξεκάθαρα ψευδείς κατηγορίες και ψέματα που διαστρέβλωναν τα γεγονότα. Οι καταδίκες τους στην επιστολή ήταν υπερβολικές, αναίτιες και μοχθηρές. Συνειδητοποίησα ότι ο πραγματικός σκοπός της επιστολής αναφοράς τους δεν ήταν να προστατεύσουν το έργο της εκκλησίας, να διώξουν ψευδείς επικεφαλής ή να προστατεύσουν τον εκλεκτό λαό του Θεού, ήταν να καταλάβουν την εξουσία, να λάβουν εκ νέου τις θέσεις τους ως επικεφαλής της εκκλησίας και να ελέγξουν την εκκλησία και τον εκλεκτό λαό του Θεού. Ήταν αντίχριστοι! Στην αρχή, θέλησα να μείνω έξω από το ζήτημα, επειδή είχε εξαπατηθεί και ο επικεφαλής της ομάδας μου από αυτούς και συμμετείχε στην αναφορά, κι εγώ δεν ήμουν παρά ένας απλός πιστός, επομένως δεν ήταν άτομα αυτά που να έχω την πολυτέλεια να προσβάλω. Καθώς όμως σκέφτηκα πώς, τέσσερα χρόνια πριν, είχε καταγγελθεί και εκδιωχθεί η αντίχριστη Λουσία, κι εγώ δεν είχα καμία μαρτυρία, αποφάσισα να μην κρυφτώ, ούτε να μαζευτώ ξανά. Συναναστράφηκα με τους αδελφούς και τις αδελφές γύρω μου, ώστε να κατανοήσουν σαφέστατα τους πραγματικούς στόχους και τις προθέσεις των ανθρώπων που έγραψαν αυτήν την επιστολή αναφοράς και να έχουν διάκριση για αυτούς. Μετά από αυτό, ανέφερα και εξέθεσα στην εκκλησία τις κακές πράξεις που είχε διαπράξει η εν λόγω κλίκα προκειμένου να διεκδικήσει την εξουσία. Η εκκλησία ερεύνησε και επαλήθευσε την κατάσταση, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι αντίχριστοι και τους απέβαλε από την εκκλησία. Όταν είδα ότι η ειδοποίηση για την αποβολή αυτής της ομάδας αντίχριστων περιείχε κάποια στοιχεία που είχα δώσει εγώ, χάρηκα πολύ, αλλά και παρηγορήθηκα. Ένιωσα τιμή που ανταποκρίθηκα στις ευθύνες μου ως προς αυτό το θέμα.
Βιώνοντας αυτές τις καταστάσεις, μπόρεσα να διαπιστώσω τη μεγάλη σοφία του έργου του Θεού. Ο Θεός επέτρεπε την εμφάνιση ψευδών επικεφαλής και αντίχριστων μέσα στην εκκλησία, ώστε να μπορέσω να αναπτύξω διάκριση. Μέσω της αποκάλυψης και της αποβολής τους, απέκτησα κάποια γνώση για τη δίκαιη διάθεση του Θεού, είδα με ποιον τρόπο στον οίκο του Θεού κυβερνούν ο Χριστός και η αλήθεια, κι η πίστη μου στον Θεό μεγάλωσε. Δόξα τω Θεώ!