Μετά την ταλαιπωρία που υπέμεινα, η αγάπη μου για τον Θεό είναι ακόμα πιο δυνατή

28 Οκτωβρίου 2019

Από τον Ζου Ρουί, επαρχία Τζιανγκσί

Το όνομά μου είναι Ζου Ρουί και είμαι χριστιανός της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού. Από τη στιγμή που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο, έβλεπα τους γονείς μου να εργάζονται σκληρά από το πρωί ως το βράδυ στους αγρούς για να βγάλουν τα ως προς το ζην. Παρά τις σημαντικές προσπάθειές τους, κέρδιζαν ελάχιστα χρήματα κάθε χρόνο, έτσι η οικογένειά μας ζούσε πάντα σε μεγάλη φτώχεια. Όποτε έβλεπα τους ανθρώπους με δύναμη και επιρροή που ζούσαν άνετα χωρίς να χρειάζεται να δουλεύουν σκληρά, ένοιωθα ζήλια γι’ αυτούς, γι’ αυτό, πήρα μια ακλόνητη απόφαση: Όταν μεγάλωνα, θα αποκτούσα οπωσδήποτε μια επιτυχημένη καριέρα ή θα καταλάμβανα κάποιο κυβερνητικό πόστο, προκειμένου να επανορθώσω τη φτώχεια και την υστέρηση της οικογένειάς μου, ώστε οι γονείς μου να μπορέσουν να ζήσουν κι εκείνοι τη ζωή των πλουσίων. Ωστόσο, αν και αγωνίστηκα πολλά χρόνια για αυτό το ιδανικό, ποτέ δεν κατάφερα να πετύχω αυτό που ήθελα· συνέχισα να διάγω έναν φτωχικό βίο. Συχνά, αναστέναζα από ανησυχία που δεν είχα να επιδείξω τίποτα για το πόσο απασχολημένος ήμουν και, σταδιακά, έχασα την πίστη μου στη ζωή. Μόλις είχα αρχίσει να αποκαρδιώνομαι και να απελπίζομαι για τη ζωή, με βρήκε η σωτηρία του Παντοδύναμου Θεού τις έσχατες ημέρες. Μέσα από τα λόγια Του, κατανόησα κάποιες αλήθειες και, τελικά, έμαθα τη βασική αιτία του ανθρώπινου πόνου στον κόσμο. Κατάλαβα, επίσης, πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι, προκειμένου να διάγουν έναν βίο πιο ουσιαστικό και που να αξίζει τον κόπο. Από τότε, παρ’ όλο που ήμουν μπερδεμένος και απροστάτευτος, βρήκα την κατεύθυνσή μου στη ζωή. Αφήνοντας κατάθλιψη και αποκαρδίωση πίσω, ένοιωσα μια νέα ζωτικότητα και όρεξη για ζωή και είδα την ελπίδα στη ζωή. Στη συνέχεια, προκειμένου κι εκείνοι που ζούσαν ακόμα μέσα στον πόνο και την ανημποριά να μπορέσουν να αποκτήσουν αυτή την εξαιρετικά σπάνια σωτηρία, άρχισα να πηγαίνω από τόπο σε τόπο, κηρύσσοντας ενεργά τη σωτηρία του Θεού τις έσχατες ημέρες. Αυτό που δεν περίμενα, ωστόσο, ήταν, κατά τη διάδοση του ευαγγελίου, να συλληφθώ δυο φορές από την κινεζική κυβέρνηση και να υποστώ κτηνώδη και απάνθρωπα βασανιστήρια… Σε αυτή τη σκοτεινή άβυσσο των τερατωδιών, ο Παντοδύναμος Θεός δεν έφυγε ποτέ από το πλευρό μου· τα λόγια Του μου έδιναν πίστη και δύναμη, οδηγώντας με ξανά και ξανά σε νίκη επί των σκοτεινών δυνάμεων του Σατανά και ενισχύοντας την αγάπη μου για Αυτόν.

Ήταν μια μέρα του Ιουνίου του 2003. Δύο από τους αδελφούς μου και εγώ είχαμε πάει σε ένα χωριό για να διαδώσουμε το ευαγγέλιο, όταν μας κατήγγειλε ένας κακός άνθρωπος. Πέντε-έξι αστυνομικοί ήρθαν γρήγορα εκεί που ήμασταν με τρία περιπολικά και μας πέρασαν χειροπέδες χωρίς να κάνουν την παραμικρή ερώτηση. Σπρώχνοντας και κλωτσώντας μας, μας ανάγκασαν να μπούμε μέσα στα οχήματα και μας πήγαν στο Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας (ΓΔΑ). Στο αυτοκίνητο, δεν αισθανόμουν κανέναν φόβο. Πάντα ένοιωθα ότι σκοπός της διάδοσης του ευαγγελίου ήταν να φέρει στους ανθρώπους σωτηρία, άρα δεν κάναμε κάτι κακό. Μόλις φτάναμε στο ΓΔΑ, θα εξηγούσα την κατάσταση, και οι αστυνομικοί θα μας άφηναν να φύγουμε. Πώς μπορούσα, ωστόσο, να ξέρω ότι οι αστυνομικοί της κινεζικής κυβέρνησης ήταν πιο σκληροί και πιο άγριοι από οποιονδήποτε κακούργο ή κακό δικτάτορα; Αφού φτάσαμε στο ΓΔΑ, οι αστυνομικοί δεν μας έδωσαν καν την ευκαιρία να εξηγήσουμε προτού μας χωρίσουν και μας ανακρίνουν ξεχωριστά. Μόλις μπήκα στην αίθουσα ανακρίσεων, ένας αστυνομικός μού γαύγισε: «Η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι “Επιείκεια για όσους ομολογούν και αυστηρότητα για εκείνους που αντιστέκονται”. Το γνωρίζεις αυτό;» Έπειτα, ρώτησε τα προσωπικά μου στοιχεία. Βλέποντας ότι οι απαντήσεις μου δεν ήταν ικανοποιητικές, ένας άλλος αστυνομικός ήρθε δίπλα μου και γρύλισε: «Χμμμ. Δεν συνεργάζεσαι. Πρέπει να πάρεις ένα μαθηματάκι, να δούμε αν αυτό θα σε κάνει να πεις την αλήθεια». Στη συνέχεια, ανεμίζοντας το χέρι του, είπε: «Φέρτε μερικά τούβλα για να τον τιμωρήσουμε!» Μόλις το είπε αυτό, δύο αστυνομικοί ήρθαν κοντά μας και, παίρνοντας το ένα μου χέρι, το τράβηξαν πάνω από τον ώμο μου και κάτω στην πλάτη μου, ενώ μου γύριζαν το άλλο χέρι προς τα πάνω και μετά τα έδεσαν δυνατά μαζί. Αμέσως, αισθάνθηκα αφόρητο πόνο, λες και τα χέρια μου ήταν έτοιμα να σπάσουν. Γινόταν ένας τόσο αδύναμος άνθρωπος όπως εγώ, να υπομείνει τέτοιο μαρτύριο; Το επόμενο λεπτό, κατέρρευσα στο έδαφος. Βλέποντάς το, οι κακοί αστυνομικοί τράβηξαν απότομα τις χειροπέδες προς τα πάνω και σφήνωσαν δυο τούβλα ανάμεσα στα χέρια και την πλάτη μου. Ένας ξαφνικός, οξύς πόνος διαπέρασε την καρδιά μου, λες και χιλιάδες μυρμήγκια μασουλούσαν τα κόκκαλά μου. Μέσα σε απόλυτο πόνο, χρησιμοποίησα όση δύναμη μού απέμενε για να ικετεύσω τον Θεό: «Παντοδύναμε Θεέ μου, σώσε με. Σώσε με, Παντοδύναμε Θεέ μου…» Αν και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα αποδεχτεί τη σωτηρία του Θεού τις έσχατες ημέρες μόνο για περίπου τρεις μήνες, δεν ήμουν ακόμη εφοδιασμένος με πολλά από τα λόγια Του και κατανοούσα μόνο ελάχιστες αλήθειες, παρ’ όλα αυτά, καθώς δεόμουν χωρίς σταματημό, ο Θεός μού έδωσε πίστη και δύναμη και φύτεψε μέσα μου μια ακλόνητη πεποίθηση: Πρέπει να παραμένω σταθερός στη μαρτυρία μου για τον Θεό· σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραδοθώ στον Σατανά! Αμέσως μετά, έσφιξα τα δόντια μου και αρνήθηκα κάθετα να πω άλλη λέξη. Ανήσυχοι και εξοργισμένοι, οι κακοί αστυνομικοί δοκίμασαν άλλο μοχθηρό σχέδιο, σε μια προσπάθεια να με καθυποτάξουν: Έβαλαν δυο τούβλα στο πάτωμα και με υποχρέωσαν να γονατίσω πάνω τους· ταυτόχρονα, τράβηξαν με δύναμη τις χειροπέδες μου. Αμέσως ένοιωσα τέτοιο αφόρητο πόνο στα χέρια, που νόμισα ότι είχαν σπάσει. Υποχρέωσα τον εαυτό μου να παραμείνει γονατισμένος εκεί για μερικά λεπτά, προτού πέσω και πάλι ακίνητος στο πάτωμα, οπότε οι αστυνομικοί με σήκωσαν βίαια από τις χειροπέδες, αναγκάζοντάς με να συνεχίσω να είμαι σε αυτήν τη στάση. Με βασάνισαν με τον ίδιο τρόπο ξανά και ξανά. Βρισκόμασταν στο θερινό ηλιοστάσιο, έτσι και πονούσα και ζεσταινόμουν· σταγόνες ιδρώτα έπεφταν συνεχώς από το πρόσωπό μου. Δυσκολευόμουν τόσο πολύ να τα βγάλω πέρα, που ανέπνεα με δυσκολία και σχεδόν λιποθύμησα. Ακόμα κι έτσι, αυτή η συμμορία των κακών αστυνομικών απλώς χαίρονταν με την κακοτυχία μου. «Νοιώθουμε καλά;», είπε ένας από αυτούς. «Αν συνεχίσεις να αρνείσαι να μιλήσεις, έχουμε πολλούς τρόπους να σε αντιμετωπίσουμε!» Βλέποντας ότι δεν απαντούσα, έβγαζαν καπνούς από την αγανάκτηση και είπαν: «Ώστε δεν σού έφτασε; Ξανά!»… Έπειτα από δύο-τρεις ώρες με το ίδιο μαρτύριο, πονούσα από την κορφή ως τα νύχια, και δεν μου είχε μείνει άλλη δύναμη. Έπεσα στο πάτωμα αδυνατώντας να κουνηθώ, και έχασα ακόμη και τον έλεγχο της ουροδόχου κύστης και των εντέρων μου. Αντιμέτωπος με τα άγρια βασανιστήρια των κακών αυτών αστυνομικών, ειλικρινά, μίσησα τον εαυτό μου που ήταν τόσο τυφλός και αδαής πριν· αφελώς, είχα υποθέσει ότι το ΓΔΑ ήταν τόπος λογικής και ότι οι αστυνομικοί θα τηρούσαν τη δικαιοσύνη και θα με ελευθέρωναν. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο μοχθηροί και σκληροί, ώστε να προσπαθήσουν να αποσπάσουν ομολογία μέσω βασανιστηρίων, χωρίς ίχνος αποδεικτικού στοιχείου, βασανίζοντάς με σχεδόν μέχρι θανάτου. Είναι πραγματικά ακραία κακοί! Έμεινα πεσμένος στο πάτωμα σαν να είχα διαλυθεί σε κομμάτια και θα ήταν αδύνατον να κουνηθώ ακόμα κι αν το ήθελα. Δεν ήξερα πώς σχεδίαζαν να με βασανίσουν περεταίρω, ούτε και για πόσο ακόμα μπορούσα να βαστάξω. Μέσα στον πόνο και την ανημποριά μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να εκλιπαρώ αδιάκοπα τον Θεό να μου δώσει δύναμη, για να μπορέσω να συνεχίσω να υπομένω. Ο Θεός άκουσε τις εκκλήσεις μου και με λυπήθηκε, κάνοντάς με να θυμηθώ μία από τις ομιλίες Του: «Αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή. Να βεβαιωθείς ότι δεν είσαι αποκαρδιωμένος ή αποθαρρυμένος. Πρέπει να κοιτάξεις μπροστά στα πάντα και να μη γυρίσεις πίσω […] Για όσο σου απομένει μια ανάσα, να επιμείνεις μέχρι το τέλος· μόνο αυτό θα είναι αξιέπαινο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 20). Τα λόγια του Θεού μού έδωσαν τεράστια πίστη και δύναμη. Ήταν απολύτως αληθινά! Από τη στιγμή που βάδιζα στο μονοπάτι του φωτός και της δικαιοσύνης, έπρεπε να έχω την πίστη να συνεχίσω· ακόμα και με την τελευταία μου πνοή, έπρεπε να συνεχίσω να επιμένω ως το τέλος! Τα λόγια του Θεού, που έσφυζαν από ζωτική δύναμη, με βοήθησαν να βρω την πίστη και το θάρρος με τα οποία θα πολεμούσα ως το τέλος τους κακούς αυτούς δαίμονες και, σιγά-σιγά, ανέκτησα λίγη από τη σωματική μου δύναμη. Μετά από αυτό, οι κακοί αστυνομικοί συνέχισαν να με ανακρίνουν, και εξακολούθησαν να μου χτυπούν αδίστακτα τα πόδια, μέχρι που μου τα συνέθλιψαν και τα κατακρεούργησαν. Παρ’ όλα αυτά, δεν ένοιωθα πια πόνο. Ήξερα ότι τούτο οφειλόταν στις θαυμαστές πράξεις του Θεού· εξαιτίας του οίκτου Του για εμένα και της φροντίδας Του προς την αδυναμία μου, είχε ανακουφίσει τον πόνο μου. Αργότερα, οι κακόβουλοι αστυνομικοί μάς έθεσαν υπό κράτηση με την κατηγορία της «διατάραξης της δημόσιας τάξης». Το ίδιο βράδυ, έδεσαν τον καθένα από εμάς σε ξεχωριστούς τσιμεντόλιθους των εκατόν τριάντα με εκατόν ογδόντα κιλών περίπου, στους οποίους παραμείναμε αλυσοδεμένοι μέχρι το επόμενο βράδυ, οπότε μας μετέφεραν ξανά στο τοπικό κρατητήριο.

Η άφιξη στο κρατητήριο ήταν σαν να με είχαν ρίξει σε κάποιο είδος κόλασης. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι με υποχρέωναν να περνάω σε κλωστή χρωματιστές λάμπες. Αρχικά, έπρεπε να περνάω έξι χιλιάδες την ημέρα, αλλά μετά, το ποσό αυξανόταν καθημερινά, μέχρι που, τελικά, έφθασε τις δώδεκα χιλιάδες. Ως αποτέλεσμα αυτού του υπέρμετρου καθημερινού φόρτου εργασίας, εξουθένωνα τα δάχτυλά μου, αλλά, και πάλι, αδυνατούσα να ολοκληρώσω τη δουλειά. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να τις περνάω κατά τη διάρκεια της νύχτας. Μερικές φορές, πραγματικά, δεν άντεχα άλλο και ήθελα να πάρω έναν υπνάκο, αλλά μόλις με έβλεπαν εκείνοι, με χτυπούσαν άγρια. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι μέχρι που υποκινούσαν τους νταήδες της φυλακής, λέγοντας φωναχτά: «Αν αυτοί οι κατάδικοι δεν μπορούν να τελειώσουν τη δουλειά ή δεν την κάνουν σωστά, δώστε τους κάνα-δυο “πενικιλίνες”». Αυτό που εννοούσαν με τις «πενικιλίνες» ήταν να δώσουν γονατιές στον καβάλο ενός κρατούμενου, ρίχνοντάς του δυνατή αγκωνιά στη μέση της πλάτης ενώ εκείνος ήταν λυγισμένος από τον πόνο και μετά, με τη φτέρνα τους, να του τσαλαπατήσουν το πόδι. Μερικές φορές, η βάρβαρη αυτή μέθοδος μπορούσε να κάνει τον άνθρωπο να λιποθυμήσει επί τόπου, ακόμα και να τον αφήσει σακάτη εφ’ όρου ζωής. Σε αυτή τη διαβολική φυλακή, κοπίαζα καθημερινά και, εκτός αυτού, έπρεπε να δέχομαι άγριους ξυλοδαρμούς. Επιπλέον, τα τρία γεύματα που μας έδιναν κάθε μέρα, δεν έκαναν ούτε για σκυλιά ή γουρούνια: Το φαγητό που τρώγαμε ήταν φτιαγμένο από άνοστα φύλλα από ραπάνι και λάχανο από βαλτώδεις περιοχές (συχνά, υπήρχαν διάσπαρτα σάπια φύλλα και ρίζες, άμμος και λάσπη) μαζί με εκατόν πενήντα περίπου γραμμάρια ρύζι και ένα φλιτζάνι νερό, που είχε χρησιμοποιηθεί για το πλύσιμο του ρυζιού. Ήμουν τόσο πεινασμένος όλη μέρα, που το στομάχι μου βρυχιόταν διαρκώς. Σε αυτό το περιβάλλον, είχα μόνο τον Παντοδύναμο Θεό για να βασίζομαι· κάθε φορά που με χτυπούσαν, προσευχόμουν επιτακτικά, εκλιπαρώντας τον Θεό να μου δώσει πίστη και δύναμη, ώστε να μπορέσω να νικήσω τους πειρασμούς του Σατανά. Μετά από πάνω από είκοσι μέρες ταλαιπωρίας και βασανιστηρίων, το σώμα μου είχε αδυνατίσει τόσο πολύ, που είχε γίνει αγνώριστο: Δεν είχα καθόλου δυνάμεις στα χέρια και τα πόδια, αδυνατούσα να σταθώ ίσια και δεν είχα ούτε τη δύναμη να τεντώσω τα χέρια μου. Παρ’ όλα αυτά, οι ανισόρροποι φρουροί, όχι μόνο αδιαφορούσαν για τα δεινά μου, αλλά ιδιοποιήθηκαν και τα μερικές εκατοντάδες γιουάν που μου έστειλε η οικογένειά μου. Με την πάροδο του χρόνου, η φυσική κατάσταση μου γινόταν όλο και χειρότερη· έγινα τόσο αδύναμος, που δεν μπορούσα να κρατηθώ και παραπονιόμουν μέσα μου: «Γιατί, σε αυτή τη χώρα, ο άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό πρέπει να υποβάλλεται σε τέτοια βασανιστήρια; Ο λόγος για τον οποίο διέδιδα το ευαγγέλιο, δεν ήταν να φέρω ανθρώπους ενώπιον του Θεού για να λάβουν τη σωτηρία Του; Και δεν έχω καν διαπράξει κάποιο έγκλημα…» Όσο περισσότερο το σκεπτόμουν, τόσο πιο δύσκολο ήταν να αντέξω και τόσο πιο αδικημένος αισθανόμουν. Το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να προσεύχομαι συνεχώς στον Θεό και να Τον εκλιπαρώ να με λυπηθεί και να με σώσει. Μέσα στη δυστυχία και την ανημποριά μου, ο Θεός με καθοδήγησε να θυμηθώ έναν ύμνο από τις ομιλίες Του: «[…] 2. Ίσως όλοι σας θυμάστε αυτά τα λόγια: “Διότι η προσωρινή ελαφρά θλίψις ημών εργάζεται εις ημάς καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης”. Αυτά τα λόγια είναι αυτό που θα επιτύχει ο Θεός τις έσχατες ημέρες. Και θα επιτελεστούν πάνω σε αυτούς που πλήττονται σκληρά από τον μεγάλο κόκκινο δράκοντα στη γη που βρίσκεται. Ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας διώκει τον Θεό και είναι εχθρός Του, έτσι, σε αυτήν τη γη, εκείνοι που πιστεύουν στον Θεό ταπεινώνονται και διώκονται. Αυτός είναι ο λόγος που αυτά τα λόγια θα γίνουν πραγματικότητα στη δική σας ομάδα ανθρώπων. 3. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον Θεό να φέρει εις πέρας το έργο Του στη γη του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, αλλά μέσω αυτής της δυσκολίας ο Θεός πραγματοποιεί ένα στάδιο του έργου Του, ώστε να καταστήσει σαφή τη σοφία Του και τις θαυμαστές πράξεις Του. Ο Θεός αρπάζει αυτήν την ευκαιρία για να ολοκληρώσει αυτήν την ομάδα ανθρώπων. Λόγω του πόνου των ανθρώπων, του επιπέδου τους και όλης της σατανική διάθεσής τους σε ετούτη την ακάθαρτη γη, ο Θεός πραγματοποιεί το έργο του εξαγνισμού και της κατάκτησης, έτσι ώστε μέσω αυτού να κερδίσει δόξα και να κερδίσει εκείνους που καταθέτουν μαρτυρία των πράξεών Του. Αυτή είναι η πλήρης σημασία όλων των θυσιών που έχει κάνει ο Θεός για αυτήν την ομάδα ανθρώπων» («Είστε αυτοί που θα λάβουν την κληρονομιά του Θεού» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Τα λόγια του Θεού μού χάρισαν τεράστια παρηγοριά και εμψύχωση, και μου επέτρεψαν να κατανοήσω το θέλημά Του. Επειδή, σε μια αθεϊστική χώρα, εμείς πιστεύουμε στον Θεό, είναι μοιραίο να υπομένουμε την πίεση και τη καταδίωξη του δαιμονικού Σατανά· ωστόσο, επειδή ο Θεός επιτρέπει να υποβαλλόμαστε σε αυτήν την αγωνία, τα δεινά αυτά έχουν αξία και νόημα. Ακριβώς μέσα από τέτοιους διωγμούς και δεινά, ο Θεός φυτεύει την αλήθεια μέσα μας, καθιστώντας μας, έτσι, κατάλληλους να φέρουμε την υπόσχεσή Του. Αυτά τα «δεινά» είναι ευλογία Θεού και το να είμαι ικανός να παραμένω πιστός στον Θεό μέσα από αυτά, αποτελεί μαρτυρία για τη νίκη του Θεού επί του Σατανά, αλλά και αδιάσειστη απόδειξη ότι ο Θεός με έχει κερδίσει. «Σήμερα», συλλογίστηκα, «υποφέρω τέτοια δίωξη στα χέρια των δαιμόνων του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, επειδή ακολουθώ τον Θεό και, μέσα από αυτό, ο Θεός μού δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση, ώστε, δικαιωματικά, να μπορέσω να υποταχθώ στην ενορχήστρωσή Του και να την αντιμετωπίσω και να την αποδεχτώ με χαρά και ακλόνητη γαλήνη». Θυμήθηκα μια άλλη από τις ομιλίες του Θεού, που εκφώνησε κατά την Εποχή της Χάριτος: «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, διότι αυτών είναι η βασιλεία των ουρανών» (Κατά Ματθαίον 5:10). Τη στιγμή εκείνη, ένοιωσα ακόμα περισσότερη πίστη και δύναμη: Όσο κι αν με βασάνιζαν ο Σατανάς και οι δαίμονες, εγώ ήμουν αποφασισμένος να μην υποκύψω σε αυτούς, και ορκίστηκα ότι θα παρέμενα αμετακίνητος στη μαρτυρία μου και θα ικανοποιούσα τον Θεό! Προικισμένα με εξουσία και δύναμη, τα λόγια του Θεού είχαν διαλύσει την ερήμωση και την ανημποριά μέσα μου, και είχαν καταπραΰνει τον καταστροφικό σωματικό πόνο που είχα υποστεί. Μου επέτρεψαν να δω το φως μέσα στο σκοτάδι, και το πνεύμα μου έγινε πιο ισχυρό και ανυποχώρητο.

Αργότερα, παρά την έλλειψη αποδείξεων, η Κινεζική κυβέρνηση μού επέβαλε ποινή ενός έτους αναμόρφωσης μέσα από καταναγκαστική εργασία. Όταν οι αστυνομικοί με μετέφεραν στο στρατόπεδο εργασίας, οι δεσμοφύλακες παρατήρησαν ότι ήμουν πετσί και κόκκαλο και ελάχιστα έμοιαζα πλέον με άνθρωπο. Φοβούμενοι ότι θα πέθαινα, δεν τόλμησαν να με δεχτούν, οπότε οι αστυνομικοί δεν είχαν άλλη επιλογή από το να με γυρίσουν στο κρατητήριο. Μέχρι τότε, οι κακοί αστυνομικοί με είχαν βασανίσει σε σημείο, που δεν ήμουν σε θέση να φάω, αλλά αυτοί, όχι μόνο δεν μου παρείχαν ιατρική φροντίδα, αλλά είπαν και ότι προσποιούμουν. Όταν είδαν ότι αδυνατούσα να καταπιώ οποιαδήποτε τροφή, έβαλαν κάποιον να μου ανοίξει το στόμα και να τη ρίξει μέσα διά της βίας. Βλέποντας ότι δυσκολευόμουν στην κατάποση, με χτύπησαν. Με τάισαν με το ζόρι και με χτύπησαν σαν πάνινη κούκλα συνολικά τρεις φορές. Αφού είδαν ότι δεν μπορούσαν να αδειάσουν άλλο φαγητό μέσα μου, δεν είχαν άλλη εναλλακτική λύση από το να με πάνε στο νοσοκομείο. Οι εξετάσεις αποκάλυψαν ότι οι φλέβες μου είχαν σκληρύνει· το αίμα είχε μετατραπεί σε μαύρη πάστα και δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει σωστά. Ο γιατρός είπε: «Αν αυτός ο άνθρωπος κρατηθεί περαιτέρω, σίγουρα θα πεθάνει». Παρ’ όλα αυτά, οι μισητοί, κακοί αστυνομικοί δεν έλεγαν να με αφήσουν να φύγω. Αργότερα, με τη ζωή μου να κρέμεται από μια κλωστή, οι άλλοι κρατούμενοι είπαν ότι κάθε ελπίδα για εμένα ήταν μάταιη και δεν υπήρχε περίπτωση να ζήσω. Μέχρι τότε, βρισκόμουν σε απόλυτη αγωνία· ένοιωθα ότι, όντας τόσο νέος και έχοντας μόλις πρόσφατα δεχτεί το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες, υπήρχαν ακόμα πολλά να απολαύσω και δεν είχα δει ακόμα τη μέρα της δόξας του Θεού. Στ’ αλήθεια, δεν είχα αποδεχτεί ότι η Κινεζική κυβέρνηση με βασάνισε μέχρι θανάτου. Σιχαινόμουν απόλυτα αυτήν την αγέλη των εντελώς άκαρδων, κακών αστυνομικών, και ένοιωθα ακόμα μεγαλύτερο μίσος για το διεστραμμένο, μοχθηρό, σατανικό, που αψηφούσε τον Παράδεισο καθεστώς, το οποίο ήταν η Κινεζική κυβέρνηση. Αυτή ήταν που μου είχε στερήσει την ελευθερία να ακολουθώ τον αληθινό Θεό, και αυτή ήταν που με είχε φέρει στο χείλος του θανάτου και δεν μου επέτρεπε να λατρεύω τον αληθινό Θεό. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιστέκεται λυσσαλέα στον Θεό, διώκει ανελέητα τους χριστιανούς και επιθυμεί να εξοντώσει όλους όσοι πιστεύουν στον Θεό και να μετατρέψει την Κίνα σε άθεη περιοχή. Αυτός ο μοχθηρός, δαιμονικός Σατανάς είναι, πράγματι, ο εχθρός που αντιτίθεται αδιάλλακτα στον Θεό και, επιπλέον, είναι ο εχθρός που δεν πρόκειται να συγχωρήσω ποτέ. Ορκίστηκα ότι, ακόμα κι αν με βασάνιζαν μέχρι θανάτου εκείνη την ημέρα, δεν υπήρχε καμία απολύτως περίπτωση να συμβιβαστώ ή να υποκύψω στον Σατανά! Μέσα στη θλίψη και την αγανάκτησή μου, θυμήθηκα κάτι που είχε πει ο Θεός: «Χιλιάδες χρόνια μίσους έχουν συγκεντρωθεί μέσα στην καρδιά, χιλιετίες αμαρτιών έχουν χαραχτεί στην καρδιά. Πώς θα μπορούσε αυτό να μην προκαλεί την απέχθεια; Εκδικηθείτε για τον Θεό, αποτελειώστε τον εχθρό Του, μην τον αφήνετε να δρα πλέον ανεξέλεγκτος και μην του επιτρέπετε να δημιουργεί πλέον τόσα προβλήματα όσα αυτός επιθυμεί! Τώρα είναι η ώρα: ο άνθρωπος έχει από καιρό συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του, έχει αφιερώσει όλες του τις προσπάθειες και έχει πληρώσει κάθε τίμημα για έναν λόγο, για να ξεσκίσει το φρικτό πρόσωπο αυτού του δαίμονα και να δώσει τη δυνατότητα στους ανθρώπους, που έχουν τυφλωθεί και έχουν υποστεί κάθε είδους δυστυχία και δυσκολίες, να ξεσηκωθούν από τον πόνο τους και να γυρίσουν την πλάτη σε αυτόν τον σατανικό διάβολο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το μονοπάτι… (8)). Αφού συλλογίστηκα τα λόγια του Θεού, είδα ακόμα πιο καθαρά το κακό, μοχθηρό, δαιμονικό πρόσωπο της Κινεζικής κυβέρνησης, και αναγνώρισα ότι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αντιμετώπιζα μια πνευματική μάχη μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ καλού και κακού. Ο στόχος της Κινεζικής κυβέρνησης, καταστρέφοντάς με κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήταν να με αναγκάσει να απαρνηθώ τον Θεό και να Τον προδώσω, αλλά ο Θεός μού υπενθύμισε και με ενθάρρυνε να σταθώ δυνατός, να απαλλαγώ από τη λαβή του θανάτου πάνω μου και να γίνω νικηφόρος μάρτυρας για τον Θεό. Δεν γινόταν να αποτραβηχτώ στην αρνητικότητα· έπρεπε να συνεργαστώ επιμελώς με τον Θεό και να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και διευθετήσεις Του. Όπως ο Πέτρος, έπρεπε να υποταχθώ ως τον θάνατο και, κατά την τελευταία μου στιγμή στη ζωή, να γίνω ακλόνητος, απόλυτος μάρτυρας για τον Θεό και να παρηγορήσω την καρδιά Του. Η ζωή μου ήταν στα χέρια του Θεού και, ακόμα κι αν ο Σατανάς τραυμάτιζε και σφαγίαζε το υλικό σώμα μου, δεν μπορούσε να καταστρέψει την ψυχή μου, πόσο μάλλον να κάνει οτιδήποτε για να εμποδίσει την αποφασιστικότητά μου να πιστεύω στον Θεό και να επιδιώκω την αλήθεια. Είτε επιζούσα είτε όχι την ημέρα εκείνη, μοναδική μου επιθυμία ήταν να εμπιστευτώ τη ζωή μου στον Θεό και να αποδεχτώ τις ενορχηστρώσεις Του· ακόμα κι αν με ακρωτηρίαζαν μέχρι θανάτου, δεν υπήρχε καμία απολύτως περίπτωση να παραδοθώ στον Σατανά! Όταν, πλέον, ήμουν πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου και αποφάσισα να παραμείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου για τον Θεό, Εκείνος μού πρόσφερε διέξοδο, ξεσηκώνοντας τους άλλους καταδίκους να με ταΐσουν. Όταν συνέβη αυτό, ένοιωσα γεμάτος ενθουσιασμό· βαθιά μέσα μου, ήξερα ότι ο Θεός βρισκόταν στο πλευρό μου και ήταν πάντα μαζί μου. Με πρόσεχε και με προστάτευε καθ’ όλη τη διάρκεια, συμμεριζόμενος την αδυναμία μου και διευθετώντας προσεκτικά τα πάντα για μένα. Σ’ εκείνη τη σκοτεινή φωλιά των διαβόλων, παρά το λεηλατημένο μου σώμα, μέσα στην καρδιά μου δεν ένοιωθα πια τόσο πόνο και απελπισία. Μετά από αυτό, οι κακοί αστυνομικοί με κράτησαν άλλες δεκαπέντε μέρες, αλλά βλέποντας ότι η ζωή μου κρεμόταν απλώς από μια κλωστή και ότι μπορεί να πέθαινα ανά πάσα στιγμή, στο τέλος, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να με ελευθερώσουν. Αρχικά ζύγιζα πάνω από πενήντα κιλά, αλλά κατά τη διάρκεια των σχεδόν δύο μηνών που ήμουν στη φυλακή, με είχαν βασανίσει μέχρι να γίνω πετσί και κόκκαλο, ζυγίζοντας μόνο είκοσι πέντε με τριάντα κιλά, και η ζωή μου κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα κι έτσι, αυτή η αγέλη των τεράτων ήθελε να μου βάλει πρόστιμο δέκα χιλιάδες γιουάν. Στο τέλος, βλέποντας ότι η οικογένειά μου, πραγματικά, δεν είχε τρόπο να βρει ένα τόσο μεγάλο χρηματικό ποσό, ζήτησαν εξακόσια γιουάν για τα έξοδα διατροφής μου και με άφησαν να φύγω μόνο μετά την πληρωμή τους.

Τα απάνθρωπα μαρτύρια και η βάρβαρη μεταχείριση στα χέρια της Κινεζικής κυβέρνησης με άφησε με την αίσθηση ότι μόλις και μετά βίας είχα ξεφύγει από τις πύλες της κολάσεως. Το ότι είχα καταφέρει να βγω ζωντανός οφειλόταν εξ ολοκλήρου στη φροντίδα και προστασία του Θεού· ο Θεός μού έδειχνε τη μεγάλη σωτηρία Του. Σκεπτόμενος την αγάπη του Θεού, ένοιωσα διπλά συγκινημένος και αναγνώρισα ακόμα πιο βαθιά τη μεγάλη αξία των λόγων του Θεού. Κατόπιν τούτου, διάβαζα με ενθουσιασμό τις ομιλίες Του καθημερινά και προσευχόμουν συχνά στον Θεό. Σταδιακά, αποκτούσα όλο και μεγαλύτερη κατανόηση του έργου που επιτελούσε ο Θεός για να σώσει την ανθρωπότητα κατά τις έσχατες ημέρες. Μετά από λίγο καιρό και υπό τη φροντίδα του Θεού, το σώμα μου σιγά-σιγά ανέκαμψε, και άρχισα ξανά να διαδίδω το ευαγγέλιο και να γίνομαι μάρτυρας του έργου του Θεού τις έσχατες ημέρες. Όσο, όμως, το σατανικό καθεστώς παραμένει όρθιο, δεν θα πάψει ποτέ να προσπαθεί να διαταράξει και να καταστρέψει το έργο του Θεού. Αργότερα, η αστυνομία της Κινεζικής κυβέρνησης με κυνήγησε εκ νέου λυσσαλέα και με συνέλαβε.

Μια μέρα τον Νοέμβριο του 2004, ο χειμωνιάτικος άνεμος φυσούσε παγωμένα και ο αέρας στροβιλιζόταν με χοντρές χιονονιφάδες. Ενώ διαδίδαμε το ευαγγέλιο, μερικούς από τους αδελφούς και τις αδελφές μου και εμένα μας ακολούθησε κρυφά η αστυνομία του ΚΚΚ. Στις 8 η ώρα εκείνο το απόγευμα, βρισκόμασταν στη μέση μιας συνάθροισης, όταν, ξαφνικά, ακούσαμε επιτακτικά χτυπήματα και φωνές στην πόρτα: «Ανοίξτε! Ανοίξτε την πόρτα! Είμαστε από το Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας! Αν δεν ανοίξετε αυτή τη στιγμή, θα τη σπάσουμε!» Χωρίς δεύτερη σκέψη, κρύψαμε βιαστικά τις συσκευές αναπαραγωγής VCD, βιβλία και άλλο υλικό. Ένα λεπτό αργότερα, πέντε-έξι αστυνομικοί εισέβαλαν από την πόρτα, ορμώντας μέσα σαν τσούρμο από ληστές ή κλέφτες. Ένας από αυτούς μούγκρισε: «Μην κουνηθεί κανείς! Τα χέρια στα κεφάλια και γονατίστε με την πλάτη στον τοίχο!» Αμέσως, μερικοί από τους αστυνομικούς έσπευσαν σε κάθε δωμάτιο, κάνοντας όλο το μέρος φύλλο και φτερό. Κατάσχεσαν τέσσερις φορητές συσκευές αναπαραγωγής VCD και μερικά βιβλία σχετικά με την πίστη στον Θεό. Αμέσως μετά, μας έβαλαν δια της βίας στα περιπολικά και μας πήγαν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Καθ’ οδόν, πέρασαν φευγαλέα από το μυαλό μου, η μια σκηνή μετά την άλλη, τα φρικτά μαρτύρια στα οποία με υπέβαλαν οι κακοί αστυνομικοί τον προηγούμενο χρόνο και, αναπόφευκτα, αισθάνθηκα μάλλον νευρικός, μη γνωρίζοντας τι άλλο μπορούσαν να κάνουν τούτη τη φορά οι διαβολικοί αστυνομικοί για να με βασανίσουν. Επειδή φοβόμουν ότι δεν θα ήμουν ικανός να αντέξω την αγριότητά τους και ότι θα κατέληγα να κάνω κάτι που θα πρόδιδε τον Θεό, προσευχήθηκα σε Εκείνον με ειλικρίνεια από μέσα μου. Ξαφνικά, θυμήθηκα κάποια λόγια του Θεού που είχαμε διαβάσει κατά τη διάρκεια μιας συνάθροισης λίγες ημέρες πριν: «Είμαι γεμάτος ελπίδα για τους αδελφούς και τις αδελφές Μου. Πιστεύω ότι δεν θα αποκαρδιωθείτε ούτε θα αποθαρρυνθείτε, ότι ανεξάρτητα από ό,τι κάνει ο Θεός, θα είστε σαν ένα δοχείο φωτιάς: δεν θα σας λείπει ο ενθουσιασμός ποτέ, και θα επιμείνετε μέχρι τέλους, μέχρι να αποκαλυφθεί πλήρως το έργο του Θεού […]» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το μονοπάτι… (8)). «Είθε όλοι μας να δώσουμε τον εξής όρκο ενώπιον του Θεού: Να εργαζόμαστε σκληρά μαζί! Να είμαστε πιστοί μέχρι τέλους! Να μη χωριστούμε ποτέ και να είμαστε πάντα μαζί! Ελπίζω όλοι οι αδελφοί και όλες οι αδελφές να δώσουν αυτήν την υπόσχεση ενώπιον του Θεού, έτσι ώστε η καρδιά μας να μην αλλάξει ποτέ και η αποφασιστικότητά μας να μην κλονιστεί ποτέ!» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το μονοπάτι… (5)). Τα λόγια του Θεού με ταρακούνησαν βαθιά μέσα μου. Αναλογίστηκα ότι ο Θεός είχε κατέβει από τον ουρανό στη γη και είχε υποστεί πάρα πολλές δοκιμασίες και δεινά στο έργο Του, προκειμένου να φέρει στην ανθρωπότητα τη σωτηρία. Ελπίζει ότι οι άνθρωποι θα παραμείνουν απαρέγκλιτα πιστοί σε Εκείνον ως το τέλος, σε όσο δύσκολη κατάσταση κι αν βρεθούν. Ως εκλεκτός του Θεού και κάποιος που είχε απολαύσει την παροχή των ομιλιών Του, μου φαινόταν ότι έπρεπε να προσφέρω ολοκληρωτικά τον εαυτό μου σε Εκείνον. «Όσο κι αν υποφέρω ή με βασανίσουν», σκέφτηκα, «η καρδιά μου πρέπει να παραμείνει γεμάτη πίστη· τα αισθήματά μου προς τον Θεό δεν πρέπει να αλλάξουν, και η θέλησή μου πρέπει να μείνει αταλάντευτη. Πρέπει να δώσω ηχηρή μαρτυρία για τον Θεό, και σε καμία απολύτως περίπτωση δεν πρέπει να παραδοθώ ή να υποκύψω στον Σατανά. Επιπλέον, δεν πρέπει να προδώσω τον Θεό απλώς και μόνο για να συνεχίσω να σέρνομαι μέσα σε μια ανούσια, ποταπή ύπαρξη. Ο Θεός είναι Εκείνος στον οποίο βασίζομαι και, ακόμα περισσότερο, είναι το γερό στήριγμά μου. Όσο συνεργάζομαι ανυπόκριτα με τον Θεό, Εκείνος θα με οδηγήσει με σιγουριά στη νίκη επί του Σατανά». Έτσι, αποφάσισα σιωπηλά ενώπιον του Θεού: «Θεέ μου! Ακόμη κι αν πρέπει να θυσιάσω τη ζωή μου, εγώ θα παραμείνω ακλόνητος στη μαρτυρία για Εσένα. Ό,τι βασανιστήρια κι αν υπομείνω, θα ακολουθήσω πιστά την αληθινή οδό. Αρνούμαι κατηγορηματικά να υποκύψω στον Σατανά!» Έχοντας τονωθεί από τα λόγια του Θεού, η πίστη μου άνθισε εκατό φορές περισσότερο, και βρήκα την πίστη και την αποφασιστικότητα να θυσιάσω τα πάντα για να παραμείνω ακλόνητος στη μαρτυρία μου για τον Θεό.

Μόλις φτάσαμε στο αστυνομικό τμήμα, οι αστυνομικοί έσπευσαν να ζεσταθούν στη σόμπα. Όλοι τους με αγριοκοίταζαν, και με τα φρύδια σμιχτά και μάτια που πετούσαν φλόγες, με ανέκριναν με σκληρή φωνή: «Άρχισε να μιλάς! Πώς ονομάζεσαι; Σε πόσους έχεις κηρύξει το ευαγγέλιο; Με ποιον ήρθες σε επαφή; Ποιος είναι ο επικεφαλής της εκκλησίας σας;» Βλέποντας ότι ήμουν αποφασισμένος να παραμείνω σιωπηλός, ένας από τους κακούς αστυνομικούς αποκάλυψε την κτηνώδη φύση του ορμώντας πάνω μου και αρπάζοντάς με λυσσαλέα από τον λαιμό. Στη συνέχεια, μου χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο, ξανά και ξανά, μέχρι που ένοιωσα ζάλη και τα αυτιά μου κουδούνιζαν. Έπειτα, σήκωσε τη γροθιά του και μου γρονθοκόπησε πρόσωπο και κεφάλι άγρια, ουρλιάζοντας: «Εσύ είσαι ο ξεφτιλισμένος ο επικεφαλής, έτσι δεν είναι; Μίλα! Αν δεν μιλήσεις, θα σε κρεμάσω από την κορυφή του κτιρίου και θα σε αφήσω να παγώσεις μέχρι θανάτου!» Οι κακοί αστυνομικοί με χτυπούσαν άγρια μισή ώρα γεμάτα ή και περισσότερο, μέχρι που έβλεπα αστράκια, και από τη μύτη μου έτρεχε ποτάμι το αίμα. Βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να πάρουν τις απαντήσεις που ήθελαν, με πήγαν στο ΓΔΑ. Καθ’ οδόν, σκεπτόμουν τον τρελό ξυλοδαρμό που είχα μόλις υποστεί από τους κακούς αστυνομικούς, και ένα ακούσιο κύμα φόβου με διαπέρασε. Έλεγα μέσα μου: «Αφού μου φέρθηκαν τόσο σκληρά με το που έφτασα στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, σε τι βάρβαρα όρια θα φτάσουν οι αστυνομικοί στο ΓΔΑ για να με βασανίσουν; Τα πράγματα φαίνονται άσχημα για εμένα. Μπορεί και να μη βγω ζωντανός αυτή τη φορά…» Καθώς το συλλογιζόμουν, η καρδιά μου γέμισε με μια απερίγραπτη αίσθηση απελπισίας και θλίψης. Μέσα στην αγωνία και την ανημποριά μου, ξάφνου θυμήθηκα ότι, την προηγούμενη χρονιά, ο Θεός μού επέτρεψε να επιζήσω με θαυμαστό τρόπο, όταν οι κακοί αστυνομικοί με είχαν βασανίσει σχεδόν μέχρι θανάτου. Αμέσως πήρα κουράγιο και σκέφτηκα: «Η ζωή ή ο θάνατός μου βρίσκονται στα χέρια του Θεού, έτσι δεν είναι; Χωρίς τη συναίνεση του Θεού, ο Σατανάς δεν μπορεί να καταφέρει να με σκοτώσει, ό,τι κι αν κάνει. Έχω δει τις θαυμάσιες πράξεις του Θεού στο παρελθόν —πώς μπόρεσα, λοιπόν, να ξεχάσω; Πώς μπόρεσα να είμαι τόσο άπιστος;» Εκείνη τη στιγμή, είδα ότι το ανάστημά μου ήταν ακόμα υπερβολικά ανώριμο· όταν ήρθα αντιμέτωπος με τη δοκιμασία του επικείμενου θανάτου, ήμουν και πάλι ανίκανος να σταθώ στο πλευρό του Θεού. Δεν μπόρεσα παρά να θυμηθώ μία από τις ομιλίες του Θεού: «Το να ζεις μέσα στον νου σου ισοδυναμεί με το να έχεις εξαπατηθεί από τον Σατανά· αυτό είναι αδιέξοδο. Είναι πολύ απλό τώρα: Κοίταξέ Με με την καρδιά σου, και το πνεύμα σου θα δυναμώσει στη στιγμή. Θα έχεις ένα μονοπάτι άσκησης κι Εγώ θα καθοδηγώ το κάθε σου βήμα. Ο λόγος Μου θα σου αποκαλύπτεται πάντα και παντού. Ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, όσο δυσμενές κι αν είναι το περιβάλλον, θα σε κάνω να βλέπεις καθαρά και η καρδιά Μου θα σου αποκαλύπτεται εάν προσβλέπεις σ’ Εμένα με τη δική σου. Με αυτόν τον τρόπο, θα τρέξεις στον δρόμο που βρίσκεται εμπρός σου και δεν θα χάσεις ποτέ τον δρόμο σου» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 13). Τα λόγια του Θεού ήταν ένας φάρος που έδειχνε τον δρόμο, φέρνοντάς μου όλο και μεγαλύτερη διαύγεια. Αναγνώρισα ότι ο Θεός ήθελε να χρησιμοποιήσει τούτο το δύσκολο περιβάλλον για να με εξαγνίσει, ώστε, σε περιόδους κρίσης, να εγκαταλείπω τις αντιλήψεις και τις φαντασίες μου και τις ανησυχίες για τη σάρκα μου και να προχωρώ μπροστά, με μόνο στήριγμα τον Θεό και βασισμένος στα λόγια Του. Επρόκειτο για μια κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία ο Θεός με καθοδηγούσε να βιώσω το έργο Του, και ήξερα ότι, σε καμία απολύτως περίπτωση, δεν έπρεπε να διστάσω. Έπρεπε να βάλω τη ζωή και τον θάνατό μου ολοκληρωτικά στα χέρια του Θεού και να στηριχτώ πάνω Του, ενώ αγωνιζόμουν μέχρι τέλους εναντίον του Σατανά!

Όταν φτάσαμε στο ΓΔΑ, οι αστυνομικοί μάς χώρισαν και πάλι και μας ανέκριναν τον καθένα ξεχωριστά. Καθώς προσπαθούσαν συνεχώς να με αναγκάσουν να τους πω για θέματα σχετικά με την πίστη μου στον Θεό, ένας από τους κακούς αστυνομικούς είδε ότι επέμενα να κρατώ το στόμα μου κλειστό, κάτι που τον εξαγρίωσε: «Στ’ αλήθεια, νομίζεις ότι θα ξεφύγεις, κάνοντάς μας τον χαζό; Δεν έχω καθόλου υπομονή για κάτι τέτοια!» Και με αυτά τα λόγια, με άρπαξε και με τα δυο χέρια από τον γιακά και με πέταξε στο πάτωμα σαν σακί. Τότε, οι άλλοι κακοί αστυνομικοί όρμησαν κι άρχισαν να με κλοτσούν και να με ποδοπατάνε παντού, μέχρι που κυλιόμουν από τον πόνο. Μετά, έβαλαν τα πόδια τους στο κεφάλι μου και πίεσαν με δύναμη, τρίβοντάς το μπρος-πίσω… Καθώς δεν είχα ακόμα αναρρώσει εντελώς από τα βάρβαρα μαρτύρια που είχα υποστεί τον προηγούμενο χρόνο, μετά τον άγριο νέο ξυλοδαρμό μου, ξαφνικά αισθάνθηκα ζάλη και ναυτία. Βυθισμένος από την κορφή ως τα νύχια σε απόλυτο πόνο, κουλουριάστηκα σαν μπάλα. Έπειτα, οι κακοί αστυνομικοί συνέχισαν αφαιρώντας τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, και με ανάγκασαν να σταθώ ξυπόλητος στο πάτωμα. Έκανε τόση παγωνιά, που τα δόντια μου χτυπούσαν μεταξύ τους από μόνα τους, ενώ και τα δυο μου πόδια μούδιασαν εντελώς. Ένοιωσα ότι δεν μπορούσα να βαστάξω άλλο και ότι, ανά πάσα στιγμή, θα κατέρρεα στο πάτωμα. Αντιμέτωπος με τα άγρια βασανιστήρια εκείνων των κακόβουλων αστυνομικών, δεν μπορούσα παρά να αισθάνομαι να βράζω από θυμό και αγανάκτηση. Απεχθανόμουν αυτά τα απολύτως κακά τσιράκια του διαβόλου, και μισούσα την κακή, αντιδραστική Κινεζική κυβέρνηση. Αντιτάσσεται στον Ουρανό και είναι εχθρός του Θεού και, προκειμένου να με αναγκάσει να Τον προδώσω και να Τον απορρίψω, με σάρωνε και με βασάνιζε, αποφασισμένη να με θανατώσει. Αντιμέτωπος με τη μοχθηρία και την αγριότητα του Σατανά, αναλογιζόμουν ακόμα περισσότερο την αγάπη του Θεού. Εστίασα στο γεγονός ότι, προκειμένου να φέρει τη σωτηρία στην ανθρωπότητα, και προς χάριν της μελλοντικής ύπαρξής μας, Εκείνος είχε ανεχθεί απόλυτη ταπείνωση ενώ περπατούσε προσωπικά ανάμεσά μας για να επιτελέσει το έργο Του. Είχε δώσει τη ζωή Του για εμάς, και τώρα, εξέφραζε με υπομονή και ειλικρίνεια τα λόγια Του, για να μας οδηγήσει κατά μήκος του μονοπατιού της επιδίωξης της αλήθειας και της επίτευξης της σωτηρίας… Υπολογίζοντας όλα τα επίπονα τιμήματα που είχε πληρώσει ο Θεός για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αισθάνθηκα ότι κανείς δεν με αγαπούσε περισσότερο από Εκείνον· ο Θεός αγαπούσε τη ζωή μου περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Ο Σατανάς μπορούσε μόνο να με τραυματίσει, ή να με κατασπαράξει και να με σκοτώσει. Ακριβώς τότε, αισθάνθηκα ακόμα περισσότερη αγάπη και λατρεία για το άνθος του Θεού στην καρδιά μου και δεν μπορούσα παρά να προσευχηθώ σιωπηλά σε Εκείνον: «Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ που με καθοδηγείς και με σώζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όσο κι αν με βασανίσει σήμερα ο Σατανάς, οπωσδήποτε θα εργαστώ σκληρά για να συνεργαστώ μαζί Σου. Το ορκίζομαι, δεν θα παραδοθώ ούτε θα υποκύψω στον διάβολο!» Με την ενθάρρυνση της αγάπης του Θεού, αν και το υλικό σώμα μου ήταν αδύναμο και ανίσχυρο από το μαρτύριο, η καρδιά μου ήταν ακλόνητη και δυνατή, και ούτε μια φορά δεν ενέδωσα στους μοχθηρούς αστυνομικούς. Συνέχισαν να με βασανίζουν μέχρι τη μία το επόμενο πρωί, όταν, βλέποντας ότι πραγματικά δεν επρόκειτο να πάρουν καμία απάντηση από εμένα, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να με πάνε στο κρατητήριο.

Μετά την άφιξή στο κρατητήριο, οι κακοί αστυνομικοί υποκίνησαν και πάλι τους νταήδες της φυλακής να σκεφτούν όποιον τρόπο μπορούσαν για να με τιμωρήσουν. Μέχρι τότε, με είχαν βασανίσει τόσο πολύ, που το σώμα μου ήταν γεμάτο κοψίματα και μώλωπες· ήμουν εντελώς αδύναμος και, με το που μπήκα στο κελί μου, κατέρρευσα αμέσως στο παγωμένο πάτωμα. Βλέποντάς με σε αυτήν την κατάσταση, χωρίς να πουν λέξη, οι νταήδες της φυλακής με σήκωσαν και μου γρονθοκόπησαν το κεφάλι. Με χτύπησαν, ώσπου το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει, και έπεσα και πάλι βαριά στο πάτωμα. Μετά από αυτό, όλοι οι κατάδικοι ήρθαν για να με τσιγκλήσουν, αναγκάζοντάς με να πιέζω το ένα μου χέρι στο πάτωμα και το άλλο στο αυτί μου και, στη συνέχεια, να κάνω κύκλους στο πάτωμα, σαν διαβήτης. Όταν με είδαν να πέφτω ζαλισμένος στο πάτωμα προτού ολοκληρώσω περισσότερες από κάνα δυο περιστροφές, άρχισαν και πάλι να με κλοτσούν και να με χτυπάνε. Ένας από τους καταδίκους, μάλιστα, μού κατάφερε ένα τρομερό χτύπημα στην κοιλιά, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσω αυτοστιγμεί. Κατόπιν, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι έδωσαν οδηγίες στους καταδίκους να με βασανίζουν και να με κακομεταχειρίζονται κάθε μέρα και με διαφορετικό τρόπο, και να με βάζουν να κάνω όλες τις καθημερινές βρώμικες αγγαρείες, όπως το πλύσιμο όλων των πιάτων, τον καθαρισμό των τουαλετών, κ.ο.κ. Μέχρι που με υποχρέωναν να κάνω κρύο ντους τις χιονισμένες μέρες. Επιπλέον, κάθε φορά που έκανα μπάνιο, με ανάγκαζαν όλοι τους να σαπουνίζομαι από την κορφή ως τα νύχια και, στη συνέχεια, να αφήνω το παγωμένο νερό να ρέει αργά πάνω σε όλο μου το σώμα. Μετά από σχεδόν μισή ώρα μέσα στο ντους, κρύωνα τόσο πολύ, που γινόμουν όλος μωβ και έτρεμα. Αντιμέτωπος με αυτά τα απάνθρωπα μαρτύρια και τη σκληρότητα, προσευχόμουν συνεχώς στον Θεό, φοβούμενος ότι, αν Τον εγκατέλειπα, θα γινόμουν ολοκληρωτικά δέσμιος του Σατανά. Μέσω της προσευχής, τα λόγια του Θεού αντηχούσαν συνέχεια μέσα μου και με καθοδηγούσαν: «Εκείνοι στους οποίους αναφέρεται ο Θεός ως “νικητές” είναι εκείνοι που εξακολουθούν να μπορούν να παραμείνουν σταθεροί στη μαρτυρία τους και να διατηρούν την εμπιστοσύνη και την αφοσίωσή τους στον Θεό όταν είναι υπό την επιρροή του Σατανά και ενώ τελούν υπό την πολιορκία του Σατανά, δηλαδή όταν βρίσκονται εν μέσω των δυνάμεων του σκότους. Αν εξακολουθείς να μπορείς να διατηρείς την καρδιά σου αγνή ενώπιον του Θεού και να διατηρείς γνήσια αγάπη για τον Θεό ό,τι κι αν γίνει, τότε παραμένεις σταθερός στη μαρτυρία σου ενώπιον του Θεού, και σ’ αυτό αναφέρεται ο Θεός όταν μιλά για κάποιον που είναι “νικητής”» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Θα πρέπει να διατηρήσεις την αφοσίωσή σου στον Θεό). Τα λόγια του Θεού ήταν φως που φώτιζε και γαλήνευε τις σκέψεις μου. Ήξερα ότι όταν με πολιορκεί ο Σατανάς, τότε ακριβώς πρέπει να έχω πίστη και αγάπη για τον Θεό. Παρ’ όλο που αυτό το άθλιο περιβάλλον είχε φέρει πόνο και μαρτύριο στο υλικό σώμα μου, από πίσω βρίσκονταν κρυμμένα η απέραντη αγάπη και οι ευλογίες του Θεού. Ο Θεός ήταν που μου είχε δώσει την ευκαιρία να μείνω αμετακίνητος στη μαρτυρία μου για Εκείνον μπροστά στον Σατανά, ταπεινώνοντάς τον και νικώντας τον ολοκληρωτικά. Ως εκ τούτου, ενώ περνούσα αυτά τα μαρτύρια, συμβούλευα ξανά και ξανά τον εαυτό μου να είμαι υπομονετικός ως το τέλος, να μείνω σταθερός στη μαρτυρία μου για τον Θεό, βασιζόμενος στην καθοδήγησή Του σε τούτη τη σκοτεινή φωλιά των δαιμόνων, και να βάλω τα δυνατά μου να είμαι νικητής. Μέσα από την καθοδήγηση των λόγων του Θεού, η καρδιά μου έγινε ακλόνητη και δυνατή. Παρά την αδυναμία και τα μαρτύρια που τσάκιζαν το υλικό σώμα μου, είχα την πίστη ότι μπορούσα να τα αντέξω όλα αυτά, για να ξεκινήσω μια μάχη ζωής και θανάτου εναντίον του Σατανά και να μείνω σταθερός στη μαρτυρία μου για τον Θεό με την τελευταία μου ανάσα.

Μετά από φυλάκιση είκοσι και πλέον ημερών, ξαφνικά έπαθα ένα σοβαρό κρυολόγημα. Και τα τέσσερα άκρα μου πονούσαν και ήταν άτονα, είχα ξεμείνει εντελώς από δυνάμεις και το μυαλό μου θόλωσε. Πέρα από την επιδείνωση της κατάστασής μου και τους ανελέητους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια από τους άλλους κρατούμενους, αισθανόμουν ανίκανος να αντέξω άλλο. Αισθανόμουν ιδιαίτερα αδύναμος και θλιμμένος στην καρδιά μου, και έλεγα μέσα μου: «Πότε θα τελειώσει αυτό το καθημερινό μαρτύριο και η σκληρότητα; Απ’ ό,τι φαίνεται, τούτη τη φορά, θα καταδικαστώ, οπότε, δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες να βγω ζωντανός από εδώ μέσα…» Αμέσως μόλις έκανα τη σκέψη αυτή, ξαφνικά η καρδιά μου αισθάνθηκε σαν να είχε πέσει σε μια απύθμενη άβυσσο, και βούλιαξα σε τόσο βαθιά απελπισία και πόνο, που μου ήταν αδύνατον να βρω έξοδο διαφυγής. Στην πιο απελπισμένη στιγμή μου, θυμήθηκα έναν ύμνο από τα λόγια του Θεού: «Δεν επιθυμώ από εσένα να έχεις την ικανότητα να λες πολλά συγκινητικά λόγια, ούτε να αφηγείσαι πολλές συγκλονιστικές ιστορίες. Αντιθέτως, αυτό που σου ζητώ είναι να μπορείς να γίνεις ένας καλός μάρτυρας για Εμένα και να μπορείς να εισέλθεις πλήρως και βαθέως στην πραγματικότητα. […] Να μη σκέφτεστε πλέον τις δικές σας προοπτικές και να ενεργείτε σαν να είστε αποφασισμένοι ενώπιόν Μου να υποβληθείτε στις ενορχηστρώσεις του Θεού στα πάντα. Όλοι όσοι βρίσκονται εντός του οίκου Μου θα πρέπει να κάνουν όσα περισσότερα μπορούν· πρέπει να προσφέρεις τον καλύτερο εαυτό σου σ’ αυτήν την τελευταία ενότητα του έργου Μου στη γη. Είσαι σίγουρα πρόθυμος να κάνεις αυτού του είδους τα πράγματα πράξη;» («Μπορείς να υποταχθείς πραγματικά στις ενορχηστρώσεις του Θεού;» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Γραμμή-γραμμή, τα λόγια του Θεού χτύπησαν την καρδιά μου, προκαλώντας μου βαθιά ντροπή. Αναλογίστηκα τις τόσες φορές που είχα κλάψει πικρά, και πήρα την απόφαση να αφιερωθώ στον Θεό ως προς τα πάντα και να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις Του. Σκέφτηκα, επίσης, ότι, όταν τα λόγια του Θεού με είχαν καθοδηγήσει ενώ υπέμενα πόνο και μαρτύρια, εγώ είχα ορκιστεί στη ζωή μου ενώπιόν Του ότι θα παρέμενα σταθερός στη μαρτυρία μου για Εκείνον, αλλά, μόλις ο Θεός στ’ αλήθεια χρειάστηκε να πληρώσω πραγματικό τίμημα για να Τον ικανοποιήσω, εγώ, αντίθετα, προσκολλήθηκα αισχρά στη ζωή και φοβήθηκα τον θάνατο, έχοντας ως μοναδική έγνοια το τι επρόκειτο να συμβεί στο υλικό σώμα μου. Αγνόησα εντελώς το θέλημα του Θεού και το μόνο που σκεφτόμουν, ήταν πώς να ξεφύγω από τη δύσκολη θέση μου και να φτάσω το συντομότερο δυνατόν σε κάποιο ασφαλές μέρος. Είδα πόσο αληθινά κατώτερος και ανάξιος ήμουν· δεν είχα αρκετή πίστη στον Θεό, και ήμουν υπερβολικά γεμάτος απάτη. Ήμουν ανίκανος να προσφέρω αληθινή αφοσίωση στον Θεό και δεν διέθετα ούτε ένα γνήσια υπάκουο κόκκαλο στο σώμα μου. Τη στιγμή εκείνη, κατάλαβα ότι στο έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες, αυτό που ήθελε Εκείνος, ήταν η αληθινή αγάπη και πίστη της ανθρωπότητας· αυτές είναι οι τελευταίες απαιτήσεις του Θεού και τα τελικά καθήκοντα που έχει εμπιστευτεί στον άνθρωπο. «Ως άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό», σκέφτηκα, «πρέπει να αφεθώ ολοκληρωτικά στα χέρια Του. Επειδή ο Θεός μού έδωσε τη ζωή, Εκείνος έχει και τον τελευταίο λόγο για το αν θα ζήσω ή θα πεθάνω. Δεδομένου ότι έχω επιλέξει τον Θεό, πρέπει να προσφέρω τον εαυτό μου σε Εκείνον και να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις Του. Σε όσο πόνο και ταπείνωση κι αν υποβληθώ, μέσα από τις πράξεις μου πρέπει να αφιερώσω τον εαυτό μου στον Θεό. Δεν πρέπει να έχω δικές μου επιλογές ή απαιτήσεις· τούτο είναι το καθήκον μου, καθώς και η συλλογιστική που πρέπει να διαθέτω. Το ότι εξακολουθούσα να μπορώ να ανασαίνω και ήμουν ζωντανός, οφειλόταν εξ’ ολοκλήρου στην προστασία και τη φροντίδα του Θεού. Εκείνος μου παρείχε ζωή —ειδάλλως, δεν θα με είχε συντρίψει μέχρι θανάτου ο διάβολος εδώ και πολύν καιρό; Όταν είχα υποστεί για πρώτη φορά τόσο σοβαρά βασανιστήρια και κακουχίες, ο Θεός με καθοδήγησε να βγω νικητής. Τι λόγο είχα να χάσω τώρα την πίστη μου στον Θεό; Πώς μπορούσα να είμαι αρνητικός και αδύναμος, οπισθοχωρώντας και θέλοντας να το σκάσω;» Καθώς μού περνούσε από το μυαλό η σκέψη αυτή, ομολόγησα σιωπηλά την ενοχή μου στον Θεό: «Παντοδύναμε Θεέ μου! Είμαι τρομερά εγωιστής και άπληστος· ήθελα μόνο να απολαμβάνω την αγάπη και τις ευλογίες Σου, όντας, όμως, απρόθυμος να αφιερωθώ ειλικρινά σε Εσένα. Όταν σκέφτομαι ότι πρέπει να υπομείνω τα βάσανα της μακροχρόνιας φυλάκισης, θέλω να αποδράσω και να την αποφύγω. Το ξέρω ότι Σε έχω πληγώσει φρικτά. Θεέ μου! Δεν θέλω να βουλιάξω βαθύτερα· θέλω μόνο να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και διευθετήσεις Σου και να δεχτώ την καθοδήγησή Σου. Ακόμα κι αν πεθάνω στη φυλακή, θέλω να παραμείνω σταθερός στη μαρτυρία μου για Εσένα. Ακόμα κι αν με βασανίσουν μέχρι θανάτου, εγώ θα μείνω πιστός σε Εσένα ως το τέλος!» Μετά τη προσευχή, αισθάνθηκα διπλά συγκινημένος. Παρ’ όλο που πονούσα όπως και πριν, στην καρδιά μου ένοιωθα πίστη και αποφασιστικότητα να μην εγκαταλείψω, αφού δεν είχα εκπληρώσει ακόμα τον όρκο μου να ικανοποιήσω τον Θεό. Μόλις πήρα την απόφαση και απέκτησα τη βεβαιότητα ότι θα παρέμενα σταθερός μέχρι θανάτου στην μαρτυρία μου για τον Θεό, κάτι θαυμαστό συνέβη. Νωρίς κάποιο πρωί, καθώς έκανα να σηκωθώ από το κρεβάτι, ανακάλυψα ότι δεν ένοιωθα καθόλου τα πόδια μου. Ήμουν εντελώς ανίκανος να σταθώ, πόσω μάλλον να περπατήσω. Στην αρχή, οι κακοί αστυνομικοί δεν με πίστευαν· υποθέτοντας ότι προσποιούμουν, προσπάθησαν να με αναγκάσουν να σηκωθώ όρθιος. Ωστόσο, όσο σκληρά κι αν προσπάθησαν, εγώ δεν μπορούσα. Την επομένη, επέστρεψαν για να με εξετάσουν ξανά. Παρατηρώντας ότι και τα δύο πόδια μου ήταν παγωμένα και δεν κυκλοφορούσε το αίμα μέσα τους, πείστηκαν ότι είχα παραλύσει πραγματικά. Μετά από αυτό, ενημέρωσαν την οικογένειά μου ότι μπορούσαν να με πάρουν σπίτι. Την ημέρα που πήγα σπίτι μου, τα πόδια μου ανέκτησαν θαυμαστά την αίσθησή τους, και δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα να περπατήσω! Βαθιά μέσα μου, ξέρω ότι όλα τούτα συνέβησαν χάρη στον Παντοδύναμο Θεό, που έδειξε ευσπλαχνία για την αδυναμία μου. Ο ίδιος μού είχε ανοίξει μια πόρτα διαφυγής, επιτρέποντάς μου να φύγω από τη φωλιά του Σατανά χωρίς εμπόδια, αφότου είχα κρατηθεί παράνομα για έναν μήνα από την Κινεζική κυβέρνηση.

Έχοντας κρατηθεί και υποβληθεί δυο φορές στα απάνθρωπα και σκληρά βασανιστήρια της Κινεζικής κυβέρνησης, παρ’ όλο που υπέφερα κάπως σωματικά και έφτασα ακόμα και κοντά στον θάνατο, και οι δύο εκπληκτικές αυτές εμπειρίες, στην πραγματικότητα, διαμόρφωσαν ένα συμπαγές θεμέλιο ως προς την πορεία μου στο να έχω πίστη στον Θεό. Μέσα στον πόνο και τα δεινά μου, ο Παντοδύναμος Θεός μού έδωσε το πιο πρακτικό πότισμα αλήθειας και παροχή ζωής, όχι μόνο επιτρέποντάς μου να διακρίνω ξεκάθαρα το μίσος της Κινεζικής κυβέρνησης για την αλήθεια, την εχθρότητά της προς τον Θεό και τη δαιμονική της όψη, και να γνωρίσω τα αποτρόπαια εγκλήματά της εξαιτίας της λυσσαλέας αντίστασής της στον Θεό και της δίωξης των πιστών Του, αλλά και κάνοντάς με να αναγνωρίσω τη δύναμη και την εξουσία των λόγων του Θεού. Το ότι κατάφερα να ξεφύγω δυο φορές ζωντανός από τα κακά νύχια του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, οφείλεται αποκλειστικά στη φροντίδα και το έλεος του Θεού. Επιπλέον, ήταν μια ενσάρκωση και επιβεβαίωση της εξαιρετικής ζωτικής δύναμης του Θεού. Έχω πλέον συνειδητοποιήσει εις βάθος ότι, ανά πάσα στιγμή και σε οποιοδήποτε μέρος, ο Παντοδύναμος Θεός υπήρξε πάντα η μοναδική μου υποστήριξη και σωτηρία! Σε τούτη τη ζωή, ό,τι κινδύνους ή δυσκολίες κι αν επρόκειτο να συναντήσω, ήμουν αποφασισμένος να παραμείνω αφοσιωμένος στο να ακολουθώ τον Παντοδύναμο Θεό, διαδίδοντας ενεργά τον λόγο Του και καταθέτοντας μαρτυρία στο όνομά Του, και να ανταποδώσω την αγάπη του Θεού με την ειλικρινή μου αφοσίωση!

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger