Οι ωφέλειες από την εκπλήρωση του καθήκοντος

15 Αυγούστου 2019

Από τη Γιανγκ Μινγκζέν, Καναδάς

Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Η υποταγή στο έργο του Θεού πρέπει να είναι απτή και να βιώνεται. Η υποταγή σε επιφανειακό επίπεδο δεν δύναται να λαμβάνει την επιδοκιμασία του Θεού, ενώ η απλή υπακοή στις επιφανειακές πτυχές του λόγου του Θεού, χωρίς την επιδίωξη μεταμόρφωσης της διάθεσης, θα είναι ανίκανη να ευχαριστήσει την καρδιά του Θεού. Η υπακοή στον Θεό και η υποταγή στο έργο Του είναι ένα και το αυτό. Αυτοί που υποτάσσονται μονάχα στον Θεό αλλά όχι και στο έργο Του δεν μπορούν να θεωρηθούν υπάκουοι, ακόμα δε λιγότερο, εκείνοι που δεν υποτάσσονται αληθινά, αλλά είναι καταφανώς συκοφαντικοί. Όλοι εκείνοι που υποτάσσονται αληθινά στον Θεό, είναι ικανοί να ωφεληθούν από το έργο και να αποκτήσουν κατανόηση της διάθεσης και του έργου του Θεού. Μόνον αυτού του είδους οι άνθρωποι υποτάσσονται αληθινά στον Θεό. Τέτοιοι άνθρωποι είναι ικανοί να κερδίσουν νέες γνώσεις από το νέο έργο και να βιώσουν νέες αλλαγές από το ίδιο έργο. Μόνον αυτού του είδους οι άνθρωποι έχουν την επιδοκιμασία του Θεού∙ τελειωθείς, είναι μόνον εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος έχει υποστεί μεταμόρφωση της διάθεσής του. Εκείνοι που λαμβάνουν την επιδοκιμασία του Θεού είναι αυτοί που ευχαρίστως υποτάσσονται, όχι μόνον στον Θεό, αλλά και στον λόγο και στο έργο Του. Μόνον αυτό το είδος του ανθρώπου βρίσκεται στον σωστό δρόμο∙ μόνον αυτό το είδος του ανθρώπου επιθυμεί και αναζητά ειλικρινά τον Θεό» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Εκείνοι που υπακούουν στον Θεό με ειλικρινή καρδιά θα κερδηθούν σίγουρα από τον Θεό). Θα ήθελα να σας μιλήσω για την εμπειρία και την κατανόησή μου όσον αφορά την υποταγή στον Θεό, υπό το πρίσμα αυτών των λόγων.

Όλα ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2016, όταν εγκατέλειψα την Κίνα για να γλιτώσω τη σύλληψη και τον διωγμό από το ΚΚΚ, ώστε να μπορώ να ασκώ ελεύθερα την πίστη μου. Λίγο αργότερα, με πλησίασε η επικεφαλής της εκκλησίας, η αδελφή Ζιανγκ, και με ρώτησε: «Θα ήθελες να αναλάβεις καθήκοντα ποτίσματος;» Κατενθουσιασμένη, απάντησα: «Πολύ ευχαρίστως! Θα μπορώ να βοηθώ αδελφούς και αδελφές να κατανοήσουν την αλήθεια και να θέσουν ένα θεμέλιο στην αληθινή οδό. Θα κάνω τόσο καλές πράξεις!» Αν οι αδελφοί και οι αδελφές που με ήξεραν μάθαιναν ότι εκπλήρωνα καθήκοντα ποτίσματος, θα με θαύμαζαν και θα με εκτιμούσαν. Θα ανέβαινα στα μάτια τους. Πάνω που είχα αρχίσει να ελπίζω, όμως, η επικεφαλής ήρθε να μου μιλήσει πάλι. Είπε ότι κάποιες αδελφές έπρεπε να μετακομίσουν λόγω εκτάκτων καταστάσεων, αλλά δεν είχαν βρει κατάλληλο μέρος. Είπε ότι το σπίτι μου θα ήταν μια καλή λύση, και με ρώτησε αν θα μπορούσα να εκτελώ καθήκοντα οικοδέσποινας. Ένιωσα μεγάλη ταραχή μέσα μου, στο άκουσμα αυτό. Νόμιζα ότι θα εκτελούσα καθήκοντα ποτίσματος, και τώρα θα έκανα την οικοδέσποινα; Να περνάω όλη την μέρα μέσα στην κουζίνα, δηλαδή; Θα είχε πολλή δουλειά, αλλά, κυρίως, θα ήταν ντροπιαστικό! Στον έξω κόσμο, έκανα μεγάλες δουλειές και είχα δικό μου εργοστάσιο. Φίλοι και συγγενείς με αποκαλούσαν «σούπερ-γούμαν». Στο σπίτι, η νταντά μού έκανε τη μπουγάδα, το μαγείρεμα και το καθάρισμα. Τώρα έπρεπε να αναλάβω εγώ αυτόν τον ρόλο και να μαγειρεύω για άλλους. Δεν ήθελα καθόλου να το κάνω. Σκέφτηκα όμως ότι οι αδελφές δεν είχαν πού να μείνουν και δεν είχαν την ηρεμία για να επιτελούν τα καθήκοντά τους, συν ότι το σπίτι μου προσφερόταν για φιλοξενία, οπότε δέχτηκα απρόθυμα.

Τις επόμενες ημέρες, έκανα επιφανειακά τα καθήκοντα της οικοδέσποινας, αλλά μέσα μου ήμουν ταραγμένη, και άρχισα να γίνομαι καχύποπτη. Μήπως οι αδελφοί και οι αδελφές θεωρούσαν ότι δεν ήμουν κατάλληλη για καθήκοντα ποτίσματος; Αλλιώς, γιατί να μου ζητήσουν να κάνω την οικοδέσποινα; Αν το μάθαιναν οι αδελφοί και οι αδελφές που με ήξεραν, μήπως σκέφτονταν ότι μου έλειπε η πραγματικότητα της αλήθειας, και ότι δεν μπορούσα να κάνω άλλα καθήκοντα, παρά μόνο να κάνω την οικοδέσποινα; Αυτή η σκέψη με τάραξε ακόμη περισσότερο. Έπειτα σκέφτηκα τη δέσμευση που είχα αναλάβει ενώπιον του Θεού, ότι όποιο καθήκον και αν μου ανέθεταν, εφόσον ωφελούσε το έργο της εκκλησίας, θα αφοσιωνόμουν σ’ αυτό, και ότι ακόμη κι αν δεν μου άρεσε, θα υποτασσόμουν για να ικανοποιήσω τον Θεό. Γιατί λοιπόν δεν μπορούσα να υποταχθώ τώρα που μου ζητούσαν να εκτελώ καθήκοντα οικοδέσποινας; Προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό. Είπα: «Θεέ μου, έχεις ορίσει και κανονίσει να εκτελώ καθήκοντα οικοδέποινας, αλλά εγώ όλο θέλω να επαναστατώ και δεν υποτάσσομαι ποτέ. Θεέ μου, σε παρακαλώ, διαφώτισε και καθοδήγησέ με να κατανοήσω το θέλημά Σου».

Έπειτα, διάβασα δύο αποσπάσματα από τα λόγια του Θεού: «Για να μετρηθεί το κατά πόσο οι άνθρωποι μπορούν να υπακούν τον Θεό, το βασικότερο που πρέπει να εξεταστεί είναι το αν επιθυμούν τίποτε ακραίο από τον Θεό, και το κατά πόσο έχουν απώτερα κίνητρα ή όχι. Αν οι άνθρωποι έχουν πάντα απαιτήσεις από τον Θεό, τότε αυτό αποδεικνύει ότι δεν είναι υπάκουοι σ’ Αυτόν. Ό,τι κι αν σου συμβεί, αν δεν μπορείς να το δεχθείς από τον Θεό, δεν μπορείς να αναζητήσεις την αλήθεια, πάντα μιλάς βάσει της υποκειμενικής σου λογικής, πάντα νιώθεις πως μόνο εσύ έχεις δίκιο και είσαι, μάλιστα, ικανός να αμφισβητείς τον Θεό, τότε θα έχεις μπελάδες. Τέτοιοι άνθρωποι είναι οι πιο αλαζονικοί και οι πιο επαναστατικοί απέναντι στον Θεό. Οι άνθρωποι που έχουν πάντα απαιτήσεις από τον Θεό δεν μπορούν ποτέ να Τον υπακούσουν αληθινά. Αν απαιτείς πράγματα από τον Θεό, αυτό αποδεικνύει ότι κάνεις κάποια συμφωνία με τον Θεό, ότι επιλέγεις τις δικές σου σκέψεις και ενεργείς σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές. Έτσι, προδίδεις τον Θεό και δεν διαθέτεις υπακοή» («Οι άνθρωποι έχουν πάρα πολλές απαιτήσεις από τον Θεό» στο βιβλίο «Αρχεία των Συνομιλιών του Χριστού»). «Τι είναι η αληθινή υποταγή; Όποτε ο Θεός κάνει κάτι που είναι ευνοϊκό για σένα, και νοιώθεις ότι τα πάντα είναι ικανοποιητικά και σωστά και ότι σου έχει επιτραπεί να ξεχωρίσεις, νοιώθεις πως πρόκειται για κάτι πολύ ένδοξο και λες “δόξα τω Θεώ” και μπορείς να υποταχθείς στην ενορχήστρωση και τις διευθετήσεις Του. Ωστόσο, κάθε φορά που τοποθετείσαι σε κάποιον συνηθισμένο τόπο, όπου δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποτέ και στον οποίο κανείς δεν σε αναγνωρίζει ποτέ, τότε παύεις να αισθάνεσαι ευτυχής και το βρίσκεις δύσκολο να υποταχθείς. […] Η υποταγή υπό ευνοϊκές συνθήκες είναι συνήθως εύκολη. Αν μπορείς να υποτάσσεσαι και υπό δυσμενείς συνθήκες —εκείνες κατά τις οποίες τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως θέλεις και τα αισθήματά σου πληγώνονται, που σε καθιστούν αδύναμο, σε κάνουν να υποφέρεις σωματικά και καταφέρνουν πλήγματα στη φήμη σου, που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία και την υπερηφάνεια σου και σε κάνουν να υποφέρεις ψυχολογικά —τότε πραγματικά έχεις ανάστημα. Αυτός δεν είναι ο στόχος που πρέπει να επιδιώκετε; Αν έχετε τέτοια θέληση, έναν τέτοιο στόχο, τότε υπάρχει ελπίδα» (Η συναναστροφή του Θεού). Τα λόγια του Θεού μου έδειξαν ότι η πραγματική υποταγή δεν είναι συναλλαγή και προσωπική επιλογή δεν νοείται σ’ αυτήν. Είτε μου αρέσει είτε όχι, είτε με ωφελεί είτε όχι, εφόσον προέρχεται απ’ τον Θεό και βοηθάει το έργο της εκκλησίας, πρέπει να υποταχθώ πλήρως. Αλλά τι έκανα εγώ, αντί γι’ αυτό; Όταν μου ζητήθηκε να εκτελέσω καθήκοντα οικοδέσποινας, δεν είχα κατά νου το θέλημα του Θεού ή την υποστήριξη του έργου της εκκλησίας, αλλά σκεφτόμουν μόνο αν θα μπορούσα να δειχτώ, να κάνω τους άλλους να με εκτιμούν, και αν θα ικανοποιούσα τη ματαιοδοξία μου. Ήταν αυτό υποταγή στον Θεό; Ανέτρεξα στην περίοδο που ήμουν επικεφαλής ομάδας. Η επικεφαλής της εκκλησίας πάντα συναναστρεφόταν εμένα πρώτα για το έργο της εκκλησίας. Νόμιζα ότι η επικεφαλής με εκτιμούσε και ότι οι αδελφοί και οι αδελφές με είχαν περί πολλού. Τίποτα δεν με πτοούσε στο καθήκον —όσο σκληρό ή κοπιαστικό κι αν ήταν το έργο, το έκανα με χαρά. Αντιμέτωπη, όμως, με καθήκοντα οικοδέσποινας, έγινα αρνητική, θεωρώντας τα ταπεινά. Και το πιο σημαντικό: όση προσπάθεια κι αν κατέβαλλα, κανείς δεν θα την αντιλαμβανόταν. Γι’ αυτό το αποστρεφόμουν και δεν ήθελα να το κάνω. Μόνο τότε είδα ότι κατέβαλλα τόσο πολλή προσπάθεια στα προηγούμενά μου καθήκοντα επειδή μπορούσα να προβάλλομαι και να κάνω τους άλλους να με εκτιμούν. Αλλά τα καθήκοντα οικοδέσποινας δεν ικανοποιoύσαν επ’ ουδενί τη φιλοδοξία μου, και γι’ αυτό δεν υποτασσόμουν. Συνειδητοποίησα, ύστερα, ότι ανέκαθεν είχα προσωπικές προτιμήσεις και επιλογές στο καθήκον μου, και το μόνο που σκεφτόμουν πάντα ήταν η φήμη μου, το κύρος μου και το συμφέρον μου. Δεν επιζητούσα καθόλου την αλήθεια ούτε υποτασσόμουν στον Θεό!

Αργότερα, διάβασα αυτά τα λόγια του Θεού: «Εκείνοι που είναι ικανοί να κάνουν πράξη την αλήθεια, μπορούν να δεχθούν τον εξονυχιστικό έλεγχο του Θεού στις ενέργειές τους. Όταν δέχεσαι τον εξονυχιστικό έλεγχο του Θεού, η καρδιά σου ρυθμίζεται σωστά. Αν συνεχώς κάνεις πράγματα μόνο για να το δουν οι άλλοι και δεν δέχεσαι τον εξονυχιστικό έλεγχο του Θεού, έχεις τον Θεό στην καρδιά σου; Τέτοιου είδους άνθρωποι δεν έχουν μια θεοφοβούμενη καρδιά. Μην κάνεις μονίμως πράγματα για το δικό σου καλό και μη σκέφτεσαι μονίμως τα δικά σου συμφέροντα· μη σκέφτεσαι καθόλου το κύρος, το γόητρο ή τη φήμη σου. Επίσης, μη λαμβάνεις υπόψη τα συμφέροντα του ανθρώπου. Πρέπει πρωτίστως να σκέφτεσαι τα συμφέροντα του οίκου του Θεού και να τα κάνεις προτεραιότητά σου. Θα πρέπει να νοιάζεσαι για το θέλημα του Θεού και να ξεκινήσεις σκεπτόμενος το αν υπήρξες αγνός ή όχι κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός σου, αν έχεις κάνει ό,τι μπορούσες για να είσαι πιστός, αν έχεις βάλει τα δυνατά σου για να εκπληρώσεις τις ευθύνες σου, αν έχεις δώσει τα πάντα, καθώς και αν έχεις σκεφτεί ολόψυχα ή όχι το καθήκον σου και το έργο του οίκου του Θεού. Πρέπει να τα λαμβάνεις υπόψη αυτά τα πράγματα. Αν τα σκέφτεσαι συχνά, θα σου είναι πιο εύκολο να εκτελείς σωστά το καθήκον σου» («Πρόσφερε την αληθινή καρδιά σου στον Θεό, και θα μπορέσεις να αποκτήσεις την αλήθεια» στο βιβλίο «Αρχεία των Συνομιλιών του Χριστού»). Βρήκα έναν δρόμο άσκησης στα λόγια του Θεού. Έπρεπε να αποδεχτώ τον έλεγχο του Θεού στο καθήκον μου, να έχω θεοφοβούμενη καρδιά, να μπορώ να βάζω στην άκρη το προσωπικό όφελος και να κάνω μόνο ό,τι ωφελεί την εκκλησία. Αφού κατανόησα το θέλημα του Θεού, έκανα αυτήν την προσευχή: «Θεέ μου, είμαι πρόθυμη να δεχτώ τον έλεγχό Σου. Δεν θα εστιάζω πια στη γνώμη των άλλων για εμένα. Θέλω μόνο να μπορώ να υποτάσσομαι στις διευθετήσεις σου και να κάνω καλά το καθήκον της οικοδέσποινας». Τις μέρες που ακολούθησαν, οι αδελφές στην εκκλησία ήξεραν ότι είχα μόλις έρθει στη χώρα και ότι μου ήταν δύσκολο να κάνω τα ψώνια, κι έτσι έβρισκαν χρόνο να έρχονται μαζί μου για τις απαραίτητες προμήθειες. Είχαν πολλά να κάνουν στο καθήκον τους, αλλά με βοηθούσαν στο νοικοκυριό όποτε μπορούσαν. Όποτε είχα κάποιο πρόβλημα, με συναναστρέφονταν για τα λόγια του Θεού, και για τις εμπειρίες τους, για να με βοηθήσουν και να με στηρίξουν. Καμία από τις αδελφές δεν με περιφρονούσε ούτε με απέφευγε επειδή ήμουν οικοδέσποινα. Με τον καιρό, εκτίμησα ότι δεν υπάρχουν υψηλά και ταπεινά καθήκοντα όταν συνεργάζεσαι με αδελφούς και αδελφές. Απλώς εκτελούμε τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις μας ενώπιον του Θεού. Έπειτα από αυτήν την εμπειρία, θεωρούσα ότι μπορούσα να υποτάσσομαι λίγο στο καθήκον μου, αλλά επειδή δεν είχα πραγματική κατανόηση της φύσης και της ουσίας μου, δεν είχα ακόμη βάλει εντελώς στην άκρη το κυνήγι της φήμης και του κύρους. Εκτέθηκα ξανά μόλις προέκυψε μια κατάσταση που δεν μου άρεσε.

Λίγο καιρό αργότερα, μου τηλεφώνησε η επικεφαλής της εκκλησίας και μου είπε ότι η αδελφή Ζου ήταν πολύ απασχολημένη με το κήρυγμα του ευαγγελίου, και ρωτούσε αν μπορούσα να διαθέτω μισή μέρα κάθε Σάββατο για να προσέχω την κόρη της. Αντέδρασα αμέσως στην ιδέα να κοιτάζω παιδιά. Είχα τόση δουλειά στην επιχείρησή μου που δεν προλάβαινα ούτε τα δικά μου παιδιά να φροντίσω. Αν κοίταζα ξένα παιδιά, θα έμοιαζα με νταντά. Τι θα σκέφτονταν οι αδελφοί και οι αδελφές που με ήξεραν αν το μάθαιναν; Πώς θα εμφανιζόμουν μπροστά τους; Σκέφτηκα, όμως, τις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η αδελφή Ζου, και ήξερα ότι αν δεν τη βοηθούσα, θα το είχα βάρος στη συνείδησή μου. Το σκέφτηκα για λίγο και συμφώνησα. Εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου, πήγα στο σπίτι της αδελφής Ζου. Με τα πολλά, βράδιασε και η μικρή άρχισε ξαφνικά να ζητά με φωνές τη μαμά της, και δεν ηρεμούσε με τίποτα. Έψαχνα να βρω λιχουδιές να της δώσω για να νιώσει καλύτερα, της είπα ιστορίες, της έβαλα να δει κινούμενα σχέδια, και στο τέλος σταμάτησε να κλαίει. Στον δρόμο για το σπίτι, περπατούσα και σκεφτόμουν: «Είναι πολύ δύσκολο να προσέχεις παιδιά. Όχι μόνο εξαντλητικό, αλλά και εντελώς ταπεινό και ασήμαντο». Όσο το σκεφτόμουν, τόσο στενοχωριόμουν. Όταν έφτασα στο σπίτι, βρήκα τις αδελφές να συζητούν χαρούμενα τις ωφέλειες και τις εμπειρίες που είχαν αποκομίσει από τα καθήκοντά τους. Ένιωσα φθόνο και πικρία. Σκέφτηκα: «Πότε θα εκτελέσω κι εγώ καθήκοντα ποτίσματος, όπως οι αδελφές μου; Στο καθήκον που έχω τώρα, είτε τρίβω κατσαρολικά είτε προσέχω μικρά παιδιά. Τι αλήθειες θ’ αποκομίσω μέσα απ’ αυτό; Μήπως πουν οι άλλοι ότι δεν έχω την πραγματικότητα της αλήθειας κι ότι είμαι ικανή μόνο για τέτοιες ταπεινές εργασίες;» Αυτή η σκέψη με τάραξε ακόμη περισσότερο. Εκείνη τη νύχτα, στριφογύριζα στο κρεβάτι και δεν μπορούσα να κοιμηθώ, οπότε στάθηκα ενώπιον του Θεού και προσευχήθηκα. Είπα: «Θεέ μου, νιώθω τόσο ταραγμένη αυτή τη στιγμή. Θέλω πάντα να εκτελώ καθήκοντα που με κάνουν να ξεχωρίζω, που κάνουν τους άλλους να με θαυμάζουν. Θεέ μου, ξέρω ότι η επιδίωξη αυτή έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημά Σου, αλλά δυσκολεύομαι πολύ να υποταχθώ. Θεέ μου, σε παρακαλώ, κατεύθυνε και οδήγησέ με, και βοήθησέ με να γνωρίσω τον εαυτό μου, ώστε να ξεπεράσω αυτή την άσχημη κατάσταση».

Έπειτα διάβασα ορισμένα λόγια του Θεού: «Η διεφθαρμένη διάθεση του ανθρώπου κρύβεται μέσα σε κάθε σκέψη και ιδέα του, μέσα στα κίνητρα πίσω από κάθε του ενέργεια· κρύβεται μέσα σε κάθε άποψη που έχει ο άνθρωπος για το οτιδήποτε και μέσα σε κάθε γνώμη, κατανόηση, άποψη και επιθυμία που έχει κατά την προσέγγισή του σε όλα όσα πράττει ο Θεός. Κρύβεται μέσα σ’ αυτά τα πράγματα» («Μόνο η αληθινή υπακοή σημαίνει πραγματική πίστη» στο βιβλίο «Αρχεία των Συνομιλιών του Χριστού»). «Μια διεφθαρμένη σατανική διάθεση είναι πολύ βαθιά ριζωμένη στους ανθρώπους· γίνεται η ζωή τους. Τι ακριβώς αναζητούν κι επιθυμούν να κερδίσουν οι άνθρωποι; Υπό την κινητήρια δύναμη μιας διεφθαρμένης σατανικής διάθεσης, ποια είναι τα ιδανικά, οι ελπίδες, οι φιλοδοξίες και οι στόχοι και κατευθύνσεις ζωής των ανθρώπων; Δεν αντιβαίνουν σε θετικά πράγματα; Πρώτον, οι άνθρωποι θέλουν πάντα να είναι γνωστοί ή επώνυμοι· επιθυμούν να αποκτήσουν μεγάλη φήμη και κύρος και να τιμήσουν τους προγόνους τους. Είναι αυτά τα πράγματα θετικά; Δεν συνάδουν καθόλου με θετικά πράγματα· επιπλέον, αντιβαίνουν στον νόμο σύμφωνα με τον οποίο η μοίρα της ανθρωπότητας βρίσκεται στο κράτος του Θεού. Γιατί το λέω αυτό; Ποιο είδος ανθρώπου θέλει ο Θεός; Θέλει έναν σπουδαίο άνθρωπο, έναν επώνυμο, έναν ευγενή ή κάποιον που θα συνταράξει τον κόσμο; (Όχι.) Άρα, ποιο είδος ανθρώπου θέλει ο Θεός; Θέλει έναν άνθρωπο που τα πόδια του πατούν γερά στο έδαφος, που επιδιώκει να είναι κατάλληλο δημιούργημα του Θεού, που μπορεί να εκπληρώσει το καθήκον ενός δημιουργήματος και που μπορεί να παραμείνει στη θέση του ανθρώπου. […] Τι φέρνει, λοιπόν, στους ανθρώπους η διεφθαρμένη σατανική διάθεση; (Εναντίωση στον Θεό.) Τι υφίστανται οι άνθρωποι που εναντιώνονται στον Θεό; (Πόνο.) Πόνο; Υφίστανται καταστροφή! Ο πόνος δεν είναι ούτε το μισό. Αυτό που βλέπεις ακριβώς μπροστά στα μάτια σου είναι πόνος, αρνητικότητα και αδυναμία, είναι αντίσταση και παράπονα —τι αποτέλεσμα θα φέρουν αυτά τα πράγματα; Αφανισμό! Δεν πρόκειται για κάποιο ασήμαντο θέμα και δεν είναι παιχνίδι» («Μια διεφθαρμένη διάθεση μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσα από την αναζήτηση της αλήθειας και τη στήριξη στον Θεό» στο βιβλίο «Αρχεία των Συνομιλιών του Χριστού»). Αφού διάβασα τα λόγια της κρίσεως και της αποκάλυψης του Θεού, ντράπηκα πολύ. Άρχισα να κάνω την αυτοκριτική μου: «Γιατί δεν μπορώ ποτέ να υποταχθώ στις καταστάσεις που διευθετεί ο Θεός; Γιατί δεν είμαι ποτέ πρόθυμη να εκτελώ αυτά τα φαινομενικά ασήμαντα καθήκοντα; Νιώθω ότι οι άλλοι με περιφρονούν εξαιτίας τους, σαν να είμαι κατώτερη. Δεν μπορώ να κρατώ το κεφάλι μου ψηλά και αισθάνομαι άχρηστη. Νιώθω ότι μόνο εκείνα τα σημαντικά καθήκοντα, στα οποία μπορώ να ξεχωρίζω και να κερδίζω τον θαυμασμό και την εκτίμηση των άλλων αξίζουν τον κόπο». Καθώς σκεφτόμουν αυτά, διαπίστωσα ότι ήμουν ακόμη υπό τον έλεγχο της επιθυμίας για φήμη και κύρος. Τη ζωή μου καθόριζαν σατανικά δηλητήρια, όπως: «Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την υπόληψή του, όπως το δέντρο τον φλοιό του», «Ένας άνθρωπος αφήνει το όνομά του οπουδήποτε μένει, όπως ακριβώς μια χήνα βγάζει την κραυγή της όπου πετάει» και «Ο άνθρωπος αγωνίζεται κόντρα στο ρεύμα». Αυτά τα δηλητήρια είχαν προ πολλού ριζώσει μέσα μου και είχαν γίνει η φύση μου. Με είχαν κάνει πολύ αλαζονική και επηρμένη. Mου άρεσε πολύ να με έχουν περί πολλού. Μου άρεσε πολύ να έχω όνομα και κύρος, και αυτά είχαν γίνει οι στόχοι που επιδίωκα στη ζωή μου. Συνειδητοποίησα ότι είναι οι ίδιοι ακριβώς στόχοι που επιδιώκουν οι άνθρωποι στον έξω κόσμο. Προτού αρχίσω να πιστεύω στον Θεό, ήμουν πολύ ανταγωνιστική. Δούλευα απ’ το πρωί ως το βράδυ και σκοτωνόμουν στη δουλειά για να πηγαίνει καλά το εργοστάσιό μου. Όποτε επισκεφτόμουν την ιδιαίτερη πατρίδα μου, και φίλοι και συγγενείς με χαιρετούσαν θερμά και με αποκαλούσαν «σούπερ-γούμαν», η ματαιοδοξία μου ικανοποιούνταν και ήμουν διατεθειμένη να πληρώσω οποιοδήποτε τίμημα. Εξακολουθούσα να ζω με αυτές τις αντιλήψεις και αφού πίστεψα. Το γεγονός ότι έκανα το καθήκον μου για τη φήμη και τη θέση με έκανε να λογαριάζω κέρδη και ζημίες. Με μια θέση που οι άλλοι είχαν σε υπόληψη, ένιωθα ευτυχισμένη. Χωρίς μια τέτοια θέση ή όταν δεν μπορούσα να ξεχωρίζω, γινόμουν αρνητική και δυστυχής, αντιστεκόμουν στον Θεό, και αντιστεκόμουν στη διευθέτηση του Θεού. Όσο το σκεφτόμουν, τόσο συνειδητοποιούσα ότι μόνο πόνο μού προκαλούσαν αυτά τα σατανικά δηλητήρια και με έκαναν να επαναστατώ εναντίον του Θεού και να Tον αψηφώ, παρά τη θέλησή μου. Αν εξακολουθούσα να έχω τέτοιες επιδιώξεις, θα κατέληγα να προκαλέσω την αποστροφή του Θεού και Εκείνος θα με εξολόθρευε. Όσο το σκεφτόμουν, τόσο φοβόμουν για τον δρόμο που είχα πάρει. Έσπευσα να προσευχηθώ στον Θεό και να μετανοήσω. Δεν ήθελα να επιδιώκω φήμη και κύρος και τον θαυμασμό των άλλων πια, αλλά ήθελα να επιδιώκω να είμαι ένα γνήσιο πλάσμα που ευθυγραμμίζεται με τα λόγια του Θεού. Αφού προσευχήθηκα, η καρδιά μου ηρέμησε.

Κατά τη διάρκεια της πνευματικής άσκησης, την επομένη, διάβασα αυτά τα λόγια του Θεού: «Πιστεύεις στον Θεό και ακολουθείς τον Θεό και έτσι η καρδιά σου πρέπει να έχει αγάπη για τον Θεό. Πρέπει να παραμερίσεις τη διεφθαρμένη σου διάθεση, να προσπαθήσεις να εκπληρώσεις την επιθυμία του Θεού και να εκτελέσεις το καθήκον ενός πλάσματος του Θεού. Δεδομένου ότι πιστεύεις και ακολουθείς τον Θεό, θα πρέπει να προσφέρεις τα πάντα σε Αυτόν, να μην έχεις προσωπικές επιλογές ή απαιτήσεις και να επιτύχεις την εκπλήρωση της επιθυμίας του Θεού. Εφόσον δημιουργήθηκες, θα πρέπει να υπακούς στον Κύριο που σε δημιούργησε, γιατί εσύ είσαι εγγενώς χωρίς κυριαρχία πάνω στον εαυτό σου και δεν έχεις την ικανότητα να ελέγχεις το πεπρωμένο σου. Αφού είσαι άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό, πρέπει να αναζητάς την αγιοσύνη και την αλλαγή. Επειδή είσαι πλάσμα του Θεού, πρέπει να είσαι πιστός στο καθήκον σου, να μην το υπερβαίνεις και να διατηρείς τη θέση σου. Αυτό δεν πρέπει να σε περιορίζει, ούτε να σε καταπνίγει μέσω της διδασκαλίας, αλλά είναι το μονοπάτι μέσω του οποίου μπορείς να εκπληρώσεις το καθήκον σου και μπορεί να επιτευχθεί —και θα πρέπει να επιτευχθεί— από όλους εκείνους που πράττουν το δίκαιο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Η επιτυχία ή η αποτυχία εξαρτάται από το μονοπάτι που βαδίζει ο άνθρωπος). Η ανάγνωση των λόγων του Θεού με οδήγησε να καταλάβω ότι, ως δημιουργημένο πλάσμα, πρέπει να υποτάσσομαι στην εξουσία και τις διευθετήσεις του Θεού. Θα έπρεπε να επιδιώκω την αλήθεια και να επιδιώκω αλλαγή της διάθεσής μου. Αυτό είναι το καθήκον μου και αυτό που θα πρέπει να επιδιώκω. Δεν μου άρεσε η κατάσταση που είχε διευθετήσει ο Θεός, αλλά οι καλές προθέσεις του Θεού κρύβονταν πίσω από αυτήν. Εκείνος τα είχε διευθετήσει όλα προσεκτικά για να με εξαγνίσει και να με αλλάξει. Δεν μπορούσα πια να επιδιώκω φήμη και θέση ή να είμαι επιλεκτική απέναντι στο καθήκον μου. Θα έπρεπε να αφοσιωθώ στην επιδίωξη της αλήθειας και να δεχτώ την κρίση και την παίδευση του Θεού, ώστε να εξαλείψω τη διεφθαρμένη μου διάθεση. Πρέπει να τα δίνω όλα στην καλή εκτέλεση του καθήκοντός μου.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, σταμάτησα να σκέφτομαι πώς με βλέπουν οι άλλοι και έκανα το καθήκον μου ενώπιον του Θεού. Μερικές φορές, όταν αδελφοί και αδελφές δεν είχαν χρόνο λόγω των καθηκόντων τους να φροντίσουν τα παιδιά τους, προσφερόμουν να βοηθήσω. Όταν έβλεπα αδελφούς και αδελφές να κηρύττουν το ευαγγέλιο και να φέρνουν κι άλλους ενώπιον του Θεού, ένιωθα χαρά στην καρδιά μου. Έστω κι αν δεν μπορούσα να ξεχωρίζω με το καθήκον μου, μπορούσα να δίνω ηρεμία στους αδελφούς και τις αδελφές μου και να παίζω αθόρυβα τον ρόλο μου για την εξάπλωση του ευαγγελίου της βασιλείας. Ήταν κι αυτό ουσιαστικό. Ενώ εκτελούσα καθήκοντα οικοδέσποινας και βοηθούσα στη φροντίδα των παιδιών, αν και η ματαιοδοξία και η λαχτάρα μου για κύρος δεν ικανοποιούνταν, εγώ έβρισκα ικανοποίηση. Ήξερα ότι η επιδίωξη της φήμης και της θέσης δεν ήταν ο σωστός δρόμος. Αυτό που έπρεπε να επιδιώκω ήταν η υποταγή στην εξουσία και στις διευθετήσεις του Θεού και να εκτελώ όσο καλύτερα μπορώ το καθήκον μου. Συνειδητοποίησα τελικά ότι πραγματικά δεν υπάρχουν υψηλά και ταπεινά καθήκοντα στον οίκο του Θεού. Όποιο καθήκον κι αν εκτελώ, υπάρχουν πάντα πολλά να μάθω και αλήθειες να κάνω πράξη και να εισέλθω σε αυτές. Εφόσον υποτάσσομαι και επιδιώκω την αλήθεια, ανταμείβομαι. Αυτό μου έδειξε πόσο δίκαιος είναι ο Θεός και ότι δεν ευνοεί κανέναν. Δόξα τω Θεώ!

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Μια πνευματική μάχη

Από τον Γιανγκ Ζι, τις Ηνωμένες Πολιτείες Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Από τη στιγμή της πίστης τους στον Θεό μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι...

Απάντηση

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger