Το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός Β΄

Κατά την τελευταία μας συνάντηση, συναναστραφήκαμε σχετικά με ένα πολύ σημαντικό θέμα. Θυμάστε ποιο ήταν; Επιτρέψτε Μου να το επαναλάβω. Το θέμα της τελευταίας μας συναναστροφής ήταν: το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός. Θεωρείτε αυτό το θέμα σημαντικό; Ποιο μέρος του είναι σημαντικότερο για εσάς; Το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού ή ο ίδιος ο Θεός; Ποιο σας ενδιαφέρει περισσότερο; Για ποιο μέρος θέλετε πιο πολύ να ακούσετε; Ξέρω ότι είναι δύσκολο να απαντήσετε σ’ αυτό το ερώτημα, γιατί η διάθεση του Θεού μπορεί να φαίνεται σε κάθε πτυχή του έργου Του και η διάθεσή Του αποκαλύπτεται στο έργο Του πάντα και παντού και, ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Θεό. Στο συνολικό σχέδιο διαχείρισης του Θεού, το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός είναι όλα άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Το περιεχόμενο της τελευταίας μας συναναστροφής, όσον αφορά το έργο του Θεού, συνίστατο σε περιγραφές από τη Βίβλο όσον αφορά γεγονότα που συνέβησαν εδώ και πολύ καιρό. Στο σύνολό τους επρόκειτο για ιστορίες που αφορούσαν τον άνθρωπο και τον Θεό, και έχουν να κάνουν με πράγματα που συνέβησαν στον άνθρωπο, ενώ ταυτόχρονα περιλάμβαναν τη συμμετοχή και την έκφραση του Θεού, οπότε οι συγκεκριμένες ιστορίες έχουν ιδιαίτερη αξία και σημασία ως προς τη γνώση του Θεού. Αμέσως μετά την δημιουργία της ανθρωπότητας, ο Θεός άρχισε να αλληλεπιδρά με τον άνθρωπο και να μιλάει στον άνθρωπο, και άρχισε να εκφράζει τη διάθεσή Του στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια, από την εποχή που ο Θεός είχε αρχίσει να αλληλεπιδρά με την ανθρωπότητα, άρχισε να γνωστοποιεί στον άνθρωπο, αδιαλείπτως, την ουσία Του και αυτό που έχει και είναι ο Θεός. Ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι του παρελθόντος ή οι άνθρωποι του σήμερα είναι σε θέση να το δουν ή να το κατανοήσουν, ο Θεός μιλάει στον άνθρωπο και εργάζεται ανάμεσα στους ανθρώπους, αποκαλύπτοντας τη διάθεσή Του και εκφράζοντας την ουσία Του —αυτό είναι γεγονός και δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι η διάθεση του Θεού, η ουσία του Θεού και αυτό που έχει και είναι ο Θεός συνεχώς φανερώνονται και αποκαλύπτονται καθώς Αυτός εργάζεται και αλληλεπιδρά με τον άνθρωπο. Ποτέ δεν έχει συγκαλύψει ή αποκρύψει τίποτα από τον άνθρωπο, αλλά, αντιθέτως, γνωστοποιεί και αποκαλύπτει τη δική Του διάθεση χωρίς να αποκρύπτει τίποτα. Συνεπώς, ο Θεός ελπίζει ότι ο άνθρωπος μπορεί να Τον γνωρίσει και να κατανοήσει τη διάθεση και την ουσία Του. Ο Θεός δεν θέλει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος τη διάθεση και την ουσία Του ως αιώνια μυστήρια, ούτε θέλει η ανθρωπότητα να θεωρήσει τον Θεό άλυτο γρίφο. Μόνο όταν η ανθρωπότητα γνωρίσει τον Θεό, θα μπορέσει ο άνθρωπος να προχωρήσει προς τα εμπρός και να δεχτεί την καθοδήγηση του Θεού, και μόνο μια τέτοια ανθρωπότητα μπορεί όντως να ζήσει στο κράτος του Θεού, να ζήσει στο φως εν μέσω των ευλογιών του Θεού.

Τα λόγια και η διάθεση που φανερώθηκαν και αποκαλύφθηκαν από τον Θεό αντιπροσωπεύουν τις προθέσεις Του και αντιπροσωπεύουν, επίσης, την ουσία Του. Όταν ο Θεός αλληλεπιδρά με τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από το τι λέει ή κάνει ο Θεός, ή ποια διάθεση αποκαλύπτει, και ανεξαρτήτως του τι βλέπει ο άνθρωπος όσον αφορά την ουσία του Θεού και τι έχει και είναι Αυτός, όλα αντιπροσωπεύουν τις προθέσεις του Θεού για τον άνθρωπο. Ανεξάρτητα από το πόσα είναι σε θέση ο άνθρωπος να συνειδητοποιήσει, να συλλάβει ή να κατανοήσει, όλα αντιπροσωπεύουν τις προθέσεις του Θεού —τις προθέσεις του Θεού για τον άνθρωπο. Αυτό είναι πέραν πάσης αμφιβολίας! Οι προθέσεις του Θεού για την ανθρωπότητα συνίστανται στο πώς απαιτεί από τους ανθρώπους να είναι, τι απαιτεί από αυτούς να κάνουν, πώς απαιτεί να ζουν και πώς απαιτεί από αυτούς να είναι ικανοί να ικανοποιήσουν τις προθέσεις του Θεού. Είναι αυτά τα πράγματα άρρηκτα συνδεδεμένα με την ουσία του Θεού; Με άλλα λόγια, ο Θεός φανερώνει τη διάθεσή Του και όλα όσα έχει και είναι Αυτός και ταυτόχρονα θέτει απαιτήσεις στον άνθρωπο. Δεν υπάρχει ουδέν ψέμα, προσποίηση, απόκρυψη μήτε ωραιοποίηση. Ωστόσο, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει και γιατί δεν κατάφερε ποτέ να αντιληφθεί με σαφήνεια τη διάθεση του Θεού; Γιατί δεν έχει συνειδητοποιήσει ποτέ τις προθέσεις του Θεού; Αυτό που αποκαλύπτεται και φανερώνεται από τον Θεό είναι αυτό που ο ίδιος ο Θεός έχει και είναι. Είναι κάθε ψήγμα και πτυχή της αληθινής διάθεσής Του —οπότε γιατί δεν μπορεί να το δει ο άνθρωπος; Γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να διαθέτει γνώση εις βάθος; Αυτό οφείλεται σ’ έναν σημαντικό λόγο. Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο λόγος; Από τον καιρό της δημιουργίας, ο άνθρωπος δεν αντιμετώπισε ποτέ τον Θεό ως Θεό. Τον πρώτο καιρό, ανεξαρτήτως του τι έκανε ο Θεός σε σχέση με τον άνθρωπο ο οποίος μόλις είχε δημιουργηθεί, ο άνθρωπος δεν αντιμετώπιζε τον Θεό παρά ως έναν σύντροφο, ως κάποιον πάνω στον οποίον θα βασιζόταν, και δεν γνώριζε ούτε κατανοούσε τον Θεό. Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν γνώριζε ότι ό,τι φανέρωνε αυτό το Είναι —αυτό το Είναι πάνω στο οποίο βασιζόταν και το οποίο έβλεπε ως σύντροφό του— ήταν η ουσία του Θεού, ούτε γνώριζε ότι αυτό το Είναι ήταν ο Κυβερνήτης των πάντων. Για να το πούμε απλά, οι άνθρωποι εκείνου του καιρού δεν αναγνώριζαν καθόλου τον Θεό. Δεν γνώριζαν ότι οι ουρανοί και η γη και τα πάντα δημιουργήθηκαν από Αυτόν, και αγνοούσαν από πού ήλθε Αυτός και, επιπλέον, τι ήταν Αυτός. Φυσικά, εκείνη την εποχή, ο Θεός δεν απαιτούσε από τον άνθρωπο να Τον γνωρίζει ή να Τον κατανοεί ή να καταλαβαίνει όλα όσα έκανε Αυτός ή να γνωρίζει τις προθέσεις Του, γιατί ήταν ο πρώτος καιρός μετά τη δημιουργία του ανθρώπου. Όταν ο Θεός άρχισε τις προετοιμασίες για το έργο της Εποχής του Νόμου, ο Θεός έκανε κάποια πράγματα στον άνθρωπο και επίσης άρχισε να θέτει κάποιες απαιτήσεις στον άνθρωπο, λέγοντάς του πώς να κάνει προσφορές και πώς να λατρεύει τον Θεό. Μόνο τότε ο άνθρωπος απέκτησε κάποιες απλές ιδέες για τον Θεό, μόνο τότε έμαθε τη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και Θεού, και ότι ο Θεός ήταν Αυτός που δημιούργησε την ανθρωπότητα. Όταν ο άνθρωπος έμαθε ότι ο Θεός ήταν Θεός και ο άνθρωπος ήταν άνθρωπος, μπήκε κάποια απόσταση μεταξύ αυτού και του Θεού, εντούτοις, ο Θεός δεν ζήτησε από τον άνθρωπο να Τον γνωρίσει εκτενώς ή να Τον κατανοήσει εις βάθος. Συνεπώς, ο Θεός θέτει διαφορετικές απαιτήσεις στον άνθρωπο με βάση τα στάδια και τις συνθήκες του έργου Του. Τι καταλαβαίνετε από αυτά; Ποια πτυχή της διάθεσης του Θεού αντιλαμβάνεστε; Είναι ο Θεός πραγματικός; Είναι οι απαιτήσεις του Θεού από τον άνθρωπο σωστές; Κατά τη διάρκεια του πρώτου καιρού μετά τη δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό, όταν ο Θεός δεν είχε ακόμη διεξάγει το έργο της κατάκτησης και τελείωσης του ανθρώπου και δεν είχε εκφράσει πολλά λόγια προς αυτόν, ζητούσε ελάχιστα από τον άνθρωπο. Ανεξαρτήτως του τι έκανε ο άνθρωπος και πώς συμπεριφερόταν —ακόμα κι αν έκανε κάποια πράγματα που ύβριζαν τον Θεό— ο Θεός συγχωρούσε και παρέβλεπε τα πάντα. Αυτό συνέβαινε επειδή ο Θεός γνώριζε τι είχε δώσει στον άνθρωπο και τι υπήρχε μέσα στον άνθρωπο και, συνεπώς, γνώριζε το ύψος των απαιτήσεων που έπρεπε να θέσει στον άνθρωπο. Παρόλο που το ύψος των απαιτήσεών Του ήταν πολύ χαμηλό εκείνον τον καιρό, αυτό δεν σημαίνει ότι η διάθεσή Του δεν ήταν μεγάλη ή ότι η σοφία και η παντοδυναμία Του ήταν μόνο κούφιες λέξεις. Ο άνθρωπος έχει μόνο έναν τρόπο για να γνωρίσει τη διάθεση του Θεού και τον ίδιο τον Θεό: να ακολουθήσει τα στάδια του έργου της διαχείρισης του Θεού και της σωτηρίας της ανθρωπότητας από τον Θεό και να αποδεχτεί τα λόγια που ο Θεός εξέφρασε στην ανθρωπότητα. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος γνωρίσει αυτό που έχει και είναι ο Θεός και γνωρίσει τη διάθεση του Θεού, θα εξακολουθήσει να ζητάει από τον Θεό να του δείξει το πραγματικό Του πρόσωπο; Όχι, ο άνθρωπος δεν πρόκειται ούτε τολμάει να το κάνει αυτό, διότι αν κατανοήσει τη διάθεση του Θεού και αυτό που έχει και είναι ο Θεός, ο άνθρωπος θα έχει ήδη δει τον ίδιο τον αληθινό Θεό και το πραγματικό Του πρόσωπο. Αυτό είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα.

Καθώς το έργο και το σχέδιο του Θεού προχωρούσαν αδιαλείπτως, και αφού ο Θεός καθιέρωσε τη διαθήκη του ουράνιου τόξου με τον άνθρωπο ως σημείο ότι ποτέ άλλοτε δεν θα καταστρέψει τον κόσμο μέσω κατακλυσμού, η επιθυμία του Θεού να κερδίσει όσους θα μπορούσαν να είναι σε σύμπνοια μαζί Του γινόταν όλο και πιο έντονη. Και είχε μια ακόμα πιο επιτακτική επιθυμία να κερδίσει όσους ήταν σε θέση να ακολουθήσουν το θέλημά Του επί γης και, επιπλέον, να κερδίσει μια ομάδα ανθρώπων ικανών να ξεφύγουν από τις δυνάμεις του σκότους και να μην είναι δέσμιοι του Σατανά, μια ομάδα ανθρώπων που να είναι σε θέση να γίνουν μάρτυρές Του επί γης. Η απόκτηση μιας τέτοιας ομάδας ανθρώπων ήταν επί μακρόν η επιθυμία του Θεού, ήταν κάτι που προσδοκούσε από τον καιρό της δημιουργίας. Συνεπώς, παρόλο που ο Θεός χρησιμοποίησε τον κατακλυσμό για να καταστρέψει τον κόσμο ή τη σύναψη διαθήκης με τον άνθρωπο, οι προθέσεις, η ψυχική κατάσταση, το σχέδιο και οι ελπίδες του Θεού παρέμειναν ίδια. Αυτό που ήθελε να κάνει, αυτό το οποίο λαχταρούσε πολύ πριν από τον καιρό της δημιουργίας, ήταν να κερδίσει εκείνους τους ανθρώπους που επιθυμούσε —να κερδίσει μια ομάδα ανθρώπων ικανών να κατανοήσουν και να γνωρίσουν τη διάθεσή Του και να κατανοήσουν τις προθέσεις Του, μια ομάδα που θα ήταν σε θέση να Τον λατρέψει. Μια τέτοια ομάδα ανθρώπων θα ήταν πραγματικά ικανοί να γίνουν μάρτυρές Του, και, όπως μπορεί να πει κανείς, θα ήταν οι έμπιστοί Του.

Σήμερα, ας ανατρέξουμε στα βήματα του Θεού και ας ακολουθήσουμε τα στάδια του έργου Του, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αποκαλύψουμε τις σκέψεις και τις ιδέες του Θεού, και όλες τις διάφορες λεπτομέρειες που έχουν σχέση με τον Θεό, οι οποίες έχουν παραμείνει όλες «σφραγισμένες ερμητικά» για πάρα πολύ καιρό. Μέσω αυτών, θα καταφέρουμε να γνωρίσουμε τη διάθεση του Θεού, να κατανοήσουμε την ουσία του Θεού, να αφήσουμε τον Θεό να εισέλθει στην καρδιά μας και να πλησιάσουμε όλοι μας σταδιακά τον Θεό, μειώνοντας την απόστασή μας από τον Θεό.

Κάποια από όσα συζητήσαμε την τελευταία φορά σχετίζονται με τον λόγο για τον οποίο ο Θεός σύναψε διαθήκη με τον άνθρωπο. Αυτήν τη φορά, θα συναναστραφούμε με τα χωρία της Γραφής παρακάτω. Ας αρχίσουμε να διαβάζουμε από τις Γραφές.

Α. Ο Αβραάμ

1. Ο Θεός υπόσχεται στον Αβραάμ να του χαρίσει έναν γιο

Γέν. 17:15-17  Και είπεν ο Θεός προς τον Αβραάμ, Σάραν την γυναίκα σου, δεν θέλεις καλέσει πλέον το όνομα αυτής Σάραν, αλλά Σάρρα θέλει είσθαι το όνομα αυτής. Και θέλω ευλογήσει αυτήν, και θέλω προσέτι δώσει εις σε υιόν εξ αυτής· και θέλω ευλογήσει αυτήν, και θέλει γείνει μήτηρ εθνών· βασιλείς λαών θέλουσιν εξέλθει εξ αυτής. Και έπεσεν ο Αβραάμ επί πρόσωπον αυτού και εγέλασε, και είπεν εν τη καρδία αυτού, Εις άνθρωπον εκατονταετή θέλει γεννηθή τέκνον; και η Σάρρα, γυνή ενενήκοντα ετών, θέλει γεννήσει;

Γέν. 17:21-22  Αλλά την διαθήκην μου θέλω στήσει προς τον Ισαάκ, τον οποίον θέλει γεννήσει η Σάρρα εις σε το ερχόμενον έτος, εν τω αυτώ τούτω καιρώ. Αφού δε ετελείωσε να λαλή μετ’ αυτού, ανέβη ο Θεός από του Αβραάμ.

Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει το έργο που αποφασίζει να επιτελέσει ο Θεός

Έτσι, όλοι μόλις ακούσατε την ιστορία του Αβραάμ, έτσι δεν είναι; Επιλέχθηκε από τον Θεό αφού ο κόσμος καταστράφηκε από τον κατακλυσμό, το όνομά του ήταν Αβραάμ, και όταν ήταν εκατό ετών και η σύζυγός του Σάρα ενενήντα, ο Θεός τού έδωσε μια υπόσχεση. Τι υπόσχεση του έδωσε ο Θεός; Ο Θεός υποσχέθηκε αυτό που αναφέρεται στις Γραφές: «Και θέλω ευλογήσει αυτήν, και θέλω προσέτι δώσει εις σε υιόν εξ αυτής». Ποιο ήταν το παρασκήνιο της υπόσχεσης του Θεού να του χαρίσει έναν γιο; Οι Γραφές παρέχουν την ακόλουθη αναφορά: «Και έπεσεν ο Αβραάμ επί πρόσωπον αυτού και εγέλασε, και είπεν εν τη καρδία αυτού, Εις άνθρωπον εκατονταετή θέλει γεννηθή τέκνον; και η Σάρρα, γυνή ενενήκοντα ετών, θέλει γεννήσει;» Με άλλα λόγια, το ηλικιωμένο αυτό ζευγάρι ήταν πολύ μεγάλο για να τεκνοποιήσει. Και τι έκανε ο Αβραάμ αφού του έδωσε την υπόσχεσή Του ο Θεός; Έσκυψε το πρόσωπο και γέλασε, και είπε από μέσα του: «Εις άνθρωπον εκατονταετή θέλει γεννηθή τέκνον;» Ο Αβραάμ πίστευε ότι ήταν αδύνατον —τουτέστιν πίστευε ότι η υπόσχεση του Θεού προς αυτόν δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα αστείο. Από την οπτική γωνία του ανθρώπου, αυτό είναι κάτι ανέφικτο για τον άνθρωπο και, παρομοίως, ανέφικτο και αδύνατο για τον Θεό. Ίσως, ο Αβραάμ το θεώρησε γελοίο: «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, όμως φαίνεται ότι κατά κάποιο τρόπο δεν γνωρίζει ότι κάποιος σε τόσο μεγάλη ηλικία είναι ανίκανος να τεκνοποιήσει. Ο Θεός νομίζει ότι μπορεί να μου επιτρέψει να κάνω παιδί, λέει ότι θα μου χαρίσει έναν γιο —σίγουρα αυτό είναι αδύνατον!» Έτσι, ο Αβραάμ έσκυψε το κεφάλι και γέλασε, λέγοντας από μέσα του: «Αδύνατον —ο Θεός αστειεύεται μαζί μου, δεν μπορεί να είναι αλήθεια!» Δεν πήρε τα λόγια του Θεού στα σοβαρά. Έτσι, στα μάτια του Θεού, τι είδους άνθρωπος ήταν ο Αβραάμ; (Δίκαιος.) Πού αναφέρεται ότι ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος; Νομίζετε ότι όλοι όσοι ο Θεός καλεί είναι δίκαιοι και άμεμπτοι, ότι είναι όλοι άνθρωποι που πορεύονται με τον Θεό. Εσείς τηρείτε το δόγμα! Πρέπει να δείτε καθαρά ότι όταν ο Θεός ορίζει κάποιον, δεν το κάνει αυθαίρετα. Εδώ, ο Θεός δεν είπε ότι ο Αβραάμ ήταν δίκαιος. Στην καρδιά Του, ο Θεός έχει πρότυπα για να μετράει κάθε άτομο. Παρόλο που ο Θεός δεν είπε τι είδους άνθρωπος ήταν ο Αβραάμ, όσον αφορά τη συμπεριφορά του, τι είδους πίστη είχε ο Αβραάμ στον Θεό; Μήπως δεν πίστευε αρκετά; Ή είχε μεγάλη πίστη; Όχι, δεν είχε! Το γέλιο και οι σκέψεις του έδειξαν ποιος ήταν, οπότε η πεποίθησή σας ότι ήταν δίκαιος δεν είναι παρά αποκύημα της φαντασία σας, αποτελεί τυφλή εφαρμογή του δόγματος, είναι μια ανεύθυνη εκτίμηση. Είδε άραγε ο Θεός το γέλιο του Αβραάμ και τις μικρές του εκφράσεις; Τα γνώριζε; Ο Θεός τα γνώριζε. Θα άλλαζε όμως ο Θεός αυτό που είχε αποφασίσει να κάνει; Όχι! Όταν ο Θεός σχεδίαζε και αποφάσιζε ότι θα επέλεγε τον συγκεκριμένο άνθρωπο, το θέμα είχε ήδη κλείσει. Ούτε οι σκέψεις του ανθρώπου ούτε η συμπεριφορά του θα επηρέαζαν ή θα εμπόδιζαν τον Θεό στο ελάχιστο. Ο Θεός δεν θα άλλαζε αυθαίρετα το σχέδιό Του, ούτε θα άλλαζε παρορμητικά ή θα χαλούσε το σχέδιό Του λόγω της συμπεριφοράς του ανθρώπου, η οποία μπορεί και να είναι ακόμη και συμπεριφορά αδαούς. Τι, λοιπόν, αναφέρεται στη Γένεση 17:21-22; «Αλλά την διαθήκην μου θέλω στήσει προς τον Ισαάκ, τον οποίον θέλει γεννήσει η Σάρρα εις σε το ερχόμενον έτος, εν τω αυτώ τούτω καιρώ. Αφού δε ετελείωσε να λαλή μετ’ αυτού, ανέβη ο Θεός από του Αβραάμ». Ο Θεός δεν έδωσε την παραμικρή προσοχή σε ό,τι σκέφτηκε ή είπε ο Αβραάμ. Ποιος ήταν ο λόγος που δεν τα έλαβε υπόψη Του; Επειδή, εκείνη την εποχή, ο Θεός δεν ζήτησε από αυτόν τον άνθρωπο να έχει μεγάλη πίστη ή να είναι σε θέση να γνωρίζει πολύ καλά τον Θεό ή, πολύ περισσότερο, να μπορεί να κατανοήσει τι έκανε και τι είπε ο Θεός. Επομένως, δεν ζήτησε από τον άνθρωπο να κατανοήσει πλήρως τι αποφάσισε να κάνει, ή ποιους ανθρώπους αποφάσισε να επιλέξει ή τις αρχές των πράξεών Του, διότι το ανάστημα του ανθρώπου ήταν απλώς ανεπαρκές. Εκείνη την εποχή, ο Θεός θεωρούσε όσα έκανε ο Αβραάμ και όπως συμπεριφερόταν φυσιολογικά. Δεν καταδίκασε, ούτε επέπληξε, αλλά απλώς είπε: «Τον Ισαάκ, τον οποίον θέλει γεννήσει η Σάρρα εις σε το ερχόμενον έτος, εν τω αυτώ τούτω καιρώ». Για τον Θεό, αφού διακήρυξε αυτά τα λόγια, το ζήτημα αυτό έγινε πραγματικότητα σταδιακά. Στα μάτια του Θεού, αυτό που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του σχεδίου Του είχε ήδη επιτευχθεί. Αφού ολοκλήρωσε τις ρυθμίσεις Του σχετικά μ’ αυτό, ο Θεός αναχώρησε. Το τι κάνει ή τι σκέφτεται ο άνθρωπος, τι κατανοεί ο άνθρωπος, τα σχέδια του ανθρώπου —τίποτα από αυτά δεν έχει σχέση με τον Θεό. Όλα βαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, σύμφωνα με τους χρόνους και τα στάδια που ορίζει ο Θεός. Αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή του έργου του Θεού. Ο Θεός δεν παρεμβαίνει σε ό,τι σκέφτεται ή γνωρίζει ο άνθρωπος, ούτε όμως παραιτείται από το σχέδιό Του ή εγκαταλείπει το έργο Του απλά και μόνο επειδή ο άνθρωπος δεν πιστεύει ή δεν καταλαβαίνει. Έτσι επιτυγχάνονται τα γεγονότα σύμφωνα με το σχέδιο και τις σκέψεις του Θεού. Αυτό ακριβώς βλέπουμε στη Βίβλο: ο Θεός έκανε τον Ισαάκ να γεννηθεί τη χρονική στιγμή που είχε καθορίσει. Αποδεικνύουν τα γεγονότα ότι η συμπεριφορά και η στάση του ανθρώπου εμπόδισαν το έργο του Θεού; Δεν εμπόδισαν το έργο του Θεού! Μήπως η περιορισμένη πίστη του ανθρώπου στον Θεό, οι αντιλήψεις και οι φαντασιοκοπίες του γύρω από τον Θεό επηρέασαν το έργο του Θεού; Όχι, δεν το επηρέασαν! Ούτε κατά διάνοια! Το σχέδιο διαχείρισης του Θεού δεν επηρεάζεται από κανέναν άνθρωπο, θέμα ή περιβάλλον. Όλα όσα Αυτός αποφασίζει να κάνει, θα ολοκληρωθούν και θα επιτευχθούν εγκαίρως και σύμφωνα με το σχέδιό Του, και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να παρέμβει στο έργο Του. Ο Θεός δεν δίνει προσοχή σε ορισμένες πτυχές της ανοησίας και της άγνοιας του ανθρώπου, και ακόμα, αγνοεί ορισμένες πτυχές της αντίστασης και των αντιλήψεων του ανθρώπου προς Αυτόν. Αντιθέτως, επιτελεί το έργο που πρέπει να επιτελέσει χωρίς ενδοιασμούς. Αυτή είναι η διάθεση του Θεού και αντικατοπτρίζει την παντοδυναμία Του.

2. Ο Αβραάμ προσφέρει τον Ισαάκ

Γέν. 22:2-3  Και είπε, Λάβε τώρα τον υιόν σου τον μονογενή, τον οποίον ηγάπησας, τον Ισαάκ, και ύπαγε εις τον τόπον Μοριά, και πρόσφερε αυτόν εκεί εις ολοκαύτωμα, επί ενός των ορέων, το οποίον θέλω σοι ειπεί. Σηκωθείς δε Αβραάμ ενωρίς το πρωΐ, εσαμάρωσε την όνον αυτού και έλαβε μεθ’ εαυτού δύο εκ των δούλων αυτού και Ισαάκ τον υιόν αυτού· και σχίσας ξύλα διά την ολοκαύτωσιν, εσηκώθη και υπήγεν εις τον τόπον τον οποίον είπε προς αυτόν ο Θεός.

Γέν. 22:9-10  Αφού δε έφθασαν εις τον τόπον τον οποίον είπε προς αυτόν ο Θεός, ωκοδόμησεν εκεί ο Αβραάμ το θυσιαστήριον και διέθεσε τα ξύλα, και δέσας τον Ισαάκ τον υιόν αυτού έβαλεν αυτόν επί το θυσιαστήριον επάνω των ξύλων· και εκτείνας ο Αβραάμ την χείρα αυτού, έλαβε την μάχαιραν διά να σφάξη τον υιόν αυτού.

Το Έργο της διαχείρισης του Θεού και της σωτηρίας της ανθρωπότητας ξεκινά με τη θυσία του Ισαάκ από τον Αβραάμ

Έχοντας χαρίσει στον Αβραάμ έναν γιο, εκπληρώθηκαν όσα ο Θεός είπε στον Αβραάμ. Αυτό δεν σημαίνει ότι το σχέδιο του Θεού σταμάτησε εδώ. Αντιθέτως, το μεγαλειώδες σχέδιο του Θεού για τη διαχείριση και τη σωτηρία της ανθρωπότητας είχε μόλις αρχίσει, και η ευλογία Του χαρίζοντας έναν γιο στον Αβραάμ δεν ήταν παρά ένα προοίμιο στο συνολικό σχέδιο της διαχείρισής Του. Εκείνη τη στιγμή, ποιος να ήξερε ότι η μάχη του Θεού με τον Σατανά είχε ξεκινήσει αθόρυβα τη στιγμή που ο Αβραάμ προσέφερε τον Ισαάκ;

Ο Θεός δεν ενδιαφέρεται αν ο άνθρωπος είναι ανόητος — ζητάει από τον άνθρωπο μόνο να είναι πιστός

Στη συνέχεια, ας δούμε τι έκανε ο Θεός στον Αβραάμ. Στο Γένεση 22:2, ο Θεός έδωσε την ακόλουθη εντολή στον Αβραάμ: «Λάβε τώρα τον υιόν σου τον μονογενή, τον οποίον ηγάπησας, τον Ισαάκ, και ύπαγε εις τον τόπον Μοριά, και πρόσφερε αυτόν εκεί εις ολοκαύτωμα, επί ενός των ορέων, το οποίον θέλω σοι ειπεί». Το μήνυμα του Θεού ήταν ξεκάθαρο: Είπε στον Αβραάμ να προσφέρει τον μονάκριβό γιο του Ισαάκ, τον οποίο αγαπούσε, ως ολοκαύτωμα. Βλέποντάς το σήμερα, εξακολουθεί η εντολή του Θεού να έρχεται σε αντίθεση με τις αντιλήψεις του ανθρώπου; Ναι! Ό,τι έκανε ο Θεός εκείνη την εποχή έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τις αντιλήψεις του ανθρώπου, ακατανόητο στον άνθρωπο. Στις αντιλήψεις τους, οι άνθρωποι πιστεύουν τα εξής: Όταν ένας άνθρωπος δεν πίστευε και σκεφτόταν ότι ήταν αδύνατον, ο Θεός τού χάρισε έναν γιο, και αφού είχε αποκτήσει έναν γιο, ο Θεός τού ζήτησε να θυσιάσει τον γιο του. Εντελώς απίστευτο! Τι σκόπευε στην ουσία να κάνει ο Θεός; Ποια ήταν η πραγματική πρόθεση του Θεού; Αυτός έδωσε στον Αβραάμ έναν γιο άνευ όρων, εντούτοις ζήτησε από τον Αβραάμ να κάνει μια άνευ όρων προσφορά. Ήταν υπερβολή; Από την άποψη ενός τρίτου, αυτό δεν ήταν μόνο υπερβολή, αλλά και μια περίπτωση του «να δημιουργεί κανείς πρόβλημα εκ του μηδενός». Αλλά ο ίδιος ο Αβραάμ δεν πίστευε ότι ο Θεός ζητούσε πάρα πολλά. Αν και είχε κάποιες δικές του ασήμαντες απόψεις σχετικά, και μολονότι ήταν λίγο καχύποπτος έναντι του Θεού, ήταν εντούτοις έτοιμος να κάνει την προσφορά. Σ’ αυτό το σημείο, τι διακρίνετε που αποδεικνύει ότι ο Αβραάμ ήταν πρόθυμος να προσφέρει τον γιο του; Τι λένε αυτές οι προτάσεις; Το πρωτότυπο κείμενο περιγράφει τα ακόλουθα: «Σηκωθείς δε Αβραάμ ενωρίς το πρωΐ, εσαμάρωσε την όνον αυτού και έλαβε μεθ’ εαυτού δύο εκ των δούλων αυτού και Ισαάκ τον υιόν αυτού· και σχίσας ξύλα διά την ολοκαύτωσιν, εσηκώθη και υπήγεν εις τον τόπον τον οποίον είπε προς αυτόν ο Θεός» (Γέν. 22:3). «Αφού δε έφθασαν εις τον τόπον τον οποίον είπε προς αυτόν ο Θεός, ωκοδόμησεν εκεί ο Αβραάμ το θυσιαστήριον και διέθεσε τα ξύλα, και δέσας τον Ισαάκ τον υιόν αυτού έβαλεν αυτόν επί το θυσιαστήριον επάνω των ξύλων· και εκτείνας ο Αβραάμ την χείρα αυτού, έλαβε την μάχαιραν διά να σφάξη τον υιόν αυτού» (Γέν. 22:9-10). Όταν ο Αβραάμ άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι για να σφάξει τον γιο του, είδε τις πράξεις του ο Θεός; Τις είδε. Ολόκληρη η διαδικασία —από την αρχή, όταν ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να θυσιάσει τον Ισαάκ, μέχρις ότου ο Αβραάμ όντως σήκωσε το μαχαίρι του για να σφάξει τον γιο του— φανέρωσε στον Θεό την καρδιά του Αβραάμ και, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι υπήρξε ανόητος, αδαής και παρεξήγησε τον Θεό, εκείνη τη στιγμή, η καρδιά του Αβραάμ ήταν πιστή στον Θεό και ειλικρινής και όντως είχε πρόθεση να επιστρέψει στον Θεό τον Ισαάκ, τον γιο που του έδωσε ο Θεός. Μέσα του, ο Θεός είδε την υποταγή, εκείνη ακριβώς την υποταγή που επιθυμούσε.

Όσον αφορά τον άνθρωπο, ο Θεός κάνει πολλά πράγματα που είναι ακατανόητα, ακόμα και απίστευτα. Όταν ο Θεός επιθυμεί να ενορχηστρώσει κάποιον, αυτή η ενορχήστρωση συχνά έρχεται σε αντίθεση με τις αντιλήψεις του ανθρώπου και είναι ακατανόητη σ’ αυτόν, αλλά ακριβώς αυτή η ασυμφωνία και η έλλειψη κατανόησης είναι η δοκιμασία και η δοκιμή του ανθρώπου από τον Θεό. Ο Αβραάμ, εντωμεταξύ, μπόρεσε να επιδείξει υποταγή μέσα του για τον Θεό, η οποία αποτελούσε την πιο θεμελιώδη προϋπόθεση για να είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Θεού. Μόνο τότε, όταν ο Αβραάμ ήταν σε θέση να υποταχθεί στην απαίτηση του Θεού, όταν προσέφερε τον Ισαάκ, ο Θεός ανακουφίστηκε και επιδοκίμασε πραγματικά την ανθρωπότητα —τον Αβραάμ, τον οποίο είχε επιλέξει. Μόνο τότε βεβαιώθηκε ο Θεός ότι αυτός ο άνθρωπος, τον οποίο είχε επιλέξει, ήταν ένας απαραίτητος ηγέτης που θα μπορούσε να αναλάβει να φέρει εις πέρας την υπόσχεσή Του και το επακόλουθο σχέδιο διαχείρισής Του. Παρόλο που δεν ήταν παρά μια δοκιμασία και μια δοκιμή, ο Θεός ένιωσε ικανοποίηση, ένιωσε την αγάπη του ανθρώπου γι’ Αυτόν και ένιωσε παρηγοριά από τον άνθρωπο όπως ποτέ άλλοτε. Τη στιγμή που ο Αβραάμ σήκωσε το μαχαίρι του για να σφάξει τον Ισαάκ, τον σταμάτησε ο Θεός; Ο Θεός δεν άφησε τον Αβραάμ να θυσιάσει τον Ισαάκ, γιατί απλώς ο Θεός δεν είχε πρόθεση να πάρει τη ζωή του Ισαάκ. Έτσι, ο Θεός σταμάτησε τον Αβραάμ πάνω στην ώρα. Όσον αφορά τον Θεό, η υποταγή του Αβραάμ είχε ήδη περάσει τη δοκιμή, αυτό που έκανε ήταν αρκετό και ο Θεός είχε ήδη δει το αποτέλεσμα όσων Αυτός σκόπευε να κάνει. Ικανοποιήθηκε ο Θεός από αυτό το αποτέλεσμα; Μπορεί να πει κανείς ότι αυτό το αποτέλεσμα ικανοποίησε τον Θεό, ότι ήταν αυτό που ο Θεός ήθελε και ήταν αυτό που ο Θεός λαχταρούσε να δει. Αληθεύει αυτό; Αν και, σε διαφορετικά πλαίσια, ο Θεός χρησιμοποιεί διαφορετικούς τρόπους για να δοκιμάσει κάθε άνθρωπο, ο Θεός είδε στον Αβραάμ αυτό που ήθελε, είδε ότι η καρδιά του Αβραάμ ήταν πιστή και ότι η υποταγή του ήταν άνευ όρων. Ακριβώς αυτό το «άνευ όρων» επιθυμούσε ο Θεός. Οι άνθρωποι λένε συχνά: «Έχω ήδη προσφέρει αυτό, έχω ήδη εγκαταλείψει το άλλο —γιατί ο Θεός ακόμα δεν είναι ικανοποιημένος μαζί μου; Γιατί συνεχίζει να με υποβάλει σε δοκιμασίες; Γιατί συνεχίζει να με δοκιμάζει;» Αυτό καταδεικνύει το εξής γεγονός: ο Θεός δεν έχει δει την καρδιά σου και δεν έχει κερδίσει την καρδιά σου. Με άλλα λόγια, δεν έχει δει τέτοια ειλικρίνεια όπως όταν ο Αβραάμ μπόρεσε να σηκώσει το μαχαίρι του για να σφάξει τον γιο του με τα ίδια τα χέρια του και να τον προσφέρει στον Θεό. Δεν έχει δει την άνευ όρων υποταγή σου και δεν Του έχεις προσφέρει παρηγοριά. Είναι φυσικό, λοιπόν, ο Θεός να συνεχίζει να σε δοκιμάζει. Δεν είναι αυτό άραγε αλήθεια; Όσον αφορά αυτό το θέμα, ας το κλείσουμε εδώ. Στη συνέχεια, θα διαβάσουμε το κείμενο «Η υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ».

3. Η υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ

Γέν. 22:16-18  Ώμοσα εις εμαυτόν, λέγει Ιεχωβά, ότι, επειδή έπραξας το πράγμα τούτο και δεν ελυπήθης τον υιόν σου, τον μονογενή σου, ότι ευλογών θέλω σε ευλογήσει, και πληθύνων θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης· και το σπέρμα σου θέλει κυριεύσει τας πύλας των εχθρών αυτού· και εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γής· διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου.

Αυτή είναι μια πλήρης καταγραφή της ευλογίας του Θεού προς τον Αβραάμ. Αν και σύντομη, το περιεχόμενό της είναι πλούσιο: περιλαμβάνει τον λόγο και το υπόβαθρο για το δώρο του Θεού στον Αβραάμ, και τι έδωσε στον Αβραάμ. Είναι επίσης διαποτισμένη με τη χαρά και τον ενθουσιασμό, με τα οποία ο Θεός εξέφρασε αυτά τα λόγια, καθώς και από τον διακαή πόθο Του να κερδίσει όσους είναι σε θέση να ακούσουν τα λόγια Του. Μέσα της, βλέπουμε την αγάπη και τη στοργή του Θεού προς όσους υπακούν στα λόγια Του και υποτάσσονται στις εντολές Του. Επίσης, βλέπουμε το τίμημα που πληρώνει για να κερδίσει τους ανθρώπους, και τη φροντίδα και την προσπάθεια που καταβάλλει για να τους κερδίσει. Επιπλέον, το εδάφιο αυτό, που περιέχει τη φράση «Ώμοσα εις εμαυτόν», μας δίνει μια ισχυρή αίσθηση της πικρίας και του πόνου που φέρει ο Θεός, και μόνο ο Θεός, στο παρασκήνιο αυτού του έργου του σχεδίου διαχείρισής Του. Πρόκειται για ένα εδάφιο που προκαλεί σκέψη και το οποίο είχε ιδιαίτερη σημασία στις μετέπειτα γενιές και είχε πολύ μεγάλο αντίκτυπο σε αυτές.

Ο άνθρωπος κερδίζει τις ευλογίες του Θεού εξαιτίας της ειλικρίνειας και της υποταγής του

Ήταν μεγάλη η ευλογία που δόθηκε στον Αβραάμ από τον Θεό, για την οποία διαβάζουμε εδώ; Πόσο μεγάλη δηλαδή; Υπάρχει μια πρόταση κλειδί εδώ: «Και εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γής». Αυτή η πρόταση δείχνει ότι ο Αβραάμ έλαβε ευλογίες που δεν είχαν δοθεί σε κάποιον άλλον πριν ή μετά. Όταν, όπως ζήτησε ο Θεός, ο Αβραάμ επέστρεψε τον μοναχογιό του —τον αγαπημένο του μοναχογιό— στον Θεό (εδώ δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «πρόσφερε»· θα πρέπει να πούμε ότι επέστρεψε τον γιο του στον Θεό), όχι μόνο δεν επέτρεψε ο Θεός στον Αβραάμ να προσφέρει τον Ισαάκ, αλλά του έδωσε και την ευλογία Του. Με ποια υπόσχεση ευλόγησε τον Αβραάμ; Τον ευλόγησε με την υπόσχεση να πολλαπλασιαστούν οι απόγονοί του. Και σε ποιο βαθμό θα πολλαπλασιάζονταν; Οι Γραφές παρέχουν την ακόλουθη αναφορά: «ως τα άστρα του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης· και το σπέρμα σου θέλει κυριεύσει τας πύλας των εχθρών αυτού· και εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γής». Ποιο ήταν το πλαίσιο στο οποίο ο Θεός εξέφρασε αυτά τα λόγια; Πώς δηλαδή έλαβε ο Αβραάμ τις ευλογίες του Θεού; Τις έλαβε ακριβώς όπως λέει ο Θεός στις Γραφές: «Διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου». Τουτέστιν, επειδή ο Αβραάμ ακολούθησε την εντολή του Θεού, επειδή έκανε ό,τι του είχε πει, του είχε ζητήσει και τον είχε διατάξει ο Θεός, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία, γι’ αυτό ο Θεός τού έδωσε αυτή την υπόσχεση. Υπάρχει μια κρίσιμη πρόταση σε αυτήν την υπόσχεση που αναφέρεται στις σκέψεις του Θεού εκείνη τη στιγμή. Την έχετε δει; Ίσως να μην έχετε δώσει μεγάλη προσοχή στα λόγια του Θεού: «Ώμοσα εις εμαυτόν». Αυτό που εννοούν είναι ότι, όταν ο Θεός εξέφρασε αυτά τα λόγια, έδωσε όρκο στον εαυτό Του. Τι ορκίζονται οι άνθρωποι όταν δίνουν όρκο; Ορκίζονται στα Ουράνια, δηλαδή, δίνουν όρκο στον Θεό και ορκίζονται στο όνομα του Θεού. Οι άνθρωποι μπορεί να μην κατανοούν πολύ το γεγονός του ότι ο Θεός έδωσε όρκο στον εαυτό Του, αλλά θα μπορέσετε να το καταλάβετε όταν σας δώσω τη σωστή ερμηνεία. Όντας αντιμέτωπος με έναν άνθρωπο, ο οποίος μπορούσε μόνο να ακούσει τα λόγια Του, αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει την καρδιά Του, ο Θεός αισθάνθηκε για άλλη μια φορά μόνος και σαστισμένος. Μέσα στην απελπισία —και, θα λέγαμε, υποσυνείδητα— ο Θεός έκανε κάτι πολύ φυσικό: ο Θεός έβαλε το χέρι Του στην καρδιά Του και απευθύνθηκε στον εαυτό Του όταν έδωσε αυτήν την υπόσχεση στον Αβραάμ και αυτός ο άνθρωπος άκουσε τον Θεό να λέει: «Ώμοσα εις εμαυτόν». Μέσα από τις πράξεις του Θεού, ίσως σκεφτείς τον εαυτό σου. Όταν βάζεις το χέρι στην καρδιά σου και απευθύνεσαι στον εαυτό σου, έχεις σαφή ιδέα για το τι λες; Είναι η στάση σου ειλικρινής; Μιλάς ειλικρινά, με την καρδιά σου; Έτσι, βλέπουμε εδώ ότι όταν ο Θεός μίλησε στον Αβραάμ, ήταν σοβαρός και ειλικρινής. Την ίδια στιγμή που μιλούσε και ευλογούσε τον Αβραάμ, ο Θεός μιλούσε επίσης στον εαυτό Του. Έλεγε στον εαυτό Του: θα ευλογήσω τον Αβραάμ και θα κάνω τους απογόνους του πολυάριθμους σαν τα αστέρια του ουρανού και θα είναι τόσο πολλοί σαν την άμμο στην ακτή, επειδή υπάκουσε τα λόγια Μου και είναι αυτός που επιλέγω. Όταν ο Θεός είπε «Ώμοσα εις εμαυτόν», ο Θεός αποφάσισε ότι από τον Αβραάμ θα έφτιαχνε τον εκλεκτό λαό του Ισραήλ, και κατόπιν θα καθοδηγούσε τους ανθρώπους αυτούς να προχωρήσουν το έργο Του. Τουτέστιν, θα έκανε ο Θεός τους απογόνους του Αβραάμ να φέρουν το έργο της διαχείρισης του Θεού, και το έργο του Θεού και όσα εξέφραζε ο Θεός θα ξεκινούσαν από τον Αβραάμ και θα συνέχιζαν με τους απογόνους του Αβραάμ, εκπληρώνοντας έτσι την επιθυμία του Θεού να σώσει τον άνθρωπο. Τι λέτε εσείς, δεν είναι αυτό ευλογημένο; Για τον άνθρωπο, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία από αυτή. Αυτό, μπορεί να πει κανείς, είναι το πιο ευλογημένο πράγμα. Η ευλογία που απέκτησε ο Αβραάμ δεν ήταν ο πολλαπλασιασμός των απογόνων του, αλλά η επίτευξη της διαχείρισης του Θεού, της αποστολής από τον Θεό και του έργου Του στους απογόνους του Αβραάμ. Αυτό σημαίνει ότι οι ευλογίες που κέρδισε ο Αβραάμ δεν ήταν προσωρινές, αλλά συνέχιζαν καθώς προχωρούσε το σχέδιο διαχείρισης του Θεού. Όταν ο Θεός μίλησε, όταν ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό Του, είχε ήδη πάρει μια απόφαση. Ήταν η διαδικασία αυτής της απόφασης αληθινή; Ήταν πραγματική; Ο Θεός αποφάσισε ότι από τότε και εφεξής, οι προσπάθειές Του, το τίμημα που πλήρωσε, αυτό που έχει και είναι Αυτός, τα πάντα Του, ακόμα και η ζωή Του, θα δίνονταν στον Αβραάμ και στους απογόνους του Αβραάμ. Ομοίως, ο Θεός αποφάσισε ότι, ξεκινώντας από αυτή την ομάδα ανθρώπων, θα φανέρωνε τα έργα Του και θα επέτρεπε στον άνθρωπο να δει τη σοφία, την εξουσία και τη δύναμή Του.

Η αναλλοίωτη πρόθεση του Θεού είναι να κερδίσει όσους γνωρίζουν τον Θεό και μπορούν να γίνουν μάρτυρές Του

Την ίδια στιγμή που μιλούσε στον εαυτό Του, ο Θεός μιλούσε και στον Αβραάμ, αλλά πέρα από το να ακούει τις ευλογίες που του έδωσε ο Θεός, ήταν ο Αβραάμ ικανός να κατανοήσει την αληθινή πρόθεση του Θεού σε όλα τα λόγια Του εκείνη τη στιγμή; Όχι! Άρα, εκείνη την στιγμή, όταν ο Θεός ορκίστηκε στον εαυτό Του, η καρδιά Του ήταν ακόμα γεμάτη μοναξιά και θλίψη. Δεν υπήρχε ούτε ένα άτομο ικανό να καταλάβει ή να αντιληφθεί τι σκόπευε και τι σχεδίαζε να κάνει. Εκείνη τη στιγμή, κανένας —συμπεριλαμβανομένου του Αβραάμ— δεν ήταν σε θέση να μιλήσει σ’ Αυτόν εμπιστευτικά, πολύ λιγότερο δε, μπορούσε να συνεργαστεί μαζί Του για να επιτελέσει το έργο που Αυτός έπρεπε να επιτελέσει. Εκ πρώτης όψεως, ο Θεός είχε κερδίσει τον Αβραάμ, κάποιον που μπορούσε να υπακούσει στα λόγια Του. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο συγκεκριμένος άνθρωπος γνώριζε ελάχιστα για τον Θεό. Παρόλο που ο Θεός είχε ευλογήσει τον Αβραάμ, η καρδιά του Θεού δεν είχε ικανοποιηθεί ακόμα. Τι σημαίνει ότι ο Θεός δεν ήταν ικανοποιημένος; Σημαίνει ότι η διαχείρισή Του είχε μόλις αρχίσει, σημαίνει ότι ο λαός που ήθελε να κερδίσει, ο λαός που λαχταρούσε να δει, ο λαός που αγαπούσε, ήταν ακόμα μακριά Του. Χρειαζόταν χρόνο, έπρεπε να περιμένει, έπρεπε να είναι υπομονετικός. Διότι εκείνη τη στιγμή, εκτός από τον ίδιο τον Θεό, δεν υπήρχε κανείς που να γνώριζε τι χρειαζόταν Αυτός ή τι ήθελε να κερδίσει ή τι λαχταρούσε. Οπότε, παράλληλα με τον ενθουσιασμό Του, ο Θεός ένιωθε και μεγάλο βάρος στην καρδιά Του. Ωστόσο, δεν σταμάτησε να προχωρεί και συνέχισε να σχεδιάζει το επόμενο στάδιο αυτού που έπρεπε να κάνει.

Τι διακρίνετε στην υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ; Ο Θεός έδωσε μεγάλες ευλογίες στον Αβραάμ απλώς και μόνο επειδή υπάκουε στα λόγια του Θεού. Παρόλο που, εκ πρώτης όψεως, αυτό φαίνεται φυσιολογικό και αυτονόητο, διακρίνουμε εκεί την καρδιά του Θεού: ο Θεός εκτιμά ιδιαίτερα την υποταγή του ανθρώπου σ’ Αυτόν και αγαπάει την κατανόηση που Του δείχνει ο άνθρωπος και την ειλικρίνεια απέναντί Του. Πόσο αγαπάει ο Θεός αυτή την ειλικρίνεια; Εσείς μπορεί να μην καταλαβαίνετε πόσο την αγαπάει και μπορεί να μην υπάρχει κανείς που να το συνειδητοποιεί. Ο Θεός έδωσε στον Αβραάμ έναν γιο και όταν ο γιος αυτός μεγάλωσε, ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να προσφέρει τον γιο του στον Θεό. Ο Αβραάμ ακολούθησε την εντολή του Θεού κατά γράμμα, υπάκουσε τον λόγο του Θεού και η ειλικρίνεια του συγκίνησε τον Θεό και εκτιμήθηκε πολύ από τον Θεό. Πόσο την εκτίμησε ο Θεός; Και γιατί την εκτίμησε; Σε μια εποχή που κανείς δεν αντιλαμβανόταν τα λόγια του Θεού ούτε κατανοούσε την καρδιά Του, ο Αβραάμ έκανε κάτι που συγκλόνισε τους ουρανούς και συντάραξε τη γη, και έκανε τον Θεό να αισθανθεί ένα αίσθημα ικανοποίησης άνευ προηγουμένου, και έδωσε στον Θεό τη χαρά ότι κερδίζει κάποιον που ήταν σε θέση να υποταχθεί στα λόγια Του. Αυτή η ικανοποίηση και η χαρά προήλθαν από ένα δημιούργημα που έπλασε ο Θεός με τα ίδια Του τα χέρια και ήταν η πρώτη «θυσία», την οποία ο άνθρωπος είχε προσφέρει στον Θεό και την οποία ο Θεός εκτίμησε πολύ, από τότε που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Ο Θεός πέρασε δύσκολα περιμένοντας αυτή τη θυσία και την αντιμετώπισε ως το πρώτο σημαντικότερο δώρο από τον άνθρωπο, τον οποίο είχε δημιουργήσει. Έδειξε στον Θεό τον πρώτο καρπό των προσπαθειών Του και του τιμήματος που είχε πληρώσει και Του επέτρεψε να δει την ελπίδα στην ανθρωπότητα. Κατόπιν, ο Θεός λαχταρούσε ακόμα περισσότερο μια ομάδα τέτοιων ανθρώπων για να Του κρατήσουν συντροφιά, να Του φερθούν με ειλικρίνεια και να Τον νοιαστούν με ειλικρίνεια. Ο Θεός ήλπιζε ακόμη ότι ο Αβραάμ θα συνέχιζε να ζει, γιατί ήθελε να έχει μια καρδιά σαν του Αβραάμ να τον συντροφεύει και να είναι μαζί Του, καθώς συνέχιζε τη διαχείρισή Του. Ανεξαρτήτως του τι ήθελε ο Θεός, ήταν απλώς μια επιθυμία, μια ιδέα —γιατί ο Αβραάμ ήταν απλώς ένας άνθρωπος που μπορούσε να υποταχθεί σ’ Αυτόν και δεν είχε την παραμικρή κατανόηση ή γνώση για τον Θεό. Ο Αβραάμ ήταν κάποιος που δεν πληρούσε ούτε κατά διάνοια τις προδιαγραφές των απαιτήσεων του Θεού από τον άνθρωπο, που είναι οι εξής: να γνωρίζει τον Θεό, να είναι σε θέση να γίνει μάρτυρας του Θεού και να συμφωνεί με τον Θεό. Επομένως, ο Αβραάμ δεν μπορούσε να πορευτεί με τον Θεό. Μέσω της προσφοράς του Ισαάκ από τον Αβραάμ, ο Θεός είδε την ειλικρίνεια και την υποταγή του Αβραάμ και είδε ότι είχε αντέξει τη δοκιμασία του Θεού. Παρόλο που ο Θεός αποδέχτηκε την ειλικρίνεια και την υποταγή του, δεν ήταν ακόμα άξιος να γίνει έμπιστος του Θεού, να γίνει κάποιος που γνώριζε και κατανοούσε τον Θεό, κάποιος που γνώριζε τη διάθεση του Θεού. Απείχε πολύ από το να είναι σε σύμπνοια με τον Θεό και να ακολουθεί το θέλημά Του. Οπότε, στην καρδιά Του, ο Θεός συνέχιζε να νιώθει μοναξιά και ανησυχία. Όσο πιο πολύ μοναξιά και ανησυχία ένιωθε ο Θεός, τόσο περισσότερο έπρεπε να συνεχίσει τη διαχείρισή Του το συντομότερο δυνατόν και να είναι σε θέση να επιλέξει και να κερδίσει μια ομάδα ανθρώπων για να ολοκληρώσει το σχέδιο διαχείρισής Του και να εκπληρώσει το θέλημά Του το συντομότερο δυνατόν. Αυτή ήταν η διακαής πρόθεση του Θεού και παρέμεινε αναλλοίωτη από την αρχή μέχρι σήμερα. Από τη στιγμή που δημιούργησε τον άνθρωπο στην αρχή, ο Θεός λαχταρούσε μια ομάδα νικητών, μια ομάδα ανθρώπων που είναι σε θέση να αντιληφθούν, να γνωρίσουν και να κατανοήσουν τη διάθεσή Του και που θα πορευτούν μαζί Του. Αυτή η πρόθεση του Θεού έχει μείνει απαράλλακτη. Ανεξάρτητα από το πόσο καιρό πρέπει ακόμα να περιμένει Αυτός, ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολος μπορεί να είναι ο δρόμος μπροστά, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά μπορεί να είναι οι στόχοι τους οποίους λαχταρά, ο Θεός δεν έχει αλλάξει ούτε έχει εγκαταλείψει ποτέ τις προσδοκίες Του από τον άνθρωπο. Τώρα που τα έχω πει αυτά, συνειδητοποιείτε λίγο την πρόθεση του Θεού; Ίσως αυτό που έχετε συνειδητοποιήσει δεν είναι πολύ βαθύ —αλλά θα έρθει σταδιακά!

Την ίδια περίοδο που ζούσε ο Αβραάμ, ο Θεός κατέστρεψε και μια πόλη. Αυτή η πόλη λεγόταν Σόδομα. Αναμφίβολα, πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν την ιστορία των Σοδόμων, αλλά κανένας δεν γνωρίζει τις σκέψεις του Θεού που αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την καταστροφή της πόλης.

Οπότε σήμερα, μέσω των συνομιλιών του Θεού με τον Αβραάμ παρακάτω, θα μάθουμε τις σκέψεις Του εκείνον τον καιρό, ενώ θα μάθουμε και τη διάθεσή Του. Στη συνέχεια, ας διαβάσουμε τα παρακάτω χωρία της Αγίας Γραφής.

Β. Ο Θεός πρέπει να καταστρέψει τα Σόδομα

Γέν. 18:26  Είπε δε Ιεχωβά, Εάν εύρω εν Σοδόμοις πεντήκοντα δικαίους εν τη πόλει, θέλω συγχωρήσει εις πάντα τον τόπον δι’ αυτούς.

Γέν. 18:29  Και προσέθεσεν έτι ο Αβραάμ να λαλήση προς αυτόν, και είπεν, Εάν ευρεθώσιν εκεί τεσσαράκοντα; Και είπε, Δεν θέλω απολέσει αυτήν.

Γέν. 18:30  Και είπεν ο Αβραάμ· εάν ευρεθώσιν εκεί τριάκοντα; Και είπε, Δεν θέλω απολέσει αυτήν.

Γέν. 18:31  Και είπεν ο Αβραάμ· εάν ευρεθώσιν εκεί είκοσι; και είπε, Δεν θέλω απολέσει αυτήν.

Γέν. 18:32  Και είπεν ο Αβραάμ· εάν ευρεθώσιν εκεί δέκα; και είπε, Δεν θέλω απολέσει αυτήν.

Αυτά είναι μερικά αποσπάσματα που έχω επιλέξει από τη Βίβλο. Δεν είναι η πλήρης, πρωτότυπη έκδοση. Αν επιθυμείτε να δείτε αυτά, μπορείτε να τα αναζητήσετε μόνοι σας στη Βίβλο. Για οικονομία χρόνου, έχω παραλείψει ένα μέρος του πρωτότυπου κειμένου. Εδώ έχω επιλέξει μόνο μερικά βασικά εδάφια και προτάσεις, παραλείποντας αρκετές προτάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο της συναναστροφής μας σήμερα. Σε όλα τα εδάφια και το περιεχόμενο επί των οποίων συναναστρεφόμαστε, εστιάζουμε πέρα από τις λεπτομέρειες των ιστοριών και τη συμπεριφορά του ανθρώπου στις ιστορίες. Αντ’ αυτού, μιλάμε μόνο για το ποιες ήταν οι σκέψεις και οι ιδέες του Θεού τότε. Μέσω των σκέψεων και των ιδεών του Θεού, θα δούμε τη διάθεση του Θεού και από όλα όσα έκανε ο Θεός, θα δούμε τον ίδιο τον αληθινό Θεό —έτσι, θα επιτύχουμε τον στόχο μας.

Ο Θεός ενδιαφέρεται μόνο για όσους είναι σε θέση να υπακούσουν τα λόγια Του και να ακολουθήσουν τις εντολές Του

Τα παραπάνω εδάφια περιέχουν πολλές λέξεις κλειδιά: τους αριθμούς. Κατ’ αρχάς, ο Ιεχωβά είπε ότι αν έβρισκε πενήντα δίκαιους ανθρώπους μέσα στην πόλη, τότε θα έδειχνε έλεος σε ολόκληρη την πόλη, τουτέστιν δεν θα κατέστρεφε την πόλη. Οπότε υπήρχαν, όντως, πενήντα δίκαιοι άνθρωποι στα Σόδομα; Όχι, δεν υπήρχαν! Κατόπιν, τι είπε ο Αβραάμ στον Θεό; Είπε: Εάν ευρεθώσιν εκεί τεσσαράκοντα; Και ο Θεός είπε: Δεν θα το κάνω. Έπειτα, ο Αβραάμ είπε: Εάν ευρεθώσιν εκεί τριάκοντα; Και ο Θεός είπε: Δεν θα το κάνω. Εάν ευρεθώσιν εκεί είκοσι; Δεν θα το κάνω. Δέκα; Δεν θα το κάνω. Υπήρχαν, όντως, δέκα δίκαιοι άνθρωποι μέσα στην πόλη; Δεν υπήρχαν δέκα —αλλά υπήρχε ένας. Και ποιος ήταν αυτός; Ήταν ο Λωτ. Την εποχή εκείνη, υπήρχε μόνο ένας δίκαιος άνθρωπος στα Σόδομα, αλλά μήπως ο Θεός ήταν πολύ αυστηρός ή απαιτητικός όταν κατέληξε σ’ αυτόν τον αριθμό; Όχι, δεν ήταν! Οπότε, όταν ο άνθρωπος συνέχιζε να ρωτάει: «Κι αν είναι σαράντα;» «Κι αν είναι τριάντα;» ώσπου να καταλήξει στο «Κι αν είναι δέκα;» Ο Θεός είπε: «Ακόμη και αν υπήρχαν μόνο δέκα, δεν θα κατέστρεφα την πόλη. Θα έδειχνα έλεος στην πόλη και θα συγχωρούσα κι όλους τους άλλους». Αν υπήρχαν μόνο δέκα, θα ήταν αρκετά θλιβερός αριθμός, αλλά αποδείχθηκε ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπήρχαν ούτε καν τόσοι δίκαιοι άνθρωποι στα Σόδομα. Βλέπεις, λοιπόν, ότι στα μάτια του Θεού η αμαρτία και η κακία των κατοίκων της πόλης είχε λάβει τέτοια έκταση, ώστε ο Θεός δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τους καταστρέψει. Τι εννοούσε ο Θεός όταν είπε ότι δεν θα κατέστρεφε την πόλη εάν υπήρχαν πενήντα δίκαιοι άνθρωποι; Αυτοί οι αριθμοί δεν ήταν σημαντικοί για τον Θεό. Αυτό που ήταν σημαντικό ήταν το αν η πόλη περιλάμβανε όσους δίκαιους ανθρώπους Αυτός ήθελε. Εάν η πόλη είχε μόνο έναν δίκαιο άνθρωπο, ο Θεός δεν θα τον άφηνε να πάθει κακό επειδή θα κατέστρεφε την πόλη. Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από το αν ο Θεός επρόκειτο να καταστρέψει την πόλη ή όχι, και ανεξάρτητα από το πόσοι δίκαιοι άνθρωποι βρίσκονταν εκεί, ο Θεός θεωρούσε αυτή την αμαρτωλή πόλη καταραμένη και απεχθή, και έπρεπε να καταστραφεί, να εξαφανιστεί από τα μάτια του Θεού, ενώ οι δίκαιοι θα έπρεπε να επιζήσουν. Ανεξάρτητα από την εποχή, ανεξάρτητα από το στάδιο της εξέλιξης της ανθρωπότητας, η στάση του Θεού παραμένει αναλλοίωτη: μισεί την κακία και φροντίζει όσους είναι δίκαιοι στα μάτια Του. Αυτή η σαφής στάση του Θεού είναι επίσης η αληθινή αποκάλυψη της ουσίας του Θεού. Επειδή δεν υπήρχε παρά μόνο ένας δίκαιος άνθρωπος μέσα στην πόλη, ο Θεός δεν δίσταζε πια. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι τα Σόδομα αναπόφευκτα θα καταστρέφονταν. Τι καταλαβαίνετε από τα παραπάνω; Εκείνη την εποχή, ο Θεός δεν θα κατέστρεφε μια πόλη αν υπήρχαν πενήντα δίκαιοι σ’ αυτή, ούτε αν υπήρχαν δέκα, πράγμα που σημαίνει ότι ο Θεός θα αποφάσιζε να συγχωρήσει και να είναι ανεκτικός απέναντι στην ανθρωπότητα ή θα επιτελούσε το έργο της καθοδήγησης, εξαιτίας των λίγων ανθρώπων που ήταν σε θέση να έχουν φόβο Θεού και να Τον λατρεύουν. Ο Θεός τρέφει μεγάλη εκτίμηση για τα δίκαια έργα του ανθρώπου, τρέφει μεγάλη εκτίμηση σε όσους είναι σε θέση να Τον λατρέψουν και τρέφει μεγάλη εκτίμηση σε όσους είναι σε θέση να κάνουν καλά έργα ενώπιόν Του.

Από τις απαρχές του χρόνου μέχρι σήμερα, έχετε διαβάσει ποτέ στη Βίβλο ότι ο Θεός επικοινώνησε την αλήθεια, ή μίλησε για την οδό του Θεού, σε οποιοδήποτε άνθρωπο; Όχι, ποτέ. Τα λόγια του Θεού προς τον άνθρωπο, τα οποία διαβάζουμε, έλεγαν στους ανθρώπους μόνο τι να κάνουν. Κάποιοι πήγαν και τα έκαναν, κάποιοι όχι. Κάποιοι πίστευαν, και κάποιοι όχι. Αυτό ήταν όλο. Συνεπώς, οι δίκαιοι εκείνης της εποχής —όσοι ήταν δίκαιοι στα μάτια του Θεού— ήταν απλώς όσοι μπορούσαν να ακούσουν τα λόγια του Θεού και να ακολουθήσουν τις εντολές του Θεού. Ήταν υπηρέτες που εφάρμοζαν τα λόγια του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους. Θα μπορούσαν οι άνθρωποι αυτοί να αποκαλεστούν ως αυτοί που γνωρίζουν τον Θεό; Θα μπορούσαν να αποκαλεστούν ως άνθρωποι που οδηγήθηκαν στην τελείωση από τον Θεό; Όχι, δεν θα μπορούσαν. Άρα, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, στα μάτια του Θεού ήταν αυτοί οι δίκαιοι άνθρωποι άξιοι να αποκαλούνται έμπιστοι του Θεού; Θα μπορούσαν να αποκαλεστούν μάρτυρες του Θεού; Φυσικά και όχι! Σίγουρα δεν ήταν άξιοι να αποκαλούνται έμπιστοι και μάρτυρες του Θεού. Άρα, πώς τους αποκαλεί ο Θεός αυτούς τους ανθρώπους; Στην Παλαιά Διαθήκη της Βίβλου, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που ο Θεός τους αποκαλεί «οι υπηρέτες Μου». Τουτέστιν, εκείνη την εποχή, στα μάτια του Θεού αυτοί οι δίκαιοι άνθρωποι ήταν οι υπηρέτες του Θεού, ήταν οι άνθρωποι που Τον υπηρετούσαν στη γη. Και πώς σκέφτηκε ο Θεός αυτή την ονομασία; Γιατί τους αποκαλούσε έτσι; Έχει ο Θεός κανόνες στην καρδιά Του για τις ονομασίες με τις οποίες αποκαλεί τους ανθρώπους; Σίγουρα έχει. Ο Θεός έχει κανόνες, ανεξάρτητα από το αν αποκαλεί τους ανθρώπους δίκαιους, τέλειους, έντιμους ή υπηρέτες. Όταν αποκαλεί κάποιον υπηρέτη Του, πιστεύει ακλόνητα ότι αυτός ο άνθρωπος είναι σε θέση να δεχθεί τους αγγελιοφόρους Του, να ακολουθήσει τις εντολές Του και να εκπληρώσει αυτό που διέταξαν οι αγγελιοφόροι. Και τι εκπληρώνει αυτό το άτομο; Αυτό που ο Θεός διατάζει τον άνθρωπο να κάνει και να εκπληρώσει στη γη. Εκείνη την εποχή, θα μπορούσε αυτό που ο Θεός ζήτησε από τον άνθρωπο να κάνει και να εκπληρώσει στη γη να αποκαλεστεί οδός του Θεού; Όχι, δεν θα μπορούσε. Διότι εκείνον τον καιρό, ο Θεός ζήτησε μόνο από τον άνθρωπο να κάνει κάποια απλά πράγματα. Έδωσε μερικές απλές εντολές, λέγοντας στον άνθρωπο να κάνει μόνο το τάδε ή το δείνα, και τίποτα περισσότερο. Ο Θεός εργαζόταν σύμφωνα με το σχέδιό Του. Επειδή τότε δεν υπήρχαν ακόμα πολλές προϋποθέσεις, οι συνθήκες δεν είχαν ακόμα ωριμάσει και ήταν δύσκολο για την ανθρωπότητα να εκπληρώσει την οδό του Θεού, οπότε η οδός του Θεού δεν είχε αρχίσει να φανερώνεται από την καρδιά του Θεού. Ο Θεός έβλεπε τους δίκαιους ανθρώπους για τους οποίους μίλησε, τους οποίους βλέπουμε εδώ —είτε ήταν τριάντα είτε είκοσι— ως υπηρέτες Του. Όταν οι αγγελιοφόροι του Θεού εμφανίζονταν σ’ αυτούς τους υπηρέτες, θα μπορούσαν να τους δεχτούν, να ακολουθήσουν τις εντολές τους και να πράξουν σύμφωνα με τα λόγια τους. Αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνουν και να επιτύχουν εκείνοι που ήταν υπηρέτες στα μάτια του Θεού. Ο Θεός επιλέγει με σύνεση τις ονομασίες Του για τους ανθρώπους. Δεν τους αποκαλούσε υπηρέτες Του επειδή ήταν όπως εσείς είστε τώρα —επειδή είχαν ακούσει πολλά κηρύγματα, ήξεραν τι έπρεπε να κάνει ο Θεός, κατανοούσαν μεγάλο μέρος των προθέσεων του Θεού και αντιλαμβάνονταν το σχέδιο διαχείρισής Του— αλλά επειδή η ανθρώπινη φύση τους ήταν έντιμη και ήταν σε θέση να συμμορφωθούν με τα λόγια του Θεού. Όταν τους διέταξε ο Θεός, ήταν σε θέση να βάλουν κατά μέρος αυτό που έκαναν και να εκπληρώσουν αυτό που είχε διατάξει ο Θεός. Για τον Θεό, λοιπόν, το άλλο επίπεδο σημασίας στον τίτλο του υπηρέτη είναι ότι συνεργάστηκαν με το έργο Του στη γη και, παρόλο που δεν ήταν οι αγγελιοφόροι του Θεού, ήταν αυτοί που εκτελούσαν και υλοποιούσαν τα λόγια του Θεού στη γη. Βλέπετε, λοιπόν, ότι αυτοί οι υπηρέτες ή δίκαιοι άνθρωποι είχαν ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του Θεού. Το έργο που ο Θεός επρόκειτο να ξεκινήσει στη γη δεν θα ήταν δυνατό χωρίς τους ανθρώπους που θα συνεργάζονταν μαζί Του και ο ρόλος που ανέλαβαν οι υπηρέτες του Θεού ήταν αναντικατάστατος από τους αγγελιοφόρους του Θεού. Κάθε εργασία που ο Θεός διέταζε να επιτελέσουν αυτοί οι υπηρέτες είχε μεγάλη σημασία γι’ Αυτόν, συνεπώς, δεν μπορούσε να τους χάσει. Χωρίς τη συνεργασία αυτών των υπηρετών με τον Θεό, το έργο Του ανάμεσα στους ανθρώπους θα είχε πέσει σε τέλμα, και ως εκ τούτου, το σχέδιο διαχείρισης του Θεού και οι ελπίδες του Θεού δεν θα είχαν εκπληρωθεί.

Ο Θεός είναι πολύ ελεήμων προς εκείνους για τους οποίους νοιάζεται, και βαθιά οργισμένος εναντίον εκείνων τους οποίους αποστρέφεται και απορρίπτει

Στις διηγήσεις της Βίβλου, υπήρχαν δέκα υπηρέτες του Θεού στα Σόδομα; Όχι, δεν υπήρχαν! Άξιζε η πόλη το έλεος του Θεού; Μόνο ένα άτομο στην πόλη —ο Λωτ— δέχτηκε τους αγγελιοφόρους του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε μόνο ένας υπηρέτης του Θεού στην πόλη και έτσι ο Θεός δεν είχε άλλη επιλογή παρά να σώσει τον Λωτ και να καταστρέψει την πόλη των Σοδόμων. Οι συνομιλίες μεταξύ του Αβραάμ και του Θεού που μνημονεύονται παραπάνω μπορεί να φαίνονται απλές, αλλά απεικονίζουν κάτι πολύ βαθύ: Υπάρχουν αρχές στις πράξεις του Θεού, και προτού Αυτός πάρει μια απόφαση, θα αναλώσει πολύ χρόνο σε παρατήρηση και σκέψη. Σίγουρα δεν θα πάρει καμία απόφαση ούτε θα βιαστεί να βγάλει οποιαδήποτε συμπεράσματα πριν έρθει η κατάλληλη ώρα. Οι συνομιλίες μεταξύ του Αβραάμ και του Θεού μάς δείχνουν ότι η απόφαση του Θεού να καταστρέψει τα Σόδομα δεν περιείχε το παραμικρό σφάλμα, διότι ο Θεός γνώριζε ήδη ότι στην πόλη δεν υπήρχαν σαράντα δίκαιοι, ούτε τριάντα δίκαιοι ούτε είκοσι. Δεν υπήρχαν ούτε καν δέκα. Ο μόνος δίκαιος άνθρωπος στην πόλη ήταν ο Λωτ. Ο Θεός παρατηρούσε όλα όσα συνέβαιναν στα Σόδομα και τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, και ήταν τόσο γνώριμα στον Θεό που τα ήξερε από την καλή και απ’ την ανάποδη. Έτσι, η απόφασή Του δεν θα μπορούσε να είναι εσφαλμένη. Αντιθέτως, σε σύγκριση με την παντοδυναμία του Θεού, ο άνθρωπος είναι τόσο απαθής, τόσο ανόητος και αδαής, τόσο κοντόφθαλμος. Αυτό βλέπουμε στις συνομιλίες μεταξύ του Αβραάμ και του Θεού. Ο Θεός έχει φανερώσει τη διάθεσή Του από την αρχή έως σήμερα. Εδώ, επίσης, θα πρέπει να δούμε και τη διάθεση του Θεού. Οι αριθμοί είναι απλοί —δεν καταδεικνύουν τίποτα, αλλά εδώ υπάρχει μια πολύ σημαντική έκφραση της διάθεσης του Θεού. Ο Θεός δεν θα κατέστρεφε την πόλη χάριν πενήντα δίκαιων ανθρώπων. Αυτό οφείλεται στο έλεος του Θεού; Οφείλεται στην αγάπη και την ανεκτικότητά Του; Έχετε δει αυτή την πλευρά της διάθεσης του Θεού; Ακόμα κι αν υπήρχαν μόνο δέκα δίκαιοι άνθρωποι, ο Θεός δεν θα είχε καταστρέψει την πόλη χάριν αυτών των δέκα δίκαιων ανθρώπων. Είναι αυτή ή όχι η ανοχή και η αγάπη του Θεού; Εξαιτίας του ελέους, της ανεκτικότητας και του ενδιαφέροντος του Θεού έναντι αυτών των δίκαιων ανθρώπων, δεν θα είχε καταστρέψει την πόλη. Αυτή είναι η ανεκτικότητα του Θεού. Και στο τέλος, ποιο είναι το αποτέλεσμα; Όταν ο Αβραάμ είπε: «Εάν ευρεθώσιν εκεί δέκα;» ο Θεός είπε: «Δεν θέλω απολέσει αυτήν». Κατόπιν αυτών, ο Αβραάμ δεν είπε τίποτε άλλο —γιατί μέσα στα Σόδομα δεν υπήρχαν οι δέκα δίκαιοι που ανέφερε και δεν είχε τίποτα άλλο να πει, και τότε κατάλαβε γιατί ο Θεός είχε αποφασίσει να καταστρέψει τα Σόδομα. Σ’ αυτή την περίπτωση, ποια διάθεση του Θεού βλέπετε; Τι απόφαση πήρε ο Θεός; Ο Θεός αποφάσισε ότι, αν σ’ αυτή την πόλη δεν υπήρχαν δέκα δίκαιοι, δεν θα επέτρεπε την ύπαρξή της και θα την κατέστρεφε αναπόφευκτα. Δεν είναι αυτή η οργή του Θεού; Αντιπροσωπεύει αυτή η οργή τη διάθεση του Θεού; Είναι αυτή η διάθεση η αποκάλυψη της άγιας ουσίας του Θεού; Είναι η αποκάλυψη της δίκαιης ουσίας του Θεού, την οποία ο άνθρωπος δεν πρέπει να υβρίζει; Αφού επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρχαν δέκα δίκαιοι στα Σόδομα, ο Θεός ήταν βέβαιο ότι θα κατέστρεφε την πόλη και θα τιμωρούσε δριμύτατα τους ανθρώπους μέσα σε αυτήν την πόλη, επειδή αντιτάχθηκαν στον Θεό και επειδή ήταν τόσο ακάθαρτοι και διεφθαρμένοι.

Γιατί αναλύσαμε αυτά τα εδάφια κατ’ αυτόν τον τρόπο; Αυτό συμβαίνει επειδή αυτές οι λιγοστές απλές προτάσεις εκφράζουν πλήρως τη διάθεση του μεγάλου ελέους και της βαθιάς οργής του Θεού. Ταυτόχρονα, με το να εκτιμά τους δίκαιους και να τους δείχνει έλεος, ανεκτικότητα και ενδιαφέρον, στην καρδιά του Θεού υπήρχε μια βαθιά αποστροφή για όλους όσοι είχαν διαφθαρεί στα Σόδομα. Δεν ήταν αυτό μεγάλο έλεος και βαθιά οργή; Με ποιον τρόπο θα κατέστρεφε ο Θεός την πόλη; Δια του πυρός. Και γιατί την κατέστρεψε δια του πυρός; Όταν βλέπετε κάτι που καίγεται από φωτιά ή όταν πρόκειται να κάψετε κάτι, τι αισθάνεστε; Γιατί θέλετε να το κάψετε; Πιστεύετε ότι δεν το χρειάζεστε πλέον, ότι δεν θέλετε πλέον να το κοιτάτε; Θέλετε να το εγκαταλείψετε; Η χρήση του πυρός από τον Θεό σημαίνει εγκατάλειψη και μίσος και ότι δεν επιθυμούσε να βλέπει πλέον τα Σόδομα. Αυτό ήταν το συναίσθημα που έκανε τον Θεό να ισοπεδώσει τα Σόδομα δια του πυρός. Η χρήση του πυρός αντιπροσωπεύει τον μεγάλο θυμό του Θεού. Το έλεος και η ανεκτικότητα του Θεού όντως υπάρχουν, αλλά η αγιοσύνη και η δικαιοσύνη του Θεού, όταν εξαπολύει την οργή Του, δείχνουν επίσης στον άνθρωπο την πλευρά του Θεού που δεν ανέχεται καμία ύβρη. Όταν ο άνθρωπος είναι πλήρως ικανός να υπακούει τις εντολές του Θεού και ενεργεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Θεού, ο Θεός δείχνει μεγάλο έλεος προς τον άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος έχει γεμίσει με διαφθορά, μίσος και έχθρα γι’ Αυτόν, ο Θεός είναι βαθιά θυμωμένος. Και σε τι βαθμό είναι βαθιά θυμωμένος; Η οργή Του θα διαρκέσει έως ότου ο Θεός δεν βλέπει πλέον την αντίσταση και τα σατανικά έργα του ανθρώπου, έως ότου δεν είναι πια μπροστά στα μάτια Του. Τότε μόνο θα εξαφανιστεί η οργή του Θεού. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το ποιο είναι το άτομο, αν η καρδιά του έχει απομακρυνθεί από τον Θεό και έχει στραφεί μακριά από τον Θεό, ανεπιστρεπτί, τότε ανεξάρτητα από το πώς, κατά πώς φαίνεται ή όσον αφορά τις υποκειμενικές του επιθυμίες, επιθυμεί να λατρεύει και να ακολουθεί τον Θεό και να υποτάσσεται σ’ Αυτόν στο σώμα του ή στη σκέψη του, με το που στραφεί η καρδιά του μακριά από τον Θεό, η οργή του Θεού θα εξαπολυθεί ακατάπαυστα. Θα είναι τέτοια, ώστε όταν ο Θεός εξαπολύει την οργή Του σε μεγάλη έκταση, έχοντας δώσει στον άνθρωπο άφθονες ευκαιρίες, μόλις εξαπολυθεί, δεν θα υπάρξει τρόπος να την πάρει πίσω, και δεν θα είναι ποτέ πάλι ελεήμων και ανεκτικός με αυτούς τους ανθρώπους. Αυτή είναι η μία πλευρά της διάθεσης του Θεού που δεν ανέχεται καμία ύβρη. Εδώ, οι άνθρωποι θεωρούν φυσιολογικό ότι ο Θεός θα κατέστρεφε μια πόλη, διότι, στα μάτια του Θεού, μια πόλη βουτηγμένη στην αμαρτία δεν θα μπορούσε να υπάρχει και να συνεχίζει να υπάρχει, και ήταν λογικό να καταστραφεί από τον Θεό. Ωστόσο, σε όσα συνέβησαν πριν και μετά την καταστροφή των Σοδόμων, βλέπουμε ολόκληρη τη διάθεση του Θεού. Είναι ανεκτικός και ελεήμων έναντι όσων είναι ευγενικοί και όμορφοι και καλοί. Έναντι όσων είναι κακοί, αμαρτωλοί και σατανικοί, είναι βαθύτατα οργισμένος, έτσι ώστε η οργή Του είναι ακατάπαυστη. Αυτές είναι οι δύο κυριότερες και πιο εμφανείς πτυχές της διάθεσης του Θεού και, επιπλέον, αυτές έχουν αποκαλυφθεί από τον Θεό από την αρχή έως το τέλος: άφθονο έλεος και βαθιά οργή. Οι περισσότεροι από εσάς έχετε βιώσει λίγο από το έλεος του Θεού, αλλά ελάχιστοι από εσάς έχουν εκτιμήσει την οργή του Θεού. Το έλεος και η στοργικότητα του Θεού διακρίνονται σε κάθε άτομο. Τουτέστιν, ο Θεός είναι πολύ ελεήμων απέναντι σε κάθε άτομο. Ωστόσο, πολύ σπάνια —ή, μπορεί να πει κανείς, ποτέ— υπήρξε ο Θεός πολύ θυμωμένος απέναντι σε οποιοδήποτε άτομο ή οποιοδήποτε τμήμα των ανθρώπων που είναι ανάμεσά σας. Χαλαρώστε! Αργά ή γρήγορα, κάθε άνθρωπος θα δει και θα βιώσει την οργή του Θεού, αλλά τώρα δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα. Για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό; Διότι όταν ο Θεός είναι διαρκώς θυμωμένος απέναντι σε κάποιον, τουτέστιν, όταν εξαπολύει την βαθιά οργή του πάνω του, αυτό σημαίνει ότι από καιρό αποστρέφεται και έχει απορρίψει αυτό το άτομο, ότι μισεί την ύπαρξή του και ότι δεν μπορεί να αντέξει την ύπαρξή του. Μόλις ο θυμός Του πέσει πάνω του, θα εξαφανιστεί. Σήμερα, το έργο του Θεού δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο αυτό. Κανένας από εσάς δεν θα είναι σε θέση να το αντέξει μόλις ο Θεός εξοργιστεί υπερβολικά. Βλέπετε, λοιπόν, ότι αυτή τη στιγμή, ο Θεός είναι μόνο πολύ ελεήμων απέναντι σε όλους σας, και δεν έχετε δει ακόμα τον μεγάλο θυμό Του. Αν κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν πειστεί, μπορείτε να ζητήσετε να πέσει πάνω σας η οργή του Θεού, έτσι ώστε να βιώσετε αν ο θυμός του Θεού και η διάθεσή Του που δεν επιδέχεται ύβρης όντως υπάρχουν. Τολμάτε;

Ο λαός των έσχατων ημερών βλέπει μόνο την οργή του Θεού στα λόγια Του και δεν βιώνει πραγματικά την οργή του Θεού

Είναι οι δύο πλευρές της διάθεσης του Θεού που φαίνονται σε αυτά τα εδάφια της Αγίας Γραφής άξια συναναστροφής; Έχοντας ακούσει αυτή την ιστορία, κατανοείτε τον Θεό εκ νέου; Πώς Τον κατανοείτε; Μπορεί να πει κανείς ότι από τη στιγμή της δημιουργίας μέχρι σήμερα, καμία ομάδα δεν έχει απολαύσει τόσο τη χάρη, το έλεος ή τη στοργικότητα του Θεού, όσο αυτή η έσχατη ομάδα. Αν και στο έσχατο στάδιο, ο Θεός έχει επιτελέσει το έργο της κρίσης και του παιδέματος και έχει επιτελέσει το έργο Του με μεγαλοπρέπεια και οργή, τον περισσότερο χρόνο ο Θεός χρησιμοποιεί μόνο λόγια για να επιτύχει το έργο Του. Χρησιμοποιεί λόγια για να διδάξει, να ποτίσει, να παράσχει και να θρέψει. Η οργή του Θεού, εντωμεταξύ, ήταν ανέκαθεν αθέατη και εκτός από την εμπειρία της γεμάτης οργή διάθεσης του Θεού στα λόγια Του, πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν βιώσει προσωπικά τον θυμό Του. Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια του έργου της κρίσης και του παιδέματος του Θεού, παρόλο που η οργή που αποκαλύφθηκε στα λόγια του Θεού επιτρέπει στους ανθρώπους να βιώσουν την μεγαλοπρέπεια του Θεού και την έλλειψη ανεκτικότητάς Του όσον αφορά την ύβρη απέναντί Του, αυτή η οργή δεν πάει πιο πέρα από τον λόγο Του. Τουτέστιν, ο Θεός χρησιμοποιεί λόγια για να επιπλήξει τον άνθρωπο, να εκθέσει τον άνθρωπο, να κρίνει τον άνθρωπο, να παιδέψει τον άνθρωπο και μάλιστα να καταδικάσει τον άνθρωπο —αλλά ο Θεός δεν έχει ακόμη θυμώσει βαθιά με τον άνθρωπο και δεν έχει καν εξαπολύσει την οργή Του πάνω στον άνθρωπο πέρα από τα λόγια Του. Έτσι, το έλεος και η στοργικότητα του Θεού που βίωσε ο άνθρωπος σ’ αυτή την εποχή αποκαλύπτει την αληθινή διάθεση του Θεού, ενώ η οργή του Θεού που βίωσε ο άνθρωπος είναι απλώς η συνέπεια του τόνου και της αίσθησης των ομιλιών Του. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν εσφαλμένα αυτό το αποτέλεσμα ως την αληθινή εμπειρία και την αληθινή γνώση της οργής του Θεού. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν δει το έλεος και τη στοργικότητα του Θεού στα λόγια Του, ότι έχουν επίσης δει την έλλειψη ανεκτικότητας του Θεού ως προς την ύβρη του ανθρώπου και οι περισσότεροι από αυτούς έχουν εκτιμήσει το έλεος και την ανεκτικότητα του Θεού προς τον άνθρωπο. Όμως, ανεξάρτητα από το πόσο κακή είναι η συμπεριφορά του ανθρώπου, ή πόσο διεφθαρμένη είναι η διάθεσή του, ο Θεός ανέκαθεν τις υπέμενε. Με το να υπομένει, ο στόχος Του είναι να περιμένει ότι τα λόγια που έχει εκφράσει, οι προσπάθειες που έχει καταβάλει και το τίμημα που έχει πληρώσει θα επιτύχουν ένα αποτέλεσμα σε όσους επιθυμεί να κερδίσει. Η αναμονή ενός τέτοιου αποτελέσματος θέλει χρόνο και απαιτεί τη δημιουργία διαφορετικών περιβαλλόντων για τον άνθρωπο, κατά τον ίδιο τρόπο που οι άνθρωποι δεν ενηλικιώνονται μόλις γεννηθούν. Χρειάζονται δεκαοκτώ ή δεκαεννέα χρόνια, και μερικοί άνθρωποι χρειάζονται ακόμη και είκοσι ή τριάντα χρόνια πριν ωριμάσουν και γίνουν πραγματικοί ενήλικες. Ο Θεός περιμένει την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, περιμένει τον ερχομό αυτής της ώρας και περιμένει την έλευση αυτού του αποτελέσματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου που περιμένει, ο Θεός είναι πολύ ελεήμων. Κατά τη διάρκεια της περιόδου του έργου του Θεού, όμως, ένας εξαιρετικά μικρός αριθμός ανθρώπων πατάσσονται και ορισμένοι τιμωρούνται λόγω της σοβαρής αντίστασής τους προς τον Θεό. Τέτοια παραδείγματα αποδεικνύουν ακόμα περισσότερο τη διάθεση του Θεού που δεν ανέχεται την ύβρη του ανθρώπου και επιβεβαιώνει πλήρως την πραγματική ύπαρξη της ανεκτικότητας και της αντοχής του Θεού προς τους εκλεκτούς. Φυσικά, σε αυτά τα τυπικά παραδείγματα, η αποκάλυψη μέρους της διάθεσης του Θεού σε αυτούς τους ανθρώπους δεν επηρεάζει το συνολικό σχέδιο διαχείρισης του Θεού. Στην πραγματικότητα, σε αυτό το έσχατο στάδιο του έργου του Θεού, ο Θεός έχει υπομείνει καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που περιμένει, και έχει δώσει την αντοχή Του και τη ζωή Του για τη σωτηρία όσων Τον ακολουθούν. Το βλέπετε αυτό; Ο Θεός δεν διαταράσσει το σχέδιό Του άνευ λόγου. Μπορεί να εξαπολύσει την οργή Του, αλλά μπορεί και να είναι ελεήμων. Αυτή είναι η αποκάλυψη των δύο κύριων πτυχών της διάθεσης του Θεού. Είναι ή δεν είναι αυτό σαφέστατο; Με άλλα λόγια, όταν πρόκειται για τον Θεό, σωστό και λάθος, δίκαιο και άδικο, θετικό και αρνητικό —όλα αυτά σαφώς φανερώνονται στον άνθρωπο. Αυτό που θα κάνει, αυτό που Του αρέσει, αυτό που μισεί —όλα αυτά αντικατοπτρίζονται άμεσα στη διάθεσή Του. Αυτά τα πράγματα μπορούν επίσης να φανούν σαφέστατα στο έργο του Θεού και δεν είναι αόριστα ή γενικά. Αντιθέτως, επιτρέπουν σε όλους τους ανθρώπους να δουν τη διάθεση του Θεού και τι έχει και τι είναι Αυτός με έναν ιδιαίτερα συγκεκριμένο, αληθινό και πρακτικό τρόπο. Αυτός είναι ο ίδιος ο αληθινός Θεός.

Η διάθεση του Θεού δεν ήταν ποτέ κρυφή στον άνθρωπο — Η καρδιά του ανθρώπου έχει απομακρυνθεί από τον Θεό

Αν δεν είχα συναναστραφεί αυτά τα πράγματα, κανένας από εσάς δεν θα μπορούσε να δει την αληθινή διάθεση του Θεού στις ιστορίες της Βίβλου. Αυτό είναι γεγονός. Αυτό συμβαίνει επειδή, παρόλο που οι συγκεκριμένες βιβλικές ιστορίες κατέγραψαν κάποια από τα πράγματα που έκανε ο Θεός, ο Θεός εξέφρασε πολύ λίγα λόγια και δεν παρουσίασε άμεσα τη διάθεσή Του ούτε φανέρωσε ανοιχτά τις προθέσεις Του στον άνθρωπο. Οι μεταγενέστερες γενιές δεν θεωρούν τα αρχεία αυτά τίποτα περισσότερο από ιστορίες, και έτσι φαίνεται στους ανθρώπους ότι ο Θεός κρύβεται από τον άνθρωπο, ότι δεν κρύβεται η θεϊκή υπόσταση, αλλά η διάθεση του Θεού και οι προθέσεις Του. Μετά τη συναναστροφή Μου σήμερα, εξακολουθείτε να νιώθετε ότι ο Θεός κρύβεται παντελώς από τον άνθρωπο; Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι η διάθεση του Θεού κρύβεται από τον άνθρωπο;

Από τη στιγμή της δημιουργίας, η διάθεση του Θεού ήταν σύμφωνη με το έργο Του. Ποτέ δεν έχει κρυφτεί από τον άνθρωπο, αλλά έχει γνωστοποιηθεί πλήρως και έχει καταστεί σαφής προς τον άνθρωπο. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η καρδιά του ανθρώπου απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τον Θεό, και καθώς η διαφθορά του ανθρώπου έχει φτάσει σε μεγαλύτερο βάθος, ο άνθρωπος και ο Θεός αποξενώνονται ολοένα και περισσότερο. Αργά αλλά σταθερά, ο άνθρωπος έχει εξαφανιστεί από τα μάτια του Θεού. Ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να «δει» τον Θεό, οπότε δεν λαμβάνει καμία «είδηση» του Θεού. Επομένως, δεν γνωρίζει αν υπάρχει ο Θεός και, μάλιστα, φτάνει μέχρι το σημείο και να αρνηθεί εντελώς την ύπαρξη του Θεού. Κατά συνέπεια, η αδυναμία κατανόησης του ανθρώπου για τη διάθεση του Θεού και αυτό που έχει και είναι δεν οφείλεται στο ότι ο Θεός κρύβεται από τον άνθρωπο, αλλά στο ότι η καρδιά του έχει απομακρυνθεί από τον Θεό. Παρόλο που ο άνθρωπος πιστεύει στον Θεό, η καρδιά του ανθρώπου δεν περιέχει τον Θεό και δεν γνωρίζει πώς να αγαπάει τον Θεό ούτε θέλει να αγαπάει τον Θεό, γιατί η καρδιά του δεν πλησιάζει ποτέ κοντά στον Θεό και πάντα αποφεύγει τον Θεό. Ως εκ τούτου, η καρδιά του ανθρώπου είναι μακριά από τον Θεό. Άρα πού είναι η καρδιά του; Στην πραγματικότητα, η καρδιά του ανθρώπου δεν έχει πάει πουθενά: αντί να τη δώσει στον Θεό ή να την αποκαλύψει στον Θεό για να τη δει, την κράτησε για τον εαυτό του. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι προσεύχονται συχνά στον Θεό και λένε: «Θεέ μου, κοίταξε την καρδιά μου —Εσύ ξέρεις όλα όσα σκέφτομαι», και κάποιοι ορκίζονται μάλιστα ότι θα αφήσουν τον Θεό να τους κοιτάξει, και να τιμωρηθούν αν αθετήσουν τον όρκο τους. Παρόλο που ο άνθρωπος επιτρέπει στον Θεό να κοιτάζει μέσα στην καρδιά του, αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να υποταχθεί στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις του Θεού, ούτε ότι έχει αφήσει τη μοίρα και τις προοπτικές του και όσα τον αφορούν υπό τον έλεγχο του Θεού. Έτσι, ανεξάρτητα από τους όρκους που κάνεις στον Θεό ή το τι δηλώνεις σ’ Αυτόν, στα μάτια του Θεού η καρδιά σου είναι ακόμα κλειστή σ’ Αυτόν, διότι επιτρέπεις στον Θεό να κοιτάζει μέσα στην καρδιά σου, αλλά δεν Του επιτρέπεις να την ελέγχει. Με άλλα λόγια, δεν έχεις δώσει επ’ ουδενί την καρδιά σου στον Θεό και λες μόνο ωραία λόγια για να τα ακούσει ο Θεός· κρύβεις, εντωμεταξύ, τις διάφορες δόλιες προθέσεις σου από τον Θεό, μαζί με τις πλεκτάνες σου, τις συνωμοσίες και τα σχέδιά σου, ενώ κρατάς σφικτά τις προοπτικές και τη μοίρα σου στα χέρια σου, τρέμοντας μήπως σου τις πάρει ο Θεός. Επομένως, ο Θεός δεν βλέπει ποτέ την ειλικρίνεια του ανθρώπου απέναντί Του. Παρόλο που ο Θεός παρατηρεί τα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου και μπορεί να δει τι σκέφτεται και θέλει να κάνει ο άνθρωπος στην καρδιά του και μπορεί να δει τι κρατάει μέσα στην καρδιά του, η καρδιά του ανθρώπου δεν ανήκει στον Θεό και δεν έχει παραχωρήσει τον έλεγχό της στον Θεό. Τουτέστιν, ο Θεός έχει το δικαίωμα να παρατηρεί, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να ελέγχει. Στην υποκειμενική συνείδηση του ανθρώπου, ο άνθρωπος δεν θέλει ή δεν προτίθεται να αφήσει τον Θεό να τον ενορχηστρώσει. Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο απομονωθεί από τον Θεό, αλλά υπάρχουν ακόμη και άνθρωποι που σκέφτονται τρόπους να κλείσουν τις καρδιές τους, χρησιμοποιώντας ωραία λόγια και κολακεία για να δημιουργήσουν μια ψευδή εντύπωση και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του Θεού και να αποκρύψουν το αληθινό τους πρόσωπο από το βλέμμα του Θεού. Ο στόχος τους είναι να μην επιτρέψουν στον Θεό να δει, να μην επιτρέψουν στον Θεό να αντιληφθεί πώς είναι στην πραγματικότητα. Δεν θέλουν να δώσουν την καρδιά τους στον Θεό, αλλά να την κρατήσουν για τον εαυτό τους. Το κρυφό νόημα είναι ότι όσα κάνει ο άνθρωπος και όσα θέλει, τα σχεδιάζει, τα υπολογίζει και τα αποφασίζει ο ίδιος. Δεν ζητά τη συμμετοχή ή την παρέμβαση του Θεού, πολύ λιγότερο δε, χρειάζεται τις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις του Θεού. Έτσι, είτε σε σχέση με τις εντολές του Θεού, την αποστολή από τον Θεό είτε τις απαιτήσεις που ο Θεός θέτει στον άνθρωπο, οι αποφάσεις του ανθρώπου βασίζονται στις δικές του προθέσεις και συμφέροντα, στη δική του κατάσταση και περιστάσεις εκείνη τη στιγμή. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί πάντα τις γνώσεις και τις ιδέες που του είναι οικείες, και τη δική του διάνοια για να κρίνει και να επιλέξει το μονοπάτι που θα πρέπει να πάρει και δεν επιτρέπει την παρέμβαση ή τον έλεγχο του Θεού. Αυτή είναι η καρδιά του ανθρώπου, την οποία βλέπει ο Θεός.

Από την αρχή μέχρι σήμερα, μόνο ο άνθρωπος ήταν σε θέση να συνομιλεί με τον Θεό. Τουτέστιν, μεταξύ όλων των έμβιων όντων και πλασμάτων του Θεού, μόνο ο άνθρωπος είναι σε θέση να συνομιλεί με τον Θεό. Ο άνθρωπος διαθέτει αυτιά που του επιτρέπουν να ακούει, και μάτια που του επιτρέπουν να βλέπει. Διαθέτει ομιλία, και τις δικές του ιδέες, και ελεύθερη βούληση. Κατέχει όλα όσα απαιτούνται για να ακούει τον Θεό να μιλάει, και να κατανοεί τις προθέσεις του Θεού, και να αποδέχεται την ανάθεση από τον Θεό, οπότε ο Θεός μεταβιβάζει όλες τις επιθυμίες Του στον άνθρωπο, θέλοντας να κάνει τον άνθρωπο σύντροφο, ο οποίος να είναι σε σύμπνοια μαζί Του και να μπορεί να πορευτεί μαζί Του. Από τότε που ξεκίνησε τη διαχείρισή Του, ο Θεός περίμενε τον άνθρωπο να Του χαρίσει την καρδιά του, να επιτρέψει στον Θεό να την εξαγνίσει και να την εξοπλίσει, να τον κάνει ευάρεστο και αγαπητό στον Θεό, να τον κάνει να έχει φόβο Θεού και να αποφεύγει το κακό. Ο Θεός πάντα ανυπομονούσε για αυτό το αποτέλεσμα και το προσδοκούσε. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι στις καταγραφές της Βίβλου; Τουτέστιν, υπάρχουν στην Βίβλο άνθρωποι ικανοί να χαρίσουν την καρδιά τους στον Θεό; Έχει προηγηθεί κάτι ανάλογο πριν από τη σημερινή εποχή; Σήμερα, ας συνεχίσουμε να διαβάζουμε τις ιστορίες της Βίβλου και ας ρίξουμε μια ματιά εάν όσα έκανε ο άνθρωπος αυτός —ο Ιώβ— έχουν τυχόν σχέση με το θέμα του να «χαρίζετε την καρδιά σας στον Θεό» για το οποίο μιλάμε σήμερα. Ας δούμε αν ο Ιώβ ήταν ευάρεστος και αγαπητός στον Θεό.

Τι εντύπωση έχετε εσείς για τον Ιώβ; Αναφερόμενοι στο πρωτότυπο κείμενο, ορισμένοι λένε ότι ο Ιώβ «ήτο φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού». «Ήτο φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού»: τέτοια είναι η εκτίμηση του Θεού για τον Ιώβ. Πώς θα χαρακτηρίζατε εσείς τον Ιώβ, με τα δικά σας λόγια; Κάποιοι άνθρωποι λένε ότι ο Ιώβ ήταν καλός και λογικός άνθρωπος. Κάποιοι λένε ότι είχε αληθινή πίστη στον Θεό. Κάποιοι λένε ότι ο Ιώβ ήταν δίκαιος και φιλάνθρωπος. Εσείς έχετε δει την πίστη του Ιώβ, δηλαδή στην καρδιά σας δίνετε μεγάλη αξία και ζηλεύετε την πίστη του Ιώβ. Σήμερα, ας δούμε, λοιπόν, ποια ήταν τα γνωρίσματα του Ιώβ που τον έκαναν τόσο ευάρεστο στον Θεό. Στη συνέχεια, ας διαβάσουμε τα παρακάτω εδάφια των Γραφών.

Γ. Ο Ιώβ

1. Η αξιολόγηση του Ιώβ από τον Θεό και στη Βίβλο

Ιώβ 1:1  Άνθρωπος τις ήτο εν τη γη της Αυσίτιδος ονομαζόμενος Ιώβ· και ο άνθρωπος ούτος ήτο άμεμπτος και ευθύς και φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού.

Ιώβ 1:5  Και ότε ετελείονον αι ημέραι του συμποσίου, έστελλεν ο Ιώβ και ηγίαζεν αυτούς, και εξεγειρόμενος πρωΐ προσέφερεν ολοκαυτώματα κατά τον αριθμόν πάντων αυτών· διότι έλεγεν ο Ιώβ, Μήπως οι υιοί μου ημάρτησαν και εβλασφήμησαν τον Θεόν εν τη καρδία αυτών. Ούτως έκαμνεν ο Ιώβ, πάντοτε.

Ιώβ 1:8  Και είπεν ο Ιεχωβά προς τον Σατανάν, Έβαλες τον νούν σου επί τον δούλον μου Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού;

Ποιο βασικό σημείο βλέπετε σε αυτά τα εδάφια; Και τα τρία αυτά σύντομα εδάφια της Αγίας Γραφής σχετίζονται με τον Ιώβ. Αν και είναι σύντομα, δηλώνουν σαφώς τι είδους άτομο ήταν. Μέσω της περιγραφής της καθημερινής συμπεριφοράς του Ιώβ και της διαγωγής του, λένε σε όλους ότι, αντί να είναι ανεδαφική, η εκτίμηση του Θεού για τον Ιώβ ήταν βάσιμη. Μας λένε ότι, είτε επρόκειτο για την εκτίμηση του ανθρώπου για τον Ιώβ (Ιώβ 1:1), είτε για την εκτίμηση του Θεού γι’ αυτόν (Ιώβ 1:8), είναι αμφότερα το αποτέλεσμα των πράξεων του Ιώβ ενώπιον Θεού και ανθρώπου (Ιώβ 1:5).

Κατ’ αρχάς, ας διαβάσουμε το πρώτο εδάφιο: «Άνθρωπος τις ήτο εν τη γη της Αυσίτιδος ονομαζόμενος Ιώβ· και ο άνθρωπος ούτος ήτο άμεμπτος και ευθύς και φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού». Αυτή είναι η πρώτη εκτίμηση του Ιώβ στη Βίβλο, και αυτή η πρόταση είναι η εκτίμηση του συγγραφέα για τον Ιώβ. Φυσικά, αντιπροσωπεύει και την εκτίμηση του ανθρώπου για τον Ιώβ, δηλαδή «ο άνθρωπος ούτος ήτο άμεμπτος και ευθύς και φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού». Στη συνέχεια, ας διαβάσουμε την εκτίμηση του Θεού για τον Ιώβ: «Δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού». Από τις δύο, η μία προήλθε από τον άνθρωπο και η άλλη προήλθε από τον Θεό. Πρόκειται για δύο εκτιμήσεις με το ίδιο περιεχόμενο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η συμπεριφορά και η διαγωγή του Ιώβ ήταν γνωστές στον άνθρωπο, αλλά τύγχαναν και του επαίνου του Θεού. Με άλλα λόγια, η διαγωγή του Ιώβ ενώπιον του ανθρώπου και η διαγωγή του ενώπιον του Θεού ήταν ίδιες. Έθεσε τη συμπεριφορά και τα κίνητρά του ενώπιον του Θεού ανά πάσα στιγμή, έτσι ώστε να μπορεί ο Θεός να τα παρατηρεί, και σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό. Έτσι, στα μάτια του Θεού, από τους ανθρώπους της γης μόνο ο Ιώβ ήταν άμεμπτος και ευθύς, σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό.

Συγκεκριμένες εκδηλώσεις του σεβασμού του Ιώβ για τον Θεό και της αποφυγής του κακού στην καθημερινή του ζωή

Στη συνέχεια, ας δούμε κάποιες συγκεκριμένες εκδηλώσεις του σεβασμού του Ιώβ για τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Εκτός από τα προηγούμενα και τα επόμενα εδάφια, ας διαβάσουμε επίσης το εδάφιο Ιώβ 1:5, που είναι μία από τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις του σεβασμού του Ιώβ για τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Σχετίζεται με το πώς σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό στην καθημερινή του ζωή. Όπως φαίνεται σαφέστατα, όχι μόνο έκανε ό,τι όφειλε χάριν του σεβασμού του για τον Θεό και την αποφυγή του κακού, αλλά τακτικά θυσίαζε ολοκαυτώματα ενώπιον του Θεού για λογαριασμό των γιων του. Φοβόταν ότι συχνά «ημάρτησαν και εβλασφήμησαν τον Θεόν εν τη καρδία αυτών» ενώ γλεντούσαν. Πώς εκδηλώθηκε αυτός ο σεβασμός στον Ιώβ; Το πρωτότυπο κείμενο αναφέρει τα εξής: «Και ότε ετελείονον αι ημέραι του συμποσίου, έστελλεν ο Ιώβ και ηγίαζεν αυτούς, και εξεγειρόμενος πρωΐ προσέφερεν ολοκαυτώματα κατά τον αριθμόν πάντων αυτών». Η συμπεριφορά του Ιώβ μάς δείχνει ότι, αντί να εκδηλώνεται στην εξωτερική του συμπεριφορά, ο σεβασμός του για τον Θεό προερχόταν από την καρδιά του, και ότι ο σεβασμός του για τον Θεό μπορούσε να φανεί σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής του, ανά πάσα στιγμή, διότι όχι μόνο απέφευγε ο ίδιος το κακό, αλλά συχνά θυσίαζε ολοκαυτώματα για λογαριασμό των γιων του. Με άλλα λόγια, ο Ιώβ όχι μόνο έτρεμε μήπως αμαρτήσει κατά του Θεού και απαρνηθεί τον Θεό στην καρδιά του, αλλά ανησυχούσε μήπως και οι γιοι του αμαρτήσουν κατά του Θεού και Τον απαρνηθούν στην καρδιά τους. Αυτό δείχνει ότι η αλήθεια του σεβασμού του Ιώβ για τον Θεό άντεξε τον εξονυχιστικό έλεγχο, και είναι πέραν αμφιβολίας οποιουδήποτε ανθρώπου. Τα έκανε αυτά περιστασιακά ή συχνά; Η τελευταία πρόταση του κειμένου είναι «Ούτως έκαμνεν ο Ιώβ, πάντοτε». Το νόημα αυτών των φράσεων είναι ότι ο Ιώβ δεν πήγαινε να ελέγξει τι έκαναν οι γιοί του περιστασιακά ή όποτε ήθελε, ούτε εξομολογούταν στον Θεό μέσω της προσευχής. Αντ’ αυτού, έστελνε τακτικά τους γιους του να αγιαστούν και θυσίαζε ολοκαυτώματα γι’ αυτούς. Η λέξη «πάντοτε» εδώ δεν σημαίνει ότι το έκανε για μία ή δύο μέρες ή άπαξ. Σημαίνει ότι η εκδήλωση του σεβασμού του Ιώβ για τον Θεό δεν ήταν προσωρινή και δεν σταματούσε στη θεωρία ή στα προφορικά λόγια. Αντιθέτως, η οδός του σεβασμού προς τον Θεό και της αποφυγής του κακού καθοδηγούσε την καρδιά του, υπαγόρευε τη συμπεριφορά του και ήταν μέσα στην καρδιά του η ρίζα της ύπαρξής του. Το ότι τα έκανε αυτά πάντοτε δείχνει ότι, στην καρδιά του, συχνά φοβόταν μήπως ο ίδιος είχε αμαρτήσει κατά του Θεού και φοβόταν μήπως οι γιοι και οι κόρες του αμαρτήσουν κατά του Θεού. Αντιπροσωπεύει μάλιστα πόση βαρύτητα είχε ο σεβασμός για τον Θεό και η αποφυγή του κακού μέσα στην καρδιά του. Συνεπώς, τα έκανε αυτά πάντοτε, επειδή στην καρδιά του φοβόταν και έτρεμε —φοβόταν ότι είχε διαπράξει κακό και ότι είχε αμαρτήσει κατά του Θεού και ότι είχε παρεκκλίνει από την οδό του Θεού και έτσι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τον Θεό. Ταυτόχρονα, ανησυχούσε επίσης για τους γιους και τις κόρες του, φοβούμενος ότι είχαν υβρίσει τον Θεό. Αυτή ήταν η κανονική διαγωγή του Ιώβ στην καθημερινή του ζωή. Είναι ακριβώς αυτή η κανονική διαγωγή που αποδεικνύει ότι ο σεβασμός του Ιώβ για τον Θεό και την αποφυγή του κακού δεν είναι λόγια του αέρα, ότι ο Ιώβ πραγματικά βίωνε αυτήν την πραγματικότητα. «Ούτως έκαμνεν ο Ιώβ, πάντοτε»: αυτά τα λόγια μάς μιλούν για τα καθημερινά έργα του Ιώβ ενώπιον του Θεού. Όταν συμπεριφερόταν πάντοτε κατ’ αυτόν τον τρόπο, άγγιζε η συμπεριφορά του και η καρδιά του τον Θεό; Με άλλα λόγια, ένιωθε ο Θεός συχνά ευχαρίστηση από την καρδιά και τη συμπεριφορά του; Τότε, σε ποια κατάσταση και σε ποιο πλαίσιο τα έκανε αυτά ο Ιώβ πάντοτε; Μερικοί άνθρωποι λένε: «Ενεργούσε έτσι επειδή ο Θεός εμφανιζόταν συχνά στον Ιώβ». Κάποιοι λένε: «Τα έκανε αυτά συνεχώς γιατί είχε τη θέληση να αποφεύγει το κακό». Και κάποιοι λένε: «Ίσως σκέφτηκε ότι τα πλούτη του δεν είχαν έρθει εύκολα και γνώριζε ότι του είχαν δοθεί από τον Θεό και γι’ αυτό έτρεμε μήπως χάσει την περιουσία του αν διέπραττε αμαρτία κατά του Θεού ή ύβριζε τον Θεό». Ανταποκρίνονται αυτοί οι ισχυρισμοί στην αλήθεια; Σαφώς και όχι. Διότι, στα μάτια του Θεού, αυτό που ο Θεός αποδεχόταν και εκτιμούσε περισσότερο στον Ιώβ δεν ήταν απλώς ότι συμπεριφερόταν έτσι πάντοτε. Πολύ περισσότερο, ήταν η διαγωγή του ενώπιον του Θεού, του ανθρώπου και του Σατανά όταν παραδόθηκε στον Σατανά και υποβλήθηκε στον πειρασμό. Τα παρακάτω εδάφια προσφέρουν τα πιο πειστικά στοιχεία, στοιχεία που μας αποδεικνύουν ότι η εκτίμηση του Ιώβ από τον Θεό ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Στη συνέχεια, ας διαβάσουμε τα παρακάτω εδάφια της Αγίας Γραφής.

2. Ο Σατανάς βάζει σε πειρασμό τον Ιώβ για πρώτη φορά (τα ζώα του γίνονται λεία ληστών και συμφορά πλήττει τα παιδιά του)

α. Τα λόγια που εκφράζει ο Θεός

Ιώβ 1:8  Και είπεν ο Ιεχωβά προς τον Σατανάν, Έβαλες τον νούν σου επί τον δούλον μου Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού;

Ιώβ 1:12  Και είπεν ο Ιεχωβά προς τον Σατανάν, Ιδού, εις την χείρα σου πάντα όσα έχει· μόνον επ’ αυτόν μη επιβάλης την χείρα σου. Και εξήλθεν ο Σατανάς απ’ έμπροσθεν του Ιεχωβά.

β. Η απάντηση του Σατανά

Ιώβ 1:9-11  Και απεκρίθη ο Σατανάς προς τον Ιεχωβά και είπε, Μήπως δωρεάν φοβείται ο Ιώβ τον Θεόν; Δεν περιέφραξας κυκλόθεν αυτόν και την οικίαν αυτού και πάντα όσα έχει; τα έργα των χειρών αυτού ευλόγησας, και τα κτήνη αυτού επληθύνθησαν επί της γής· πλην τώρα έκτεινον την χείρα σου και έγγισον πάντα όσα έχει, διά να ίδης εάν δεν σε βλασφημήση κατά πρόσωπον.

Ο Θεός επιτρέπει στον Σατανά να βάλει σε πειρασμό τον Ιώβ, έτσι ώστε να οδηγηθεί η πίστη του Ιώβ στην τελείωση

Το Ιώβ 1:8 είναι η πρώτη καταγραφή που βλέπουμε στη Βίβλο μιας συνομιλίας μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και του Σατανά. Τι είπε λοιπόν ο Θεός; Το πρωτότυπο κείμενο αναφέρει τα εξής: «Και είπεν ο Ιεχωβά προς τον Σατανάν, Έβαλες τον νούν σου επί τον δούλον μου Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού;» Αυτή ήταν η εκτίμηση του Θεού για τον Ιώβ ενώπιον του Σατανά. Ο Θεός είπε ότι ήταν ένας άμεμπτος και ευθύς άνθρωπος, κάποιος που σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό. Πριν από αυτά τα λόγια μεταξύ του Θεού και του Σατανά, ο Θεός είχε αποφασίσει ότι θα χρησιμοποιούσε τον Σατανά για να υποβάλει σε πειρασμό τον Ιώβ —ότι θα παρέδιδε τον Ιώβ στον Σατανά. Από μία άποψη, αυτό θα αποδείκνυε ότι η παρατήρηση του Θεού και η εκτίμησή Του για τον Ιώβ ήταν ακριβείς και σωστές, και θα ταπείνωναν τον Σατανά μέσω της μαρτυρίας του Ιώβ. Από την άλλη, θα οδηγούσε την πίστη και τον σεβασμό του Ιώβ για τον Θεό στην τελείωση. Συνεπώς, όταν ο Σατανάς ήλθε ενώπιον του Θεού, ο Θεός δεν κατέφυγε σε αοριστολογίες. Μπήκε κατ’ ευθείαν στην ουσία και ρώτησε τον Σατανά: «Έβαλες τον νούν σου επί τον δούλον μου Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού;» Η ερώτηση του Θεού έχει το ακόλουθο νόημα: ο Θεός ήξερε ότι ο Σατανάς είχε περιπλανηθεί παντού και συχνά κατασκόπευε τον Ιώβ, ο οποίος ήταν υπηρέτης του Θεού. Συχνά έβαζε τον Ιώβ σε πειρασμό και του επιτίθετο προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να τον καταστρέψει για να αποδείξει ότι η πίστη και ο σεβασμός του προς τον Θεό δεν μπορούσαν να μείνουν ακλόνητα. Ο Σατανάς επίσης αναζητούσε συνεχώς ευκαιρίες να καταστρέψει τον Ιώβ, ώστε ο Ιώβ να απαρνηθεί τον Θεό και ώστε ο Σατανάς να μπορέσει να τον αρπάξει από τα χέρια του Θεού. Εντούτοις, ο Θεός κοίταξε μέσα στην καρδιά του Ιώβ και είδε ότι ήταν άμεμπτος και ευθύς και ότι σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό. Ο Θεός χρησιμοποίησε μια ερώτηση για να πει στον Σατανά ότι ο Ιώβ ήταν ένας άμεμπτος και ευθύς άνθρωπος που σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό, ότι ο Ιώβ δεν θα απαρνιόταν ποτέ τον Θεό ούτε θα ακολουθούσε τον Σατανά. Έχοντας ακούσει την εκτίμηση του Θεού για τον Ιώβ, ο Σατανάς ένιωσε οργή λόγω της ταπείνωσής του και θύμωσε ακόμα περισσότερο και ανυπομονούσε πιο πολύ να αρπάξει τον Ιώβ, διότι ο Σατανάς δεν πίστευε ποτέ ότι κάποιος θα μπορούσε να είναι άμεμπτος και ευθύς, ή ότι θα μπορούσε να σέβεται τον Θεό και να αποφεύγει το κακό. Ταυτόχρονα, ο Σατανάς μισούσε επίσης την τελειότητα και την ακεραιότητα στον άνθρωπο, και μισούσε τους ανθρώπους που μπορούσαν να σέβονται τον Θεό και να αποφεύγουν το κακό. Έτσι, αναφέρεται στο κατά Ιώβ 1:9-11: «Και απεκρίθη ο Σατανάς προς τον Ιεχωβά και είπε, Μήπως δωρεάν φοβείται ο Ιώβ τον Θεόν; Δεν περιέφραξας κυκλόθεν αυτόν και την οικίαν αυτού και πάντα όσα έχει; τα έργα των χειρών αυτού ευλόγησας, και τα κτήνη αυτού επληθύνθησαν επί της γής· πλην τώρα έκτεινον την χείρα σου και έγγισον πάντα όσα έχει, διά να ίδης εάν δεν σε βλασφημήση κατά πρόσωπον». Ο Θεός γνώριζε πολύ καλά τη μοχθηρή φύση του Σατανά, και γνώριζε πολύ καλά ότι ο Σατανάς είχε προγραμματίσει από πολύ παλιά να καταστρέψει τον Ιώβ, και έτσι θέλησε ο Θεός, λέγοντας για άλλη μια φορά στον Σατανά ότι ο Ιώβ ήταν άμεμπτος και ευθύς και ότι σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό, να κάνει τον Σατανά να συμφωνήσει, να κάνει τον Σατανά να αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο και να επιτεθεί και να δελεάσει τον Ιώβ. Με άλλα λόγια, ο Θεός τόνισε σκόπιμα ότι ο Ιώβ ήταν άμεμπτος και ευθύς και ότι σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό και κατ’ αυτόν τον τρόπο έκανε τον Σατανά να επιτεθεί στον Ιώβ λόγω του μίσους και της οργής του Σατανά για το ότι ο Ιώβ ήταν ένας άμεμπτος και ευθύς άνθρωπος που σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό. Ως εκ τούτου, ο Θεός θα ταπείνωνε τον Σατανά λόγω του ότι ο Ιώβ ήταν ένας άμεμπτος και ευθύς άνθρωπος, ο οποίος σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό, και ο Σατανάς θα γνώριζε την πλήρη ταπείνωση και ήττα. Κατόπιν τούτου, ο Σατανάς δεν θα αμφέβαλλε πλέον ούτε θα εκτόξευε κατηγορίες όσον αφορά την τελειότητα, την ακεραιότητα του Ιώβ, τον σεβασμό για τον Θεό ή την αποφυγή του κακού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η δοκιμασία του Θεού και ο πειρασμός του Σατανά ήταν σχεδόν αναπόφευκτα. Ο μόνος που ήταν σε θέση να αντέξει τη δοκιμασία του Θεού και τον πειρασμό του Σατανά ήταν ο Ιώβ. Μετά από αυτή τη συνομιλία, ο Σατανάς έλαβε άδεια να υποβάλει σε πειρασμό τον Ιώβ. Έτσι, ξεκίνησε ο πρώτος γύρος των επιθέσεων του Σατανά. Ο στόχος αυτών των επιθέσεων ήταν η περιουσία του Ιώβ, επειδή ο Σατανάς είχε προβεί στην ακόλουθη κατηγορία εναντίον του Ιώβ: «Μήπως δωρεάν φοβείται ο Ιώβ τον Θεόν; […] τα έργα των χειρών αυτού ευλόγησας, και τα κτήνη αυτού επληθύνθησαν επί της γής». Ως εκ τούτου, ο Θεός επέτρεψε στον Σατανά να πάρει όλα όσα είχε ο Ιώβ —αυτός ήταν ακριβώς ο λόγος για τον οποίο ο Θεός μίλησε με τον Σατανά. Εντούτοις, ο Θεός είχε μια απαίτηση από τον Σατανά: «Εις την χείρα σου πάντα όσα έχει· μόνον επ’ αυτόν μη επιβάλης την χείρα σου» (Ιώβ 1:12). Αυτός ήταν ο όρος που έθεσε ο Θεός αφού επέτρεψε στον Σατανά να βάλει σε πειρασμό τον Ιώβ και παρέδωσε τον Ιώβ στα χέρια του Σατανά, και αυτό ήταν το όριο που έθεσε στον Σατανά: διέταξε τον Σατανά να μη βλάψει τον Ιώβ. Επειδή ο Θεός αναγνώρισε ότι ο Ιώβ ήταν άμεμπτος και ευθύς, και επειδή πίστευε ότι η τελειότητα και η ακεραιότητα του Ιώβ ενώπιόν Του ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας και μπορούσε να αντέξει τη δοκιμασία, ο Θεός επέτρεψε στον Σατανά να βάλει σε πειρασμό τον Ιώβ, αλλά επέβαλε έναν περιορισμό στον Σατανά: ο Σατανάς είχε το δικαίωμα να πάρει όλη την περιουσία του Ιώβ, αλλά δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Θεός δεν παρέδωσε τον Ιώβ εξ’ ολοκλήρου στον Σατανά εκείνη τη στιγμή. Ο Σατανάς θα μπορούσε να βάλει σε πειρασμό τον Ιώβ με όποιον τρόπο ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να βλάψει τον ίδιο τον Ιώβ, δεν θα μπορούσε να πειράξει ούτε μια τρίχα στο κεφάλι του, γιατί τα πάντα γύρω από τον άνθρωπο ελέγχονται από τον Θεό, αλλά και επειδή και το αν ο άνθρωπος ζει ή πεθαίνει το αποφασίζει ο Θεός, ο Σατανάς δεν έχει αυτήν την άδεια. Αφού ο Θεός είπε αυτά τα λόγια στον Σατανά, ο Σατανάς ανυπομονούσε να ξεκινήσει το έργο του. Χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να δελεάσει τον Ιώβ, και μετά από λίγο καιρό, ο Ιώβ είχε χάσει ένα τεράστιο κοπάδι από πρόβατα και βόδια και όλη την περιουσία που του έδωσε ο Θεός… Έτσι, τον βρήκαν οι δοκιμασίες του Θεού.

Παρόλο που η Βίβλος μάς λέει από πού προήλθαν οι πειρασμοί του Ιώβ, είχε ο ίδιος ο Ιώβ, ο οποίος υποβλήθηκε σε αυτούς τους πειρασμούς, επίγνωση του τι συνέβαινε; Ο Ιώβ ήταν απλώς ένας θνητός. Φυσικά και δεν γνώριζε τίποτα από την ιστορία που ξεδιπλώνονταν γύρω του. Εντούτοις, ο σεβασμός του για τον Θεό και η τελειότητα και η ακεραιότητά του τον έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι τον είχαν βρει οι δοκιμασίες του Θεού. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί στην πνευματική σφαίρα, ούτε ποιες ήταν οι προθέσεις του Θεού πίσω από αυτές τις δοκιμασίες. Γνώριζε, ωστόσο, ότι ανεξάρτητα από το τι συνέβη σ’ αυτόν, θα έπρεπε να μένει ακλόνητος ως προς την τελειότητα και την ακεραιότητά του, και θα έπρεπε να τηρεί την οδό του σεβασμού προς τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Ο Θεός είδε ξεκάθαρα τη στάση και την αντίδραση του Ιώβ όσον αφορά αυτά τα θέματα. Και τι είδε ο Θεός; Είδε τη θεοφοβούμενη καρδιά του Ιώβ, γιατί από την αρχή μέχρις ότου δοκιμάστηκε ο Ιώβ, η καρδιά του Ιώβ παρέμεινε ανοιχτή στον Θεό, τέθηκε ενώπιον του Θεού και ο Ιώβ δεν απαρνήθηκε την τελειότητα ή την ακεραιότητά του, ούτε απέρριψε ή αρνήθηκε την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού —τίποτα δεν ήταν πιο ευάρεστο στον Θεό από αυτό. Στη συνέχεια, θα δούμε σε τι πειρασμούς υποβλήθηκε ο Ιώβ και πώς αντιμετώπισε αυτές τις δοκιμασίες. Ας διαβάσουμε από τις Γραφές.

γ. Η αντίδραση του Ιώβ

Ιώβ 1:20-21  Τότε σηκωθείς ο Ιώβ διέσχισε το επένδυμα αυτού και εξύρισε την κεφαλήν αυτού και έπεσεν επί την γην και προσεκύνησε, και είπε, Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου και γυμνός θέλω επιστρέψει εκεί· ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον.

Ο Ιώβ αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει όλα όσα έχει ως απόρροια του σεβασμού του για τον Θεό

Αφού ο Θεός είπε στον Σατανά: «Εις την χείρα σου πάντα όσα έχει· μόνον επ’ αυτόν μη επιβάλης την χείρα σου», ο Σατανάς αναχώρησε, και λίγο αργότερα ο Ιώβ δέχτηκε ξαφνικές και δριμείς επιθέσεις: Αρχικά, τα βόδια και τα γαϊδούρια του έγιναν λεία ληστών και μερικοί από τους υπηρέτες του του σκοτώθηκαν· κατόπιν, τα πρόβατα και κάποιοι άλλοι υπηρέτες του κάηκαν ολοσχερώς. Στη συνέχεια, οι καμήλες του εκλάπησαν και ακόμη περισσότεροι από τους υπηρέτες του του δολοφονήθηκαν. Τέλος, χάθηκαν οι ζωές των γιων του και των κορών του. Αυτή η σειρά επιθέσεων ήταν το μαρτύριο που υπέστη ο Ιώβ κατά τον πρώτο πειρασμό. Όπως διέταξε ο Θεός, κατά τη διάρκεια αυτών των επιθέσεων ο Σατανάς έβαλε στόχο μόνο την περιουσία του Ιώβ και τα παιδιά του, και δεν έβλαψε τον ίδιο τον Ιώβ. Έτσι, ο Ιώβ, από εκεί που ήταν πλούσιος άνθρωπος με μεγάλη περιουσία, γρήγορα κατέληξε να μην έχει τίποτα. Κανείς δεν θα μπορούσε να αντέξει αυτό το ξαφνικό χτύπημα ή να αντιδράσει κατάλληλα, ωστόσο ο Ιώβ έδειξε την εξαιρετική πλευρά του. Οι Γραφές παρέχουν την ακόλουθη περιγραφή: «Τότε σηκωθείς ο Ιώβ διέσχισε το επένδυμα αυτού και εξύρισε την κεφαλήν αυτού και έπεσεν επί την γην και προσεκύνησε». Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση του Ιώβ αφού άκουσε ότι είχε χάσει τα παιδιά του και όλη του την περιουσία. Κατά κύριο λόγο, δεν φάνηκε έκπληκτος ή πανικόβλητος, πολύ λιγότερο δε, εξέφρασε θυμό ή μίσος. Βλέπεις, λοιπόν, ότι στην καρδιά του είχε ήδη αναγνωρίσει ότι αυτές οι καταστροφές δεν ήταν ατύχημα ούτε προήλθαν από ανθρώπινο χέρι, πολύ λιγότερο δε, αποτελούσαν αντίποινα ή τιμωρία. Αντ’ αυτού, τον είχαν πλήξει οι δοκιμασίες του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά ήθελε να του αφαιρέσει την περιουσία και τα παιδιά του. Ο Ιώβ ήταν πολύ ήρεμος και είχε καθαρό μυαλό τότε. Η άμεμπτη και ευθεία ανθρώπινη φύση του τού επέτρεψε με ορθολογικό και φυσικό τρόπο να προβεί σε ακριβείς κρίσεις και αποφάσεις σχετικά με τις συμφορές που τον είχαν πλήξει και, κατά συνέπεια, συμπεριφέρθηκε με ασυνήθιστη ηρεμία: «Τότε σηκωθείς ο Ιώβ διέσχισε το επένδυμα αυτού και εξύρισε την κεφαλήν αυτού και έπεσεν επί την γην και προσεκύνησε». «Διέσχισε το επένδυμα αυτού» σημαίνει ότι γδύθηκε και ήταν γυμνός. «Εξύρισε την κεφαλήν αυτού» σημαίνει ότι είχε επιστρέψει ενώπιον του Θεού ως νεογέννητο βρέφος. «Έπεσεν επί την γην και προσεκύνησε» σημαίνει ότι είχε έρθει στον κόσμο γυμνός, και χωρίς υπάρχοντα και σήμερα, επέστρεφε στον Θεό σαν νεογέννητο βρέφος. Τη στάση του Ιώβ έναντι όλων όσα τον έπληξαν δεν θα μπορούσε να την υιοθετήσει κανένα δημιούργημα. Η πίστη του στον Ιεχωβά υπερέβη τη σφαίρα της πίστης. Αυτός ήταν ο σεβασμός του για τον Θεό, και η υποταγή του στον Θεό· δεν ήταν μόνο σε θέση να ευχαριστήσει τον Θεό διότι του πρόσφερε, αλλά και γιατί αφαίρεσε απ’ αυτόν. Επιπλέον, ήταν σε θέση να αναλάβει την ευθύνη να επιστρέψει στον Θεό όλα όσα κατείχε, συμπεριλαμβανομένης της ζωής του.

Ο σεβασμός και η υποταγή του Ιώβ απέναντι στον Θεό συνιστά παράδειγμα για την ανθρωπότητα, και η τελειότητα και η ακεραιότητά του ήταν το αποκορύφωμα της ανθρώπινης φύσης που οφείλει να κατέχει ο άνθρωπος. Παρόλο που δεν είδε τον Θεό, συνειδητοποίησε ότι ο Θεός όντως υπήρχε και εξαιτίας αυτής της συνειδητοποίησης, σεβόταν τον Θεό —και λόγω του σεβασμού του για τον Θεό, ήταν σε θέση να υποταχθεί στον Θεό. Άφησε στον Θεό ελεύθερο το πεδίο να πάρει ό,τι είχε, εντούτοις δεν διαμαρτυρήθηκε και έπεσε κάτω ενώπιον του Θεού και Του είπε ότι, εκείνη τη στιγμή, ακόμα κι αν ο Θεός έπαιρνε τη σάρκα του, θα Τον άφηνε να το πράξει με χαρά, αδιαμαρτύρητα. Ολόκληρη η διαγωγή του οφείλεται στην άμεμπτη και ευθεία ανθρώπινη φύση του. Με άλλα λόγια, ως αποτέλεσμα της αθωότητας, της εντιμότητας και της καλοσύνης του, ο Ιώβ έμεινε ακλόνητος στη συνειδητοποίηση και τη βίωση της ύπαρξης του Θεού. Επί αυτής της βάσης έθεσε απαιτήσεις στον εαυτό του και τυποποίησε τη σκέψη, τη συμπεριφορά, τη διαγωγή και τις αρχές των πράξεών του ενώπιον του Θεού σύμφωνα με την καθοδήγησή του από τον Θεό και τα έργα του Θεού που είχε δει μεταξύ των πάντων. Με την πάροδο του χρόνου, οι εμπειρίες του δημιούργησαν έναν αληθινό και πραγματικό σεβασμό για τον Θεό και τον έκαναν να αποφεύγει το κακό. Αυτή ήταν η πηγή της ακεραιότητας στην οποία ο Ιώβ παρέμενε σταθερός. Ο Ιώβ διέθετε μια έντιμη, αθώα και αγαθή ανθρώπινη φύση και είχε πραγματική εμπειρία του σεβασμού για τον Θεό, της υποταγής στον Θεό και της αποφυγής του κακού, καθώς και της γνώσης ότι «ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν». Μόνο λόγω αυτών των γνωρισμάτων ήταν σε θέση να παραμείνει ακλόνητος στη μαρτυρία του εν μέσω αυτών των άγριων επιθέσεων του Σατανά, και μόνο εξαιτίας αυτών μπόρεσε να μην απογοητεύσει τον Θεό και να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στον Θεό όταν τον έπληξαν οι δοκιμασίες του Θεού. Παρόλο που η συμπεριφορά του Ιώβ κατά τον πρώτο πειρασμό ήταν πολύ απλή, οι μετέπειτα γενιές δεν ήταν βέβαιο ότι θα μπορούσαν να πετύχουν αυτή την απλότητα ακόμη και μετά από μια ζωή προσπαθειών, ούτε θα διέθεταν απαραιτήτως τη διαγωγή του Ιώβ που περιγράφηκε παραπάνω. Σήμερα, όταν αντιμετωπίζετε την απλή συμπεριφορά του Ιώβ και τη συγκρίνετε με τις κραυγές και τον προσδιορισμό της «απόλυτης υποταγής και αφοσίωσης μέχρι θανάτου» που επιδεικνύουν στον Θεό όσοι ισχυρίζονται ότι πιστεύουν στον Θεό και ακολουθούν τον Θεό, νιώθετε ή όχι βαθιά ντροπή;

Όταν διαβάζεις στις Γραφές όλα όσα υπέφερε ο Ιώβ και η οικογένειά του, ποια είναι η αντίδρασή σου; Χάνεσαι στις σκέψεις σου; Έχεις μείνει άναυδος; Θα μπορούσαν οι δοκιμασίες που έπληξαν τον Ιώβ να περιγραφούν ως «τρομακτικές»; Με άλλα λόγια, και μόνο η ανάγνωση των δοκιμασιών του Ιώβ όπως περιγράφονται στις Γραφές είναι αρκετά τρομακτική, για να μην πούμε τίποτα για το πώς θα ήταν στην πραγματικότητα. Βλέπεις, λοιπόν, ότι όσα βρήκαν τον Ιώβ δεν ήταν «πρακτική άσκηση», αλλά μια αληθινή «μάχη», που περιείχε αληθινά «όπλα» και «σφαίρες». Αλλά, από ποιου το χέρι υποβλήθηκε σε αυτές τις δοκιμασίες; Ήταν, φυσικά, έργο του Σατανά και ο Σατανάς τα έκανε αυτά με τα ίδια του τα χέρια. Ωστόσο, αυτά τα πράγματα είχαν εξουσιοδοτηθεί από τον Θεό. Μήπως ο Θεός είπε στον Σατανά με ποια μέσα να δελεάσει τον Ιώβ; Όχι. Ο Θεός απλώς του έθεσε έναν όρο τον οποίο έπρεπε να τηρήσει ο Σατανάς, και κατόπιν ο Ιώβ υποβλήθηκε στον πειρασμό. Όταν ο Ιώβ, υποβλήθηκε στον πειρασμό, έδωσε στους ανθρώπους μια αίσθηση της κακίας και της ασχήμιας του Σατανά, της μοχθηρίας και του μίσους του για τον άνθρωπο, και της εχθρότητάς του προς τον Θεό. Από εκεί καταλαβαίνουμε ότι τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν πόσο σκληρός ήταν αυτός ο πειρασμός. Μπορεί να ειπωθεί ότι η μοχθηρή φύση με την οποία ο Σατανάς κακοποιούσε τους ανθρώπους και το άσχημο πρόσωπό του αποκαλύφθηκαν πλήρως εκείνη τη στιγμή. Ο Σατανάς χρησιμοποίησε αυτή την ευκαιρία, την ευκαιρία που του δόθηκε με την άδεια του Θεού, να υποβάλει τον Ιώβ σε φρενήρη και ανελέητη κακοποίηση, η μέθοδος και το επίπεδο σκληρότητας της οποίας ήταν τόσο αδιανόητα όσο και παντελώς αβάσταχτα για τους σημερινούς ανθρώπους. Αντί να λέμε ότι ο Σατανάς υπέβαλε σε πειρασμό τον Ιώβ, και ότι αυτός παρέμεινε σταθερός στη μαρτυρία του κατά τη διάρκεια αυτού του πειρασμού, καλύτερα να λέμε ότι στις δοκιμασίες που του έθεσε ο Θεός, ο Ιώβ ξεκίνησε έναν αγώνα με τον Σατανά για να προστατεύσει την τελειότητα και την ακεραιότητά του, και να υπερασπιστεί την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Σε αυτόν τον αγώνα, ο Ιώβ έχασε ένα τεράστιο κοπάδι από πρόβατα και βόδια, έχασε όλη του την περιουσία και έχασε τους γιους και τις θυγατέρες του. Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε την τελειότητα, την ακεραιότητα ή τον σεβασμό του για τον Θεό. Με άλλα λόγια, σε αυτόν τον αγώνα με τον Σατανά, ο Ιώβ προτιμούσε να στερηθεί την περιουσία και τα παιδιά του, αντί να απωλέσει την τελειότητα, την ακεραιότητα και τον σεβασμό του για τον Θεό. Προτίμησε να μείνει πιστός στην αρχή του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Οι Γραφές παρέχουν μια συνοπτική περιγραφή ολόκληρης της διαδικασίας με την οποία ο Ιώβ έχασε τα περιουσιακά του στοιχεία, και καταγράφουν τη συμπεριφορά και τη στάση του Ιώβ. Αυτές οι συνοπτικές, περιεκτικές αναφορές δίνουν την αίσθηση ότι ο Ιώβ ήταν σχεδόν χαλαρός όταν αντιμετώπιζε αυτόν τον πειρασμό, αλλά εάν αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα μπορούσε να αναπαραχθεί, —αν αναλογιστούμε και τη μοχθηρή φύση του Σατανά— τότε τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο απλά ή εύκολα όπως περιγράφονται σε αυτές τις προτάσεις. Η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο σκληρή. Αυτό είναι το επίπεδο του ολέθρου και του μίσους με το οποίο ο Σατανάς αντιμετωπίζει την ανθρωπότητα και όλους όσους επιδοκιμάζει ο Θεός. Εάν ο Θεός δεν είχε ζητήσει από τον Σατανά να μη βλάψει τον Ιώβ, ο Σατανάς θα τον είχε σίγουρα σφάξει χωρίς καμία ενοχή. Ο Σατανάς δεν θέλει κανείς να λατρεύει τον Θεό ούτε επιθυμεί όσοι είναι δίκαιοι στα μάτια του Θεού και όσοι είναι άμεμπτοι και ευθείς να συνεχίσουν να σέβονται τον Θεό και να αποφεύγουν το κακό. Διότι όταν οι άνθρωποι σέβονται τον Θεό και αποφεύγουν το κακό σημαίνει ότι αποφεύγουν τον Σατανά και επαναστατούν εναντίον του, οπότε ο Σατανάς εκμεταλλεύτηκε την άδεια του Θεού να διοχετεύσει ανελέητα όλη του την οργή και το μίσος στον Ιώβ. Βλέπεις, λοιπόν, πόσο μεγάλο ήταν το μαρτύριο που υπέφερε ο Ιώβ, στο μυαλό και στη σάρκα, εξωτερικά και εσωτερικά. Σήμερα, δεν βλέπουμε πώς ήταν εκείνη την εποχή και μπορούμε να πάρουμε, από τις περιγραφές της Βίβλου, μόνο μια μικρή γεύση των συναισθημάτων του Ιώβ όταν υπέστη αυτό το μαρτύριο.

Η ακλόνητη ακεραιότητα του Ιώβ ταπεινώνει τον Σατανά και τον τρέπει πανικόβλητο σε φυγή

Λοιπόν, τι έκανε ο Θεός όταν ο Ιώβ υπέστη αυτό το μαρτύριο; Ο Θεός παρατηρούσε, και παρακολουθούσε, και περίμενε το αποτέλεσμα. Καθώς ο Θεός παρατηρούσε και παρακολουθούσε, πώς ένιωθε; Ένιωθε θλίψη, βέβαια. Ωστόσο, είναι πιθανόν ο Θεός να μπορούσε να μετανιώσει που επέτρεψε στον Σατανά να βάλει σε πειρασμό τον Ιώβ, μόνο και μόνο εξαιτίας της θλίψης του; Η απάντηση είναι: Όχι, δεν θα μπορούσε να νιώθει τόσες τύψεις. Διότι πίστευε σθεναρά ότι ο Ιώβ ήταν άμεμπτος και ευθύς, ότι σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό. Ο Θεός είχε δώσει στον Σατανά απλώς την ευκαιρία να επιβεβαιώσει το πόσο δίκαιος ήταν ο Ιώβ ενώπιον του Θεού, και να αποκαλύψει τη δική του κακία και ασέβεια. Ήταν, επίσης, μια ευκαιρία για τον Ιώβ να μαρτυρήσει το πόσο δίκαιος ήταν και ότι σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό ενώπιον των ανθρώπων του κόσμου, του Σατανά και όσων ακολουθούν τον Θεό. Μήπως το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι η εκτίμηση του Θεού για τον Ιώβ ήταν σωστή και αλάνθαστη; Όντως ο Ιώβ νίκησε τον Σατανά; Εδώ διαβάζουμε τα πρωτότυπα λόγια που εκφράζει ο Ιώβ, λόγια που αποδεικνύουν ότι είχε νικήσει τον Σατανά. Είπε: «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου και γυμνός θέλω επιστρέψει εκεί». Αυτή είναι η στάση υποταγής του Ιώβ προς τον Θεό. Στη συνέχεια, είπε: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον». Αυτά τα λόγια που εξέφρασε ο Ιώβ αποδεικνύουν ότι ο Θεός παρατηρεί τα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου, ότι είναι σε θέση να εξετάσει το μυαλό του ανθρώπου και αποδεικνύουν ότι η επιδοκιμασία του Ιώβ από Αυτόν είναι σωστή, ότι αυτός ο άνθρωπος που έτυχε της επιδοκιμασίας του Θεού ήταν δίκαιος. «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον». Αυτά τα λόγια είναι η μαρτυρία του Ιώβ προς τον Θεό. Αυτά τα συνηθισμένα λόγια φόβισαν τον Σατανά, τον ταπείνωσαν και τον έκαναν να τραπεί πανικόβλητος σε φυγή και, επιπλέον, έθεσαν τον Σατανά σε δεσμά και τον αφόπλισαν. Επίσης, αυτά τα λόγια έκαναν τον Σατανά να αισθανθεί τη θαυμασιότητα και τη δύναμη των έργων του Ιεχωβά Θεού και του επέτρεψαν να αντιληφθεί το εξαιρετικό χάρισμα εκείνου, στην καρδιά του οποίου κυριαρχούσε η οδός του Θεού. Επιπλέον, έδειξαν στον Σατανά την ισχυρή ζωτικότητα που επέδειξε ένας μικρός και ασήμαντος άνθρωπος, που ακολουθεί πιστά την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Έτσι, ο Σατανάς ηττήθηκε στον πρώτο αγώνα. Παρ’ όλο που είχε «μάθει από αυτό», ο Σατανάς δεν είχε καμία πρόθεση να αφήσει τον Ιώβ να φύγει, ούτε είχε αλλάξει η κακόβουλή του φύση. Ο Σατανάς ήθελε να συνεχίσει τις επιθέσεις κατά του Ιώβ, οπότε, για άλλη μια φορά, ήλθε ενώπιον του Θεού…

Στη συνέχεια, ας διαβάσουμε από τις Γραφές όσον αφορά τη δεύτερη φορά που ο Ιώβ υποβλήθηκε σε πειρασμό.

3. Ο Σατανάς βάζει τον Ιώβ σε πειρασμό για άλλη μια φορά (το σώμα του Ιώβ γεμίζει ανοιχτές πληγές)

α. Τα λόγια που εκφράζει ο Θεός

Ιώβ 2:3  Και είπεν ο Ιεχωβά προς τον Σατανάν, Έβαλες τον νούν σου επί τον δούλον μου Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού; και έτι κρατεί την ακεραιότητα αυτού, αν και με παρώξυνας κατ’ αυτού, διά να εξολοθρεύσω αυτόν άνευ αιτίας.

Ιώβ 2:6  Και είπεν ο Ιεχωβά προς τον Σατανάν, Ιδού, αυτός εις την χείρα σου· μόνον την ζωήν αυτού φύλαξον.

β. Τα λόγια που εκφράζει ο Σατανάς

Ιώβ 2:4-5  Και απεκρίθη ο Σατανάς προς τον Ιεχωβά και είπε, Δέρμα υπέρ δέρματος, και πάντα όσα έχει ο άνθρωπος θέλει δώσει υπέρ της ζωής αυτού· πλην τώρα έκτεινον την χείρα σου και έγγισον τα οστά αυτού και την σάρκα αυτού, διά να ίδης εάν δεν σε βλασφημήση κατά πρόσωπον.

γ. Πώς αντιμετωπίζει ο Ιώβ τη δοκιμασία

Ιώβ 2:9-10  Τότε είπε προς αυτόν η γυνή αυτού, Έτι κρατείς την ακεραιότητά σου; Βλασφήμησον τον Θεόν και απόθανε. Ο δε είπε προς αυτήν, Ελάλησας ως λαλεί μία εκ των αφρόνων γυναικών· τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή; Εν πάσι τούτοις δεν ημάρτησεν ο Ιώβ με τα χείλη αυτού.

Ιώβ 3:3-4  Είθε να χαθή η ημέρα καθ’ ην εγεννήθην, και η νυξ καθ’ ην είπον, Εγεννήθη αρσενικόν. Η ημέρα εκείνη να ήναι σκότος· ο Θεός να μη αναζητήση αυτήν άνωθεν, και να μη φέγξη επ’ αυτήν φως.

Η αγάπη του Ιώβ για την οδό του Θεού ξεπερνάει κάθε άλλη

Οι Γραφές καταγράφουν τον διάλογο που διημείφθη μεταξύ Θεού και Σατανά ως εξής: «Και είπεν ο Ιεχωβά προς τον Σατανάν, Έβαλες τον νούν σου επί τον δούλον μου Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού; και έτι κρατεί την ακεραιότητα αυτού, αν και με παρώξυνας κατ’ αυτού, διά να εξολοθρεύσω αυτόν άνευ αιτίας» (Ιώβ 2:3). Σε αυτή τη συνομιλία, ο Θεός επαναλαμβάνει την ίδια ερώτηση στον Σατανά. Είναι μια ερώτηση που μας δείχνει τη θετική εκτίμηση του Ιεχωβά Θεού για το τι επέδειξε και βίωσε ο Ιώβ κατά τη διάρκεια της πρώτης δοκιμασίας, και δεν διαφέρει από την εκτίμηση του Ιώβ από τον Θεό προτού υποβληθεί στον πειρασμό του Σατανά. Τουτέστιν, πριν υποβληθεί στον πειρασμό, στα μάτια του Θεού ο Ιώβ ήταν άμεμπτος, οπότε ο Θεός προστάτευε αυτόν και την οικογένειά του, και τον ευλογούσε. Ήταν άξιος ευλογίας στα μάτια του Θεού. Μετά τον πειρασμό, ο Ιώβ δεν αμάρτησε με τα χείλη του επειδή είχε χάσει την περιουσία του και τα παιδιά του, αλλά συνέχισε να δοξολογεί το όνομα του Ιεχωβά. Η πραγματική διαγωγή του έκανε τον Θεό να τον επιδοκιμάσει και, λόγω αυτού, ο Θεός του έβαλε άριστα. Διότι στα μάτια του Ιώβ, οι απόγονοί του ή τα περιουσιακά του στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να τον κάνουν να απαρνηθεί τον Θεό. Με άλλα λόγια, τα παιδιά του ή οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο δεν μπορούσαν να πάρουν τη θέση του Θεού στην καρδιά του. Κατά τον πρώτο πειρασμό του Ιώβ, έδειξε στον Θεό ότι η αγάπη του γι’ Αυτόν και η αγάπη του για την οδό του σεβασμού προς τον Θεό και της αποφυγής του κακού ξεπερνούσαν κάθε άλλη. Απλώς αυτή η δοκιμασία χάρισε στον Ιώβ την εμπειρία να λάβει μια ανταμοιβή από τον Ιεχωβά Θεό και να του στερήσει την περιουσία και τα παιδιά του.

Για τον Ιώβ, αυτή ήταν μια αληθινή εμπειρία που καθάρισε την ψυχή του, ήταν ένα βάπτισμα ζωής που εκπλήρωσε την ύπαρξή του και, επιπλέον, ήταν ένα πλούσιο φαγοπότι που δοκίμασε την υποταγή και τον σεβασμό του προς τον Θεό. Αυτός ο πειρασμός μετέτρεψε την κατάσταση του Ιώβ από εκείνη ενός πλούσιου ανθρώπου σε κάποιον που δεν είχε τίποτα, και του επέτρεψε επίσης να βιώσει την κακοποίηση του ανθρώπου από τον Σατανά. Η ένδειά του δεν τον έκανε να μισήσει τον Σατανά. Αντιθέτως, στις ποταπές ενέργειες του Σατανά είδε την ασχήμια και την ασέβεια του Σατανά, καθώς και την εχθρότητα και την προδοσία του Σατανά κατά του Θεού, και αυτό τον ενθάρρυνε περισσότερο να παραμείνει σταθερός στην οδό του σεβασμού του για τον Θεό και της αποφυγής του κακού για πάντα. Ορκίστηκε ότι ποτέ δεν θα απαρνιόταν τον Θεό ούτε θα γύριζε την πλάτη του στην οδό του Θεού εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων όπως η ιδιοκτησία, τα παιδιά ή οι συγγενείς, ούτε θα γινόταν ποτέ δούλος του Σατανά, της περιουσίας ή οποιουδήποτε ανθρώπου. Εκτός από τον Ιεχωβά Θεό, κανένας δεν θα μπορούσε να είναι Κύριός του ή Θεός του. Αυτές ήταν οι φιλοδοξίες του Ιώβ. Από την άλλη πλευρά, ο Ιώβ είχε επίσης αποκτήσει κάτι από αυτόν τον πειρασμό: είχε αποκτήσει μεγάλα πλούτη εν μέσω των δοκιμασιών που του έδωσε ο Θεός.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, ο Ιώβ είχε δει τα έργα του Ιεχωβά και κέρδισε τις ευλογίες του Ιεχωβά Θεού. Ήταν ευλογίες που τον έκαναν να αισθάνεται εξαιρετικά αμήχανο και υποχρεωμένο, διότι πίστευε ότι δεν είχε κάνει τίποτα για τον Θεό, όμως είχε κληρονομήσει τόσο μεγάλες ευλογίες και απολάμβανε τόσο μεγάλη χάρη. Γι’ αυτόν τον λόγο, συχνά προσευχόταν στην καρδιά του, ελπίζοντας ότι θα ήταν σε θέση να ξεπληρώσει τον Θεό, ελπίζοντας ότι θα είχε την ευκαιρία να γίνει μάρτυρας των έργων και του μεγαλείου του Θεού και ελπίζοντας ότι ο Θεός θα δοκίμαζε την υποταγή του και, επιπλέον, ότι η πίστη του θα μπορούσε να εξαγνιστεί, έως ότου η υποταγή και η πίστη του κέρδιζαν την επιδοκιμασία του Θεού. Έπειτα, όταν ο Ιώβ τέθηκε σε δοκιμασία, πίστευε ότι ο Θεός είχε εισακούσει τις προσευχές του. Ο Ιώβ εκτίμησε αυτή την ευκαιρία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οπότε δεν τολμούσε να την αντιμετωπίσει ελαφρά τη καρδία, διότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η μεγαλύτερη επιθυμία της ζωής του. Η εμφάνιση αυτής της ευκαιρίας σήμαινε ότι η υποταγή και ο σεβασμός του για τον Θεό θα μπορούσαν να δοκιμαστούν, και θα μπορούσαν να εξαγνιστούν. Επιπλέον, αυτό σήμαινε ότι ο Ιώβ είχε την ευκαιρία να κερδίσει την επιδοκιμασία του Θεού, κι έτσι θα ερχόταν πιο κοντά στον Θεό. Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, αυτή η πίστη και η επιδίωξη τού επέτρεψαν να τελειωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό και να κατανοήσει περισσότερο την πρόθεση του Θεού. Επιπλέον, ο Ιώβ έγινε πιο ευγνώμων για τις ευλογίες και τις χάρες του Θεού, στην καρδιά του δοξολογούσε περισσότερο τα έργα του Θεού και είχε μεγαλύτερο σεβασμό και ευλάβεια προς τον Θεό, και λαχταρούσε περισσότερο το κάλλος, το μεγαλείο και την αγιοσύνη του Θεού. Εκείνη τη στιγμή, παρόλο που ο Ιώβ σεβόταν ακόμα τον Θεό και απέφευγε το κακό στα μάτια του Θεού, σε σχέση με τις εμπειρίες του, η πίστη και η γνώση του Ιώβ αυξήθηκαν αλματωδώς: η πίστη του είχε αυξηθεί, η υποταγή του είχε εδραιωθεί, και ο σεβασμός του για τον Θεό είχε γίνει πιο βαθύς. Παρόλο που αυτή η δοκιμασία μεταμόρφωσε το πνεύμα και τη ζωή του Ιώβ, μια τέτοια μεταμόρφωση δεν ικανοποίησε τον Ιώβ, ούτε επιβράδυνε την πρόοδό του. Καθώς, παράλληλα, υπολόγιζε όσα είχε βγει κερδισμένος από αυτή τη δοκιμασία, και εξέταζε τις δικές του ελλείψεις, προσευχόταν ήσυχα, περιμένοντας να τον βρει η επόμενη δοκιμασία, επειδή λαχταρούσε να γιγαντωθεί η πίστη, η υποταγή και ο σεβασμός του για τον Θεό κατά την επόμενη δοκιμασία του Θεού.

Ο Θεός παρατηρεί τις πιο κρυφές σκέψεις του ανθρώπου και όλα όσα λέει και κάνει ο άνθρωπος. Οι σκέψεις του Ιώβ έφτασαν στα αυτιά του Ιεχωβά Θεού και ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές του και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επόμενη δοκιμασία του Θεού για τον Ιώβ έφτασε όπως αναμενόταν.

Εν μέσω ακραίου πόνου, ο Ιώβ όντως συνειδητοποιεί ότι ο Θεός ενδιαφέρεται για την ανθρωπότητα

Μετά τις ερωτήσεις του Ιεχωβά Θεού προς τον Σατανά, ο Σατανάς χαιρόταν κρυφά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Σατανάς γνώριζε ότι θα του επιτρεπόταν και πάλι να επιτεθεί στον άνθρωπο που ήταν άμεμπτος στα μάτια του Θεού —για τον Σατανά, αυτό αποτελούσε σπάνια ευκαιρία. Ο Σατανάς θέλησε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία για να υπονομεύσει τελείως την αποφασιστικότητα του Ιώβ, να τον κάνει να χάσει την πίστη του στον Θεό και έτσι να μην σέβεται πια τον Θεό ούτε να ευλογεί το όνομα του Ιεχωβά. Αυτό θα έδινε στον Σατανά μια ευκαιρία: Οπουδήποτε ή οποτεδήποτε, θα μπορούσε να κάνει τον Ιώβ ένα παιχνιδάκι που θα υπόκειτο στις εντολές του. Ο Σατανάς έκρυψε τις δόλιες προθέσεις του χωρίς ίχνος, αλλά δεν μπορούσε να θέσει υπό έλεγχο την κακόβουλη φύση του. Αυτήν την αλήθεια υπαινίσσεται στην απάντησή του στα λόγια του Ιεχωβά Θεού, όπως καταγράφονται στις Γραφές: «Και απεκρίθη ο Σατανάς προς τον Ιεχωβά και είπε, Δέρμα υπέρ δέρματος, και πάντα όσα έχει ο άνθρωπος θέλει δώσει υπέρ της ζωής αυτού· πλην τώρα έκτεινον την χείρα σου και έγγισον τα οστά αυτού και την σάρκα αυτού, διά να ίδης εάν δεν σε βλασφημήση κατά πρόσωπον» (Ιώβ 2:4-5). Είναι αδύνατο να μην αποκτήσει κανείς μια ουσιαστική γνώση και αίσθηση της μοχθηρίας του Σατανά από αυτή τη συνομιλία μεταξύ Θεού και Σατανά. Έχοντας ακούσει αυτές τις πλάνες του Σατανά, όλοι όσοι αγαπούν την αλήθεια και απεχθάνονται το κακό θα νιώθουν αναμφισβήτητα μεγαλύτερο μίσος για την αθλιότητα και την αυθάδεια του Σατανά, θα αισθάνονται τρόμο και αποστροφή για τις πλάνες του Σατανά και, ταυτόχρονα, θα προσεύχονται ευλαβικά και θα στέλνουν τις ειλικρινείς ευχές τους στον Ιώβ, προσευχόμενοι αυτός ο ευθύς άνθρωπος να επιτύχει την τελειότητα, εκφράζοντας την επιθυμία αυτός ο άνθρωπος που σέβεται τον Θεό και αποφεύγει το κακό, να νικήσει τους πειρασμούς του Σατανά δια παντός και να ζήσει στο φως, εν μέσω της καθοδήγησης και των ευλογιών του Θεού. Έτσι, κι οι άνθρωποι αυτοί εύχονται τα δίκαια έργα του Ιώβ να παροτρύνουν πάντα και να ενθαρρύνουν όλους όσοι επιδιώκουν την οδό του σεβασμού προς τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Αν και η δόλια πρόθεση του Σατανά διαφαίνεται σε αυτήν τη διακήρυξη, ο Θεός συναίνεσε εύκολα στο «αίτημα» του Σατανά —αλλά έθεσε έναν όρο: «Αυτός εις την χείρα σου· μόνον την ζωήν αυτού φύλαξον» (Ιώβ 2:6). Επειδή, αυτή τη φορά, ο Σατανάς ζήτησε να απλώσει το χέρι του για να βλάψει τη σάρκα και τα οστά του Ιώβ, ο Θεός είπε: «μόνον την ζωήν αυτού φύλαξον». Η σημασία αυτής της φράσης είναι ότι έδωσε τη σάρκα του Ιώβ στον Σατανά, αλλά το να σωθεί η ζωή του εναπόκειτο στον Θεό. Ο Σατανάς δεν μπορούσε να πάρει τη ζωή του Ιώβ, αλλά πέραν τούτου, ο Σατανάς μπορούσε να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο ή μέθοδο κατά του Ιώβ.

Αφού πήρε την άδεια του Θεού, ο Σατανάς έσπευσε στον Ιώβ και άπλωσε το χέρι του για να βλάψει το δέρμα του, προκαλώντας ανοιχτές πληγές σε όλο του το σώμα και ο Ιώβ ένιωθε πόνο στο δέρμα του. Ο Ιώβ δοξολόγησε τη θαυμασιότητα και την αγιοσύνη του Ιεχωβά Θεού, γεγονός που έκανε τον Σατανά ακόμη πιο ξεδιάντροπο και θρασύ. Επειδή είχε νιώσει τη χαρά του να βλάπτει τον άνθρωπο, ο Σατανάς άπλωσε το χέρι του και έγδαρε τη σάρκα του Ιώβ, προκαλώντας του κακοφορμισμένες πληγές. Ο Ιώβ αισθάνθηκε αμέσως πόνο και μαρτύριο στη σάρκα του άνευ προηγουμένου, και δεν μπορούσε παρά να ξύνεται από το κεφάλι ως τα πόδια με τα χέρια του, λες και αυτό θα ανακούφιζε το πνεύμα του από αυτόν τον πόνο της σάρκας του. Συνειδητοποίησε ότι ο Θεός ήταν δίπλα του και τον παρακολουθούσε, και προσπαθούσε να είναι όσο μπορούσε πιο δυνατός. Για άλλη μια φορά, γονάτισε στο έδαφος και είπε: «Εσύ κοιτάς μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, παρατηρείς τη δυστυχία του. Γιατί Σε ενδιαφέρει η αδυναμία του; Ευλογητό το όνομα του Ιεχωβά Θεού». Ο Σατανάς είδε τον αβάσταχτο πόνο του Ιώβ, αλλά δεν είδε τον Ιώβ να απαρνείται το όνομα του Ιεχωβά Θεού. Έτσι, άπλωσε βιαστικά το χέρι του για να βλάψει τα οστά του Ιώβ, προσπαθώντας απεγνωσμένα να τον ξεσκίσει. Σε μια στιγμή, ο Ιώβ αισθάνθηκε άνευ προηγουμένου μαρτύριο. Ένιωθε σαν να είχε αποκολληθεί η σάρκα από τα οστά του και σαν να τσακίζονταν τα οστά του ένα-ένα. Αυτό το αγωνιώδες μαρτύριο τον έκανε να πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα να πέθαινε… Η αντοχή του σε αυτόν τον πόνο είχε φτάσει στα όριά της… Ήθελε να φωνάξει, ήθελε να ξεσκίσει το δέρμα από το σώμα του σε μια προσπάθεια να απαλύνει τον πόνο —αλλά συγκράτησε τις κραυγές του και δεν ξέσκισε το δέρμα από το σώμα του, διότι δεν ήθελε να αφήσει τον Σατανά να δει την αδυναμία του. Έτσι, ο Ιώβ γονάτισε για άλλη μια φορά, αλλά αυτή τη φορά δεν αισθάνθηκε την παρουσία του Ιεχωβά Θεού. Ήξερε ότι ο Ιεχωβάς Θεός ήταν συχνά μπροστά του, και πίσω του, και σε κάθε πλευρά του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του πόνου του, ο Θεός ποτέ δεν παρακολουθούσε. Κάλυψε το πρόσωπό Του και κρύφτηκε, γιατί ο λόγος που δημιούργησε τον άνθρωπο δεν ήταν για να του φέρει πόνο. Τότε ο Ιώβ έκλαψε και προσπαθούσε όσο μπορούσε καλύτερα να υπομείνει αυτή τη σωματική οδύνη, αλλά δεν μπορούσε πλέον να συγκρατηθεί και να μην ευχαριστήσει τον Θεό: «ο άνθρωπος πέφτει στο πρώτο χτύπημα, είναι αδύναμος και ανίσχυρος, είναι νέος και αδαής —γιατί θέλεις να είσαι τόσο στοργικός και τρυφερός προς αυτόν; Με χτυπάς, όμως Σε πονάει που το κάνεις. Για ποιο λόγο αξίζει ο άνθρωπος τη φροντίδα και το ενδιαφέρον Σου;» Οι προσευχές του Ιώβ έφτασαν στα αυτιά του Θεού, και ο Θεός ήταν σιωπηλός, παρακολουθώντας μόνο χωρίς να βγάζει μιλιά… Έχοντας δοκιμάσει κάθε πιθανό κόλπο άνευ αποτελέσματος, ο Σατανάς αναχώρησε ήσυχα, όμως αυτό δεν έληξε τις δοκιμασίες του Ιώβ από τον Θεό. Επειδή η δύναμη του Θεού που είχε αποκαλυφθεί στον Ιώβ δεν είχε γίνει γνωστή, η ιστορία του Ιώβ δεν έληξε με την υποχώρηση του Σατανά. Καθώς προστέθηκαν και άλλοι χαρακτήρες, επρόκειτο να εκτυλιχθούν ακόμα πιο θεαματικές σκηνές.

Η εξύμνηση του ονόματος του Θεού ενώπιον όλων συνιστά άλλη μια εκδήλωση του σεβασμού του Ιώβ για τον Θεό και της αποφυγής του κακού

Ο Ιώβ είχε υποστεί τις συμφορές του Σατανά, όμως δεν απαρνήθηκε το όνομα του Ιεχωβά Θεού. Η σύζυγός του ήταν η πρώτη που τα παράτησε και, παίζοντας τον ρόλο του Σατανά υπό μορφή ορατή στα μάτια του ανθρώπου, επιτέθηκε κατά του Ιώβ. Το πρωτότυπο κείμενο αναφέρει το εξής: «Τότε είπε προς αυτόν η γυνή αυτού, Έτι κρατείς την ακεραιότητά σου; Βλασφήμησον τον Θεόν και απόθανε» (Ιώβ 2:9). Αυτά ήταν τα λόγια που ο Σατανάς εξέφραζε με το προσωπείο του ανθρώπου. Αποτελούσαν επίθεση, κατηγορία, καθώς και δέλεαρ, πειρασμό και συκοφαντία. Αφού απέτυχε στην επίθεση κατά της σάρκας του Ιώβ, τότε ο Σατανάς επιτέθηκε άμεσα στην ακεραιότητα του Ιώβ χρησιμοποιώντας αυτά τα λόγια, για να κάνει τον Ιώβ να εγκαταλείψει την ακεραιότητά του, να απαρνηθεί τον Θεό, και να μη συνεχίσει πια να ζει. Επιπλέον, ο Σατανάς θέλησε να χρησιμοποιήσει αυτά τα λόγια για να δελεάσει τον Ιώβ: αν ο Ιώβ απαρνιόταν το όνομα του Ιεχωβά, τότε δεν θα χρειαζόταν να υπομείνει τέτοιο μαρτύριο, θα μπορούσε να απελευθερωθεί από το μαρτύριο της σάρκας. Αντιμέτωπος με τη συμβουλή της γυναίκας του, ο Ιώβ την επέπληξε λέγοντας: «Ελάλησας ως λαλεί μία εκ των αφρόνων γυναικών· τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» (Ιώβ 2:10). Ο Ιώβ γνώριζε εδώ και πολύ καιρό αυτά τα λόγια, αλλά εκείνη τη στιγμή αποδείχτηκε ότι πράγματι τα γνώριζε ο Ιώβ.

Όταν η σύζυγός του τον συμβούλεψε να βλασφημήσει τον Θεό και να πεθάνει, εννοούσε τα εξής: «ο Θεός σου σού φέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, άρα γιατί δεν Τον βλασφημείς; Για ποιο λόγο ζεις ακόμα; Ο Θεός σου σού φέρεται τόσο άδικα, όμως ακόμα λες “ευλογημένο το όνομα του Ιεχωβά”. Πώς μπόρεσε να σου προκαλέσει συμφορές όταν ευλογείς το όνομά Του; Βιάσου και απαρνήσου το όνομα του Θεού, και μην Τον ακολουθείς πια. Τότε, τα προβλήματά σου θα λήξουν». Εκείνη τη στιγμή, δημιουργήθηκε η μαρτυρία που ο Θεός ήθελε να δει στον Ιώβ. Κανένας απλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να γίνει τέτοιος μάρτυρας, ούτε το διαβάζουμε σε καμία από τις ιστορίες της Βίβλου —αλλά ο Θεός το είχε δει πολύ πριν ο Ιώβ πει αυτά τα λόγια. Ο Θεός απλώς επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει αυτή την ευκαιρία για να επιτρέψει στον Ιώβ να αποδείξει σε όλους ότι ο Θεός είχε δίκιο. Αντιμέτωπος με τη συμβουλή της γυναίκας του, ο Ιώβ όχι μόνο δεν εγκατέλειψε την ακεραιότητά του ούτε απαρνήθηκε τον Θεό, αλλά είπε μάλιστα στη γυναίκα του: «Τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» Είναι σημαντικά αυτά τα λόγια; Εδώ, υπάρχει μόνο ένα γεγονός ικανό να αποδείξει τη σημασία αυτών των λόγων. Η σημασία αυτών των λόγων είναι ότι έχουν επιδοκιμαστεί από τον Θεό στην καρδιά Του, είναι αυτό που επιθυμεί ο Θεός, είναι αυτό που ο Θεός ήθελε να ακούσει και είναι το αποτέλεσμα που ο Θεός λαχταρούσε να δει. Αυτά τα λόγια είναι, επίσης, η ουσία της μαρτυρίας του Ιώβ. Με αυτά, αποδείχτηκε η τελειότητα, η ακεραιότητα του Ιώβ, ο σεβασμός του για τον Θεό και η αποφυγή του κακού. Η μοναδικότητα του Ιώβ αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο, όταν υποβαλλόταν σε πειρασμό, και όταν ολόκληρο το σώμα του ήταν καλυμμένο με ανοιχτές πληγές, όταν υπέφερε το μέγιστο μαρτύριο, και όταν τον συμβούλευαν η γυναίκα και οι συγγενείς του, συνέχιζε να εκφράζει αυτά τα λόγια. Για να το πω διαφορετικά, στην καρδιά του πίστευε ότι, ανεξάρτητα από τους πειρασμούς ή από το πόσο οδυνηρές ήταν οι δοκιμασίες ή τα μαρτύρια, ακόμη και αν ο θάνατος επρόκειτο να τον βρει, δεν θα απαρνιόταν τον Θεό ούτε θα εγκατέλειπε την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Βλέπεις, λοιπόν, ότι ο Θεός κατείχε το πιο σημαντικό μέρος στην καρδιά του και ότι υπήρχε μόνο ο Θεός στην καρδιά του. Γι’ αυτόν τον λόγο, διαβάζουμε τέτοιες περιγραφές γι’ αυτόν στις Γραφές όπως: Εν πάσι τούτοις δεν ημάρτησεν ο Ιώβ με τα χείλη αυτού. Όχι μόνο δεν αμάρτησε με τα χείλη του, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε στην καρδιά του για τον Θεό. Δεν είπε άσχημα λόγια για τον Θεό, ούτε αμάρτησε κατά του Θεού. Δεν ευλογούσε μόνο με το στόμα του το όνομα του Θεού, αλλά και στην καρδιά του ευλογούσε το όνομα του Θεού. Το στόμα και η καρδιά του ήταν ένα. Αυτός ήταν ο αληθινός Ιώβ που είδε ο Θεός και αυτός ήταν ακριβώς ο λόγος για τον οποίο ο Θεός αγαπούσε πολύ τον Ιώβ.

Οι αμέτρητες παρανοήσεις των ανθρώπων σχετικά με τον Ιώβ

Τα δεινά που υπέφερε ο Ιώβ δεν ήταν έργο των αγγελιοφόρων που έστειλε ο Θεός, ούτε προκλήθηκαν από το ίδιο το χέρι του Θεού. Αντιθέτως, προκλήθηκε αυτοπροσώπως από τον Σατανά, τον εχθρό του Θεού. Κατά συνέπεια, η έκταση των δεινών που υπέστη ο Ιώβ ήταν μεγάλη. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή, ο Ιώβ έδειξε, χωρίς επιφυλάξεις, την καθημερινή γνώση του Θεού στην καρδιά του, τις αρχές των καθημερινών του πράξεων και τη στάση του απέναντι στον Θεό —αυτή είναι η αλήθεια. Αν ο Ιώβ δεν είχε μπει σε πειρασμό, αν ο Θεός δεν είχε στείλει δοκιμασίες στον Ιώβ, όταν ο Ιώβ είπε: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον», θα έλεγες ότι ο Ιώβ είναι υποκριτής. Ο Θεός τού είχε δώσει τόση μεγάλη περιουσία, οπότε φυσικά και ευλογούσε το όνομα του Ιεχωβά. Αν, προτού υποβληθεί σε δοκιμές, ο Ιώβ έλεγε: «Τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» θα έλεγες ότι ο Ιώβ υπερέβαλε, και ότι δεν θα απαρνιόταν το όνομα του Θεού, αφού ευλογούταν συχνά από το χέρι του Θεού. Θα έλεγες ότι αν ο Θεός τον είχε καταστρέψει, τότε σίγουρα θα είχε απαρνηθεί το όνομα του Θεού. Ωστόσο, όταν ο Ιώβ βρισκόταν σε καταστάσεις που κανείς δεν επιθυμούσε να βρεθεί ή να δει, καταστάσεις που κανείς δεν επιθυμούσε να βιώσει, τις οποίες οι άνθρωποι φοβούνταν μην βιώσουν, καταστάσεις που ακόμη και ο Θεός δεν άντεχε να παρακολουθήσει, ο Ιώβ εξακολουθούσε να είναι σε θέση να κρατάει την ακεραιότητά του: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον» και «τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» Όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη συμπεριφορά του Ιώβ αυτήν τη στιγμή, όσοι αρέσκονται να μιλούν με πομπώδη λόγια και όσοι αρέσκονται να εκφέρουν λόγια και δόγματα, όλοι μένουν άφωνοι. Όσοι εξυμνούν το όνομα του Θεού μόνο στα λόγια, αλλά δεν δέχτηκαν ποτέ τις δοκιμασίες του Θεού, καταδικάζονται από την ακεραιότητα στην οποία ο Ιώβ παρέμεινε σταθερός, και όσοι δεν πίστεψαν ποτέ ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να παραμείνει σταθερός στην οδό του Θεού, κρίνονται από τη μαρτυρία του Ιώβ. Όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη διαγωγή του Ιώβ κατά τη διάρκεια αυτών των δοκιμασιών και τα λόγια που είπε, κάποιοι θα αισθανθούν σύγχυση, κάποιοι θα αισθανθούν ζήλια, κάποιοι θα αισθανθούν αμφιβολία, και κάποιοι ίσως και να φανούν αδιάφοροι, περιφρονώντας τη μαρτυρία του Ιώβ, γιατί δεν βλέπουν μόνο το μαρτύριο που υπέφερε ο Ιώβ κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών και διαβάζουν τα λόγια του Ιώβ, αλλά βλέπουν και την ανθρώπινη «αδυναμία» που επέδειξε ο Ιώβ όταν τον βρήκαν οι δοκιμασίες. Αυτή η «αδυναμία» πιστεύουν ότι είναι η υποτιθέμενη ατέλεια στην τελειότητα του Ιώβ, το ψεγάδι σε έναν άνθρωπο, ο οποίος στα μάτια του Θεού ήταν άμεμπτος. Τουτέστιν, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι όσοι είναι άμεμπτοι είναι άψογοι, χωρίς μελανά σημεία ή ψεγάδια, ότι δεν έχουν αδυναμίες, δεν γνωρίζουν πόνο, ότι δεν αισθάνονται ποτέ δυστυχία ή απόγνωση και ότι δεν έχουν μίσος ή κάποια εξωτερική ακραία συμπεριφορά. Ως εκ τούτου, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων δεν πιστεύουν ότι ο Ιώβ ήταν πραγματικά άμεμπτος. Οι άνθρωποι δεν επικροτούν μεγάλο μέρος της συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του. Για παράδειγμα, όταν ο Ιώβ έχασε την περιουσία του και τα παιδιά του, δεν ξέσπασε, όπως θα φαντάζονταν οι άνθρωποι, σε κλάματα. Η «έλλειψη ευπρέπειάς» του κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται ότι ήταν ψυχρός, επειδή δεν έκλαψε ούτε έδειξε στοργή για την οικογένειά του. Αυτή είναι η αρχική κακή εντύπωση που έχουν οι άνθρωποι για τον Ιώβ. Βρίσκουν τη συμπεριφορά του στη συνέχεια ακόμα πιο περίεργη: το ότι «διέσχισε το επένδυμα αυτού» έχει ερμηνευτεί από τους ανθρώπους ως ένδειξη ασέβειας προς τον Θεό, και το ότι «εξύρισε την κεφαλήν αυτού» θεωρείται εσφαλμένα ως βλασφημία του Ιώβ και εναντίωσή του προς τον Θεό. Εκτός από τα λόγια του Ιώβ ότι «ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον», οι άνθρωποι δεν διακρίνουν κανένα δείγμα δικαιοσύνης του Ιώβ, την οποία εξυμνούσε ο Θεός, οπότε η μεγάλη πλειοψηφία αξιολογεί τον Ιώβ με βάση την έλλειψη κατανόησης, την παρανόηση, την αμφιβολία, την καταδίκη και την επιδοκιμασία μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Κανείς από αυτούς δεν είναι σε θέση να καταλάβει πραγματικά και να εκτιμήσει τα λόγια του Ιεχωβά Θεού ότι ο Ιώβ ήταν ένας άμεμπτος και ευθύς άνθρωπος, κάποιος που σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό.

Με βάση την παραπάνω εντύπωσή τους για τον Ιώβ, οι άνθρωποι έχουν περαιτέρω αμφιβολίες ως προς τη δικαιοσύνη του, διότι οι πράξεις του Ιώβ και η διαγωγή του που καταγράφηκαν στις Γραφές δεν ήταν τόσο συγκλονιστικές και συγκινητικές όσο θα φαντάζονταν οι άνθρωποι. Όχι μόνο δεν έκανε μεγάλα κατορθώματα, αλλά πήρε μάλιστα ένα κεραμίδι για να ξύνεται, ενώ καθόταν ανάμεσα στις στάχτες. Αυτή η πράξη επίσης προκαλεί έκπληξη στους ανθρώπους και τους κάνει να αμφισβητήσουν —και μάλιστα να αρνηθούν— τη δικαιοσύνη του Ιώβ, διότι όσο ο Ιώβ ξυνόταν, δεν προσευχόταν, ούτε έδινε υποσχέσεις στον Θεό. Επιπλέον, κανείς δεν τον είδε να χύνει δάκρυα πόνου. Αυτή τη στιγμή, οι άνθρωποι βλέπουν μόνο την αδυναμία του Ιώβ και τίποτα άλλο, ακόμη και όταν ακούνε τον Ιώβ να λέει «τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» παραμένουν παντελώς ασυγκίνητοι ή έστω αναποφάσιστοι, και εξακολουθούν να μην μπορούν να διακρίνουν τη δικαιοσύνη του Ιώβ από τα λόγια του. Η βασική εντύπωση που ο Ιώβ δίνει στους ανθρώπους κατά τη διάρκεια των μαρτυρικών δοκιμασιών του είναι ότι δεν υπήρξε ούτε δουλοπρεπής ούτε αλαζόνας. Οι άνθρωποι δεν βλέπουν την ιστορία πίσω από τη συμπεριφορά του που διαδραματιζόταν στα βάθη της καρδιάς του, ούτε βλέπουν τον σεβασμό για τον Θεό μέσα στην καρδιά του ή την τήρηση της αρχής της οδού της αποφυγής του κακού. Η ψυχραιμία του κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι η τελειότητα και η ακεραιότητά του ήταν μόνο κούφια λόγια, ότι ο σεβασμός του για τον Θεό ήταν απλώς φήμες. Η «αδυναμία» που αποκάλυψε εξωτερικά, εντωμεταξύ, τους κάνει μεγάλη εντύπωση, δίνοντάς τους μια «νέα προοπτική», και μάλιστα μια «νέα αντίληψη» για τον άνθρωπο τον οποίο ο Θεός ορίζει ως άμεμπτο και ευθύ. Αυτή η «νέα προοπτική» και «νέα αντίληψη» αποδεικνύονται όταν ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του και καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε.

Αν και η έκταση του μαρτυρίου που υπέφερε είναι αδιανόητη και ακατανόητη σε οποιονδήποτε, δεν μίλησε αιρετικά, αλλά απλώς απάλυνε τον σωματικό του πόνο με τα δικά του μέσα. Όπως καταγράφεται στις Γραφές, είπε: «Είθε να χαθή η ημέρα καθ’ ην εγεννήθην, και η νυξ καθ’ ην είπον, Εγεννήθη αρσενικόν» (Ιώβ 3:3). Ίσως, κανείς δεν έχει θεωρήσει ποτέ αυτά τα λόγια σημαντικά, και ίσως υπάρχουν άνθρωποι που τα έχουν προσέξει. Κατά τη δική σας άποψη, η σημασία τους είναι ότι ο Ιώβ αντιτάχθηκε στον Θεό; Δεν είναι παράπονο κατά του Θεού; Ξέρω ότι πολλοί από εσάς έχουν συγκεκριμένες ιδέες για αυτά τα λόγια που εξέφρασε ο Ιώβ και πιστεύουν ότι αν ο Ιώβ ήταν άμεμπτος και ευθύς, δεν θα έπρεπε να έχει δείξει αδυναμία ή θλίψη και όφειλε, αντ’ αυτού, να αντιμετωπίσει θετικά την επίθεση του Σατανά, και να χαμογελούσε μάλιστα όταν αντιμετώπιζε τους πειρασμούς του Σατανά. Δεν θα έπρεπε να είχε την παραμικρή αντίδραση σε οποιοδήποτε από τα μαρτύρια που επέφερε στη σάρκα του ο Σατανάς, ούτε θα έπρεπε να έχει επιδείξει κανένα από τα συναισθήματα μέσα στην καρδιά του. Θα έπρεπε μάλιστα να ζητήσει από τον Θεό να κάνει αυτές τις δοκιμασίες ακόμη πιο σκληρές. Αυτά τα γνωρίσματα θα έπρεπε να επιδεικνύει και να κατέχει κάποιος που είναι ακλόνητος και που σέβεται πραγματικά τον Θεό και αποφεύγει το κακό. Εν μέσω αυτού του ακραίου μαρτυρίου, ο Ιώβ καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε. Δεν διαμαρτυρήθηκε για τον Θεό, πολύ λιγότερο δε, είχε την πρόθεση να αντιταχθεί στον Θεό. Αυτό είναι πολύ πιο εύκολο στη θεωρία παρά στην πράξη, διότι από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει βιώσει ποτέ τέτοιους πειρασμούς ούτε υπέφερε όσα έπληξαν τον Ιώβ. Γιατί, λοιπόν, κανείς δεν είχε ποτέ υποβληθεί στους ίδιους πειρασμούς όπως ο Ιώβ; Επειδή, όπως το βλέπει ο Θεός, κανένας δεν μπορεί να φέρει αυτή την ευθύνη ή αποστολή από τον Θεό, κανένας δεν θα μπορούσε να φερθεί όπως φέρθηκε ο Ιώβ και επιπλέον κανένας δεν θα μπορούσε, εκτός από το να καταραστεί την ημέρα που γεννήθηκε, να μην απαρνηθεί το όνομα του Θεού και να συνεχίσει να ευλογεί το όνομα του Ιεχωβά Θεού, όπως έκανε ο Ιώβ όταν τον έπληξε αυτό το μαρτύριο. Θα μπορούσε κανείς να το κάνει αυτό; Όταν το λέμε αυτό για τον Ιώβ, επαινούμε τη συμπεριφορά του; Ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος, και ήταν σε θέση να γίνει ένας τέτοιος μάρτυρας του Θεού, και ικανός να τρέψει τον Σατανά σε φυγή με σκυμμένο το κεφάλι, έτσι ώστε να μην έλθει ξανά ενώπιον του Θεού για να τον κατηγορήσει —οπότε γιατί είναι λάθος να τον επαινούμε; Μήπως εσείς έχετε υψηλότερα πρότυπα από τον Θεό; Μήπως εσείς θα τα πηγαίνατε ακόμα καλύτερα από τον Ιώβ όταν θα υποβαλλόσαστε σε δοκιμασίες; Ο Θεός επαινούσε τον Ιώβ —τι αντιρρήσεις θα μπορούσατε να έχετε;

Ο Ιώβ καταριέται την ημέρα που γεννήθηκε επειδή δεν θέλει ο Θεός να πονάει για χάρη του

Συχνά λέω ότι ο Θεός κοιτάζει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, ενώ οι άνθρωποι κοιτούν την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων. Επειδή ο Θεός κοιτάζει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, κατανοεί την ουσία τους, ενώ οι άνθρωποι ορίζουν την ουσία των άλλων με βάση την εξωτερική τους εμφάνιση. Όταν ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του και καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε, αυτή η πράξη εξέπληξε όλους τους πνευματικούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των τριών φίλων του Ιώβ. Ο άνθρωπος προήλθε από τον Θεό και θα έπρεπε να είναι ευγνώμων για τη ζωή και τη σάρκα, καθώς και για την ημέρα της γέννησής του, τα οποία του δόθηκαν από τον Θεό και δεν έπρεπε να τα καταριέται. Αυτό είναι κάτι που οι συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να κατανοήσουν και να αντιληφθούν. Για όποιον ακολουθεί τον Θεό, η κατανόηση αυτού του γεγονότος είναι ιερή και απαραβίαστη, συνιστά αναλλοίωτη αλήθεια. Ο Ιώβ, από την άλλη, έσπασε τους κανόνες: καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε. Πρόκειται για μια πράξη που οι συνηθισμένοι άνθρωποι θεωρούν ότι συνιστά πέρασμα σε απαγορευμένη περιοχή. Όχι μόνο δεν δικαιούται ο Ιώβ την κατανόηση και τη συμπόνια των ανθρώπων, δεν δικαιούται ούτε τη συγχώρεση του Θεού. Παράλληλα, ακόμα περισσότεροι άνθρωποι αμφισβητούν τη δικαιοσύνη του Ιώβ, επειδή φαινόταν ότι η εύνοια του Θεού έκανε τον Ιώβ άπληστο, τον έκανε τόσο θρασύ και απερίσκεπτο που όχι μόνο δεν ευχαριστούσε τον Θεό που τον ευλογούσε και τον φρόντιζε κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά αναθεμάτιζε την ημέρα που γεννήθηκε. Τι είναι αυτό, αν όχι εναντίωση στον Θεό; Τέτοιες επιπολαιότητες παρέχουν στους ανθρώπους την απόδειξη για να καταδικάσουν αυτή την ενέργεια του Ιώβ, αλλά ποιος μπορεί να ξέρει τι πραγματικά σκεφτόταν ο Ιώβ εκείνη τη στιγμή; Ποιος μπορεί να γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο ο Ιώβ συμπεριφέρθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο; Μόνο ο ίδιος ο Θεός και ο Ιώβ γνωρίζουν την πραγματική ιστορία και τους λόγους σ’ αυτή την περίπτωση.

Όταν ο Σατανάς άπλωσε το χέρι του για να προσβάλει τα οστά του Ιώβ, ο Ιώβ έπεσε στα νύχια του, χωρίς να έχει τα μέσα να ξεφύγει ή τη δύναμη να αντισταθεί. Το σώμα και η ψυχή του υπέστησαν απίστευτο πόνο, και αυτός ο πόνος τον έκανε να συνειδητοποιήσει σε βάθος το πόσο ασήμαντος, εύθραυστος και ανίσχυρος είναι ο άνθρωπος που ζει στη σάρκα. Παράλληλα, κατανόησε και εκτίμησε σε βάθος το γιατί ο Θεός θέλει να φροντίζει και να ενδιαφέρεται για την ανθρωπότητα. Στα νύχια του Σατανά, ο Ιώβ συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος, ο οποίος είναι από σάρκα και οστά, είναι όντως πολύ ανίσχυρος και αδύναμος. Όταν έπεσε στα γόνατα και προσευχόταν στον Θεό, ένιωθε σαν να κάλυψε ο Θεός το πρόσωπό Του και να κρύφτηκε, διότι ο Θεός τον είχε αφήσει πλήρως στα χέρια του Σατανά. Την ίδια στιγμή, ο Θεός έκλαιγε γι’ αυτόν, και, επιπλέον, στεναχωριόταν γι’ αυτόν. Ο Θεός πόνεσε με τον πόνο του και πληγώθηκε από τις πληγές του… Ο Ιώβ αισθάνθηκε τον πόνο του Θεού, καθώς και πόσο αφόρητος ήταν για τον Θεό… Ο Ιώβ δεν ήθελε να φέρει πια θλίψη στον Θεό, ούτε ήθελε ο Θεός να κλαίει γι’ αυτόν, πολύ λιγότερο δε, ήθελε να δει τον Θεό να πονάει εξαιτίας του. Εκείνη τη στιγμή, ο Ιώβ ήθελε μόνο να απελευθερωθεί από τη σάρκα του, για να μην υπομένει πια τον πόνο που του έφερε αυτή η σάρκα, διότι έτσι θα σταματούσε ο Θεός να βασανίζεται από τον δικό του πόνο —ωστόσο δεν μπορούσε, και έπρεπε να ανεχτεί όχι μόνο τον πόνο της σάρκας, αλλά και το μαρτύριο του να μη θέλει να ανησυχήσει τον Θεό. Αυτοί οι δύο πόνοι —ένας από τη σάρκα και ένας από το πνεύμα— έσκιζαν την καρδιά και τα σωθικά του Ιώβ, και τον έκαναν να αισθάνεται πώς τα όρια του ανθρώπου που είναι από σάρκα και οστά μπορούν να κάνουν κάποιον να αισθάνεται απόγνωση και ανημποριά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η λαχτάρα του για τον Θεό γινόταν ολοένα και πιο μεγάλη και το μίσος του για τον Σατανά γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Εκείνη τη στιγμή, ο Ιώβ θα προτιμούσε να μην έχει γεννηθεί ποτέ στον κόσμο των ανθρώπων, θα προτιμούσε να μην υπήρχε, από το να βλέπει τον Θεό να δακρύζει ή να αισθάνεται πόνο για χάρη του. Άρχισε να μισεί τη σάρκα του σε βάθος, να αποστρέφεται τον εαυτό του, την ημέρα που γεννήθηκε, ακόμη και όλα όσα τον αφορούσαν. Δεν ήθελε να υπάρχει άλλη αναφορά στην ημέρα της γέννησής του ή σε οτιδήποτε άλλο είχε να κάνει με αυτή και έτσι, άνοιξε το στόμα του και καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε: «Είθε να χαθή η ημέρα καθ’ ην εγεννήθην, και η νυξ καθ’ ην είπον, Εγεννήθη αρσενικόν. Η ημέρα εκείνη να ήναι σκότος· ο Θεός να μη αναζητήση αυτήν άνωθεν, και να μη φέγξη επ’ αυτήν φως» (Ιώβ 3:3-4). Τα λόγια του Ιώβ δείχνουν το μίσος του για τον εαυτό του: «Είθε να χαθή η ημέρα καθ’ ην εγεννήθην, και η νυξ καθ’ ην είπον, Εγεννήθη αρσενικόν», καθώς και την ενοχή που ένιωθε για τον εαυτό του και την αίσθηση του χρέους εξαιτίας του πόνου που προκάλεσε στον Θεό: «Η ημέρα εκείνη να ήναι σκότος· ο Θεός να μη αναζητήση αυτήν άνωθεν, και να μη φέγξη επ’ αυτήν φως». Αυτά τα δύο αποσπάσματα εκφράζουν απόλυτα το πώς ένιωθε τότε ο Ιώβ, και επιδεικνύουν πλήρως την τελειότητα και την ακεραιότητά του έναντι όλων. Την ίδια στιγμή, όπως ήθελε ο Ιώβ, η πίστη και η υποταγή του στον Θεό, καθώς και ο σεβασμός του για τον Θεό, είχαν πραγματικά ανυψωθεί. Φυσικά, αυτή η ανύψωση ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα που προσδοκούσε ο Θεός.

Ο Ιώβ νικάει τον Σατανά και γίνεται ένας αληθινός άνθρωπος στα μάτια του Θεού

Όταν ο Ιώβ υποβλήθηκε για πρώτη φορά στις δοκιμασίες του, έχασε όλη του την περιουσία και όλα τα παιδιά του, αλλά δεν έπεσε κάτω ούτε είπε τίποτα που να αποτελούσε αμαρτία εναντίον του Θεού ως αποτέλεσμα αυτού. Είχε νικήσει τους πειρασμούς του Σατανά και είχε υπερβεί τα υλικά πλούτη, τα παιδιά του και τη δοκιμασία του να χάσει όλες τις εγκόσμιες κτήσεις του, τουτέστιν ήταν σε θέση να υποταχθεί στον Θεό ενόσω Εκείνος τού αφαιρούσε πράγματα, αλλά και να ευχαριστήσει και να δοξολογήσει τον Θεό εξαιτίας των όσων Εκείνος έπραττε. Αυτή ήταν η διαγωγή του Ιώβ κατά τον πρώτο πειρασμό του Σατανά, και αυτή ήταν και η μαρτυρία του Ιώβ κατά την πρώτη δοκιμασία του Θεού. Στη δεύτερη δοκιμασία, ο Σατανάς άπλωσε το χέρι του να πλήξει τον Ιώβ και, παρόλο που ο Ιώβ βίωσε πόνο άνευ προηγουμένου, η μαρτυρία του και μόνο αρκούσε για να αφήσει τους ανθρώπους άναυδους. Χρησιμοποίησε το ψυχικό σθένος, την αποφασιστικότητα και την υποταγή του στον Θεό, καθώς και τον σεβασμό του για τον Θεό, για να κατατροπώσει για άλλη μια φορά τον Σατανά, και η διαγωγή και η μαρτυρία του έτυχαν και πάλι της επιδοκιμασίας και της εύνοιας του Θεού. Κατά τη διάρκεια αυτού του πειρασμού, ο Ιώβ χρησιμοποίησε την πραγματική του διαγωγή για να διακηρύξει στον Σατανά ότι ο πόνος της σάρκας δεν θα μπορούσε να μεταβάλει την πίστη και την υποταγή του στον Θεό ή να αφαιρέσει την αφοσίωση του στον Θεό και τη θεοφοβούμενη καρδιά του. Δεν θα απαρνιόταν τον Θεό ούτε θα εγκατέλειπε την τελειότητα και την ακεραιότητά του επειδή αντιμετώπιζε τον θάνατο. Η αποφασιστικότητα του Ιώβ έκανε τον Σατανά να φανεί δειλός, η πίστη του άφησε τον Σατανά φοβισμένο και τρεμάμενο, η ένταση με την οποία πολέμησε εναντίον του Σατανά κατά τη διάρκεια του αγώνα τους ζωής και θανάτου, προκάλεσε βαθύ μίσος και κακία στον Σατανά. Η τελειότητα και η ακεραιότητά του δεν άφησαν περιθώριο στον Σατανά να τον βλάψει περισσότερο, οπότε ο Σατανάς εγκατέλειψε τις επιθέσεις εναντίον του και εγκατέλειψε τις κατηγορίες του κατά του Ιώβ που είχε προβάλει ενώπιον του Ιεχωβά Θεού. Αυτό σήμαινε ότι ο Ιώβ είχε νικήσει τα επίγεια, είχε νικήσει τη σάρκα, είχε νικήσει τον Σατανά και είχε νικήσει τον θάνατο. Ήταν άνθρωπος που ανήκε εντελώς και απολύτως στον Θεό. Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο δοκιμασιών, ο Ιώβ έμεινε σταθερός στη μαρτυρία του, όντως βίωσε την τελειότητα και την ακεραιότητά του, και διεύρυνε το πεδίο των αρχών με τις οποίες ζούσε, δηλαδή να σέβεται τον Θεό και να αποφεύγει το κακό. Έχοντας υποβληθεί σε αυτές τις δύο δοκιμασίες, ο Ιώβ κέρδισε μια πλουσιότερη εμπειρία, και αυτή η εμπειρία τον έκανε πιο ώριμο και έμπειρο, τον έκανε δυνατότερο και με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, και τον έκανε πιο σίγουρο για την ορθότητα και την αξία της ακεραιότητας στην οποία παρέμενε σταθερός. Οι δοκιμασίες που έδωσε ο Ιεχωβά Θεός στον Ιώβ τον βοήθησαν να αναπτύξει μια βαθιά κατανόηση και αίσθηση του ενδιαφέροντος του Θεού για τον άνθρωπο, και του επέτρεψαν να αντιληφθεί πόσο πολύτιμη είναι η αγάπη του Θεού, και από εκείνο το σημείο το ενδιαφέρον και η αγάπη για τον Θεό προστέθηκαν στον σεβασμό του για τον Θεό. Οι δοκιμασίες του Ιεχωβά Θεού όχι μόνο δεν αποξένωσαν τον Ιώβ από Αυτόν, αλλά έφεραν την καρδιά του πιο κοντά στον Θεό. Όταν ο σαρκικός πόνος που υπέμεινε ο Ιώβ έφτασε στο αποκορύφωμά του, το ενδιαφέρον που ένιωθε από τον Ιεχωβά Θεό δεν του έδωσε άλλη επιλογή παρά να καταραστεί την ημέρα που γεννήθηκε. Αυτή τη συμπεριφορά δεν την είχε προγραμματίσει από καιρό, αλλά ήταν μια φυσική αποκάλυψη του ενδιαφέροντος και της αγάπης για τον Θεό μέσα από την καρδιά του, ήταν μια φυσική αποκάλυψη που προήλθε από το ενδιαφέρον και την αγάπη του για τον Θεό. Τουτέστιν, επειδή μισούσε τον εαυτό του, και δεν ήθελε, και δεν μπορούσε να αντέξει να βασανίζει τον Θεό, το ενδιαφέρον και η αγάπη του έφτασαν στο σημείο της ανιδιοτέλειας. Τότε, ο Ιώβ ανύψωσε τη μακρόχρονη λατρεία και λαχτάρα του για τον Θεό και την αφοσίωση στον Θεό στο επίπεδο του ενδιαφέροντος και της αγάπης. Παράλληλα, ανύψωσε, επίσης, την πίστη και την υποταγή του στον Θεό και τον σεβασμό του στον Θεό στο επίπεδο του ενδιαφέροντος και της αγάπης. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να κάνει οτιδήποτε που θα μπορούσε να βλάψει τον Θεό, δεν επέτρεψε στον εαυτό του οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα έβλαπτε τον Θεό και δεν επέτρεψε στον εαυτό του να φέρει λύπη, πόνο ή ακόμα και δυστυχία στον Θεό για προσωπικούς του λόγους. Στα μάτια του Θεού, παρόλο που ο Ιώβ ήταν ακόμα ο ίδιος Ιώβ όπως πριν, η πίστη του Ιώβ, η υποταγή και ο σεβασμός για τον Θεό είχαν ικανοποιήσει και ευχαριστήσει τον Θεό πλήρως. Εκείνη τη στιγμή, ο Ιώβ είχε επιτύχει την τελειότητα που ο Θεός προσδοκούσε, είχε γίνει κάποιος αληθινά άξιος να αποκαλείται «άμεμπτος και ευθύς» στα μάτια του Θεού. Τα δίκαια έργα του τού επέτρεψαν να νικήσει τον Σατανά και να μείνει ακλόνητος στη μαρτυρία του προς τον Θεό. Επιπλέον, τα δίκαια έργα του τον οδήγησαν στην τελείωση, και επέτρεψαν στην αξία της ζωής του να ανυψωθεί και να κάνει μεγαλύτερη από ποτέ υπέρβαση, ενώ τον κατέστησαν και τον πρώτο άνθρωπο που δεν θα δεχόταν πλέον επιθέσεις και πειρασμούς από τον Σατανά. Επειδή ο Ιώβ ήταν δίκαιος, κατηγορήθηκε και μπήκε σε πειρασμό από τον Σατανά. Επειδή ο Ιώβ ήταν δίκαιος, παραδόθηκε στον Σατανά. Και επειδή ο Ιώβ ήταν δίκαιος, κατάφερε να νικήσει και να κατατροπώσει τον Σατανά και να μείνει σταθερός στη μαρτυρία του. Από τότε και στο εξής, ο Ιώβ έγινε ο πρώτος άνθρωπος που δεν θα παραδιδόταν ποτέ πια στον Σατανά, ήλθε πράγματι ενώπιον του θρόνου του Θεού και έζησε στο φως υπό τις ευλογίες του Θεού χωρίς να τον κατασκοπεύει ή να τον βασανίζει ο Σατανάς… Είχε γίνει ένας αληθινός άνθρωπος στα μάτια του Θεού, είχε απελευθερωθεί…

Σχετικά με τον Ιώβ

Έχοντας μάθει πώς ο Ιώβ πέρασε τις δοκιμασίες, οι περισσότεροι από εσάς πιθανότατα θα ήθελαν να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες για τον ίδιο τον Ιώβ, ιδιαίτερα όσον αφορά το μυστικό με το οποίο κέρδισε τον έπαινο του Θεού. Οπότε σήμερα, ας μιλήσουμε για τον Ιώβ!

Στην καθημερινή ζωή του Ιώβ βλέπουμε την τελειότητα, την ακεραιότητα, τον σεβασμό για τον Θεό και την αποφυγή του κακού

Αν θέλουμε να συζητήσουμε για τον Ιώβ, τότε πρέπει να ξεκινήσουμε με την εκτίμηση του όπως την εξέφρασε το στόμα του Θεού: «Δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού».

Ας μάθουμε πρώτα για την τελειότητα και την ακεραιότητα του Ιώβ.

Πώς αντιλαμβάνεστε τις λέξεις «άμεμπτος» και «ευθύς»; Πιστεύετε ότι ο Ιώβ ήταν άψογος, ότι ήταν έντιμος; Αυτό, βέβαια, θα συνιστούσε κυριολεκτική ερμηνεία και κατανόηση των λέξεων «άμεμπτος» και «ευθύς». Καίριας σημασίας για να κατανοήσει όντως κανείς τον Ιώβ είναι το πλαίσιο της πραγματικής ζωής —τα λόγια, τα βιβλία και η θεωρία από μόνα τους δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις. Θα ξεκινήσουμε εξετάζοντας την οικογενειακή ζωή του Ιώβ, ποια ήταν η κανονική του διαγωγή κατά τη διάρκεια της ζωής του. Έτσι, θα διακρίνουμε τις αρχές και τους στόχους του στη ζωή, καθώς και την προσωπικότητα και τις επιδιώξεις του. Τώρα, ας διαβάσουμε τα τελευταία λόγια στο Ιώβ 1:3: «Ήτο ο άνθρωπος εκείνος ο μεγαλήτερος πάντων των κατοίκων της Ανατολής». Αυτά τα λόγια λένε ότι το κύρος και η θέση του Ιώβ ήταν πολύ υψηλά, και παρόλο που δεν μας λένε αν ο λόγος για τον οποίο ήταν ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους της Ανατολής ήταν λόγω της μεγάλης περιουσίας του ή επειδή ήταν άμεμπτος και ευθύς και σεβόταν τον Θεό αποφεύγοντας παράλληλα το κακό, γενικά, γνωρίζουμε ότι το κύρος και η θέση του Ιώβ έχαιραν μεγάλης εκτίμησης. Όπως καταγράφηκε στη Βίβλο, οι πρώτες εντυπώσεις των ανθρώπων από τον Ιώβ ήταν ότι ο Ιώβ ήταν άμεμπτος, ότι σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό και ότι διέθετε μεγάλο πλούτο και κύρος. Για ένα φυσιολογικό άτομο που ζει σε ένα τέτοιο περιβάλλον και κάτω από τέτοιες συνθήκες, η διατροφή του Ιώβ, η ποιότητα ζωής και οι διάφορες πτυχές της προσωπικής του ζωής θα ήταν το επίκεντρο της προσοχής των περισσότερων ανθρώπων. Συνεπώς, πρέπει να συνεχίσουμε να διαβάζουμε τις Γραφές: «Και υπήγαινον οι υιοί αυτού και έκαμνον συμπόσια εν ταις οικίαις αυτών, έκαστος κατά την ημέραν αυτού, και έστελλον και προσεκάλουν τας τρεις αδελφάς αυτών διά να τρώγωσι και να πίνωσι μετ’ αυτών. Και ότε ετελείονον αι ημέραι του συμποσίου, έστελλεν ο Ιώβ και ηγίαζεν αυτούς, και εξεγειρόμενος πρωΐ προσέφερεν ολοκαυτώματα κατά τον αριθμόν πάντων αυτών· διότι έλεγεν ο Ιώβ, Μήπως οι υιοί μου ημάρτησαν και εβλασφήμησαν τον Θεόν εν τη καρδία αυτών. Ούτως έκαμνεν ο Ιώβ, πάντοτε» (Ιώβ 1:4-5). Αυτό το εδάφιο μάς λέει δύο πράγματα: το πρώτο είναι ότι οι γιοι και οι θυγατέρες του Ιώβ έκαναν συχνά γλέντια, όπου έτρωγαν και έπιναν πολύ. Το δεύτερο είναι ότι ο Ιώβ συχνά πρόσφερε ολοκαυτώματα επειδή συχνά ανησυχούσε για τους γιους και τις θυγατέρες του, φοβούμενος ότι είχαν αμαρτήσει, ότι στην καρδιά τους είχαν απαρνηθεί τον Θεό. Εδώ περιγράφονται οι ζωές δύο διαφορετικών τύπων ανθρώπων. Ο πρώτος, οι γιοι και οι θυγατέρες του Ιώβ, έκαναν συχνά γλέντια λόγω του πλούτου τους, ζούσαν εξωφρενικά, έτρωγαν και έπιναν μέχρι να ευχαριστηθεί η καρδιά τους κι απολάμβαναν την υψηλή ποιότητα ζωής που φέρει ο υλικός πλούτος. Ζώντας μια τέτοια ζωή, ήταν αναπόφευκτο ότι συχνά θα έπεφταν στην αμαρτία και θα ύβριζαν τον Θεό —όμως δεν αγιάζονταν οι ίδιοι ούτε προσέφεραν ολοκαυτώματα. Βλέπετε, λοιπόν, ότι ο Θεός δεν είχε θέση στην καρδιά τους, ότι δεν σκέφτονταν τις χάρες του Θεού, ούτε φοβούνταν μήπως υβρίσουν τον Θεό, πολύ λιγότερο δε, φοβόντουσαν μήπως απαρνηθούν τον Θεό στην καρδιά τους. Φυσικά, δεν επικεντρωνόμαστε στα παιδιά του Ιώβ, αλλά στο τι έκανε ο Ιώβ όταν αντιμετώπιζε αυτά τα πράγματα. Αυτό είναι το άλλο θέμα που περιγράφεται στο εδάφιο και το οποίο αφορά την καθημερινή ζωή του Ιώβ και την ανθρώπινη φύση-ουσία του. Όταν η Βίβλος περιγράφει τα γλέντια των γιων και των θυγατέρων του Ιώβ, δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Ιώβ. Αναφέρεται μόνο ότι οι γιοι και οι θυγατέρες του συχνά έτρωγαν και έπιναν μαζί. Με άλλα λόγια, ο ίδιος δεν έκανε γλέντια, ούτε συμμετείχε στα εξωφρενικά φαγοπότια των γιων και των θυγατέρων του. Παρόλο που ήταν πλούσιος και είχε πολλά περιουσιακά στοιχεία και υπηρέτες, η ζωή του Ιώβ δεν χαρακτηριζόταν από πολυτέλεια. Δεν παρασυρόταν από το εξαιρετικό περιβάλλον διαβίωσης του, και δεν έπεφτε με τα μούτρα στις απολαύσεις της σάρκας λόγω του πλούτου του, ούτε ξεχνούσε να προσφέρει ολοκαυτώματα, πολύ λιγότερο δε, ο πλούτος του τον έκανε να αποφεύγει σταδιακά τον Θεό στην καρδιά του. Προφανώς, λοιπόν, ο Ιώβ ήταν πειθαρχημένος στον τρόπο ζωής του, δεν ήταν άπληστος ή φιλήδονος χάρη στις ευλογίες του Θεού προς αυτόν και δεν προσηλωνόταν στην ποιότητα ζωής. Αντιθέτως, ήταν ταπεινός και μετριόφρων, δεν έκανε επίδειξη και ήταν μετρημένος και προσεκτικός ενώπιον του Θεού. Σκεφτόταν συχνά τις χάρες και τις ευλογίες του Θεού και είχε πάντα θεοφοβούμενη καρδιά. Στην καθημερινότητά του, ο Ιώβ συχνά ξυπνούσε νωρίς για να προσφέρει ολοκαυτώματα για τους γιους και τις θυγατέρες του. Με άλλα λόγια, ο Ιώβ όχι μόνο σεβόταν τον Θεό ο ίδιος, αλλά ήλπιζε ότι και τα παιδιά του θα σέβονταν τον Θεό παρομοίως και δεν θα διέπρατταν αμαρτίες κατά του Θεού. Ο υλικός πλούτος του Ιώβ δεν είχε θέση μέσα στην καρδιά του, ούτε υποκαθιστούσε τη θέση που είχε ο Θεός. Είτε για χάρη του ίδιου είτε των παιδιών του, όλες οι καθημερινές πράξεις του Ιώβ συνδέονταν με τον σεβασμό για τον Θεό και την αποφυγή του κακού. Ο σεβασμός του για τον Ιεχωβά Θεό δεν σταματούσε στο στόμα του, αλλά γινόταν πράξη, και αντικατοπτριζόταν σε κάθε πτυχή της καθημερινής του ζωής. Αυτή η πραγματική διαγωγή του Ιώβ μάς δείχνει ότι ήταν ειλικρινής και ότι διέθετε μια ουσία που αγαπούσε τη δικαιοσύνη και τα θετικά πράγματα. Το γεγονός ότι ο Ιώβ συχνά έστελνε και αγίαζε τους γιους και τις θυγατέρες του σημαίνει ότι δεν ενέκρινε ούτε επικροτούσε τη συμπεριφορά των παιδιών του. Αντιθέτως, στην καρδιά του ένιωθε αποστροφή προς τη συμπεριφορά τους, και τους καταδίκαζε. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά των γιων και των θυγατέρων του δεν ευχαριστούσε τον Ιεχωβά Θεό, οπότε τους καλούσε συχνά να παρουσιαστούν ενώπιον του Ιεχωβά Θεού και να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους. Οι πράξεις του Ιώβ μάς δείχνουν μια άλλη πλευρά της ανθρώπινης φύσης του, αυτή στην οποία δεν πορεύτηκε ποτέ με όσους συχνά διέπρατταν αμαρτίες και ύβριζαν τον Θεό, αλλά, αντιθέτως, τις απέφευγε και παρέμενε μακριά τους. Παρόλο που αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι γιοι και οι θυγατέρες του, δεν απαρνήθηκε τις δικές του αρχές συμπεριφοράς επειδή επρόκειτο για τους ίδιους τους συγγενείς του, ούτε επέτρεπε τις αμαρτίες τους εξαιτίας των συναισθημάτων του. Αντιθέτως, τους παρότρυνε να εξομολογούνται και να κερδίζουν την ανεκτικότητα του Ιεχωβά Θεού και τους προειδοποιούσε να μην απαρνηθούν τον Θεό χάριν της άπληστης φιληδονίας τους. Οι αρχές σύμφωνα με τις οποίες ο Ιώβ συμπεριφερόταν στους άλλους είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις αρχές του σεβασμού του για τον Θεό και την αποφυγή του κακού. Αγαπούσε ό,τι επιδοκίμαζε ο Θεός και μισούσε ό,τι απωθούσε τον Θεό, αγαπούσε όσους σέβονταν τον Θεό στην καρδιά τους και μισούσε όσους διέπρατταν κακό ή διέπρατταν αμαρτίες κατά του Θεού. Αυτή την αγάπη και το μίσος επιδείκνυε στην καθημερινότητά του και αυτή ήταν η ακεραιότητα του Ιώβ που έβλεπαν τα μάτια του Θεού. Φυσικά, αυτή είναι και η έκφραση και το βίωμα της αληθινής ανθρώπινης φύσης του Ιώβ στις σχέσεις του με τους άλλους στην καθημερινότητά του, τα οποία πρέπει να γνωρίσουμε.

Οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης του Ιώβ κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του (κατανοώντας την τελειότητα, την ακεραιότητα του Ιώβ, τον σεβασμό του για τον Θεό και την αποφυγή του κακού κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του)

Αυτό που έχουμε συζητήσει παραπάνω είναι οι διάφορες πτυχές της ανθρώπινης φύσης του Ιώβ που εκδηλώνονταν στην καθημερινότητά του προτού υποβληθεί σε πειρασμούς. Αναμφίβολα, αυτές οι διάφορες εκδηλώσεις παρέχουν μια αρχική γνωριμία και κατανόηση της ακεραιότητας του Ιώβ, του σεβασμού του Θεού και της αποφυγής του κακού, και φυσικά παρέχουν μια αρχική επιβεβαίωση. Ο λόγος για τον οποίο λέω «αρχική» είναι επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι ακόμα δεν κατανοούν πραγματικά την προσωπικότητα του Ιώβ και τον βαθμό μέχρι τον οποίο επιδίωκε την υποταγή στον Θεό και τον σεβασμό για Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι η κατανόηση των περισσότερων ανθρώπων όσον αφορά τον Ιώβ δεν είναι βαθύτερη από την κάπως ευνοϊκή εντύπωση που σχηματίζεται γι’ αυτόν ως αποτέλεσμα των δύο εδαφίων της Βίβλου τα οποία περιέχουν τα λόγια του: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον» και «τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» Συνεπώς, έχουμε μεγάλη ανάγκη να καταλάβουμε πώς βίωνε ο Ιώβ την ανθρώπινη φύση του όταν δέχτηκε τις δοκιμασίες του Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αληθινή ανθρώπινη φύση του Ιώβ θα αποκαλυφθεί σε όλους στο σύνολό της.

Όταν ο Ιώβ άκουσε ότι είχε κλαπεί η περιουσία του, ότι οι γιοι και οι θυγατέρες του είχαν χάσει τη ζωή τους και ότι οι υπηρέτες του είχαν σκοτωθεί, αντέδρασε ως εξής: «Τότε σηκωθείς ο Ιώβ διέσχισε το επένδυμα αυτού και εξύρισε την κεφαλήν αυτού και έπεσεν επί την γην και προσεκύνησε» (Ιώβ 1:20). Αυτά τα λόγια μας μιλάνε για ένα γεγονός: αφού άκουσε αυτή την είδηση, ο Ιώβ δεν πανικοβλήθηκε, δεν έκλαψε, ούτε κατηγόρησε τους υπηρέτες που του έφεραν την είδηση, πολύ λιγότερο δε, επιθεώρησε τη σκηνή του εγκλήματος για να διερευνήσει και να επαληθεύσει τις λεπτομέρειες και να μάθει τι πραγματικά συνέβη. Δεν έδειξε κανέναν πόνο ή λύπη για την απώλεια της περιουσίας του, ούτε κατέρρευσε θρηνώντας για την απώλεια των παιδιών και των αγαπημένων του. Αντιθέτως, έσκισε το ένδυμά του, ξύρισε το κεφάλι του, έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε. Οι ενέργειες του Ιώβ διαφέρουν από αυτές ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Προκαλούν σύγχυση σε πολλούς ανθρώπους, και τους κάνουν να επιπλήξουν τον Ιώβ στην καρδιά τους για την «ψυχρότητά του». Αν έχαναν ξαφνικά την περιουσία τους, οι κανονικοί άνθρωποι θα φαίνονταν συντετριμμένοι ή απελπισμένοι —ή, στην περίπτωση κάποιων ανθρώπων, ίσως και να έπεφταν σε βαθιά κατάθλιψη. Αυτό συμβαίνει επειδή στην καρδιά τους, η περιουσία των ανθρώπων αντιπροσωπεύει μια ζωή κόπων —είναι εκείνη στην οποία στηρίζουν την επιβίωσή τους, είναι η ελπίδα που τους κρατάει ζωντανούς. Η απώλεια της περιουσίας τους σημαίνει ότι οι κόποι τους πήγαν χαμένοι, ότι δεν έχουν ελπίδα, και μάλιστα ότι δεν έχουν μέλλον. Αυτή είναι η στάση κάθε φυσιολογικού ατόμου προς την περιουσία του και η στενή σχέση που έχει με αυτή, και αυτή είναι και η σημασία της περιουσίας στα μάτια των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων αισθάνεται σύγχυση από την αδιάφορη στάση του Ιώβ ως προς την απώλεια της περιουσίας του. Σήμερα, θα διαλύσουμε τη σύγχυση που ένιωσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι εξηγώντας τι συνέβαινε μέσα στην καρδιά του Ιώβ.

Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι, δεδομένου ότι ο Ιώβ είχε λάβει τόσο μεγάλη περιουσία από τον Θεό, ο Ιώβ θα έπρεπε να αισθάνεται ντροπή ενώπιον του Θεού εξαιτίας της απώλειας αυτών των περιουσιακών στοιχείων, διότι δεν τα είχε φυλάξει ούτε τα είχε φροντίσει, δεν είχε διατηρήσει τα περιουσιακά στοιχεία που του δόθηκαν από τον Θεό. Έτσι, όταν άκουσε ότι η περιουσία του είχε κλαπεί, η πρώτη του αντίδραση θα έπρεπε να ήταν να πάει στη σκηνή του εγκλήματος και να κάνει απογραφή όλων όσων είχαν χαθεί, και στη συνέχεια να εξομολογηθεί στον Θεό, ώστε να μπορέσει για άλλη μια φορά να λάβει τις ευλογίες του Θεού. Ο Ιώβ, όμως, δεν το έκανε, και φυσικά είχε τους λόγους του που δεν το έκανε. Στην καρδιά του, ο Ιώβ πίστευε ακράδαντα ότι ο Θεός τού είχε παραχωρήσει όλα όσα κατείχε, και δεν ήταν προϊόν του δικού του μόχθου. Συνεπώς, δεν έβλεπε αυτές τις ευλογίες ως κάτι στο οποίο έπρεπε να επενδύσει, αντίθετα βάσιζε τις αρχές της επιβίωσής του στην προσήλωση, με όλες του τις δυνάμεις, στον δρόμο τον οποίο έπρεπε να ακολουθεί. Αγαπούσε τις ευλογίες του Θεού και Τον ευχαριστούσε γι’ αυτές, αλλά δεν ήταν εξαρτημένος από τις ευλογίες, ούτε επιζητούσε περισσότερες. Αυτή ήταν η στάση του απέναντι στην περιουσία. Δεν έκανε τίποτα απλώς και μόνο για να κερδίζει ευλογίες, ούτε ανησυχούσε ή στεναχωριόταν από την έλλειψη ή την απώλεια των ευλογιών του Θεού. Δεν ένιωθε υπερβολική, τρελή χαρά εξαιτίας των ευλογιών του Θεού, ούτε αγνοούσε την οδό του Θεού ούτε ξεχνούσε τη χάρη του Θεού λόγω των ευλογιών που απολάμβανε συχνά. Η στάση του Ιώβ απέναντι στην περιουσία του αποκαλύπτει στους ανθρώπους την αληθινή του ανθρώπινη φύση: πρώτον, ο Ιώβ δεν ήταν άπληστος άνθρωπος και δεν είχε απαιτήσεις από την υλική του ζωή. Δεύτερον, ο Ιώβ δεν ανησυχούσε ποτέ ούτε φοβόταν ότι ο Θεός θα του έπαιρνε όλα όσα είχε, πράγμα που αποτελούσε τη στάση υποταγής στον Θεό που είχε μέσα στην καρδιά του. Τουτέστιν, δεν είχε απαιτήσεις ή παράπονα για το πότε ή αν ο Θεός θα έπαιρνε από αυτόν, και δεν ζητούσε τον λόγο, αλλά μόνο προσπαθούσε να υποταχθεί στις ρυθμίσεις του Θεού. Τρίτον, ποτέ δεν πίστευε ότι η περιουσία του προήλθε από τον δικό του μόχθο, αλλά ότι του παραχωρήθηκε από τον Θεό. Αυτή ήταν η πίστη του Ιώβ στον Θεό και αποτελεί ένδειξη της πεποίθησής του. Καθίσταται σαφής η ανθρώπινη φύση του Ιώβ και η αληθινή καθημερινή του επιδίωξη όπως συνοψίζεται στα τρία αυτά σημεία του; Η ανθρώπινη φύση και η επιδίωξη του Ιώβ ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ψύχραιμης συμπεριφοράς του όταν ήρθε αντιμέτωπος με την απώλεια της περιουσίας του. Ακριβώς λόγω της καθημερινής του επιδίωξης, ο Ιώβ είχε το ανάστημα και την πεποίθηση να πει: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον» κατά τις δοκιμασίες του Θεού. Αυτά τα λόγια δεν τα είχε σκεφτεί σε μια νύχτα ο Ιώβ, ούτε του ήρθαν έτσι στο μυαλό. Ήταν όσα είχε δει και αποκτήσει κατά τη διάρκεια πολυετούς εμπειρίας ζωής. Σε σύγκριση με όλους όσοι αναζητούν μόνο τις ευλογίες του Θεού και φοβούνται ότι ο Θεός θα πάρει από αυτούς, και το απεχθάνονται και παραπονούνται γι’ αυτό, δεν είναι πολύ πραγματική η υποταγή του Ιώβ; Σε σύγκριση με όλους όσοι πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός, αλλά οι οποίοι ποτέ δεν πίστευαν ότι ο Θεός κυβερνάει επί των πάντων, δεν διαθέτει ο Ιώβ μεγάλη ειλικρίνεια και ακεραιότητα;

Ο ορθολογισμός του Ιώβ

Οι πραγματικές εμπειρίες του Ιώβ και η ακέραια και ειλικρινής του ανθρώπινη φύση σήμαινε ότι έκανε την πιο ορθολογική κρίση και επιλογές όταν έχασε την περιουσία και τα παιδιά του. Τέτοιες ορθολογικές επιλογές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τις καθημερινές του επιδιώξεις και τα έργα του Θεού, τα οποία γνώρισε κατά την καθημερινότητά του. Η ειλικρίνεια του Ιώβ τον κατέστησε ικανό να πιστέψει ότι το χέρι του Ιεχωβά κυβερνά τα πάντα. Η πίστη του τού επέτρεψε να γνωρίζει το γεγονός της κυριαρχίας του Ιεχωβά Θεού επί των πάντων. Η γνώση του τον έκανε πρόθυμο και ικανό να υποταχθεί στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Ιεχωβά Θεού. Η υποταγή του του επέτρεψε να είναι όλο και πιο αληθινός στον σεβασμό του για τον Ιεχωβά Θεό. Ο σεβασμός του τον έκανε όλο και πιο αληθινό στην αποφυγή του κακού. Τελικά, ο Ιώβ τελειώθηκε επειδή σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό. Η τελείωσή του τον έκανε σοφό και του χάρισε τον μέγιστο ορθολογισμό.

Πώς θα πρέπει να κατανοήσουμε τη λέξη «ορθολογικός»; Μια κυριολεκτική ερμηνεία είναι ότι σημαίνει να είναι κανείς λογικός, να είναι συνετός και να διαθέτει λογική σκέψη, να διαθέτει ορθό λόγο, πράξεις και κρίση και να διαθέτει ορθούς και απλούς ηθικούς κανόνες. Ωστόσο, ο ορθολογισμός του Ιώβ δεν ερμηνεύεται τόσο εύκολα. Όταν λέγεται εδώ ότι ο Ιώβ κατείχε τον μέγιστο ορθολογισμό, αυτό λέγεται σε σχέση με την ανθρώπινη φύση και τη διαγωγή του ενώπιον του Θεού. Επειδή ο Ιώβ ήταν ειλικρινής, μπορούσε να πιστέψει και να υποταχθεί στην κυριαρχία του Θεού, γεγονός που του έδωσε μια γνώση που δεν ήταν εφικτή από τους άλλους, και αυτή η γνώση τού επέτρεψε να διακρίνει, να κρίνει και να ορίζει καλύτερα αυτό που τον έπληξε, του επέτρεψε να επιλέξει με μεγαλύτερη ακρίβεια και διορατικότητα τι έπρεπε να κάνει και πού έπρεπε να παραμείνει σταθερός. Τουτέστιν, τα λόγια, η συμπεριφορά, οι αρχές πίσω από τις πράξεις του και ο κώδικας με τον οποίο ενεργούσε ήταν απλά, σαφή και συγκεκριμένα και δεν ήταν τυφλά, παρορμητικά ή βασισμένα στο συναίσθημα. Ήξερε πώς να αντιμετωπίζει ό,τι κι αν τον έπληττε, ήξερε πώς να εξισορροπεί και να χειρίζεται τις σχέσεις μεταξύ πολύπλοκων γεγονότων, ήξερε πώς να μένει σταθερός στην οδό που όφειλε να παραμείνει σταθερός και, επιπλέον, ήξερε πώς να αντιμετωπίζει το γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός έδινε και αφαιρούσε. Αυτός ήταν ο ορθολογισμός του Ιώβ. Ακριβώς επειδή ο Ιώβ διέθετε αυτόν τον ορθολογισμό, είπε: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον» όταν έχασε την περιουσία του και τους γιους και τις θυγατέρες του.

Όταν ο Ιώβ ήρθε αντιμέτωπος με τον αφόρητο σωματικό πόνο και τις διαμαρτυρίες των συγγενών και φίλων του, και όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο, η πραγματική διαγωγή του κατέδειξε για άλλη μια φορά το αληθινό του πρόσωπο σε όλους.

Το πραγματικό πρόσωπο του Ιώβ: αληθινό, αγνό, και ειλικρινές

Ας διαβάσουμε τον Ιώβ 2:7-8: «Τότε εξήλθεν ο Σατανάς απ’ έμπροσθεν του Ιεχωβά και επάταξε τον Ιώβ με έλκος κακόν από του ίχνους των ποδών αυτού έως της κορυφής αυτού. Και έλαβεν εις εαυτόν όστρακον, διά να ξύηται με αυτό· και εκάθητο εν μέσω της σποδού». Αυτή είναι μια περιγραφή της διαγωγής του Ιώβ όταν εμφανίστηκαν ανοιχτές πληγές πάνω στο σώμα του. Τότε, ο Ιώβ κάθισε στις στάχτες καθώς υπέμενε τον πόνο. Κανείς δεν του παρείχε θεραπεία και κανείς δεν τον βοήθησε να απαλύνει τον σωματικό του πόνο. Αντ’ αυτού, χρησιμοποίησε ένα κεραμίδι για να ξύνει την επιφάνεια των ανοιχτών πληγών. Εκ πρώτης όψεως, αυτό ήταν απλώς ένα στάδιο στο μαρτύριο του Ιώβ και δεν έχει καμία σχέση με την ανθρώπινη φύση του και τον σεβασμό για τον Θεό, διότι ο Ιώβ δεν χρησιμοποίησε λόγο για να εκφράσει τη ψυχική διάθεση και τις απόψεις του εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, οι πράξεις του Ιώβ και η συμπεριφορά του εξακολουθούν να αποτελούν μια αληθινή έκφραση της ανθρώπινης φύσης του. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, διαβάσαμε ότι ο Ιώβ ήταν ο μεγαλύτερος όλων των ανθρώπων της Ανατολής. Αυτό το εδάφιο από το δεύτερο κεφάλαιο, εντωμεταξύ, μας δείχνει ότι αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος της Ανατολής πήρε στ’ αλήθεια ένα κεραμίδι για να ξύνεται, ενώ καθόταν ανάμεσα στις στάχτες. Δεν υπάρχει άραγε σαφής αντίθεση μεταξύ των δύο αυτών περιγραφών; Πρόκειται για μια αντίθεση που μας δείχνει τον αληθινό εαυτό του Ιώβ: παρά την ευυπόληπτη θέση του και το κύρος του, ποτέ δεν αγάπησε ούτε έδωσε καμιά προσοχή σε αυτά τα πράγματα. Δεν τον ενδιέφερε το πώς οι άλλοι έβλεπαν το κύρος του, ούτε ανησυχούσε για το αν οι πράξεις του ή η συμπεριφορά του θα είχαν αρνητικές συνέπειες για το κύρος του. Δεν απολάμβανε τα οφέλη της θέσης του, ούτε απολάμβανε τη δόξα που συνόδευε το κύρος και τη θέση του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η αξία και η σημασία του τρόπου ζωής του στα μάτια του Ιεχωβά Θεού. Ο αληθινός εαυτός του Ιώβ ήταν η ίδια η ουσία του: δεν αγαπούσε τη φήμη και τα πλούτη και δεν ζούσε για τη φήμη και τα πλούτη. Ήταν αληθινός, αγνός και ειλικρινής.

Ο διαχωρισμός μεταξύ αγάπης και μίσους από τον Ιώβ

Μια άλλη πλευρά της ανθρώπινης φύσης του Ιώβ επιδεικνύεται σε αυτή τη συνομιλία μεταξύ του ίδιου και της γυναίκας του: «Τότε είπε προς αυτόν η γυνή αυτού, Έτι κρατείς την ακεραιότητά σου; Βλασφήμησον τον Θεόν και απόθανε. Ο δε είπε προς αυτήν, Ελάλησας ως λαλεί μία εκ των αφρόνων γυναικών· τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» (Ιώβ 2:9-10). Βλέποντας το μαρτύριο που υπέφερε, η γυναίκα του Ιώβ προσπάθησε να συμβουλεύσει τον Ιώβ για να τον βοηθήσει να ξεφύγει από το μαρτύριο του, αλλά ο Ιώβ δεν επιδοκίμασε τις «καλές προθέσεις». Αντ’ αυτού, προκάλεσαν τον θυμό του, διότι η γυναίκα του αρνήθηκε την πίστη και την υποταγή του στον Ιεχωβά Θεό, και επίσης αρνήθηκε την ύπαρξη του Ιεχωβά Θεού. Αυτό ήταν απαράδεκτο για τον Ιώβ, γιατί ποτέ δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να κάνει οτιδήποτε που να αντιτίθεται ή να βλάπτει τον Θεό, να μη μιλήσουμε για τους άλλους. Πώς θα μπορούσε να παραμείνει αδιάφορος όταν είδε τους άλλους να εκφράζουν λόγια που βλασφημούσαν και προσέβαλαν τον Θεό; Γι’ αυτό αποκάλεσε τη γυναίκα του «άφρονα γυναίκα». Η στάση του Ιώβ απέναντι στη γυναίκα του χαρακτηριζόταν από θυμό και μίσος, καθώς και από αποδοκιμασία και επίπληξη. Αυτή ήταν η φυσική έκφραση της ανθρώπινης φύσης του Ιώβ που διαφοροποιείται μεταξύ αγάπης και μίσους, και αντιπροσώπευε όντως την ακέραια ανθρώπινη φύση του. Ο Ιώβ διέθετε μια αίσθηση δικαιοσύνης, που τον έκανε να μισεί τις κακές τάσεις και τα κακά ρεύματα και να αποστρέφεται, να καταδικάζει και να απορρίπτει την παράλογη αίρεση, τα γελοία επιχειρήματα και τους αστείους ισχυρισμούς και του επέτρεπε να τηρεί τις δικές του, σωστές αρχές και στάση όταν είχε απορριφθεί από τις μάζες και εγκαταλείφθηκε από όσους ήταν κοντά του.

Η καλοσύνη και η ειλικρίνεια του Ιώβ

Επειδή, από τη συμπεριφορά του Ιώβ, μπορούμε να διακρίνουμε την έκφραση διαφόρων πτυχών της ανθρώπινης φύσης του, ποια στοιχεία της ανθρώπινης φύσης του Ιώβ βλέπουμε όταν άνοιξε το στόμα του για να καταραστεί την ημέρα που γεννήθηκε; Αυτό είναι το θέμα που θα συζητήσουμε παρακάτω.

Πιο πάνω, μίλησα για τους λόγους που ο Ιώβ καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε. Τι καταλαβαίνετε απ’ αυτό; Εάν ο Ιώβ ήταν σκληρόκαρδος και άστοργος, αν ήταν ψυχρός και δεν είχε συναισθήματα και στερούταν της ανθρώπινης φύσης, θα μπορούσε να δείξει ενδιαφέρον για τις προθέσεις του Θεού; Θα μπορούσε άραγε να είχε μισήσει την ημέρα που γεννήθηκε επειδή νοιαζόταν για την καρδιά του Θεού; Με άλλα λόγια, αν ο Ιώβ ήταν σκληρόκαρδος και στερούταν της ανθρώπινης φύσης, θα μπορούσε να στενοχωρηθεί για τον πόνο του Θεού; Θα μπορούσε να είχε καταραστεί την ημέρα που γεννήθηκε επειδή ο Θεός είχε στεναχωρηθεί γι’ αυτόν; Η απάντηση είναι: φυσικά και όχι! Επειδή ήταν καλόκαρδος, ο Ιώβ νοιαζόταν για την καρδιά του Θεού. Επειδή νοιαζόταν για την καρδιά του Θεού, ο Ιώβ διαισθανόταν τον πόνο του Θεού. Επειδή ήταν καλόκαρδος, υπέφερε μεγαλύτερο μαρτύριο λόγω του ότι διαισθανόταν τον πόνο του Θεού. Επειδή διαισθανόταν τον πόνο του Θεού, άρχισε να μισεί την ημέρα που γεννήθηκε, οπότε καταράστηκε την ημέρα αυτή. Για όσους είναι θεατές, η όλη συμπεριφορά του Ιώβ κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του είναι υποδειγματική. Μόνο το γεγονός που καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε βάζει ένα ερωτηματικό πάνω από την τελειότητα και την ακεραιότητά του, ή προσφέρει μια διαφορετική εκτίμηση. Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η πιο αληθινή έκφραση της ανθρώπινης φύσης-ουσίας του Ιώβ. Η ανθρώπινη φύση-ουσία του δεν ήταν κρυμμένη ούτε καλυμμένη ούτε αναθεωρήθηκε από κάποιον άλλο. Όταν καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε, έδειξε την καλοσύνη και την ειλικρίνεια που υπήρχαν βαθιά μέσα στην καρδιά του. Ήταν σαν μια πηγή της οποίας τα νερά είναι τόσο διαυγή και διάφανα, ώστε βλέπει κανείς τον πυθμένα της.

Έχοντας μάθει όλα αυτά για τον Ιώβ, οι περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν αναμφισβήτητα μια αρκετά ακριβή και αντικειμενική εκτίμηση της ανθρώπινης φύσης-ουσίας του Ιώβ. Θα πρέπει επίσης να έχουν αναπτύξει μια βαθιά, πρακτική και πιο μεγάλη κατανόηση και εκτίμηση της τελειότητας και της ακεραιότητας του Ιώβ όπως εκφράζονται από τον Θεό. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η κατανόηση και η εκτίμηση θα βοηθήσουν τους ανθρώπους να μπουν στην οδό του σεβασμού του Θεού και της αποφυγής του κακού.

Η σχέση μεταξύ της παράδοσης του Ιώβ από τον Θεό στον Σατανά και των στόχων του έργου του Θεού

Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι τώρα αναγνωρίζουν ότι ο Ιώβ ήταν άμεμπτος και ευθύς και ότι σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό, αυτή η αναγνώριση δεν τους κάνει να κατανοούν καλύτερα τις προθέσεις του Θεού. Ενώ ζηλεύουν την ανθρώπινη φύση και την επιδίωξη του Ιώβ, θέτουν την ακόλουθη ερώτηση στον Θεό: αφού ο Ιώβ ήταν τόσο άμεμπτος και ευθύς, οι άνθρωποι τον λάτρευαν τόσο πολύ, γιατί ο Θεός τον παρέδωσε στον Σατανά και τον υπέβαλε σε τόσα πολλά μαρτύρια; Τέτοια ερωτήματα σίγουρα υπάρχουν στην καρδιά πολλών ανθρώπων —ή μάλλον, αυτή η αμφιβολία είναι το ερώτημα στην καρδιά πολλών ανθρώπων. Δεδομένου ότι έχει προκαλέσει σύγχυση σε τόσους πολλούς ανθρώπους, πρέπει να θέσουμε αυτό το ερώτημα επί τάπητος και να το ερμηνεύσουμε σωστά.

Ό,τι κάνει ο Θεός είναι απαραίτητο, και έχει εξαιρετική σημασία, διότι όλα όσα κάνει μέσα στον άνθρωπο αφορούν τη διαχείρισή Του και τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Φυσικά, το έργο που επιτέλεσε ο Θεός στον Ιώβ δεν διαφέρει, παρόλο που ο Ιώβ ήταν άμεμπτος και ευθύς στα μάτια του Θεού. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το τι κάνει ο Θεός ή τα μέσα με τα οποία το κάνει, ανεξάρτητα από το κόστος, ανεξάρτητα από τον στόχο Του, ο σκοπός των πράξεών Του δεν αλλάζει. Ο σκοπός του είναι να προσθέσει στον άνθρωπο τα λόγια του Θεού, όπως και τις απαιτήσεις και τις προθέσεις του Θεού για τον άνθρωπο· με άλλα λόγια, είναι να προσθέσει στον άνθρωπο ό,τι πιστεύει ο Θεός ότι είναι θετικό σύμφωνα με τα στάδιά Του, επιτρέποντας στον άνθρωπο να καταλάβει την καρδιά του Θεού και να κατανοήσει την ουσία του Θεού και να επιτρέψει στον άνθρωπο να υποταχθεί στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού, επιτρέποντας έτσι στον άνθρωπο να επιτύχει σεβασμό για τον Θεό και αποφυγή του κακού —όλα αυτά είναι μια πτυχή του σκοπού του Θεού σε όλα όσα κάνει. Η άλλη άποψη είναι ότι, επειδή ο Σατανάς είναι το αντιθετικό στοιχείο και το αντικείμενο υπηρεσίας στο έργο του Θεού, ο άνθρωπος συχνά παραδίδεται στον Σατανά· αυτό είναι το μέσο που χρησιμοποιεί ο Θεός για να επιτρέψει στους ανθρώπους να δουν στους πειρασμούς και στις επιθέσεις του Σατανά την κακία, την ασχήμια και την ασέβεια του Σατανά, κάνοντας έτσι τους ανθρώπους να μισούν τον Σατανά και να είναι σε θέση να γνωρίζουν και να αναγνωρίζουν ό,τι είναι αρνητικό. Αυτή η διαδικασία τούς επιτρέπει να απελευθερωθούν σταδιακά από τον έλεγχο του Σατανά και από τις κατηγορίες, τις ενοχλήσεις και τις επιθέσεις του —μέχρι που, χάρη στα λόγια του Θεού, στις γνώσεις τους για τον Θεό, στην υποταγή τους στον Θεό, στην πίστη τους στον Θεό και στον σεβασμό τους για τον Θεό, νικούν θριαμβευτικά τις επιθέσεις και των κατηγοριών του Σατανά. Μόνο τότε θα έχουν σωθεί εντελώς από την εξουσία του Σατανά. Η σωτηρία των ανθρώπων σημαίνει ότι ο Σατανάς έχει ηττηθεί, σημαίνει ότι δεν αποτελούν πια το φαγητό στο στόμα του Σατανά —αντί να τους καταπιεί, ο Σατανάς τούς έχει αφήσει ελεύθερους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ακέραιοι, επειδή διαθέτουν πίστη, υποταγή και σεβασμό για τον Θεό και επειδή διακόπτουν κάθε σχέση με τον Σατανά. Ταπεινώνουν τον Σατανά, κάνουν τον Σατανά να δειλιάσει, και καταφέρνουν να κατατροπώσουν τον Σατανά. Η αποφασιστικότητά τους να ακολουθήσουν τον Θεό, και η υποταγή και ο σεβασμός για τον Θεό νικούν τον Σατανά και κάνουν τον Σατανά να τους εγκαταλείψει οριστικά. Μόνο τέτοιοι άνθρωποι έχουν πραγματικά κερδηθεί από τον Θεό, και αυτός είναι ο απώτερος στόχος του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου. Εάν θέλουν να σωθούν και επιθυμούν να τους κερδίσει ο Θεός οριστικά, τότε όλοι όσοι ακολουθούν τον Θεό πρέπει να αντιμετωπίσουν πειρασμούς και επιθέσεις μεγάλης ή μικρής έκτασης από τον Σατανά. Όσοι εξέρχονται από αυτούς τους πειρασμούς και τις επιθέσεις και είναι σε θέση να νικήσουν πλήρως τον Σατανά είναι όσοι έχουν σωθεί από τον Θεό. Τουτέστιν, όσοι έχουν σωθεί από τον Θεό είναι όσοι έχουν υποβληθεί στις δοκιμασίες του Θεού και έχουν υποστεί τους πειρασμούς και τις επιθέσεις του Σατανά αμέτρητες φορές. Όσοι έχουν σωθεί από τον Θεό κατανοούν τις προθέσεις και τις απαιτήσεις του Θεού και είναι σε θέση να υποταχθούν στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού και δεν απαρνούνται την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού εν μέσω των πειρασμών του Σατανά. Όσοι σώζονται από τον Θεό διαθέτουν ειλικρίνεια, είναι καλόκαρδοι, διακρίνουν μεταξύ αγάπης και μίσους, έχουν αίσθηση της δικαιοσύνης και είναι λογικοί και σε θέση να νοιάζονται για τον Θεό και να αγαπούν ό,τι ανήκει στον Θεό. Ο Σατανάς δεν κρατά αυτούς τους ανθρώπους δέσμιους, δεν τους κατασκοπεύει, δεν τους κατηγορεί ούτε τους κακοποιεί, είναι εντελώς ελεύθεροι, έχουν αποδεσμευτεί και απελευθερωθεί πλήρως. Ο Ιώβ ήταν ένας τέτοιος απελευθερωμένος άνθρωπος και έτσι ακριβώς εξηγείται το γιατί ο Θεός τον είχε παραδώσει στον Σατανά.

Ο Ιώβ κακοποιήθηκε από τον Σατανά, αλλά απέκτησε επίσης αιώνια ελευθερία και απελευθέρωση και κέρδισε το δικαίωμα να μην υποβληθεί ποτέ ξανά στη διαφθορά, την κακοποίηση και τις κατηγορίες του Σατανά, αντιθέτως να ζήσει ελεύθερα και ανεμπόδιστα στο φως του προσώπου του Θεού και να ζήσει εν μέσω των ευλογιών του Θεού προς αυτόν. Κανείς δεν θα μπορούσε να αφαιρέσει, ούτε να καταστρέψει, ούτε να υφαρπάξει αυτό το δικαίωμα. Δόθηκε στον Ιώβ σε αντάλλαγμα για την πίστη, την αποφασιστικότητα, και την υποταγή του στον Θεό και τον σεβασμό του γι’ Αυτόν. Ο Ιώβ πλήρωσε το τίμημα της ζωής του για να κερδίσει τη χαρά και την ευτυχία στη γη, να κερδίσει το δικαίωμα και την αξίωση, πράγμα απολύτως φυσικό και δικαιολογημένο, να λατρεύει τον Δημιουργό χωρίς παρεμβολές ως πραγματικό δημιούργημα του Θεού στη γη. Αυτό ήταν επίσης το σπουδαιότερο αποτέλεσμα των πειρασμών στους οποίους υποβλήθηκε ο Ιώβ.

Όταν οι άνθρωποι δεν έχουν σωθεί ακόμα, ο Σατανάς αναστατώνει συχνά τη ζωή τους και, μάλιστα, την ελέγχει. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι που δεν έχουν σωθεί είναι δέσμιοι του Σατανά, δεν είναι ελεύθεροι, δεν έχουν απελευθερωθεί από τον Σατανά, δεν έχουν τα προσόντα ή το δικαίωμα να λατρεύουν τον Θεό, και ο Σατανάς τούς καταδιώκει διαρκώς και τους επιτίθεται άγρια. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ευτυχισμένοι, δεν έχουν δικαίωμα σε μια κανονική ύπαρξη, και επιπλέον δεν έχουν καμία αξιοπρέπεια. Μόνο αν ορθώσεις το ανάστημά σου και παλέψεις με τον Σατανά, χρησιμοποιώντας την πίστη σου στον Θεό και την υποταγή του στον Θεό και τον σεβασμό του γι’ Αυτόν ως τα όπλα με τα οποία θα συμμετάσχεις σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου με τον Σατανά, έτσι ώστε να νικήσεις πλήρως τον Σατανά και να τον κάνεις να φύγει με την ουρά στα σκέλια και να φοβάται όποτε σε βλέπει, έτσι ώστε να εγκαταλείψει εντελώς τις επιθέσεις και τις κατηγορίες εναντίον σου —μόνο τότε θα σωθείς και θα είσαι ελεύθερος. Αν είσαι αποφασισμένος να σπάσεις κάθε δεσμό με τον Σατανά, αλλά δεν είσαι εξοπλισμένος με τα όπλα που θα σε βοηθήσουν να νικήσεις τον Σατανά, τότε κινδυνεύεις. Καθώς περνάει ο καιρός, όταν έχεις υποστεί τόσα μαρτύρια από τον Σατανά που δεν σου έχει μείνει ούτε μια σπιθαμή δύναμης, αλλά ακόμα δεν έχεις καταφέρει να γίνεις μάρτυρας, και δεν έχεις απελευθερωθεί εντελώς από τις κατηγορίες και τις επιθέσεις του Σατανά εναντίον σου, τότε δεν έχεις πολλές ελπίδες σωτηρίας. Στο τέλος, όταν ανακηρύσσεται η ολοκλήρωση του έργου του Θεού, θα είσαι ακόμα στα χέρια του Σατανά, ανίκανος να απελευθερωθείς, και δεν θα έχεις ποτέ την ευκαιρία ή την ελπίδα. Ως εκ τούτου, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι θα είναι πλήρως δέσμιοι του Σατανά.

Αποδέξου τις δοκιμασίες του Θεού, νίκησε τους πειρασμούς του Σατανά και επέτρεψε στον Θεό να κερδίσει ολόκληρο το είναι σου

Κατά τη διάρκεια του έργου της διαρκούς παροχής και υποστήριξης του ανθρώπου από τον Θεό, Εκείνος εκφράζει το σύνολο των προθέσεων και των απαιτήσεών Του στον άνθρωπο και δείχνει τα έργα, τη διάθεσή Του και το τι έχει και είναι Αυτός στον άνθρωπο. Ο στόχος είναι να εξοπλιστεί ο άνθρωπος με ανάστημα και να επιτρέψει στον άνθρωπο να αποκτήσει διάφορες αλήθειες από τον Θεό, ακολουθώντας Τον —αλήθειες που είναι τα όπλα που δόθηκαν στον άνθρωπο από τον Θεό για να πολεμήσει τον Σατανά. Αφού εξοπλιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες του Θεού. Ο Θεός έχει πολλά μέσα και οδούς για να δοκιμάζει τον άνθρωπο, αλλά καθένα από αυτά απαιτεί τη «συνεργασία» του εχθρού του Θεού: του Σατανά. Τουτέστιν, εφόσον έχει δώσει στον άνθρωπο τα όπλα με τα οποία θα πολεμήσει τον Σατανά, ο Θεός παραδίδει τον άνθρωπο στον Σατανά και επιτρέπει στον Σατανά να «δοκιμάσει» το ανάστημα του ανθρώπου. Εάν ο άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από τους σχηματισμούς μάχης του Σατανά, αν μπορεί να ξεφύγει από τον κλοιό του Σατανά και να επιβιώσει μάλιστα, τότε ο άνθρωπος θα έχει περάσει τη δοκιμασία. Αλλά αν ο άνθρωπος αποτύχει να ξεφύγει από τους σχηματισμούς μάχης του Σατανά και υποκύψει στον Σατανά, τότε δεν θα έχει περάσει τη δοκιμασία. Όποια πτυχή του ανθρώπου κι αν εξετάζει ο Θεός, τα κριτήρια για την εξέτασή Του είναι εάν ο άνθρωπος μένει ή όχι σταθερός στη μαρτυρία του όταν δέχεται επίθεση από τον Σατανά και εάν έχει απαρνηθεί ή όχι τον Θεό και έχει υποχωρήσει και παραδοθεί στον Σατανά ενώ έχει πέσει στην παγίδα του Σατανά. Μπορεί να ειπωθεί ότι το αν ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί ή όχι εξαρτάται από το αν μπορεί να νικήσει και να κατατροπώσει τον Σατανά, και αν μπορεί να κερδίσει ή όχι την ελευθερία του εξαρτάται από το εάν είναι σε θέση να σηκώσει μόνος του τα όπλα που του έδωσε ο Θεός για να νικήσει τα δεσμά του Σατανά, κάνοντας τον Σατανά να χάσει εντελώς την ελπίδα και να τον αφήσει στην ησυχία του. Αν ο Σατανάς χάσει την ελπίδα και παραιτηθεί από κάποιον, αυτό σημαίνει ότι ο Σατανάς δεν θα προσπαθήσει ποτέ ξανά να πάρει αυτό το άτομο από τον Θεό, δεν θα το κατηγορήσει ποτέ ούτε θα το ενοχλήσει, δεν θα το θέσει ποτέ εκ νέου σε μαρτύρια ούτε θα του επιτεθεί. Μόνο κάποιος σαν κι αυτόν θα έχει πραγματικά κερδηθεί από τον Θεό. Αυτή είναι η όλη διαδικασία μέσω της οποίας ο Θεός κερδίζει ανθρώπους.

Η προειδοποίηση και η διαφώτιση που παρέχονται σε μεταγενέστερες γενιές από τη μαρτυρία του Ιώβ

Την ίδια στιγμή που κατανοούν τη διαδικασία με την οποία ο Θεός κερδίζει κάποιον ολοκληρωτικά, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν και τους στόχους και τη σημασία της παράδοσης του Ιώβ από τον Θεό στον Σατανά. Οι άνθρωποι δεν ταράζονται πλέον από το μαρτύριο του Ιώβ και εκτιμούν τη σημασία του εκ νέου. Δεν ανησυχούν πλέον αν αυτοί οι ίδιοι υποβληθούν στον ίδιο πειρασμό με τον Ιώβ, και δεν αντιτίθενται πλέον ούτε απορρίπτουν την έλευση των δοκιμασιών του Θεού. Η πίστη του Ιώβ, η υποταγή και η μαρτυρία του για τη νίκη κατά του Σατανά αποτελούν πηγή τεράστιας αρωγής και ενθάρρυνσης για τους ανθρώπους. Στον Ιώβ, βλέπουν την ελπίδα για τη δική τους σωτηρία, και βλέπουν ότι μέσω της πίστης, της υποταγής και του σεβασμού για τον Θεό, είναι απολύτως δυνατό να νικήσουν τον Σατανά και να υπερισχύσουν του Σατανά. Βλέπουν ότι εφόσον υποτάσσονται στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού και εφόσον κατέχουν την αποφασιστικότητα και την πίστη να μην απαρνηθούν τον Θεό αφού χάσουν τα πάντα, τότε μπορούν να ταπεινώσουν και να νικήσουν τον Σατανά, και βλέπουν ότι χρειάζονται μόνο την αποφασιστικότητα και την επιμονή να παραμείνουν σταθεροί στη μαρτυρία τους —έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χάσουν τη ζωή τους— για να φοβηθεί ο Σατανάς και να αναγκαστεί σε άτακτη υποχώρηση. Η μαρτυρία του Ιώβ αποτελεί προειδοποίηση για τις επόμενες γενιές και αυτή η προειδοποίηση τους λέει ότι αν δεν νικήσουν τον Σατανά, τότε δεν θα μπορέσουν ποτέ να απαλλαγούν από τις κατηγορίες και τις ενοχλήσεις του Σατανά, ούτε θα μπορέσουν ποτέ να ξεφύγουν από την κακοποίηση και τις επιθέσεις του. Η μαρτυρία του Ιώβ έχει διαφωτίσει τις επόμενες γενιές. Αυτή η διαφώτιση διδάσκει στους ανθρώπους ότι μόνο αν είναι άμεμπτοι και ακέραιοι, θα είναι σε θέση να σέβονται τον Θεό και να αποφεύγουν το κακό. Τους διδάσκει ότι μόνο εάν σέβονται τον Θεό και αποφεύγουν το κακό, μπορούν να γίνουν ισχυροί και μεγάλοι μάρτυρες του Θεού. Μόνο αν γίνουν ισχυροί και μεγάλοι μάρτυρες του Θεού, δεν θα μπορούν ποτέ να ελέγχονται από τον Σατανά και θα ζουν κάτω από την καθοδήγηση και την προστασία του Θεού —μόνο τότε θα έχουν σωθεί πραγματικά. Η προσωπικότητα του Ιώβ και η επιδίωξη της ζωής του πρέπει να τύχουν μίμησης από όλους όσοι επιδιώκουν τη σωτηρία. Αυτά που βίωσε κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του και η διαγωγή του κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του είναι ένας πολύτιμος θησαυρός για όλους όσοι σέβονται τον Θεό και αποφεύγουν το κακό.

Η μαρτυρία του Ιώβ παρηγορεί τον Θεό

Αν σας πω τώρα ότι ο Ιώβ είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, ίσως να μην είστε σε θέση να εκτιμήσετε τη σημασία αυτής της φράσης και ίσως να μην είστε σε θέση να συλλάβετε το συναίσθημα πίσω από τον λόγο για τον οποίο μίλησα για όλα αυτά τα πράγματα. Ωστόσο, περιμένετε μέχρι την ημέρα που θα έχετε βιώσει τις ίδιες ή παρόμοιες δοκιμασίες με εκείνες του Ιώβ, όταν θα έχετε περάσει αντιξοότητες, όταν θα έχετε βιώσει δοκιμασίες που προορίζονται προσωπικά για εσάς από τον Θεό, όταν δίνεις τα πάντα και υπομένεις ταπείνωση και κακουχίες, για να υπερισχύσεις του Σατανά και να γίνεις μάρτυρας του Θεού εν μέσω πειρασμών —τότε θα μπορέσεις να εκτιμήσεις τη σημασία όσων εκφράζω. Τότε, θα αισθανθείς ότι είσαι πολύ κατώτερος από τον Ιώβ, θα αισθανθείς πόσο υπέροχος είναι ο Ιώβ και ότι είναι άξιος μίμησης. Όταν έρθει εκείνη η στιγμή, θα συνειδητοποιήσεις πόσο σημαντικά είναι αυτά τα κλασικά λόγια που εκφράζει ο Ιώβ για κάποιον που είναι διεφθαρμένος και που ζει αυτόν τον καιρό και θα συνειδητοποιήσεις πόσο δύσκολο είναι για τους σημερινούς ανθρώπους να επιτύχουν αυτό που πέτυχε ο Ιώβ. Όταν αισθανθείς ότι είναι δύσκολο, θα εκτιμήσεις πόσο ταραγμένη και ανήσυχη είναι η καρδιά του Θεού, θα εκτιμήσεις πόσο υψηλό είναι το τίμημα που πληρώνει ο Θεός για να κερδίσει τέτοιους ανθρώπους και πόσο πολύτιμο είναι αυτό που κάνει και δαπανά ο Θεός για την ανθρωπότητα. Τώρα που έχετε ακούσει αυτά τα λόγια, έχετε κατανοήσει σαφώς και εκτιμήσει σωστά τον Ιώβ; Στα δικά σας μάτια, ήταν ο Ιώβ ένας πραγματικά άμεμπτος και ευθύς άνθρωπος που σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό; Πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σίγουρα θα συμφωνήσουν. Διότι τα γεγονότα σχετικά με το τι έπραξε και αποκάλυψε ο Ιώβ είναι αναμφισβήτητα από τον άνθρωπο ή τον Σατανά. Αποτελούν την πιο ισχυρή απόδειξη του θριάμβου του Ιώβ επί του Σατανά. Αυτή η απόδειξη δημιουργήθηκε στον Ιώβ και ήταν η πρώτη μαρτυρία που έλαβε ο Θεός. Συνεπώς, όταν ο Ιώβ θριάμβευσε στους πειρασμούς του Σατανά και έγινε μάρτυρας του Θεού, ο Θεός είδε την ελπίδα στον Ιώβ, και η καρδιά Του παρηγορήθηκε από τον Ιώβ. Από τον καιρό της δημιουργίας έως τον καιρό του Ιώβ, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Θεός βίωσε πραγματικά την ανακούφιση και τι σήμαινε να παρηγορείται από τον άνθρωπο. Ήταν η πρώτη φορά που είχε δει και είχε κερδίσει την αληθινή μαρτυρία που Του έφερε ο Ιώβ.

Πιστεύω ότι, έχοντας ακούσει τη μαρτυρία του Ιώβ και τις διηγήσεις των διαφόρων πτυχών του Ιώβ, οι περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν σχεδιάσει το μονοπάτι μπροστά τους. Επίσης, πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι γεμάτοι άγχος και φόβο θα αρχίσουν σιγά σιγά να χαλαρώνουν τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό και θα αρχίσουν να αισθάνονται σταδιακά ανακούφιση…

Τα παρακάτω εδάφια επίσης αφορούν τον Ιώβ. Ας συνεχίσουμε την ανάγνωση.

4. Ο Ιώβ ακούει για τον Θεό με την ακοή του αυτιού

Ιώβ 9:11  Ιδού, διαβαίνει πλησίον μου, και δεν βλέπω αυτόν· διέρχεται, και δεν εννοώ αυτόν.

Ιώβ 23:8-9  Ιδού, υπάγω εμπρός, αλλά δεν είναι· και οπίσω, αλλά δεν βλέπω αυτόν· εις τα αριστερά, όταν εργάζηται, αλλά δεν δύναμαι να ίδω αυτόν. Κρύπτεται εις τα δεξιά, και δεν βλέπω αυτόν.

Ιώβ 42:2-6  Εξεύρω ότι δύνασαι τα πάντα, και ουδείς στοχασμός σου δύναται να εμποδισθή. Τις ούτος ο κρύπτων την βουλήν ασυνέτως; Εγώ λοιπόν προέφερα εκείνο, το οποίον δεν ενόουν. Πράγματα υπερθαύμαστα δι’ εμέ, τα οποία δεν εγνώριζον. Άκουσον, δέομαι· και εγώ θέλω λαλήσει· θέλω σε ερωτήσει, και συ δίδαξόν με. Ήκουον περί σου με την ακοήν του ωτίου, αλλά τώρα ο οφθαλμός μου σε βλέπει· διά τούτο βδελύττομαι εμαυτόν, και μετανοώ εν χώματι και σποδώ.

Αν και ο Θεός δεν αποκάλυψε τον εαυτό Του στον Ιώβ, ο Ιώβ πιστεύει στην κυριαρχία του Θεού

Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια; Έχουν κάποιοι από εσάς συνειδητοποιήσει ότι εδώ υπάρχει ένα γεγονός; Πρώτον, πώς γνώριζε ο Ιώβ ότι υπάρχει Θεός; Έπειτα, πώς ήξερε ότι ο ουρανός και η γη και τα πάντα κυβερνώνται από τον Θεό; Υπάρχει ένα εδάφιο που απαντά σε αυτές τις δύο ερωτήσεις: «Ήκουον περί σου με την ακοήν του ωτίου, αλλά τώρα ο οφθαλμός μου σε βλέπει· διά τούτο βδελύττομαι εμαυτόν, και μετανοώ εν χώματι και σποδώ». Από αυτά τα λόγια μαθαίνουμε ότι, αντί να έχει δει τον Θεό με τα μάτια του, ο Ιώβ είχε μάθει για τον Θεό από τους μύθους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, άρχισε να πορεύεται το μονοπάτι ακολουθώντας τον Θεό, και κατόπιν επιβεβαίωσε την ύπαρξη του Θεού στη ζωή του και μεταξύ των πάντων. Υπάρχει ένα αναμφισβήτητο γεγονός εδώ ποιο είναι αυτό το γεγονός; Παρά το γεγονός ότι ήταν σε θέση να ακολουθήσει την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού, ο Ιώβ δεν είχε δει ποτέ τον Θεό. Όσον αφορά αυτό, δεν μοιάζει με τους σημερινούς ανθρώπους; Ο Ιώβ δεν είχε δει ποτέ τον Θεό. Κατά συνέπεια, παρόλο που είχε ακούσει για τον Θεό, δεν ήξερε πού ήταν ο Θεός ή πώς έμοιαζε ο Θεός ή τι έκανε ο Θεός. Αυτά είναι υποκειμενικοί παράγοντες. Αντικειμενικά μιλώντας, παρόλο που ακολουθούσε τον Θεό, ο Θεός δεν είχε εμφανιστεί ποτέ σ’ αυτόν ούτε του είχε μιλήσει. Δεν είναι άραγε αλήθεια αυτό; Παρόλο που ο Θεός δεν είχε μιλήσει στον Ιώβ ούτε του είχε δώσει οποιεσδήποτε εντολές, ο Ιώβ είχε δει την ύπαρξη του Θεού και είχε δει την κυριαρχία Του επί των πάντων, και στους μύθους μέσω των οποίων ο Ιώβ είχε ακούσει για τον Θεό με την ακοή του αυτιού. Κατόπιν τούτων, ξεκίνησε να ζει σεβόμενος τον Θεό και αποφεύγοντας το κακό. Αυτές ήταν οι απαρχές και η διαδικασία με την οποία ο Ιώβ ακολουθούσε τον Θεό. Ανεξάρτητα από το πόσο σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό, ανεξάρτητα από το πόσο σταθερός ήταν στην ακεραιότητά του, ο Θεός εξακολουθούσε να μην εμφανίζεται σ’ αυτόν. Ας διαβάσουμε αυτό το εδάφιο. Αυτός είπε: «Ιδού, διαβαίνει πλησίον μου, και δεν βλέπω αυτόν· διέρχεται, και δεν εννοώ αυτόν» (Ιώβ 9:11). Τα λόγια αυτά λένε ότι ο Ιώβ ίσως να ένιωθε τον Θεό γύρω του ή όχι —αλλά δεν είχε μπορέσει ποτέ να δει τον Θεό. Υπήρχαν στιγμές που φανταζόταν ότι ο Θεός περνούσε μπροστά του ή ενεργούσε ή καθοδηγούσε τον άνθρωπο, αλλά δεν το ήξερε. Ο Θεός έρχεται στον άνθρωπο όταν αυτός δεν το περιμένει. Ο άνθρωπος δεν ξέρει πότε ή πού ο Θεός θα έρθει σ’ αυτόν, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει τον Θεό, και έτσι, όσον αφορά τον άνθρωπο, ο Θεός είναι κρυμμένος από αυτόν.

Η πίστη του Ιώβ στον Θεό δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι ο Θεός κρύβεται από αυτόν

Στο ακόλουθο εδάφιο της Γραφής, ο Ιώβ λέει τότε: «Ιδού, υπάγω εμπρός, αλλά δεν είναι· και οπίσω, αλλά δεν βλέπω αυτόν· εις τα αριστερά, όταν εργάζηται, αλλά δεν δύναμαι να ίδω αυτόν. Κρύπτεται εις τα δεξιά, και δεν βλέπω αυτόν» (Ιώβ 23:8-9). Από αυτή την αναφορά, μαθαίνουμε ότι, όσον αφορά την εμπειρία του Ιώβ, ο Θεός κρυβόταν διαρκώς απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν είχε εμφανιστεί ανοιχτά σ’ αυτόν, ούτε είχε εκφράσει ανοιχτά οποιαδήποτε λόγια σ’ αυτόν, όμως στην καρδιά του, ο Ιώβ ήταν σίγουρος για την ύπαρξη του Θεού. Πάντα πίστευε ότι ο Θεός μπορεί να περπατά μπροστά του ή να εργάζεται δίπλα του και ότι, παρόλο που δεν μπορούσε να δει τον Θεό, ο Θεός ήταν δίπλα του, κυβερνώντας τα πάντα γύρω του. Ο Ιώβ δεν είχε δει ποτέ τον Θεό, αλλά ήταν σε θέση να παραμείνει πιστός στην πίστη του, κάτι που κανένας άλλος δεν ήταν σε θέση να κάνει. Γιατί δεν μπορούσαν οι άλλοι να το κάνουν αυτό; Επειδή ο Θεός δεν μίλησε στον Ιώβ ούτε εμφανίστηκε σ’ αυτόν και αν δεν πίστευε πραγματικά, δεν θα μπορούσε να συνεχίσει, ούτε θα μπορούσε να μείνει σταθερός στην οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Δεν είναι αυτό άραγε αλήθεια; Πώς νιώθεις όταν διαβάζεις ότι ο Ιώβ είπε αυτά τα λόγια; Πιστεύεις ότι η τελειότητα και η ακεραιότητα του Ιώβ, και η δικαιοσύνη του ενώπιον του Θεού είναι αλήθεια και όχι υπερβολή από την πλευρά του Θεού; Παρόλο που ο Θεός αντιμετώπισε τον Ιώβ όπως και τους άλλους ανθρώπους και δεν εμφανίστηκε ούτε μίλησε σ’ αυτόν, ο Ιώβ εξακολουθούσε να μένει σταθερός στην ακεραιότητά του, εξακολουθούσε να πιστεύει στην κυριαρχία του Θεού και, επιπλέον, πρόσφερε ολοκαυτώματα και προσευχόταν ενώπιον του Θεού, φοβούμενος μήπως υβρίσει τον Θεό. Η ικανότητα του Ιώβ να σέβεται τον Θεό χωρίς να Τον έχει δει μας δείχνει πόσο αγαπούσε τα θετικά πράγματα και πόσο ακλόνητη και πραγματική ήταν η πίστη του. Δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη του Θεού επειδή ο Θεός κρυβόταν από αυτόν, δεν έχασε την πίστη του ούτε απαρνήθηκε τον Θεό επειδή δεν Τον είχε δει ποτέ. Αντιθέτως, εν μέσω του κρυφού έργου του Θεού να κυβερνά τα πάντα, είχε συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του Θεού και είχε αισθανθεί την κυριαρχία και τη δύναμη του Θεού. Δεν σταμάτησε να είναι ευθύς επειδή ο Θεός κρυβόταν, ούτε και απαρνήθηκε την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού επειδή ο Θεός δεν είχε εμφανιστεί ποτέ σ’ αυτόν. Ο Ιώβ ουδέποτε ζήτησε να του εμφανιστεί δημόσια ο Θεός για να αποδείξει την ύπαρξή Του, διότι είχε ήδη δει την κυριαρχία του Θεού στα πάντα και πίστευε ότι είχε αποκτήσει τις ευλογίες και τις χάρες που άλλοι δεν είχαν κερδίσει. Παρόλο που ο Θεός κρυβόταν από αυτόν, η πίστη του Ιώβ στον Θεό δεν κλονίστηκε ποτέ. Έτσι, πήρε ό,τι κανείς άλλος δεν είχε πάρει: την επιδοκιμασία του Θεού και την ευλογία του Θεού.

Ο Ιώβ ευλογεί το όνομα του Θεού και δεν σκέφτεται τις ευλογίες ή τις συμφορές

Υπάρχει ένα γεγονός, το οποίο δεν αναφέρεται ποτέ στις ιστορίες των Γραφών για τον Ιώβ, και σε αυτό το γεγονός θα εστιάσουμε σήμερα. Αν και ο Ιώβ δεν είχε δει ποτέ τον Θεό ούτε άκουσε τα λόγια του Θεού με τα ίδια του τα αυτιά, ο Θεός είχε μια θέση στην καρδιά του Ιώβ. Ποια ήταν η στάση του Ιώβ απέναντι στον Θεό; Ήταν, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως: «είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον». Ευλογούσε το όνομα του Θεού άνευ όρων, ανεξαρτήτως πλαισίου και χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος. Βλέπουμε ότι ο Ιώβ είχε δώσει την καρδιά του στον Θεό, επιτρέποντάς στον Θεό να την ελέγχει. Όλα όσα σκεφτόταν, όλα όσα αποφάσιζε και όλα όσα σχεδίαζε στην καρδιά του τα φανέρωνε στον Θεό και δεν τα έκρυβε από τον Θεό. Η καρδιά του δεν εναντιωνόταν στον Θεό και ποτέ δεν είχε ζητήσει από τον Θεό να κάνει τίποτα γι’ αυτόν ή να του δώσει τίποτα και δεν έτρεφε εξωφρενικές επιθυμίες ότι θα κέρδιζε οτιδήποτε από τη λατρεία του στον Θεό. Ο Ιώβ δεν μιλούσε για συναλλαγές με τον Θεό και δεν υπέβαλε αιτήματα ούτε έθετε απαιτήσεις στον Θεό. Δοξολογούσε το όνομα του Θεού εξαιτίας της μεγάλης δύναμης και της εξουσίας του Θεού να κυβερνά τα πάντα, και αυτό δεν εξαρτιόταν από το αν είχε κερδίσει ευλογίες ούτε αν είχε πληγεί από συμφορές. Πίστευε ότι, ανεξάρτητα από το αν ο Θεός ευλογεί τους ανθρώπους ή τους φέρνει συμφορές, η δύναμη και η εξουσία του Θεού δεν αλλάζουν, επομένως, ανεξάρτητα από τις συνθήκες ενός ατόμου, το όνομα του Θεού θα έπρεπε να δοξολογείται. Αυτός ο άνθρωπος είναι ευλογημένος από τον Θεό εξαιτίας της κυριαρχίας του Θεού, και όταν η συμφορά πλήττει τον άνθρωπο, και αυτό οφείλεται στην κυριαρχία του Θεού. Η δύναμη και η εξουσία του Θεού κυριαρχούν και ρυθμίζουν τα πάντα γύρω από τον άνθρωπο. Οι ιδιοτροπίες της τύχης του ανθρώπου είναι η εκδήλωση της δύναμης και της εξουσίας του Θεού και, ανεξάρτητα από την άποψη καθενός, το όνομα του Θεού θα πρέπει να δοξολογείται. Αυτά βίωσε και κατάφερε να μάθει ο Ιώβ κατά τη διάρκεια της ζωής του. Όλες οι σκέψεις και οι πράξεις του Ιώβ έφτασαν στα αυτιά του Θεού και έφτασαν ενώπιον του Θεού και θεωρήθηκαν σημαντικές από τον Θεό. Ο Θεός αγάπησε αυτή τη γνώση του Ιώβ και εκτίμησε πολύ τον Ιώβ που είχε τέτοια καρδιά. Αυτή η καρδιά προσδοκούσε παντού και πάντοτε την εντολή του Θεού, και ανεξάρτητα από τον χρόνο ή τον τόπο, καλωσόριζε όποιο πλήγμα τον έβρισκε. Ο Ιώβ δεν απαιτούσε τίποτα από τον Θεό. Αυτό που απαιτούσε από τον ίδιο του τον εαυτό ήταν να περιμένει, να αποδέχεται, να αντιμετωπίζει και να υποτάσσεται σε όλες τις ρυθμίσεις που προέρχονταν από τον Θεό. Ο Ιώβ πίστευε ότι αυτό ήταν το καθήκον του και ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε ο Θεός. Ο Ιώβ δεν είχε δει ποτέ τον Θεό, ούτε Τον είχε ακούσει να του μιλάει, να δίνει εντολές, να παραδίδει διδασκαλίες ή να του δίνει οποιεσδήποτε οδηγίες. Με τα σημερινά δεδομένα, για να μπορέσει να κατέχει μια τέτοια γνώση και στάση απέναντι στον Θεό, όταν ο Θεός δεν του είχε δώσει καμία διαφώτιση, καθοδήγηση ή οδηγία σχετικά με την αλήθεια —αυτό ήταν πολύτιμο και το ότι αυτός είχε επιδείξει αυτά τα πράγματα ήταν αρκετό για τον Θεό, και ο Θεός επαίνεσε τη μαρτυρία του και την αγάπησε. Ο Ιώβ δεν είχε ποτέ δει τον Θεό ούτε είχε ακούσει τον Θεό να εκφράζει αυτοπροσώπως οποιαδήποτε διδασκαλία σ’ αυτόν, αλλά η καρδιά του και ο ίδιος ήταν πολύ πιο πολύτιμα για τον Θεό από εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι, ενώπιον του Θεού, μπορούσαν να μιλάνε μόνο όσον αφορά βαθιές θεωρίες, και μπορούσαν μόνο να καυχιούνται και να μιλούν για προσφορά θυσιών, αλλά οι οποίοι δεν είχαν ποτέ πραγματική γνώση του Θεού και δεν είχαν ποτέ σεβαστεί πραγματικά τον Θεό. Διότι η καρδιά του Ιώβ ήταν αγνή και δεν κρυβόταν από τον Θεό και η ανθρώπινη φύση του ήταν ειλικρινής και καλή, και αγαπούσε τη δικαιοσύνη και ό,τι ήταν θετικό. Μόνο ένας άνθρωπος όπως αυτός που είχε τέτοια καρδιά και ανθρώπινη φύση ήταν σε θέση να ακολουθήσει την οδό του Θεού και ήταν ικανός να σέβεται τον Θεό και να αποφεύγει το κακό. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορούσε να δει την κυριαρχία του Θεού, μπορούσε να δει την εξουσία και τη δύναμή Του και ήταν σε θέση να υποταχθεί στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις Του. Μόνο ένας άνθρωπος όπως αυτός θα μπορούσε πραγματικά να δοξολογήσει το όνομα του Θεού. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν έβλεπε το αν ο Θεός θα τον ευλογούσε ή θα του έστελνε συμφορές, επειδή γνώριζε ότι όλα ελέγχονται από το χέρι του Θεού, και ότι το να ανησυχεί ο άνθρωπος είναι σημάδι ανοησίας, άγνοιας και έλλειψης λογικής, καθώς επίσης και σημάδι αμφισβήτησης του γεγονότος της κυριαρχίας του Θεού πάνω στα πάντα, και έλλειψης σεβασμού για τον Θεό. Η γνώση του Ιώβ ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε ο Θεός. Άρα, είχε ο Ιώβ μεγαλύτερη θεωρητική γνώση του Θεού από εσάς; Επειδή το έργο και οι ομιλίες του Θεού εκείνον τον καιρό ήταν ελάχιστες, δεν ήταν εύκολο να επιτευχθεί η γνώση του Θεού. Ένα τέτοιο επίτευγμα από τον Ιώβ δεν ήταν καθόλου απλό. Δεν είχε βιώσει το έργο του Θεού, ούτε είχε ακούσει ποτέ τον Θεό να μιλάει, ούτε είχε δει το πρόσωπο του Θεού. Το ότι ήταν σε θέση να έχει μια τέτοια στάση απέναντι στον Θεό ήταν εξ ολοκλήρου το αποτέλεσμα της ανθρώπινης φύσης του και της προσωπικής του επιδίωξης, μιας ανθρώπινης φύσης και επιδίωξης που δεν διαθέτουν οι άνθρωποι σήμερα. Έτσι, εκείνη την εποχή, ο Θεός είπε: «Δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς». Εκείνη την εποχή, ο Θεός είχε ήδη ολοκληρώσει την εκτίμησή του γι’ αυτόν και είχε καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα. Πόσο πιο πολύ θα ίσχυε αυτό σήμερα;

Παρόλο που ο Θεός είναι κρυμμένος από τον άνθρωπο, τα έργα Του μεταξύ των πάντων αρκούν για να Τον γνωρίσει ο άνθρωπος

Ο Ιώβ δεν είχε δει το πρόσωπο του Θεού ούτε είχε ακούσει τα λόγια του Θεού, πολύ λιγότερο δε, είχε βιώσει προσωπικά το έργο του Θεού, αλλά όλοι είδαν τον σεβασμό του για τον Θεό και τη μαρτυρία του κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του, και ο Θεός τα αγάπησε και τα χάρηκε, και τα επαίνεσε, και οι άνθρωποι τα ζηλεύουν και τα θαυμάζουν και, ακόμη σπουδαιότερο από αυτό, τα υμνούν. Δεν υπήρχε τίποτα σπουδαίο ή εξαιρετικό όσον αφορά τη ζωή του: όπως και κάθε συνηθισμένος άνθρωπος, ζούσε μια συνηθισμένη ζωή, πηγαίνοντας για δουλειά με την ανατολή του ηλίου και επιστρέφοντας στο σπίτι για να ξεκουραστεί όταν νύχτωνε. Η διαφορά είναι ότι κατά τη διάρκεια των συνηθισμένων δεκαετιών της ζωής του, ο ίδιος κέρδισε γνώσεις για την οδό του Θεού, και συνειδητοποίησε και κατανόησε τη μεγάλη δύναμη και κυριαρχία του Θεού όπως ποτέ δεν είχε κάνει κανείς άλλος. Δεν ήταν πιο έξυπνος από οποιονδήποτε συνηθισμένο άνθρωπο, η ζωή του δεν ήταν ιδιαίτερα ανθεκτική, ούτε είχε αόρατες ειδικές ικανότητες. Αυτό που διέθετε, όμως, ήταν μια προσωπικότητα που ήταν ειλικρινής, καλή και ακέραια, μια προσωπικότητα που αγαπούσε τη δικαιοσύνη, την εντιμότητα και τα θετικά πράγματα —τίποτα από αυτά δεν κατέχει η πλειοψηφία των συνηθισμένων ανθρώπων. Ήξερε να διακρίνει μεταξύ αγάπης και μίσους, είχε αίσθηση της δικαιοσύνης, ήταν σταθερός και επίμονος και, στον τρόπο σκέψης του, έδινε σχολαστική προσοχή στη λεπτομέρεια. Έτσι, κατά τη διάρκεια του συνηθισμένου του χρόνου στη γη, είδε όλα τα εξαιρετικά πράγματα που είχε κάνει ο Θεός και είδε το μεγαλείο, την αγιοσύνη και τη δικαιοσύνη του Θεού, είδε το ενδιαφέρον του Θεού, τη χάρη και την προστασία του ανθρώπου από τον Θεό και είδε την εντιμότητα και την εξουσία του υπέρτατου Θεού. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο ο Ιώβ ήταν σε θέση να κερδίσει αυτά τα πράγματα που ήταν πέραν των δυνατοτήτων οποιουδήποτε φυσιολογικού ατόμου ήταν επειδή είχε αγνή καρδιά και η καρδιά του ανήκε στον Θεό και καθοδηγούταν από τον Δημιουργό. Ο δεύτερος λόγος ήταν η επιδίωξη του να είναι άμεμπτος και τέλειος, να είναι κάποιος που συμμορφωνόταν με το θέλημα του Ουρανού, κάποιος που τον αγαπούσε ο Θεός και που απέφευγε το κακό. Ο Ιώβ κατείχε και επιδίωκε αυτά τα πράγματα, ενώ δεν μπορούσε να δει τον Θεό ούτε να ακούσει τα λόγια του Θεού. Παρόλο που δεν είχε δει ποτέ τον Θεό, είχε γνωρίσει τα μέσα με τα οποία ο Θεός κυβερνά επί των πάντων και κατάλαβε τη σοφία με την οποία το κάνει αυτό ο Θεός. Παρόλο που δεν είχε ακούσει ποτέ τον Θεό να μιλάει, ο Ιώβ γνώριζε ότι όλα τα έργα ανταμοιβής και αφαίρεσης από τον άνθρωπο προέρχονται από τον Θεό. Παρόλο που τα χρόνια της ζωής του δεν διέφεραν από αυτά ενός συνηθισμένου ανθρώπου, δεν επέτρεψε το γεγονός αυτό να επηρεάσει τη γνώση του για την κυριαρχία του Θεού επί των πάντων ή να τον επηρεάσει ενόσω ακολουθεί την οδό του σεβασμού του για τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Στα μάτια του, οι νόμοι των πάντων έβριθαν από τα έργα του Θεού, και η κυριαρχία του Θεού μπορούσε να φανεί σε οποιαδήποτε φάση της ζωής ενός ατόμου. Δεν είχε δει τον Θεό, αλλά ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει ότι τα έργα του Θεού είναι παντού και, κατά τη διάρκεια της συνηθισμένης ζωής του στη γη, σε κάθε γωνιά της ζωής του, ήταν σε θέση να δει και να συνειδητοποιήσει τα εξαιρετικά και θαυμαστά έργα του Θεού και μπορούσε να δει τις θαυμαστές ρυθμίσεις του Θεού. Η απόκρυψη και η σιωπή του Θεού δεν εμπόδισαν τον Ιώβ να συνειδητοποιήσει τα έργα του Θεού, ούτε επηρέασαν τη γνώση του για την κυριαρχία του Θεού επί των πάντων. Η ζωή του ήταν η συνειδητοποίηση, κατά την καθημερινότητά του, της κυριαρχίας και των ρυθμίσεων του Θεού, ο οποίος κρύβεται στα πάντα. Στην καθημερινότητά του, επιπλέον, άκουγε και κατανοούσε τη φωνή της καρδιάς του Θεού και τα λόγια του Θεού, ο οποίος είναι σιωπηλός ανάμεσα στα πάντα, αλλά εκφράζει τη φωνή της καρδιάς Του και των λόγων Του, κυβερνώντας τους νόμους των πάντων. Βλέπεις, λοιπόν, ότι εάν οι άνθρωποι διαθέτουν την ίδια ανθρώπινη φύση και επιδίωξη με τον Ιώβ, τότε μπορούν να αποκτήσουν την ίδια συνειδητοποίηση και γνώση όπως ο Ιώβ και μπορούν να αποκτήσουν την ίδια κατανόηση και γνώση της κυριαρχίας του Θεού επί των πάντων όπως ο Ιώβ. Ο Θεός δεν είχε εμφανιστεί στον Ιώβ ούτε του είχε μιλήσει, αλλά ο Ιώβ ήταν σε θέση να είναι άμεμπτος και ευθύς και να σέβεται τον Θεό και να αποφεύγει το κακό. Με άλλα λόγια, χωρίς ο Θεός να έχει εμφανιστεί ή να έχει μιλήσει στον άνθρωπο, τα έργα του Θεού μεταξύ των πάντων και η κυριαρχία Του επί των πάντων αρκούν ώστε ο άνθρωπος να αντιληφθεί την ύπαρξη, τη δύναμη και την εξουσία του Θεού και η δύναμη και η εξουσία του Θεού αρκούν για να κάνουν τον άνθρωπο να ακολουθεί την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Δεδομένου ότι ένας συνηθισμένος άνθρωπος όπως ο Ιώβ ήταν σε θέση να επιτύχει σεβασμό για τον Θεό και αποφυγή του κακού, τότε και κάθε συνηθισμένος άνθρωπος που ακολουθεί τον Θεό θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να επιτύχει το ίδιο. Παρόλο που αυτά τα λόγια ίσως ακούγονται σαν λογικό συμπέρασμα, αυτό δεν αντίκειται στους νόμους των πραγμάτων. Ωστόσο, τα γεγονότα δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες: ο σεβασμός για τον Θεό και η αποφυγή του κακού, φαίνεται ότι είναι προνόμιο του Ιώβ και μόνο του Ιώβ. Όταν αναφέρεται η φράση «σεβασμός για τον Θεό και αποφυγή του κακού», οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτό θα πρέπει να γίνει μόνο από τον Ιώβ, λες και η οδός του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού είχε το όνομα Ιώβ πάνω και δεν είχε σχέση με κανέναν άλλον άνθρωπο. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ξεκάθαρος: Επειδή μόνο ο Ιώβ κατείχε μια προσωπικότητα που ήταν ειλικρινής, καλή και ακέραια, η οποία αγαπούσε τη δικαιοσύνη και την εντιμότητα και τα θετικά πράγματα, μόνο ο Ιώβ μπορούσε να ακολουθήσει την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού. Πρέπει όλοι να έχετε κατανοήσει τι υπονοείται εδώ —επειδή κανείς δεν διαθέτει μια ανθρώπινη φύση που είναι ειλικρινής, καλή και ακέραια και που αγαπά τη δικαιοσύνη και την εντιμότητα και ό,τι είναι θετικό, κανείς δεν μπορεί να σέβεται τον Θεό και να αποφεύγει το κακό, οπότε δεν μπορεί ποτέ να κερδίσει τη χαρά του Θεού ή να παραμείνει σταθερός εν μέσω δοκιμασιών. Αυτό σημαίνει επίσης ότι, εκτός από τον Ιώβ, όλοι οι άνθρωποι εξακολουθούν να πέφτουν στην παγίδα του Σατανά και να είναι δέσμιοί του, όλοι δέχονται τις κατηγορίες, τις επιθέσεις και την κακοποίησή του. Είναι αυτοί που ο Σατανάς προσπαθεί να καταπιεί, και είναι όλοι δέσμιοι, φυλακισμένοι που έχει αιχμαλωτίσει ο Σατανάς.

Αν η καρδιά του ανθρώπου εχθρεύεται τον Θεό, πώς μπορεί ο άνθρωπος να σέβεται τον Θεό και να αποφεύγει το κακό;

Δεδομένου ότι οι σημερινοί άνθρωποι δεν διαθέτουν την ίδια ανθρώπινη φύση με τον Ιώβ, τι γίνεται με τη φύση-ουσία τους, και τη στάση τους απέναντι στον Θεό; Σέβονται άραγε τον Θεό; Αποφεύγουν άραγε το κακό; Όσοι δεν σέβονται τον Θεό ούτε αποφεύγουν το κακό μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις μόνο λέξεις: «εχθροί του Θεού». Λέτε συχνά αυτές τις τρεις λέξεις, αλλά δεν έχετε μάθει ποτέ το πραγματικό τους νόημα. Οι λέξεις «εχθροί του Θεού» έχουν ουσία: Δεν λένε ότι ο Θεός βλέπει τον άνθρωπο ως εχθρό, αλλά ότι ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό ως εχθρό. Πρώτον, όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να πιστεύουν στον Θεό, ποιος από αυτούς δεν έχει τους δικούς του στόχους, τα δικά του κίνητρα και φιλοδοξίες; Παρόλο που μια πλευρά τους πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού και έχει δει την ύπαρξη του Θεού, η πίστη τους στον Θεό εξακολουθεί να περιέχει αυτά τα κίνητρα, και ο απώτερος σκοπός της πίστης τους στον Θεό είναι να λάβουν τις ευλογίες Του και τα πράγματα που επιθυμούν. Στις εμπειρίες της ζωής των ανθρώπων, συχνά αναλογίζονται: «Έχω εγκαταλείψει την οικογένεια και την καριέρα μου για τον Θεό, και τι μου έχει δώσει Αυτός; Πρέπει να τα προσθέσω και να τα επιβεβαιώσω —έλαβα πρόσφατα οποιεσδήποτε ευλογίες; Έχω δώσει πολλά όλο αυτό το διάστημα, έχω τρέξει και τρέχω, και έχω υποφέρει πολύ —μου έχει δώσει ο Θεός οποιεσδήποτε υποσχέσεις σε αντάλλαγμα; Θυμάται τις καλές πράξεις μου; Ποιο θα είναι το τέλος μου; Μπορώ να λάβω τις ευλογίες του Θεού;…» Κάθε άνθρωπος κάνει τέτοιους υπολογισμούς μέσα στην καρδιά του συνέχεια, και θέτει απαιτήσεις στον Θεό που περιλαμβάνουν τα κίνητρα, τις φιλοδοξίες και τη συναλλακτική νοοτροπία του. Τουτέστιν, στην καρδιά του ο άνθρωπος δοκιμάζει διαρκώς τον Θεό, σκαρφίζεται συνεχώς σχέδια για τον Θεό, συνεχώς επιχειρηματολογεί υπέρ της δικής του κατάληξης με τον Θεό και προσπαθεί να αντλήσει μια δήλωση από τον Θεό, κοιτώντας μήπως ο Θεός μπορεί να του δώσει ό,τι επιθυμεί. Την ίδια στιγμή που ακολουθεί τον Θεό, ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει τον Θεό ως Θεό. Ο άνθρωπος ανέκαθεν προσπαθούσε να κάνει συμφωνίες με τον Θεό, θέτοντας διαρκώς απαιτήσεις σ’ Αυτόν, και μάλιστα ασκώντας Του πίεση σε κάθε βήμα, προσπαθώντας να βγάλει από τη μύγα ξύγκι. Ενώ παράλληλα προσπαθεί να κάνει συμφωνίες με τον Θεό, ο άνθρωπος συζητάει επίσης μαζί Του και υπάρχουν ακόμη και άνθρωποι που, όταν υποβάλλονται σε δοκιμασίες ή βρίσκονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, συχνά γίνονται αδύναμοι, αρνητικοί και αμελείς στο έργο τους, και έχουν πολλά παράπονα από τον Θεό. Από τον καιρό που πρωτοάρχισε ο άνθρωπος να πιστεύει στον Θεό, θεωρούσε τον Θεό ως το κέρας της Αμάλθειας, έναν ελβετικό σουγιά, και θεωρεί τον εαυτό του ως τον μεγαλύτερο πιστωτή του Θεού, λες και είναι έμφυτο δικαίωμα και υποχρέωσή του να προσπαθεί να πάρει ευλογίες και υποσχέσεις από τον Θεό, ενώ η ευθύνη του Θεού είναι να προστατεύει και να φροντίζει τον άνθρωπο και να τον στηρίζει. Αυτή είναι η βασική κατανόηση της «πίστης στον Θεό» όλων όσοι πιστεύουν στον Θεό, και αυτή είναι η βαθύτερή τους κατανόηση της έννοιας της πίστης στον Θεό. Από τη φύση-ουσία του ανθρώπου ως την υποκειμενική του επιδίωξη, δεν υπάρχει τίποτα που να σχετίζεται με τον σεβασμό του Θεού. Ο σκοπός που ο άνθρωπος πιστεύει στον Θεό δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με τη λατρεία του Θεού. Τουτέστιν, ο άνθρωπος δεν έχει ποτέ θεωρήσει ούτε κατανοήσει ότι η πίστη στον Θεό προϋποθέτει να σέβεται και να λατρεύει τον Θεό. Υπό το πρίσμα αυτών των συνθηκών, η ουσία του ανθρώπου είναι προφανής. Ποια είναι αυτή η ουσία; Είναι ότι η καρδιά του ανθρώπου είναι μοχθηρή, κρύβει προδοσία και απάτη, δεν αγαπάει τη δικαιοσύνη και την εντιμότητα και ό,τι είναι θετικό, και είναι τιποτένια και άπληστη. Η καρδιά του ανθρώπου δεν θα μπορούσε να είναι πιο κλειστή στον Θεό. Ο άνθρωπος δεν την έχει δώσει επ’ ουδενί στον Θεό. Ο Θεός δεν έχει δει ποτέ την αληθινή καρδιά του ανθρώπου, ούτε έχει γνωρίσει ποτέ την λατρεία του ανθρώπου. Ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο τίμημα πληρώνει ο Θεός ή πόσο έργο κάνει ή το πόσα παρέχει στον άνθρωπο, ο άνθρωπος δεν τα βλέπει και αδιαφορεί παντελώς γι’ αυτά. Ο άνθρωπος δεν έδωσε ποτέ την καρδιά του στον Θεό, θέλει απλώς να τη φροντίζει ο ίδιος, να παίρνει τις δικές του αποφάσεις —κάτι που υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος δεν θέλει να ακολουθήσει την οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού ούτε θέλει να υποταχθεί στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού, κι ούτε θέλει να λατρεύει τον Θεό ως Θεό. Αυτή είναι η κατάσταση του ανθρώπου σήμερα. Τώρα, ας δούμε και πάλι τον Ιώβ. Κατ’ αρχάς, έκανε κάποια συμφωνία με τον Θεό; Έχει απώτερα κίνητρα με το να μένει σταθερός στην οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού; Εκείνη την εποχή, είχε μιλήσει ο Θεός σε οποιονδήποτε για το τέλος που θα ερχόταν; Εκείνη την εποχή, ο Θεός δεν είχε υποσχεθεί τίποτα σε κανέναν για το τέλος, και σ’ αυτό το πλαίσιο ήταν σε θέση ο Ιώβ να σέβεται τον Θεό και να αποφεύγει το κακό. Μπορούν οι σημερινοί άνθρωποι να συγκριθούν με τον Ιώβ; Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορές· ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες. Παρόλο που ο Ιώβ δεν γνώριζε πολλά για τον Θεό, είχε δώσει την καρδιά του στον Θεό και αυτή ανήκε στον Θεό. Δεν έκανε ποτέ συμφωνία με τον Θεό και δεν είχε εξωφρενικές επιθυμίες ή απαιτήσεις από τον Θεό. Αντιθέτως, πίστευε ότι «ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν». Αυτό ήταν αυτό που είχε δει και κατείχε επειδή έμενε πιστός στην οδό του σεβασμού για τον Θεό και της αποφυγής του κακού κατά τη διάρκεια της μακρόβιας ζωής του. Ομοίως, είχε επίσης κερδίσει το αποτέλεσμα που αντιπροσωπεύουν τα λόγια: «Τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» Αυτές οι δύο προτάσεις ήταν αυτό που είχε δει και είχε γνωρίσει ως αποτέλεσμα της υποτακτικής στάσης του στον Θεό κατά τη διάρκεια της εμπειρίας της ζωή του, και ήταν επίσης τα ισχυρότερα όπλα του με τα οποία βγήκε θριαμβευτής κατά τη διάρκεια των πειρασμών του Σατανά, και ήταν το θεμέλιο της ακλόνητης στάσης του στη μαρτυρία του στον Θεό. Σε αυτό το σημείο, θεωρείτε τον Ιώβ υπέροχο άνθρωπο; Ευελπιστείτε ότι θα γίνετε ένας τέτοιος άνθρωπος; Φοβάστε ότι θα πρέπει να υποστείτε τους πειρασμούς του Σατανά; Αποφασίσατε να προσευχηθείτε για να σας υποβάλει ο Θεός στις ίδιες δοκιμασίες όπως τον Ιώβ; Αναμφισβήτητα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα τολμούσαν να προσευχηθούν για αυτά τα πράγματα. Είναι προφανές λοιπόν ότι η δική σας πίστη είναι απελπιστικά μικρή. Σε σύγκριση με τον Ιώβ, η πίστη σας είναι απλώς ανάξια αναφοράς. Είστε οι εχθροί του Θεού, δεν σέβεστε τον Θεό, είστε ανίκανοι να παραμείνετε σταθεροί στη μαρτυρία σας στον Θεό, και δεν είστε σε θέση να βγείτε θριαμβευτές από τις επιθέσεις, τις κατηγορίες και τους πειρασμούς του Σατανά. Τι σας κάνει ικανούς να λάβετε τις υποσχέσεις του Θεού; Έχοντας ακούσει την ιστορία του Ιώβ και κατανοήσει την πρόθεση του Θεού να σώσει τον άνθρωπο και την έννοια της σωτηρίας του ανθρώπου, διαθέτετε τώρα εσείς την πίστη να δεχτείτε τις ίδιες δοκιμασίες με τον Ιώβ; Δεν θα έπρεπε να έχετε αποφασίσει ώστε να επιτρέψετε στον εαυτό σας να ακολουθήσει την οδό του σεβασμού του Θεού και της αποφυγής του κακού;

Μην έχεις αμφιβολίες σχετικά με τις δοκιμασίες του Θεού

Αφού έλαβε τη μαρτυρία του Ιώβ μετά το πέρας των δοκιμασιών του, ο Θεός αποφάσισε ότι θα κέρδιζε μια ομάδα —ή περισσότερους από μια ομάδα— ανθρώπων όπως τον Ιώβ, αλλά αποφάσισε να μην επιτρέψει ποτέ ξανά στον Σατανά να επιτεθεί ή να κακοποιήσει οποιοδήποτε άλλο άτομο χρησιμοποιώντας τα μέσα με τα οποία είχε υποβάλει σε πειρασμό, επιτέθηκε και κακοποίησε τον Ιώβ, βάζοντας στοίχημα με τον Θεό. Ο Θεός δεν επέτρεψε στον Σατανά να κάνει ποτέ ξανά τέτοιου είδους πράγματα στον άνθρωπο, ο οποίος είναι αδύναμος, ανόητος και αδαής —ήταν αρκετό που ο Σατανάς είχε υποβάλει σε πειρασμό τον Ιώβ! Το να μην επιτρέψει στον Σατανά να κακοποιεί τους ανθρώπους κατά βούληση είναι το έλεος του Θεού. Για τον Θεό, ήταν αρκετό ότι ο Ιώβ είχε υποστεί τον πειρασμό και την κακοποίηση του Σατανά. Ο Θεός δεν επέτρεψε στον Σατανά να κάνει ξανά τέτοια πράγματα, γιατί η ζωή και όλα όσα αφορούν τους ανθρώπους που ακολουθούν τον Θεό κυβερνώνται και ενορχηστρώνονται από τον Θεό και ο Σατανάς δεν έχει δικαίωμα να χειραγωγεί τους εκλεκτούς του Θεού κατά βούληση —θα πρέπει να είστε σαφείς όσον αφορά αυτό το σημείο! Ο Θεός νοιάζεται για την αδυναμία του ανθρώπου, και κατανοεί την ανοησία και την άγνοιά του. Παρόλο που, για να μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί ολοκληρωτικά, ο Θεός πρέπει να τον παραδώσει στον Σατανά, ο Θεός δεν είναι πρόθυμος να δει ποτέ τον άνθρωπο να πιάνεται κορόιδο και να κακοποιείται από τον Σατανά, και δεν θέλει να δει τον άνθρωπο να υποφέρει διαρκώς. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό, και το ότι ο Θεός κυβερνά και οργανώνει τα πάντα γύρω από τον άνθρωπο είναι απολύτως φυσικό και δικαιολογημένο· αυτή είναι η ευθύνη του Θεού και αυτή είναι η εξουσία με την οποία ο Θεός κυβερνά τα πάντα! Ο Θεός δεν επιτρέπει στον Σατανά να κακοποιεί και να κακομεταχειρίζεται τον άνθρωπο κατά βούληση, δεν επιτρέπει στον Σατανά να χρησιμοποιεί διάφορα μέσα για να παρασύρει τον άνθρωπο σε λάθος δρόμο και, επιπλέον, δεν επιτρέπει στον Σατανά να παρεμβαίνει στην κυριαρχία του Θεού στον άνθρωπο, ούτε επιτρέπει στον Σατανά να καταπατά και να καταστρέφει τους νόμους με τους οποίους ο Θεός κυβερνά τα πάντα, να μην μιλήσουμε για το σπουδαίο έργο του Θεού που αφορά τη διαχείριση και τη σωτηρία της ανθρωπότητας! Όσοι ο Θεός επιθυμεί να σώσει και όσοι είναι σε θέση να γίνουν μάρτυρες του Θεού, είναι ο πυρήνας και η αποκρυστάλλωση του έργου διαχείρισης του Θεού των έξι χιλιάδων ετών, καθώς και το τίμημα των προσπαθειών Του στα έξι χιλιάδες έτη του έργου Του. Πώς θα μπορούσε ο Θεός να παραδώσει αδιάφορα αυτούς τους ανθρώπους στον Σατανά;

Οι άνθρωποι συχνά ανησυχούν και φοβούνται τις δοκιμασίες του Θεού, όμως ζουν διαρκώς στην παγίδα του Σατανά και ζουν σε επικίνδυνο έδαφος όπου δέχονται τις επιθέσεις και την κακοποίηση του Σατανά —όμως δεν γνωρίζουν φόβο και είναι ατάραχοι. Τι συμβαίνει; Η πίστη του ανθρώπου στον Θεό περιορίζεται μόνο στα πράγματα που μπορεί να δει. Δεν έχει την παραμικρή εκτίμηση για την αγάπη του Θεού και την έγνοια Του για τον άνθρωπο ή για την τρυφερότητα και το ενδιαφέρον Του προς τον άνθρωπο. Εκτός από ελάχιστο δέος και φόβο για τις δοκιμασίες του Θεού, την κρίση και το παίδεμα, το μεγαλείο και την οργή, ο άνθρωπος δεν κατανοεί ούτε στο ελάχιστο τις καλές προθέσεις του Θεού. Μόλις γίνεται αναφορά στις δοκιμασίες, οι άνθρωποι αισθάνονται ότι ο Θεός έχει απώτερα κίνητρα, και κάποιοι πιστεύουν μάλιστα ότι ο Θεός καταστρώνει κακά σχέδια, αγνοώντας τι θα τους κάνει πράγματι ο Θεός. Έτσι, παράλληλα με το να κραυγάζουν ότι υποτάσσονται στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού, κάνουν ό,τι μπορούν για να αντισταθούν και να αντιταχθούν στην κυριαρχία του Θεού πάνω στον άνθρωπο και τις ρυθμίσεις για τον άνθρωπο, διότι πιστεύουν ότι αν δεν είναι προσεκτικοί, θα παραπλανηθούν από τον Θεό, ότι αν δεν κρατήσουν στα χέρια τους τη μοίρα τους, τότε ό,τι έχουν, θα μπορούσε να αφαιρεθεί από τον Θεό, και η ζωή τους θα μπορούσε μάλιστα να τερματιστεί. Ο άνθρωπος βρίσκεται στο στρατόπεδο του Σατανά, αλλά δεν ανησυχεί μήπως κακοποιηθεί από τον Σατανά, και κακοποιείται από τον Σατανά, αλλά δεν φοβάται μήπως αιχμαλωτιστεί από τον Σατανά. Εξακολουθεί να λέει ότι δέχεται τη σωτηρία του Θεού, όμως ποτέ δεν εμπιστεύτηκε τον Θεό ούτε πίστεψε ότι ο Θεός θα σώσει τον άνθρωπο πραγματικά από τα νύχια του Σατανά. Αν, όπως ο Ιώβ, ο άνθρωπος είναι σε θέση να υποταχθεί στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις του Θεού και μπορεί να αφήσει ολόκληρη την ύπαρξή του στα χέρια του Θεού, τότε το τέλος του ανθρώπου δεν θα είναι το ίδιο με αυτό του Ιώβ —θα πάρει τις ευλογίες του Θεού; Αν ο άνθρωπος είναι σε θέση να δεχτεί και να υποταχθεί στην κυριαρχία του Θεού, τι έχει να χάσει; Συνεπώς, προτείνω να είστε μετρημένοι στις πράξεις σας, και προσεκτικοί με όλα όσα πρόκειται να σας συμβούν. Μην είστε βιαστικοί ή παρορμητικοί και μην αντιμετωπίζετε τον Θεό και τους ανθρώπους, τα θέματα και τα αντικείμενα που έχει ρυθμίσει για εσάς ανάλογα με την οξυθυμία ή τον αυθορμητισμό σας ή σύμφωνα με τη φαντασία και τις αντιλήψεις σας. Πρέπει να είστε προσεκτικοί στις πράξεις σας, και πρέπει να προσεύχεστε και να αναζητάτε περισσότερα, για να αποφύγετε να προκαλέσετε την οργή του Θεού. Να το θυμάστε αυτό!

Στη συνέχεια, θα δούμε πώς ήταν ο Ιώβ μετά τις δοκιμασίες του.

5. Ο Ιώβ μετά τις δοκιμασίες του

Ιώβ 42:7-9  Αφού δε ο Ιεχωβά ελάλησε τους λόγους τούτους προς τον Ιώβ, είπεν ο Ιεχωβά προς Ελιφάς τον Θαιμανίτην, Ο θυμός μου εξήφθη κατά σου και κατά των δύο φίλων σου· διότι δεν ελαλήσατε περί εμού το ορθόν ως ο δούλος μου Ιώβ· διά τούτο λάβετε τώρα εις εαυτούς επτά μόσχους και επτά κριούς και υπάγετε προς τον δούλον μου Ιώβ, και προσφέρετε ολοκαύτωμα υπέρ εαυτών· ο δε Ιώβ ο δούλός μου θέλει ικετεύσει υπέρ υμών· διότι θέλω δεχθή το πρόσωπον αυτού· διά να μη πράξω με σας κατά την αφροσύνην σας· διότι δεν ελαλήσατε περί εμού το ορθόν ως ο δούλος μου Ιώβ· Και υπήγον Ελιφάς ο Θαιμανίτης και Βιλδάδ ο Σαυχίτης και Σωφάρ ο Νααμαθίτης, και έκαμον ως προσέταξεν εις αυτούς ο Ιεχωβά· ο δε Ιεχωβά εδέχθη το πρόσωπον του Ιώβ.

Ιώβ 42:10  Και έστρεψεν ο Ιεχωβά την αιχμαλωσίαν του Ιώβ, αφού προσηυχήθη υπέρ των φίλων αυτού· και έδωκεν ο Ιεχωβά εις τον Ιώβ διπλάσια πάντων των όσα είχε πρότερον.

Ιώβ 42:12  Και ευλόγησεν ο Ιεχωβά τα έσχατα του Ιώβ μάλλον παρά τα πρώτα· ώστε απέκτησε δεκατέσσαρας χιλιάδας προβάτων και εξακισχιλίας καμήλους και χίλια ζεύγη βοών και χιλίας όνους.

Ιώβ 42:17  Και ετελεύτησεν ο Ιώβ, γέρων και πλήρης ημερών.

Ο Θεός αγαπά όσους σέβονται τον Θεό και αποφεύγουν το κακό, ενώ θεωρεί τιποτένιους όσους είναι ανόητοι

Στο Ιώβ 42:7-9, ο Θεός λέει ότι ο Ιώβ είναι υπηρέτης Του. Η χρήση του όρου «υπηρέτης» για να αναφερθεί στον Ιώβ καταδεικνύει τη σημασία που είχε ο Ιώβ στην καρδιά Του. Παρόλο που ο Θεός δεν προσφώνησε τον Ιώβ με κάποια έκφραση μεγαλύτερου κύρους, αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είχε σχέση με τη σημασία που είχε ο Ιώβ στην καρδιά του Θεού. Η λέξη «υπηρέτης» εδώ είναι το προσωνύμιο του Θεού για τον Ιώβ. Οι πολλαπλές αναφορές του Θεού στον «υπηρέτη Μου Ιώβ» δείχνουν πώς ήταν ευχαριστημένος με τον Ιώβ. Παρόλο που ο Θεός δεν είπε τίποτα για το νόημα που κρύβει η λέξη «υπηρέτης», ο ορισμός του Θεού για τη λέξη «υπηρέτης» μπορεί να φανεί από τα λόγια Του σε αυτό το εδάφιο της Γραφής. Ο Θεός είπε πρώτα στον Ελιφάς τον Θαιμανίτη: «Ο θυμός μου εξήφθη κατά σου και κατά των δύο φίλων σου· διότι δεν ελαλήσατε περί εμού το ορθόν ως ο δούλος μου Ιώβ». Είναι η πρώτη φορά που με αυτά τα λόγια ο Θεός είχε πει ανοιχτά στους ανθρώπους ότι δέχτηκε όλα όσα είπε και έκανε ο Ιώβ αφού υπέστη τις δοκιμασίες του Θεού και είναι η πρώτη φορά που είχε ανοιχτά επιβεβαιώσει την ακρίβεια και την ορθότητα όλων όσα είχε κάνει και είχε πει ο Ιώβ. Ο Θεός ήταν θυμωμένος με τον Ελιφάς και τους υπόλοιπους λόγω της εσφαλμένης, παράλογης συνομιλίας τους, επειδή, όπως ο Ιώβ, δεν μπορούσαν να δουν την εμφάνιση του Θεού ή να ακούσουν τα λόγια που εξέφρασε στη ζωή τους, όμως ο Ιώβ είχε μια τόσο σαφή γνώση του Θεού, ενώ αυτοί μπορούσαν μόνο να κάνουν αβάσιμες υποθέσεις για τον Θεό, πηγαίνοντας ενάντια στις προθέσεις του Θεού σε όλα όσα έκαναν και προκαλώντας Του αίσθημα αποστροφής απέναντί τους. Συνεπώς, ενώ ταυτόχρονα αποδεχόταν όλα όσα έκανε και είπε ο Ιώβ, ο Θεός άρχισε να οργίζεται απέναντι στους άλλους, διότι μέσα τους όχι μόνο δεν μπόρεσε να δει κάποια πραγματικότητα του σεβασμού για τον Θεό, αλλά δεν άκουσε τίποτα περί σεβασμού για τον Θεό σε όσα είπαν. Επομένως, ο Θεός στη συνέχεια τους έθεσε τις εξής απαιτήσεις: «Διά τούτο λάβετε τώρα εις εαυτούς επτά μόσχους και επτά κριούς και υπάγετε προς τον δούλον μου Ιώβ, και προσφέρετε ολοκαύτωμα υπέρ εαυτών· ο δε Ιώβ ο δούλός μου θέλει ικετεύσει υπέρ υμών· διότι θέλω δεχθή το πρόσωπον αυτού· διά να μη πράξω με σας κατά την αφροσύνην σας». Σε αυτό το εδάφιο, ο Θεός λέει στον Ελιφάς και στους άλλους να κάνουν κάτι που θα τους λυτρώσει από τις αμαρτίες τους, διότι η αφροσύνη τους ήταν αμαρτία κατά του Ιεχωβά Θεού, οπότε έπρεπε να προσφέρουν ολοκαυτώματα για να διορθώσουν τα σφάλματά τους. Τα ολοκαυτώματα προσφέρονται συχνά στον Θεό, αλλά το ασυνήθιστο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι αυτά τα ολοκαυτώματα προσφέρθηκαν στον Ιώβ. Ο Ιώβ έγινε δεκτός από τον Θεό επειδή έγινε μάρτυρας του Θεού κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του. Αυτοί οι φίλοι του Ιώβ, εντωμεταξύ, εκτέθηκαν κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του. Εξαιτίας της αφροσύνης τους, καταδικάστηκαν από τον Θεό, και προκάλεσαν την οργή του Θεού και θα έπρεπε να τιμωρηθούν από τον Θεό —να τιμωρηθούν προσφέροντας ολοκαυτώματα ενώπιον του Ιώβ— κατόπιν τούτου, ο Ιώβ προσευχήθηκε για χάρη τους για να πάψει η τιμωρία και η οργή του Θεού εναντίον τους. Η πρόθεση του Θεού ήταν να τους κάνει να ντραπούν, γιατί δεν ήταν άνθρωποι που σέβονταν τον Θεό και απέφευγαν το κακό, και είχαν καταδικάσει την ακεραιότητα του Ιώβ. Από τη μια πλευρά, ο Θεός τούς είπε ότι δεν αποδεχόταν τις πράξεις τους, αλλά είχε αποδεχτεί και είχε ικανοποιηθεί απόλυτα από τον Ιώβ. Από την άλλη, ο Θεός τούς είπε ότι η αποδοχή του Θεού ανυψώνει τον άνθρωπο ενώπιον του Θεού, ότι ο Θεός αποστρέφεται τον άνθρωπο εξαιτίας της αφροσύνης του, η οποία Τον υβρίζει, και ο άνθρωπος είναι ποταπός και ελεεινός στα μάτια του Θεού. Αυτοί είναι οι ορισμοί που δόθηκαν από τον Θεό για δύο τύπους ανθρώπων, είναι η στάση του Θεού απέναντι σε αυτούς τους δύο τύπους ανθρώπων και είναι η έκφραση του Θεού για την αξία και τη θέση αυτών των δύο τύπων ανθρώπων. Παρόλο που ο Θεός αποκάλεσε τον Ιώβ υπηρέτη Του, στα μάτια του Θεού αυτός ο υπηρέτης ήταν αγαπητός και είχε την εξουσία να προσευχηθεί για τους άλλους και να τους συγχωρήσει τα σφάλματά τους. Αυτός ο υπηρέτης μπορούσε να μιλήσει απευθείας με τον Θεό και να έρθει απευθείας ενώπιον του Θεού, η δε θέση του ήταν υψηλότερη και πιο σεβάσμια από αυτή των άλλων. Αυτή είναι η πραγματική έννοια της λέξης «υπηρέτης» που εκφράζει ο Θεός. Ο Ιώβ έλαβε αυτή την ιδιαίτερη τιμή εξαιτίας του σεβασμού του για τον Θεό και της αποφυγής του κακού, και ο λόγος για τον οποίο οι άλλοι δεν αποκαλούνταν υπηρέτες από τον Θεό είναι επειδή δεν σέβονταν τον Θεό ούτε απέφευγαν το κακό. Αυτή η άκρως διαφορετική διττή στάση του Θεού είναι η στάση Του προς δύο τύπους ανθρώπων: όσοι σέβονται τον Θεό και αποφεύγουν το κακό γίνονται αποδεκτοί από τον Θεό και θεωρούνται πολύτιμοι στα μάτια Του, ενώ όσοι είναι ανόητοι, δεν σέβονται τον Θεό, είναι ανίκανοι να αποφύγουν το κακό και δεν είναι σε θέση να λάβουν την εύνοια του Θεού. Συχνά ο Θεός τους αποστρέφεται και τους καταδικάζει, και είναι ποταποί στα μάτια του Θεού.

Ο Θεός δίνει εξουσία στον Ιώβ

Ο Ιώβ προσευχήθηκε για τους φίλους του και αργότερα, ως αποτέλεσμα των προσευχών του Ιώβ, ο Θεός δεν τους αντιμετώπισε όπως ταίριαζε στην αφροσύνη τους —δεν τους τιμώρησε ούτε τους εκδικήθηκε. Και για ποιον λόγο δεν το έκανε; Επειδή οι προσευχές του υπηρέτη του Θεού, του Ιώβ, γι’ αυτούς είχαν φτάσει στα αυτιά Του. Ο Θεός τούς συγχώρησε, επειδή δέχτηκε τις προσευχές του Ιώβ. Τι βλέπουμε λοιπόν εδώ; Όταν ο Θεός ευλογεί κάποιον, του δίνει πολλές ανταμοιβές, και όχι μόνο υλικές: ο Θεός τού δίνει εξουσία και το δικαίωμα να προσεύχεται για τους άλλους και ο Θεός ξεχνάει και παραβλέπει τα αμαρτήματα αυτών των ανθρώπων, επειδή εισακούει αυτές τις προσευχές. Αυτή είναι η εξουσία που ο Θεός έδωσε στον Ιώβ. Μέσα από τις προσευχές του Ιώβ για να σταματήσει την καταδίκη τους, ο Ιεχωβά Θεός ντρόπιασε αυτούς τους ανόητους ανθρώπους —κάτι που, φυσικά, ήταν η ειδική τιμωρία Του για τον Ελιφάς και τους άλλους.

Ο Ιώβ ευλογείται από τον Θεό για άλλη μια φορά, και δεν κατηγορείται ποτέ ξανά από τον Σατανά

Μεταξύ των ομιλιών του Ιεχωβά Θεού είναι και τα λόγια: «διότι δεν ελαλήσατε περί εμού το ορθόν ως ο δούλος μου Ιώβ». Τι είπε ο Ιώβ; Μιλήσαμε γι’ αυτό προηγουμένως, καθώς και τις πολλές σελίδες των λόγων στο Βιβλίο του Ιώβ, όπου καταγράφονται όσα είπε ο Ιώβ. Σε όλες αυτές τις πολυάριθμες σελίδες λόγων, ο Ιώβ δεν εξέφρασε ποτέ παράπονα ή αμφιβολίες για τον Θεό. Απλώς περιμένει το αποτέλεσμα. Αυτή η αναμονή είναι η στάση της υποταγής, ως αποτέλεσμα της οποίας, και ως αποτέλεσμα των όσων είπε στον Θεό, ο Ιώβ κέρδισε την αποδοχή από τον Θεό. Όταν υπέμεινε δοκιμασίες και υπέφερε τα δεινά, ο Θεός ήταν στο πλευρό του και, παρόλο που τα δεινά του δεν τα απάλυνε η παρουσία του Θεού, ο Θεός είδε όσα ήθελε να δει και άκουσε όσα ήθελε να ακούσει. Όλες οι πράξεις και τα λόγια του Ιώβ έφθασαν στα μάτια και στα αυτιά του Θεού. Ο Θεός άκουσε και είδε —αυτό είναι γεγονός. Η γνώση του Ιώβ για τον Θεό και οι σκέψεις του για τον Θεό στην καρδιά του την εποχή εκείνη, κατά την περίοδο εκείνη, δεν ήταν τόσο συγκεκριμένες όσο αυτές των σημερινών ανθρώπων, αλλά στο πλαίσιο της εποχής, ο Θεός αναγνώριζε όλα όσα είχε πει, επειδή η συμπεριφορά του και οι σκέψεις στην καρδιά του, καθώς και όσα είχε εκφράσει και αποκαλύψει, κάλυπταν τις απαιτήσεις Του. Κατά τη διάρκεια του χρόνου που ο Ιώβ υποβλήθηκε σε δοκιμασίες, αυτό που σκέφτηκε στην καρδιά του και αποφάσισε να κάνει, έδειξε στον Θεό ένα αποτέλεσμα, ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα για τον Θεό και, μετά από αυτό, ο Θεός έληξε τις δοκιμασίες του Ιώβ, ο Ιώβ εξήλθε από τα προβλήματά του, και οι δοκιμασίες του εξαφανίστηκαν και δεν τις υπέστη ποτέ ξανά. Επειδή ο Ιώβ είχε ήδη υποβληθεί σε δοκιμασίες και είχε παραμείνει σταθερός κατά τη διάρκεια αυτών των δοκιμασιών, και θριάμβευσε απόλυτα κατά του Σατανά, ο Θεός τού έδωσε τις ευλογίες που τόσο δικαίως του άξιζαν. Όπως καταγράφηκε στο Ιώβ 42:10, 12, ο Ιώβ ευλογήθηκε για άλλη μια φορά και με περισσότερα από την πρώτη. Εκείνη τη στιγμή, ο Σατανάς είχε αποσυρθεί και δεν είπε ούτε έκανε τίποτα πια, και από τότε, ο Ιώβ δεν δέχτηκε ποτέ ξανά τις ενοχλήσεις ή τις επιθέσεις του Σατανά, και ο Σατανάς δεν εκτόξευσε ποτέ πια κατηγορίες εναντίον των ευλογιών του Θεού για τον Ιώβ.

Ο Ιώβ περνάει το τελευταίο ήμισυ της ζωής του εν μέσω των ευλογιών του Θεού

Αν και οι ευλογίες Του εκείνη την εποχή περιορίζονταν μόνο στα πρόβατα, τα βόδια, τις καμήλες, τα υλικά αγαθά και ούτω καθεξής, οι ευλογίες που ο Θεός θέλησε να δώσει στον Ιώβ από την καρδιά Του ήταν πολύ περισσότερες από αυτές. Εκείνον τον καιρό, καταγράφηκαν ποιες αιώνιες υποσχέσεις θέλησε να δώσει ο Θεός στον Ιώβ; Στις ευλογίες Του προς τον Ιώβ, ο Θεός δεν ανέφερε ούτε άγγιξε το θέμα του τέλους του και, ανεξάρτητα από το ποια σημασία ή θέση έλαβε ο Ιώβ στην καρδιά του Θεού, εν κατακλείδι, ο Θεός ήταν πολύ μετρημένος όσον αφορά τις ευλογίες Του. Ο Θεός δεν ανακοίνωσε το τέλος του Ιώβ. Τι σημαίνει αυτό; Εκείνη τη στιγμή, όταν το σχέδιο του Θεού δεν είχε ακόμη φτάσει στο σημείο της διακήρυξης του τέλους του ανθρώπου, το σχέδιο δεν είχε ακόμη εισέλθει στο τελικό στάδιο του έργου Του, ο Θεός δεν αναφέρθηκε στο τέλος, δίνοντας απλώς υλικές ευλογίες στον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι το δεύτερο ήμισυ της ζωής του ο Ιώβ το πέρασε εν μέσω των ευλογιών του Θεού, κάτι που τον διαφοροποιούσε από τους άλλους ανθρώπους —αλλά όπως οι άλλοι, γέρασε κι αυτός και όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, ήρθε η μέρα που αποχαιρέτισε τα εγκόσμια. Έτσι, καταγράφεται ότι «και ετελεύτησεν ο Ιώβ, γέρων και πλήρης ημερών» (Ιώβ 42:17). Ποια είναι η σημασία της φράσης «ετελεύτησεν πλήρης ημερών» εδώ; Την εποχή που ο Θεός διακήρυττε το τέλος των ανθρώπων, ο Θεός έθεσε ένα προσδόκιμο ζωής για τον Ιώβ και, όταν ο καιρός είχε έρθει, επέτρεψε στον Ιώβ να αναχωρήσει με φυσικό τρόπο από αυτόν τον κόσμο. Από τη δεύτερη ευλογία του Ιώβ μέχρι τον θάνατό του, ο Θεός δεν πρόσθεσε άλλα δεινά. Για τον Θεό, ο θάνατος του Ιώβ ήταν φυσικός, και επίσης αναγκαίος. Ήταν κάτι πολύ φυσιολογικό, και δεν συνιστούσε κρίση ούτε καταδίκη. Ενόσω ήταν ζωντανός, ο Ιώβ λάτρευε και σεβόταν τον Θεό. Όσον αφορά το είδος του τέλους που είχε μετά τον θάνατό του, ο Θεός δεν είπε τίποτα, ούτε έκανε κανένα σχόλιο επ’ αυτού. Ο Θεός έχει ισχυρό αίσθημα ευπρέπειας σε ό,τι λέει και κάνει, και το περιεχόμενο και οι αρχές των λόγων και των πράξεών Του συνάδουν με το στάδιο του έργου Του και την περίοδο κατά την οποία εργάζεται. Τι είδους τέλος είχε κάποιος όπως ο Ιώβ στην καρδιά του Θεού; Είχε καταλήξει σε κάποια απόφαση ο Θεός στην καρδιά Του; Φυσικά! Αυτό όμως δεν το γνώριζε ο άνθρωπος. Ο Θεός δεν ήθελε, ούτε είχε καμία πρόθεση να το πει στον άνθρωπο. Συνεπώς, εκ πρώτης όψεως, ο Ιώβ πέθανε πλήρης ημερών, και αυτή ήταν η ζωή του Ιώβ.

Το τίμημα που βίωσε ο Ιώβ κατά τη διάρκεια της ζωής του

Άξιζε άραγε η ζωή που έζησε ο Ιώβ; Ποια ήταν η αξία της; Γιατί λέγεται ότι έζησε μια ζωή που άξιζε; Ποια ήταν η αξία του για τον άνθρωπο; Από την σκοπιά του ανθρώπου, αντιπροσώπευε την ανθρωπότητα, την οποία ο Θεός επιθυμεί να σώσει, εφόσον έγινε ηχηρός μάρτυρας του Θεού ενώπιον του Σατανά και των ανθρώπων του κόσμου. Ο ίδιος εκπλήρωσε το καθήκον που όφειλε να εκπληρώσει ένα δημιούργημα, έγινε παράδειγμα και έπαιξε τον ρόλο του πρότυπου για όλους όσους ο Θεός επιθυμεί να σώσει, επιτρέποντας στους ανθρώπους να δουν ότι είναι απολύτως δυνατό να θριαμβεύσουν κατά του Σατανά βασιζόμενοι στον Θεό. Και ποια ήταν η αξία του για τον Θεό; Για τον Θεό, η αξία της ζωής του Ιώβ έγκειτο στην ικανότητά του να σέβεται τον Θεό, να λατρεύει τον Θεό, να μαρτυρεί για τα έργα του Θεού και να δοξολογεί τα έργα του Θεού, προσφέροντας στον Θεό παρηγοριά και ευχαρίστηση. Για τον Θεό, η αξία της ζωής του Ιώβ έγκειτο επίσης στον τρόπο που πριν από τον θάνατό του ο Ιώβ βίωσε τις δοκιμασίες και θριάμβευσε κατά του Σατανά και έγινε ηχηρός μάρτυρας του Θεού ενώπιον του Σατανά και των ανθρώπων του κόσμου, ώστε ο Θεός να κερδίσει δόξα στην ανθρωπότητα, παρηγορώντας την καρδιά Του και επιτρέποντας στην ανυπόμονη καρδιά Του να δει ένα αποτέλεσμα και να δει την ελπίδα. Η μαρτυρία του δημιούργησε προηγούμενο όσον αφορά την ικανότητα να παραμένει κανείς σταθερός στη μαρτυρία του προς τον Θεό, και όσον αφορά την ταπείνωση του Σατανά για λογαριασμό του Θεού στο έργο του Θεού για τη διαχείριση της ανθρωπότητας. Δεν είναι αυτή η αξία της ζωής του Ιώβ; Ο Ιώβ έφερε παρηγοριά στην καρδιά του Θεού, έδωσε στον Θεό μια πρόγευση της χαράς τού να κερδίζεις δόξα και παρέσχε μια θαυμάσια αρχή για το σχέδιο διαχείρισης του Θεού. Από αυτό το σημείο και στο εξής, το όνομα του Ιώβ έγινε σύμβολο της δόξας του Θεού και σημείο του θριάμβου της ανθρωπότητας κατά του Σατανά. Αυτά που βίωσε ο Ιώβ κατά τη διάρκεια της ζωής του, καθώς και ο αξιοσημείωτος θρίαμβος του κατά του Σατανά θα χαίρουν πάντα της αγάπης του Θεού, και η τελειότητα, η ακεραιότητά του και ο σεβασμός του για τον Θεό θα τυγχάνουν σεβασμού και μίμησης από τις επόμενες γενιές. Ο Θεός θα αγαπά πάντα τον Ιώβ σαν ένα άψογο, λαμπερό μαργαριτάρι, και γι’ αυτό αξίζει την απεριόριστη εκτίμηση του ανθρώπου!

Στη συνέχεια, ας δούμε το έργο του Θεού κατά την Εποχή του Νόμου.

Δ. Οι κανονισμοί της Εποχής του Νόμου

Οι Δέκα Εντολές

Οι αρχές της ανέγερσης των θυσιαστηρίων

Κανονισμοί για τη μεταχείριση των δούλων

Κανονισμοί για κλοπή και αποζημίωση

Τήρηση του Σαββατικού έτους και των τριών εορτών

Κανονισμοί για την ημέρα του Σαββάτου

Κανονισμοί των προσφορών

Ολοκαυτώματα

Προσφορές σιτηρών

Ειρηνικές προσφορές

Προσφορές περί αμαρτίας

Προσφορές περί ανομίας

Κανονισμοί προσφορών από ιερείς (ο Ααρών και οι γιοι του διατάσσονται να συμμορφωθούν)

Ολοκαυτώματα από ιερείς

Προσφορές σιτηρών από ιερείς

Προσφορές περί αμαρτίας από ιερείς

Προσφορές περί ανομίας από ιερείς

Ειρηνικές προσφορές από ιερείς

Κανονισμοί για τη βρώση των προσφορών από ιερείς

Καθαρά και ακάθαρτα ζώα (όσα είναι κατάλληλα και όσα είναι ακατάλληλα προς κατανάλωση)

Κανονισμοί για τον καθαρισμό των γυναικών μετά τον τοκετό

Κανόνες για την εξέταση της λέπρας

Κανονισμοί για όσους έχουν ιαθεί από λέπρα

Κανονισμοί για την κάθαρση μολυσμένων σπιτιών

Κανονισμοί για όσους υποφέρουν από μη φυσιολογικές εκκρίσεις

Η ημέρα της εξιλέωσης που πρέπει να τηρείται άπαξ ετησίως

Κανόνες για τη σφαγή βοοειδών και προβάτων

Η απαγόρευση απεχθών πρακτικών των Εθνών (αιμομιξία, και ούτω καθεξής)

Κανονισμοί που πρέπει να τηρεί ο λαός [«Άγιοι θέλετε είσθαι· διότι άγιος είμαι εγώ Ιεχωβά ο Θεός σας» (Λευ. 19:2)]

Η εκτέλεση όσων θυσιάζουν τα παιδιά τους στον Μολώχ

Κανονισμοί για την τιμωρία του εγκλήματος της μοιχείας

Κανόνες που θα πρέπει να τηρούνται από τους ιερείς (κανόνες για την καθημερινή συμπεριφορά τους, κανόνες για την κατανάλωση των αγίων πραγμάτων, κανόνες για την προσφορά θυσιών και ούτω καθεξής)

Εορτές που πρέπει να τηρούνται (ημέρα του Σαββάτου, Πάσχα, Πεντηκοστή, ημέρα του Εξιλασμού και ούτω καθεξής)

Λοιποί Κανονισμοί (η καύση των λύχνων, το Ιωβηλαίο έτος, η εξαγορά της γης, τάματα, η προσφορά της δεκάτης και ούτω καθεξής)

Οι κανόνες της Εποχής του Νόμου είναι η πραγματική απόδειξη της καθοδήγησης όλης της ανθρωπότητας από τον Θεό

Συνεπώς, έχετε διαβάσει αυτούς τους κανονισμούς και τις αρχές της Εποχής του Νόμου, έτσι δεν είναι; Καλύπτουν αυτοί οι κανονισμοί ένα ευρύ φάσμα; Κατ’ αρχάς, καλύπτουν τις Δέκα Εντολές, κατόπιν είναι οι κανονισμοί για την ανέγερση θυσιαστηρίων κλπ. Στη συνέχεια, είναι οι κανονισμοί για την τήρηση του Σαββάτου και των τριών εορτών, και μετά είναι οι κανονισμοί για τις προσφορές. Είδατε πόσα είδη προσφορών υπάρχουν; Υπάρχουν ολοκαυτώματα, προσφορές σιτηρών, ειρηνικές προσφορές, προσφορές περί αμαρτίας κλπ. Τις ακολουθούν οι κανονισμοί για τις προσφορές των ιερέων, συμπεριλαμβανομένων των ολοκαυτωμάτων και των προσφορών σιτηρών από ιερείς, και άλλου είδους προσφορών. Το όγδοο σύνολο κανονισμών αφορά την κατανάλωση προσφορών από ιερείς. Στη συνέχεια υπάρχουν κανονισμοί που πρέπει να τηρούνται κατά τη διάρκεια της ζωής των ανθρώπων. Υπάρχουν διατάξεις για πολλές πτυχές της ζωής των ανθρώπων, όπως κανονισμοί για το τι μπορούν ή δεν μπορούν να φάνε, για την κάθαρση των γυναικών μετά τον τοκετό και για όσους έχουν ιαθεί από τη λέπρα. Σε αυτούς τους κανονισμούς, ο Θεός μιλάει μέχρι και για ασθένειες, και υπάρχουν ακόμη και κανόνες για τη σφαγή προβάτων και βοοειδών και ούτω καθεξής. Τα πρόβατα και τα βοοειδή δημιουργήθηκαν από τον Θεό και θα έπρεπε να τα σφαγιάζεις όπως σου λέει ο Θεός. Υπάρχει, χωρίς αμφιβολία, λογική στα λόγια του Θεού, είναι αναμφίβολα σωστό να ενεργείς όπως διακηρύσσει ο Θεός, και σίγουρα ωφέλιμο για τους ανθρώπους! Υπάρχουν επίσης εορτές και κανόνες που πρέπει να τηρούνται, όπως η ημέρα του Σαββάτου, το Πάσχα και άλλες —ο Θεός μίλησε για όλα αυτά. Ας ρίξουμε μια ματιά στις τελευταίες: λοιποί κανονισμοί —η καύση των λύχνων, το Ιωβηλαίο έτος, η εξαγορά της γης, τα τάματα, η προσφορά της δεκάτης και ούτω καθεξής. Καλύπτουν αυτοί οι κανονισμοί ένα ευρύ φάσμα; Το πρώτο πράγμα για το οποίο πρέπει να μιλήσουμε είναι το ζήτημα των προσφορών των ανθρώπων. Μετά υπάρχουν κανονισμοί όσον αφορά την κλοπή και την αποζημίωση, και η τήρηση της ημέρας του Σαββάτου… Αφορούν κάθε λεπτομέρεια της ζωής. Τουτέστιν, όταν ο Θεός ξεκίνησε το επίσημο έργο της διαχείρισης του σχεδίου Του, έθεσε πολλούς κανονισμούς που έπρεπε να ακολουθήσει ο άνθρωπος. Αυτοί οι κανονισμοί υπήρχαν για να επιτρέψουν στον άνθρωπο να ζήσει την κανονική ζωή του ανθρώπου στη γη, την κανονική ζωή του ανθρώπου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Θεό και την καθοδήγησή Του. Ο Θεός είπε πρώτα στον άνθρωπο πώς να κατασκευάζει θυσιαστήρια και πώς να τα διαμορφώνει. Κατόπιν, είπε στον άνθρωπο πώς να κάνει προσφορές και καθόρισε πώς έπρεπε να ζει ο άνθρωπος —πού έπρεπε να δίνει προσοχή στη ζωή, ποιους κανόνες έπρεπε να τηρεί και τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να κάνει. Αυτό που ο Θεός σχεδίαζε για τον άνθρωπο ήταν ολοκληρωμένο και με αυτά τα έθιμα, τους κανονισμούς και τις αρχές τυποποίησε τη συμπεριφορά των ανθρώπων, καθοδήγησε τη ζωή τους, καθοδήγησε τη μύησή τους στους νόμους του Θεού, τους οδήγησε να έρθουν ενώπιον του θυσιαστηρίου του Θεού, τους καθοδήγησε να διάγουν μια ζωή μεταξύ όσων είχε δημιουργήσει ο Θεός για τον άνθρωπο όπου υπήρχε τάξη, κανονικότητα και μέτρο. Ο Θεός χρησιμοποίησε για πρώτη φορά αυτούς τους απλούς κανονισμούς και τις αρχές για να θέσει όρια στον άνθρωπο, έτσι ώστε στη γη ο άνθρωπος να έχει μια κανονική ζωή λατρεύοντας τον Θεό, να έχει την κανονική ζωή του ανθρώπου. Αυτό είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της έναρξης του σχεδίου διαχείρισής Του των έξι χιλιάδων ετών. Οι κανονισμοί και οι κανόνες περιλαμβάνουν ένα πολύ ευρύ περιεχόμενο, συνιστούν τις λεπτομέρειες της καθοδήγησης του Θεού για την ανθρωπότητα κατά την Εποχή του Νόμου, έπρεπε να τυγχάνουν της αποδοχής και να τηρούνται από τους ανθρώπους που ήρθαν πριν από την Εποχή του Νόμου, συνιστούν καταγραφή του έργου που επιτέλεσε ο Θεός κατά τη διάρκεια της Εποχής του Νόμου και αποτελούν την πραγματική απόδειξη της ηγεσίας του Θεού και της καθοδήγησης του συνόλου της ανθρωπότητας.

Η ανθρωπότητα θα είναι για πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με τις διδασκαλίες και τις διατάξεις του Θεού

Σε αυτούς τους κανονισμούς, βλέπουμε ότι η στάση του Θεού απέναντι στο έργο Του, τη διοίκησή Του, και απέναντι στην ανθρωπότητα είναι σοβαρή, ευσυνείδητη, αυστηρή και υπεύθυνη. Επιτελεί το έργο που πρέπει να επιτελέσει ανάμεσα στους ανθρώπους σύμφωνα με τα στάδιά Του, χωρίς την παραμικρή απόκλιση, εκφράζοντας τα λόγια που πρέπει να εκφράσει προς την ανθρωπότητα χωρίς το παραμικρό σφάλμα ή παράλειψη, επιτρέποντας στον άνθρωπο να δει ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ηγεσία του Θεού και να του δείξει πόσο σημαντικά για την ανθρωπότητα είναι όσα κάνει και λέει ο Θεός. Ανεξάρτητα από το πώς θα είναι ο άνθρωπος στην επόμενη εποχή, στις απαρχές —κατά τη διάρκεια της Εποχής του Νόμου— ο Θεός έκανε αυτά τα απλά πράγματα. Για τον Θεό, οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τον Θεό, τον κόσμο και την ανθρωπότητα εκείνη την εποχή ήταν αφηρημένες και θολές και, παρόλο που είχαν μερικές συνειδητές ιδέες και προθέσεις, όλες ήταν ασαφείς και εσφαλμένες, οπότε οι άνθρωποι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με τις διδασκαλίες και τις διατάξεις του Θεού για αυτούς. Οι πρώτοι άνθρωποι δεν γνώριζαν τίποτα, οπότε ο Θεός έπρεπε να αρχίσει να διδάσκει τον άνθρωπο τις πιο επιφανειακές και βασικές αρχές για επιβίωση και τις αναγκαίες ρυθμίσεις για τη ζωή, να διαποτίζει την καρδιά του ανθρώπου σταδιακά. Μέσω αυτών των κανόνων, που αποτελούνταν από λόγια, και μέσω αυτών των κανονισμών, επέτρεψε στον άνθρωπο να Τον κατανοεί σταδιακά, να εκτιμά και να κατανοεί σταδιακά την ηγεσία Του και μια βασική έννοια της σχέσης μεταξύ Αυτού και του ανθρώπου. Αφού πέτυχε αυτό το αποτέλεσμα, μόνο τότε ήταν σε θέση ο Θεός να επιτελέσει, σιγά σιγά, το έργο που θα επιτελούσε αργότερα. Συνεπώς, αυτοί οι κανονισμοί και το έργο που επιτέλεσε ο Θεός κατά την Εποχή του Νόμου αποτελούν τον θεμέλιο λίθο του έργου Του για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, και το πρώτο στάδιο του έργου στο σχέδιο διαχείρισης του Θεού. Παρόλο που, πριν από το έργο της Εποχής του Νόμου, ο Θεός είχε μιλήσει στον Αδάμ, στην Εύα και στους απογόνους τους, αυτές οι εντολές και οι διδασκαλίες δεν ήταν τόσο συστηματικές ούτε συγκεκριμένες ώστε να δίδονται μία μία στον άνθρωπο και δεν καταγράφηκαν, ούτε έγιναν κανονισμοί. Αυτό συμβαίνει επειδή, εκείνον τον καιρό, το σχέδιο του Θεού δεν είχε προχωρήσει τόσο πολύ. Μόνο όταν ο Θεός θα είχε οδηγήσει τον άνθρωπο σε αυτό το στάδιο θα μπορούσε να ξεκινήσει να εκφράζει αυτούς τους κανονισμούς της Εποχής του Νόμου και να αρχίσει να κάνει τον άνθρωπο να τους τηρεί. Ήταν μια αναγκαία διαδικασία και το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο. Αυτά τα απλά έθιμα και οι κανονισμοί δείχνουν στον άνθρωπο τα στάδια του έργου διαχείρισης του Θεού και τη σοφία του Θεού που αποκαλύφθηκε στο σχέδιο διαχείρισής Του. Ο Θεός ξέρει τι περιεχόμενο και ποια μέσα να χρησιμοποιήσει για να ξεκινήσει, και ποια μέσα να συνεχίσει να χρησιμοποιεί μέχρι τέλους, ώστε να μπορέσει να κερδίσει μια ομάδα ανθρώπων που θα γίνουν μάρτυρές Του, αλλά και να κερδίσει μια ομάδα ανθρώπων που θα έχουν τις ίδιες απόψεις μ’ Αυτόν. Γνωρίζει τι έχει μέσα του ο άνθρωπος και γνωρίζει τι λείπει στον άνθρωπο. Γνωρίζει τι πρέπει να του παρέχει και πώς θα πρέπει να καθοδηγήσει τον άνθρωπο, και γνωρίζει, επίσης, τι θα πρέπει και τι δεν θα πρέπει να κάνει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι σαν μαριονέτα: παρόλο που δεν είχε κατανοήσει τις προθέσεις του Θεού, δεν είχε επιλογή παρά να καθοδηγηθεί από το έργο διαχείρισης του Θεού, σταδιακά, μέχρι σήμερα. Δεν υπήρχε καμία ασάφεια στην καρδιά του Θεού για το τι έπρεπε να κάνει. Στην καρδιά Του υπήρχε ένα πολύ σαφές και ζωντανό σχέδιο και διεξήγαγε το έργο που ο ίδιος επιθυμούσε να επιτελέσει σύμφωνα με τα στάδια και το σχέδιό Του, προχωρώντας από την επιφάνεια στο βάθος. Παρόλο που δεν είχε υποδείξει το έργο που επρόκειτο να επιτελέσει αργότερα, το μετέπειτα έργο Του συνέχισε να διεξάγεται και να προχωρεί σε αυστηρή συμφωνία με το σχέδιό Του, το οποίο είναι μια εκδήλωση αυτού που έχει και είναι ο Θεός, και είναι επίσης η εξουσία του Θεού. Ανεξάρτητα από το ποιο στάδιο του σχεδίου διαχείρισής Του επιτελεί, η διάθεσή και η ουσία Του αντιπροσωπεύουν τον ίδιο. Αυτό είναι απολύτως αληθές. Ανεξάρτητα από την εποχή ή το στάδιο του έργου, υπάρχουν πράγματα που δεν θα αλλάξουν ποτέ: το τι είδους ανθρώπους αγαπά ο Θεός, το τι είδους ανθρώπους αποστρέφεται, η διάθεσή Του και αυτό που έχει και είναι Αυτός. Ακόμα κι αν αυτοί οι κανονισμοί και οι αρχές που ο Θεός καθιέρωσε κατά τη διάρκεια του έργου της Εποχής του Νόμου φαίνονται πολύ απλά και επιφανειακά στους ανθρώπους σήμερα, και παρόλο που είναι εύκολο να γίνουν κατανοητά και να επιτευχθούν, μέσα τους υπάρχει ακόμα η σοφία του Θεού και υπάρχει μάλιστα και η διάθεση του Θεού και αυτό που έχει και είναι Αυτός. Διότι μέσα σε αυτούς τους φαινομενικά απλούς κανονισμούς εκφράζεται η ευθύνη και η φροντίδα του Θεού απέναντι στην ανθρωπότητα, καθώς και η εξαίρετη ουσία των σκέψεών Του, επιτρέποντας έτσι στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πραγματικά το γεγονός ότι ο Θεός κυβερνάει τα πάντα και τα πάντα ελέγχονται από το χέρι Του. Ανεξάρτητα από το πόση γνώση διαθέτουν οι άνθρωποι, ή πόσες θεωρίες ή μυστήρια κατανοούν, για τον Θεό κανένα από αυτά δεν είναι ικανό να αντικαταστήσει την παροχή Του και την ηγεσία της ανθρωπότητας. Η ανθρωπότητα θα είναι για πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με την καθοδήγηση του Θεού και το προσωπικό έργο του Θεού. Αυτή είναι η άρρηκτη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Ανεξάρτητα από το αν ο Θεός σού δίνει μια εντολή ή έναν κανονισμό, ή σου παρέχει την αλήθεια για να κατανοήσεις τις προθέσεις Του, ανεξάρτητα από το τι κάνει, ο σκοπός του Θεού είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο σε ένα όμορφο αύριο. Τα λόγια που εκφράζει ο Θεός και το έργο που επιτελεί είναι η αποκάλυψη μίας πτυχής της ουσίας Του και η αποκάλυψη μίας πτυχής της διάθεσης και της σοφίας Του, είναι ένα απαραίτητο βήμα του σχεδίου διαχείρισής Του. Αυτό δεν πρέπει να παραβλεφθεί! Σε ό,τι κι αν κάνει ο Θεός υπάρχουν οι προθέσεις Του. Ο Θεός δεν φοβάται άστοχες παρατηρήσεις, ούτε φοβάται τις αντιλήψεις ή τις σκέψεις του ανθρώπου γι’ Αυτόν. Επιτελεί απλώς το έργο Του και συνεχίζει τη διαχείρισή Του σύμφωνα με το σχέδιο διαχείρισής Του, χωρίς να τον εμποδίζει κανένας άνθρωπος, θέμα ή αντικείμενο.

Ωραία, εδώ τελειώσαμε για σήμερα. Θα τα πούμε την επόμενη φορά!

9 Νοεμβρίου 2013

Προηγούμενο: Το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός Α΄

Επόμενο: Το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός Γ΄

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Η εμφάνιση και το έργο του Θεού Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Εκθέτοντας τους αντίχριστους Οι υποχρεώσεις των επικεφαλής και των εργατών Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Α’ Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Η Κρίση ξεκινά από τον Οίκο του Θεού Ουσιώδη Λόγια του Παντοδύναμου Θεού, του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Καθημερινά λόγια του Θεού Οι αλήθεια-πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να εισέλθουν οι πιστοί στον Θεό Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια Οδηγίες για τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας Τα πρόβατα του Θεού ακούν τη φωνή του Θεού Άκου τη Φωνή του Θεού Ιδού ο Θεός Εμφανίστηκε Κλασικές Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Ευαγγέλιο της Βασιλείας Μαρτυρίες Εμπειριών Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού Πώς Στράφηκα στον Παντοδύναμο Θεό

Ρυθμίσεις

  • Κείμενο
  • Θέματα

Συμπαγή χρώματα

Θέματα

Γραμματοσειρά

Μέγεθος γραμματοσειράς

Διάστημα γραμμής

Διάστημα γραμμής

Πλάτος σελίδας

Περιεχόμενα

Αναζήτηση

  • Αναζήτηση σε αυτό το κείμενο
  • Αναζήτηση σε αυτό το βιβλίο

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger