Ένα τραγούδι ζωής μέσα στη συμφορά

3 Νοεμβρίου 2019

Από την Γκάο Ζινγκ, επαρχία Χενάν

Το 1999, είχα την τύχη να δεχτώ το έργο του Παντοδύναμου Θεού τις έσχατες ημέρες. Διαβάζοντας τον λόγο του Θεού, αντιλήφθηκα την εξουσία και τη δύναμη που κατέχει και αισθάνθηκα ότι τα λόγια αυτά είναι η φωνή του Θεού. Το να μπορώ να ακούω τα λόγια που εξέφρασε στην ανθρωπότητα ο Δημιουργός με συγκίνησε απερίγραπτα και, για πρώτη φορά, ένιωσα στα βάθη του πνεύματός μου την αίσθηση της ειρήνης και της χαράς που φέρνει το έργο του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, έγινα μια όλο και φανατικότερη αναγνώστρια του λόγου του Θεού. Αφού έγινα μέλος στην Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού, διαπίστωσα ότι η εκκλησία ήταν ένας εντελώς νέος κόσμος, ολότελα διαφορετικός από τον κόσμο της κοινωνίας. Όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές ήταν απλοί και ευγενικοί, αγνοί και γεμάτοι ζωή. Αν και δεν συνδεόμασταν μεταξύ μας με δεσμούς αίματος, και ο καθένας προέρχονταν από διαφορετικό υπόβαθρο και είχε τη δική του ταυτότητα, ήμασταν όλοι σαν αδελφές ψυχές που αγαπούν η μία την άλλη και στηρίζουν η μία την άλλη, ενωμένες μαζί στη χαρά. Η διαπίστωση αυτή με έκανε να αισθάνομαι πραγματικά πόσο ευτυχισμένη και χαρούμενη, πόσο όμορφη και γλυκιά είναι η ζωή που περνά κανείς λατρεύοντας τον Θεό. Αργότερα, είδα τα παρακάτω λόγια του Θεού: «Ως μέλη του ανθρώπινου γένους και πιστοί Χριστιανοί, αποτελεί ευθύνη και υποχρέωση όλων μας να προσφέρουμε ως θυσία τον νου και το σώμα μας για την εκπλήρωση της αποστολής του Θεού, διότι ολόκληρη η ύπαρξή μας προήλθε από τον Θεό, και υπάρχει χάρη στην κυριαρχία του Θεού. Αν ο νους και το σώμα μας δεν είναι για την αποστολή από τον Θεό και για τον δίκαιο σκοπό της ανθρωπότητας, τότε οι ψυχές μας θα είναι ανάξιες αυτών που μαρτύρησαν για την αποστολή του Θεού, πολύ πιο ανάξιες του Θεού, που μας τα παρείχε όλα» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Παράρτημα Β΄: Ο Θεός προΐσταται της μοίρας όλης της ανθρωπότητας). Ο λόγος του Θεού μού επέτρεψε να κατανοήσω ότι, ως δημιούργημα, θα πρέπει να ζω για τον Δημιουργό και να αφιερώνω και να ξοδεύω ό,τι έχω για να διαδίδω και να καταθέτω μαρτυρία για το ευαγγέλιο των εσχάτων ημερών του Θεού —μόνον αυτό είναι η πολυτιμότερη και γεμάτη νόημα ζωή. Έτσι λοιπόν, όταν άκουσα ότι πολλοί άνθρωποι που ζουν σε μακρινές, δυσπρόσιτες περιοχές δεν είχαν ακούσει το ευαγγέλιο των εσχάτων ημερών του Παντοδύναμου Θεού, αποχαιρέτησα με αποφασιστικότητα τους αδελφούς και τις αδελφές μου στη γενέτειρά μου και ξεκίνησα το ταξίδι μου να διαδώσω το ευαγγέλιο της βασιλείας.

Το 2002, έφτασα σε μια απομακρυσμένη, οπισθοδρομική ορεινή περιοχή στην επαρχία Γκουϊζού για να κηρύξω το ευαγγέλιο. Η διάδοση του ευαγγελίου εκεί απαιτούσε να περπατάω πολλά χιλιόμετρα σε ορεινά μονοπάτια κάθε μέρα και συχνά έπρεπε να αντιπαλεύω τον άνεμο και το χιόνι. Με τον Θεό δίπλα μου, ωστόσο, ποτέ δεν ένιωσα κουρασμένη ή ότι επρόκειτο για ταλαιπωρία. Υπό την καθοδήγηση του έργου του Αγίου Πνεύματος, το έργο του ευαγγελίου σύντομα απογειώθηκε, με όλο και περισσότερους ανθρώπους να αποδέχονται το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες και τη ζωή της εκκλησίας να ξεχειλίζει με ζωτικότητα. Πέρασα έξι ευτυχισμένα, γεμάτα χρόνια σ’ εκείνο το μέρος, καθοδηγούμενη από τον λόγο του Θεού, μέχρι δηλαδή το 2008, όταν συνέβη εντελώς απρόοπτα κάτι ασυνήθιστο, κάτι που θα διέλυε τη χαρά και την ηρεμία της ζωής μου…

Συνέβη γύρω στις 11 το πρωί της 15ης Μαρτίου 2008. Δύο αδελφοί κι εγώ ήμασταν σε μια συγκέντρωση όταν ξαφνικά εισέβαλαν από την πόρτα τέσσερις αστυνομικοί και γρήγορα μας ακινητοποίησαν στο πάτωμα. Μας έδεσαν αμίλητοι με χειροπέδες κι έπειτα μας έσπρωξαν και μας έσυραν σε μια κλούβα της αστυνομίας. Μέσα στην κλούβα, όλοι γελούσαν ειρωνικά και με κακία, κουνώντας μας τα κλομπ για το ηλεκτροσόκ και μερικές φορές καρφώνοντάς τα στο κεφάλι ή στο σώμα μας. Μας έβριζαν χυδαία, λέγοντας: «Καθίκια! Είστε τόσο νέοι που θα μπορούσατε να κάνετε τα πάντα, όμως όχι, πρέπει να πάτε να πιστεύετε στον Θεό! Δεν έχετε πραγματικά τίποτα καλύτερο να κάνετε;» Η τόσο ξαφνική σύλληψη με έκανε να αισθάνομαι πολύ νευρική και δεν είχα ιδέα τι μας περίμενε. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να επικαλεστώ τον Θεό σιωπηλά μέσα από την καρδιά μου, ξανά και ξανά: «Θεέ μου! Αυτή η κατάσταση μάς έτυχε σήμερα με την άδειά Σου. Σου ζητώ απλώς να μας δώσεις πίστη και να μας προστατεύεις ώστε να παραμείνουμε σταθεροί στη μαρτυρία μας για Σένα». Μετά την προσευχή, πέρασε από το μυαλό μου μια φράση του λόγου του Θεού: «Να είσαι αφοσιωμένος σ’ Εμένα ό,τι κι αν γίνει και να προχωράς εμπρός με γενναιότητα· Εγώ είμαι ο ισχυρός σου βράχος, οπότε βασίσου πάνω Μου!» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 10). «Ναι!», σκέφτηκα. «Ο Θεός είναι το στήριγμά μου, είναι η γερή και ισχυρή μου ενίσχυση. Ανεξάρτητα από την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, εφόσον μπορώ να παραμείνω πιστή στον Θεό και να σταθώ μαζί Του, σίγουρα θα νικήσω τον Σατανά και θα τον ντροπιάσω». Η διαφώτιση του λόγου του Θεού μού επέτρεψε να βρω δύναμη και πίστη και σιωπηλά πήρα την απόφασή μου: Καλύτερα να πεθάνω παρά να εγκαταλείψω την αληθινή οδό και να μην παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για τον Θεό!

Μόλις φτάσαμε στο αστυνομικό τμήμα, οι αστυνομικοί μάς έσυραν άγρια έξω από την κλούβα κι έπειτα μας έσπρωξαν και μας πέταξαν στο τμήμα. Μας έψαξαν διεξοδικά και βρήκαν υλικό του ευαγγελίου και ένα κινητό τηλέφωνο στις τσάντες που ανήκαν στους δύο αδελφούς της εκκλησίας μου. Βλέποντας ότι δεν είχαν βρεθεί καθόλου χρήματα, ο ένας από τους κακούς αστυνομικούς έσυρε πέρα έναν από τους αδελφούς και τον κλοτσούσε και τον χτυπούσε μέχρι που έπεσε κάτω. Μετά από αυτό, μας οδήγησαν σε διαφορετικές αίθουσες για να μας ανακρίνουν ξεχωριστά. Με ανέκριναν όλο εκείνο το απόγευμα, όμως δεν μου πήραν λέξη. Ήταν μετά τις 8 εκείνο το βράδυ όταν μας κατέγραψαν ως τρεις ανώνυμους κρατούμενους προτού μας στείλουν όλους στο τοπικό κατάστημα κράτησης.

Αμέσως μόλις φτάσαμε στο κατάστημα κράτησης, δυο γυναίκες σωφρονιστικοί υπάλληλοι μού έβγαλαν όλα μου τα ρούχα. Έκοψαν οτιδήποτε μεταλλικό από τα ρούχα μου και μου πήραν τα κορδόνια και τη ζώνη μου. Ξυπόλητη και κρατώντας το παντελόνι μου για να μη μου πέσει, κατευθύνθηκα με δέος στο κελί μου. Όταν με είδαν να μπαίνω, οι κρατούμενες έτρεξαν προς το μέρος μου σαν παλαβές και με περιτριγύρισαν εντελώς, ρωτώντας με όλες μαζί για μένα. Τα φώτα ήταν τόσο αμυδρά μέσα εκεί ώστε τα μάτια τους φαίνονταν μεγάλα σαν πιατάκια: Με κοιτούσαν και με εξέταζαν με περιέργεια από πάνω μέχρι κάτω, ενώ κάποιες τραβούσαν τα χέρια μου, εδώ αγγίζοντας κι εκεί τσιμπώντας. Εμβρόντητη, στεκόμουν ριζωμένη στο ίδιο σημείο, νιώθοντας πολύ φοβισμένη και μην τολμώντας να πω λέξη. Με τη σκέψη ότι θα έπρεπε να ζήσω σε αυτό το κολασμένο μέρος με αυτές τις γυναίκες, ήθελα να ξεσπάσω σε δάκρυα για το άδικο του πράγματος. Ακριβώς τότε, μια κρατούμενη που καθόταν στο πέτρινο κρεβάτι χωρίς να βγάζει λέξη, ξαφνικά φώναξε: «Αρκεί! Μόλις έφτασε και δεν ξέρει τι της γίνεται. Μην τη φοβίζετε». Στη συνέχεια, μου έδωσε ένα πάπλωμα να τυλιχθώ. Ένιωσα ένα κύμα θαλπωρής εκείνη τη στιγμή και ήξερα καλά ότι δεν ήταν αυτή η κρατούμενη που ήταν καλή μαζί μου, αλλά ο Θεός που χρησιμοποιούσε τους ανθρώπους γύρω μου για να με βοηθήσει και να με φροντίσει. Ο Θεός ήταν μαζί μου όλη την ώρα και δεν ήμουν καθόλου μόνη. Έχοντας την αγάπη Του να μου κρατά συντροφιά μέσα σε αυτήν τη ζοφερή και εφιαλτική επίγεια κόλαση, αισθάνθηκα τρομερή παρηγοριά. Βαθιά μέσα στη νύχτα, αφού είχαν κοιμηθεί όλες οι άλλες κρατούμενες, και πάλι δεν ήθελα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν πως, εκείνο μόλις το πρωί, εκτελούσα με χαρά το καθήκον μου με τους αδελφούς και τις αδελφές μου, και όμως εκείνη τη νύχτα ήμουν ξαπλωμένη σε αυτό το κολασμένο μέρος που έμοιαζε με τάφο, χωρίς καμιά ιδέα πότε θα με άφηναν ελεύθερη —αισθανόμουν μια ανεξήγητη θλίψη και αγωνία. Ενώ ήμουν βυθισμένη στις σκέψεις μου, με χτύπησε ένας παγωμένος αέρας από το πουθενά και άθελά μου ρίγησα. Σήκωσα το κεφάλι μου για να κοιτάξω τριγύρω και μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι το κελί ήταν ανοιχτό στα στοιχεία της φύσης. Εκτός από την οροφή επάνω από τον χώρο ύπνου, το υπόλοιπο κελί είχε ένα πλέγμα από πάνω, φτιαγμένο από χοντρές μεταλλικές ράβδους συγκολλημένες μεταξύ τους, κι έτσι απλούστατα ο κρύος αέρας έμπαινε μέσα. Περιστασιακά, μπορούσα επίσης να ακούω τα βήματα των αστυνομικών περιπολίας που περπατούσαν στην οροφή. Το μόνο που ένιωθα ήταν φόβος μέχρι το κόκκαλο και η καρδιά μου πλημμύρισε φόβο, ανημποριά και ένα αίσθημα αδικίας, και δάκρυα κύλησαν χωρίς να το θέλω από τα μάτια μου. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ένα χωρίο του λόγου του Θεού πέρασε καθαρά από το μυαλό μου: «Πρέπει να γνωρίζεις πως τα πάντα στο περιβάλλον γύρω σου βρίσκονται εκεί επειδή Εγώ το επέτρεψα· Εγώ διευθετώ τα πάντα. Δες ξεκάθαρα και ικανοποίησε την καρδιά Μου στο περιβάλλον που σου προσέφερα. Μη φοβάσαι· ο Παντοδύναμος Θεός των δυνάμεων θα είναι σίγουρα μαζί σου· φυλάει τα νώτα σας και είναι η ασπίδα σας» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 26). «Ναι», σκέφτηκα. «Ο Θεός επέτρεψε στην κυβέρνηση του ΚΚΚ να με αιχμαλωτίσει. Αν και αυτό το μέρος είναι σκοτεινό και τρομακτικό, και δεν έχω ιδέα τι θα συναντήσω στη συνέχεια, ο Θεός είναι το στήριγμά μου ώστε να μην έχω τίποτα να φοβηθώ! Είναι όλα ή τίποτα, και τα αφήνω όλα στα χέρια του Θεού». Έχοντας κατανοήσει το θέλημά Tου, ένιωσα πολύ πιο ήρεμη κι έτσι απηύθυνα μια σιωπηλή προσευχή στον Θεό: «Θεέ μου! Σε ευχαριστώ για τη διαφώτιση και τη φώτισή Σου που μου επέτρεψαν να κατανοήσω ότι όλα αυτά συμβαίνουν με την άδειά Σου. Επιθυμώ να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις Σου, να αναζητήσω το θέλημά Σου σε αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση και να κερδίσω τις αλήθειες που επιθυμείς να μου δώσεις. Θεέ μου! Απλώς έχω πολύ μικρό ανάστημα, γι’ αυτό Σου ζητώ να μου χαρίσεις πίστη και δύναμη και να με προστατεύεις, ώστε να μη Σε προδώσω ποτέ, ανεξάρτητα από τα βασανιστήρια στα οποία ενδέχεται να υποβληθώ». Μετά την προσευχή, στέγνωσα τα δάκρυά μου και αναλογίστηκα τον λόγο του Θεού, ενώ περίμενα σιωπηλά τον ερχομό της νέας ημέρας.

Νωρίς την επόμενη μέρα, ακούστηκε ένας κρότος και άνοιξε η πόρτα του κελιού. Μία από τίς σωφρονιστικές υπαλλήλους φώναξε: «Έξω, εσύ!» Έμεινα για μια στιγμή αναποφάσιστη προτού τελικά συνειδητοποιήσω ότι φώναζε εμένα. Στην αίθουσα ανακρίσεων, οι αστυνομικοί μού ζήτησαν και πάλι να δώσω το όνομα και τη διεύθυνσή μου και να τους πω για την εκκλησία. Δεν είπα τίποτα, απλώς καθόμουν στην καρέκλα με το κεφάλι κατεβασμένο. Με ανέκριναν καθημερινά για μια βδομάδα, μέχρι που τελικά ένας από αυτούς κάρφωσε το δάχτυλό του πάνω μου και φώναξε: «Σκύλα! Έχουμε ξοδέψει μέρες μαζί σου και δεν έχεις πει λέξη. Ωραία, περίμενε και θα δεις. Έχουμε κάτι να σου δείξουμε!» Αφού τα είπε αυτά, οι δύο αστυνομικοί όρμησαν έξω, βροντώντας την πόρτα πίσω τους. Μία μέρα καθώς έπεφτε η νύχτα, η αστυνομία ήλθε και πάλι να με πάρει. Με έδεσαν με χειροπέδες και με έχωσαν σε μια κλούβα. Καθισμένη στο πίσω μέρος της κλούβας αυτής, άθελά μου αισθάνθηκα να με καταλαμβάνει πανικός και σκέφτηκα: «Πού με πηγαίνουν; Μπορεί να με πηγαίνουν στη μέση του πουθενά για να με βιάσουν; Θα με παραχώσουν σε έναν σάκο και θα με ρίξουν στο ποτάμι να ταΐσουν τα ψάρια;» Φοβόμουν απίστευτα, εκείνη όμως ακριβώς τη στιγμή άρχισαν να αντηχούν στα αυτιά μου κάποιοι στίχοι από έναν ύμνο της εκκλησίας που ονομάζεται «Η βασιλεία»: «Με τον Θεό για στήριγμα, τι να φοβηθώ; Ορκίζομαι να αντιμάχομαι τον Σατανά ως το τέλος. Ο Θεός μας ανυψώνει, πρέπει μόνο να παλεύουμε για να γίνουμε μάρτυρες για τον Χριστό. Ο Θεός θα πραγματοποιήσει το θέλημά Του στη γη. Θα αφιερώσω όλη την αγάπη και την πίστη μου στον Θεό. Θα καλωσορίσω την επιστροφή Του όταν κατέβει με δόξα» (Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια). Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, μια ανεξάντλητη δύναμη ανάβλυσε από μέσα μου. Σήκωσα το κεφάλι μου για να κοιτάξω έξω από το παράθυρο ενώ αναλογιζόμουν σιωπηλά τους στίχους του ύμνου. Ένας από τους αστυνομικούς παρατήρησε ότι κοιτούσα έξω από το παράθυρο και γρήγορα τράβηξε μια κουρτίνα, προτού μου φωνάξει άγρια: «Τι κοιτάς; Χαμήλωσε το κεφάλι σου!» Οι τόσο ξαφνικές φωνές του με έκαναν να τρέμω από σοκ και αμέσως κατέβασα το κεφάλι. Οι τέσσερις αστυνομικοί μέσα στην κλούβα κάπνιζαν όλοι, φυσώντας σύννεφα καπνού και, πολύ σύντομα, ο αέρας μέσα στην κλούβα είχε γίνει αβάσταχτα δύσοσμος. Άρχισα να βήχω. Ένας από τους αστυνομικούς που καθόταν μπροστά μου γύρισε και μου τσίμπησε το πηγούνι με τα δάχτυλα προτού μου φυσήξει τον καπνό κατάμουτρα. Έπειτα, είπε κακόβουλα: «Ξέρεις, αρκεί μόνο να μας πεις όλα όσα γνωρίζεις και δεν θα χρειαστεί να υποφέρεις καθόλου. Μπορείς απλά να πας σπίτι. Είσαι νέα και πολύ όμορφη...» Λέγοντάς τα αυτά, διέτρεξε το πρόσωπό μου με τα δάχτυλά του και μου έκλεισε λάγνα το μάτι, έπειτα γέλασε με κακία και είπε: «Ίσως να σου βρούμε και αγόρι». Απέστρεψα το πρόσωπό μου και σήκωσα τα αλυσοδεμένα χέρια μου για να διώξω το χέρι του. Εξοργισμένος λόγω της αμηχανίας του, είπε: «Ω, είσαι πολύ δυνατή. Περίμενε απλά να φτάσουμε εκεί που πάμε, και τότε θα συμπεριφερθείς σωστά». Η κλούβα συνέχισε την πορεία της. Δεν είχα καμία ιδέα για το τι επρόκειτο να αντιμετωπίσω και έτσι το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να επικαλεστώ σιωπηλά τον Θεό μέσα από την καρδιά μου: «Θεέ μου! Είμαι έτοιμη να τα διακινδυνεύσω όλα τώρα. Ανεξάρτητα από το τι τακτικές θα χρησιμοποιήσουν οι τρομακτικοί αυτοί αστυνομικοί εναντίον μου, όσο μου μένει έστω και μία πνοή στο σώμα μου, εγώ θα γίνω ένας σταθερός και ηχηρός μάρτυράς Σου ενώπιον του Σατανά!»

Μετά από περισσότερο από μισή ώρα, η κλούβα σταμάτησε. Οι αστυνομικοί με έσυραν έξω. Τρέκλισα για να σταθώ στα πόδια μου και κοίταξα τριγύρω. Ήταν ήδη εντελώς σκοτεινά και υπήρχαν μόνο μερικά κενά κτίρια διάσπαρτα στον χώρο, χωρίς ούτε ένα φως αναμμένο —όλα φαίνονταν τόσο ζοφερά και τρομακτικά. Με συνόδευσαν σε ένα από τα κτίρια. Στο εσωτερικό, υπήρχε ένα γραφείο και ένας καναπές, με έναν ηλεκτρικό λαμπτήρα να κρέμεται από το ταβάνι, ο οποίος έριχνε στα πάντα ένα φρικτά ωχρό φως. Υπήρχαν σχοινιά και χαλύβδινες αλυσίδες στο πάτωμα, και στην άκρη του δωματίου μια καρέκλα κατασκευασμένη από χοντρές μεταλλικές ράβδους. Αντιμέτωπη με αυτήν τη φοβερή σκηνή, άθελά μου άρχισα να πανικοβάλλομαι. Μου κόπηκαν τα πόδια κι έπρεπε να καθίσω στον καναπέ να ηρεμήσω. Μπήκαν τότε αρκετοί άνδρες στο δωμάτιο και ένας από αυτούς με κατσάδιασε δυνατά. «Τι νομίζεις ότι κάνεις καθισμένη εκεί; Είναι δικός σου για να κάθεσαι; Σήκω!» Ενώ μιλούσε, έτρεξε προς το μέρος μου και με κλότσησε μερικές φορές, έπειτα με άρπαξε από την μπλούζα, με σήκωσε τραβώντας με από τον καναπέ και με έσυρε στη μεταλλική καρέκλα. Ένας άλλος από τους αστυνομικούς μού είπε: «Ξέρεις, είναι σπουδαίο πράγμα αυτή η καρέκλα. Κάθεσαι απλώς για λίγο και εξασφαλίζεις “το όφελος” για την υπόλοιπη ζωή σου. Αυτή η καρέκλα έχει φτιαχτεί ειδικά για εσάς τους πιστούς του Παντοδύναμου Θεού. Δεν αφήνουμε τον καθένα να καθίσει. Εσύ απλά να είσαι καλό κορίτσι, να κάνεις ό,τι λέμε και να απαντάς ειλικρινά στις ερωτήσεις μας, και τότε δεν θα χρειαστεί να καθίσεις. Λοιπόν, πες μας, γιατί ήρθες στο Γκουϊζού; Για να κηρύξεις το ευαγγέλιό σας;» Δεν είπα τίποτα. Ένας αστυνομικός με σκληρή όψη που στεκόταν στο πλάι με απείλησε με το δάχτυλο και μου μίλησε άσχημα, λέγοντας: «Σταμάτα να κάνεις τη χαζή, να πάρει! Αν δεν μιλήσεις, θα πάρεις μια γεύση από την καρέκλα!» Έμεινα και πάλι σιωπηλή.

Τότε ακριβώς μπήκε στην αίθουσα μια προκλητικά ντυμένη γυναίκα και αποδείχθηκε ότι αυτή η συμμορία των αστυνομικών τής είχε ζητήσει να έλθει και να με πείσει να ομολογήσω. Με προέτρεψε με ψεύτικη ευγένεια, λέγοντας: «Κοίτα, είσαι ξένη εδώ και δεν έχεις συγγενείς ή φίλους. Πες μας ό,τι θέλουμε να μάθουμε, εντάξει; Μόλις μας πεις αυτά που θέλουμε να μάθουμε, θα σου βρω δουλειά και σύζυγο εδώ στο Γκουϊζού. Σου υπόσχομαι ότι θα σου βρω έναν καλό άντρα. Εάν, όμως, δεν το θέλεις αυτό, τότε θα μπορούσες να έλθεις να δουλέψεις για μένα ως νταντά μου. Θα σε πληρώνω κάθε μήνα. Έτσι, θα μπορούσες να εγκατασταθείς εδώ και να ριζώσεις». Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα, αλλά δεν απάντησα. Μέσα μου, σκέφτηκα: «Οι δαίμονες είναι δαίμονες. Δεν παραδέχονται την ύπαρξη του Θεού, απλώς κάνουν κάθε είδους τρομερά πράγματα για χάρη του χρήματος και του κέρδους. Τώρα προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν το κέρδος για να με δωροδοκήσουν και να με κάνουν να προδώσω τον Θεό. Πώς θα μπορούσα ποτέ να πέσω θύμα των πονηρών σχεδίων τους και να γίνω ένας επαίσχυντος Ιούδας;» Είδε ότι τα «ευγενικά» της λόγια δεν είχαν καμία επίδραση επάνω μου και ένιωσε ότι είχε ρεζιλευτεί μπροστά στους άλλους αστυνομικούς, έτσι άφησε αμέσως τα προσχήματα και έδειξε το αληθινό της πρόσωπο. Έβγαλε ένα λουρί από το σακίδιό της και με μαστίγωσε μ’ αυτό βίαια μερικές φορές, έπειτα έριξε επιθετικά το σακίδιό της στον καναπέ. Κουνώντας το κεφάλι της αγανακτισμένη, πήγε και στάθηκε στο πλάι. Βλέποντας τι είχε συμβεί, ένας παχύς, κακός αστυνομικός έπεσε επάνω μου, με έπιασε από τα μαλλιά και κοπάνησε το κεφάλι μου στον τοίχο αρκετές φορές, φωνάζοντάς μου με σφιγμένα δόντια: «Δεν ξέρεις πότε κάποιος προσπαθεί να σου κάνει χάρη; Ε; Δεν ξέρεις; Θα μιλήσεις ή όχι;» Κοπάνησε το κεφάλι μου τόσες φορές στον τοίχο που είδα αστράκια, το κεφάλι μου βούιζε, το δωμάτιο περιστρεφόταν κι εγώ έπεσα στο πάτωμα. Στη συνέχεια, με σήκωσε σέρνοντάς με και με πέταξε στη μεταλλική καρέκλα σαν να μην ήμουν παρά ένα μικρό πουλάκι. Μόνο αφού συνήλθα λίγο άρχισα κάπως να ανοίγω τα μάτια μου —είδα ότι στο χέρι του έσφιγγε ακόμη μια τούφα από τα μαλλιά που μου είχε ξεριζώσει. Με έδεσαν στην καρέκλα από το κεφάλι ως τα πόδια και τοποθέτησαν μια χοντρή χαλύβδινη πλάκα μπροστά από το στήθος μου. Στερέωσαν τις χειροπέδες μου στην καρέκλα και στα πόδια μου προσάρμοσαν δεσμά που ζύγιζαν δεκάδες κιλά, και στη συνέχεια τα αλυσόδεσαν και στην καρέκλα. Ένιωθα σαν άγαλμα, μην μπορώντας να κουνήσω ούτε το δαχτυλάκι μου. Οι κρύες και βαριές αλυσίδες, τα λουκέτα και οι χειροπέδες με κρατούσαν στη μεταλλική καρέκλα —το βάσανό μου δεν μπορούσε να εκφραστεί με λόγια. Βλέποντάς με να πονάω, οι κακοί αστυνομικοί ήταν ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους και άρχισαν να με χλευάζουν, λέγοντας: «Δεν είναι ο Θεός που πιστεύεις παντοδύναμος; Γιατί δεν έρχεται να σε σώσει; Γιατί δεν σε σώζει από αυτήν την καρέκλα βασανιστηρίων; Καλύτερα να αρχίσεις να μιλάς. Ο Θεός σου δεν μπορεί να σε σώσει, μόνο εμείς μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Πες μας όσα θέλουμε να μάθουμε και θα σε αφήσουμε να φύγεις. Θα μπορούσες να έχεις μια καλή ζωή. Τι άχρηστο που είναι να πιστεύεις σε κάποιον Θεό!» Αντιμετώπισα τις σαρκαστικές παρατηρήσεις των κακών αστυνομικών πολύ ήρεμα, επειδή ο λόγος του Θεού λέει: «Κατά τις έσχατες μέρες, ο Θεός χρησιμοποιεί λόγια, και όχι σημεία και θαύματα, για να οδηγήσει τον άνθρωπο στην τελείωση. Χρησιμοποιεί τα λόγια Του για να εκθέσει τον άνθρωπο, να τον κρίνει, να τον παιδεύσει και να τον οδηγήσει στην τελείωση, έτσι ώστε μέσα στα λόγια του Θεού, ο άνθρωπος να καταφέρει να διακρίνει τη σοφία και την ομορφιά Του και να κατανοήσει τη διάθεσή Του, ώστε, μέσω των λόγων Tου, ο άνθρωπος να δει τις πράξεις του Θεού» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Γνωρίζοντας το έργο του Θεού σήμερα). Το έργο που επιτελεί ο Θεός τώρα είναι έργο πρακτικό, όχι υπερφυσικό. Ο Θεός χρησιμοποιεί τον λόγο Του για να οδηγήσει τον άνθρωπο στην τελείωση και επιτρέπει στον λόγο Του να γίνει η πίστη μας και η ζωή μας. Χρησιμοποιεί πρακτικές καταστάσεις για να αλλάξει τη διάθεση της ζωής μας και αυτό ακριβώς το είδος πρακτικού έργου μπορεί να αποκαλύψει καλύτερα τη μεγάλη δύναμη και σοφία του Θεού και να νικήσει πιο αποτελεσματικά τον Σατανά μια για πάντα. Η κυβέρνηση του ΚΚΚ με είχε συλλάβει και με υπέβαλε σε σκληρά βασανιστήρια, επειδή ο Θεός ήθελε να ελέγξει την πίστη μου σε Αυτόν και να δει αν ήμουν ικανή να ζήσω με βάση τον λόγο Του και να παραμείνω αμετακίνητη στη μαρτυρία μου γι’ Αυτόν. Γνωρίζοντάς το αυτό, επιθυμούσα να υποταχθώ σε κάθε κατάσταση που θα επέτρεπε ο Θεός να μου συμβεί. Η σιωπή μου εξόργισε τη συμμορία των κακών αστυνομικών και όρμησαν προς το μέρος μου σαν να είχαν όλοι τρελαθεί. Με περικύκλωσαν και με χτύπησαν βίαια. Μερικοί με γρονθοκόπησαν δυνατά στο κεφάλι, μερικοί με κλότσησαν άγρια στα πόδια, ενώ άλλοι έσκιζαν τα ρούχα μου και πασπάτευαν το πρόσωπό μου. Έβραζα από θυμό για τον σκληρό ξυλοδαρμό και την αλήτικη συμπεριφορά τους. Αν δεν ήμουν σφιχτά δεμένη σε αυτήν την καρέκλα βασανιστηρίων, θα αγωνιζόμουν απελπισμένα! Για την κυβέρνηση του ΚΚΚ, αυτήν την αρχιεγκληματική οργάνωση, δεν αισθανόμουν τίποτε παρά μόνο μίσος μέχρι το κόκκαλο, και απλά πήρα σιωπηλά την εξής απόφαση: Όσο περισσότερο με διώκει, τόσο περισσότερο θα μεγαλώνει η πίστη μου και θα πιστεύω στον Θεό ως την τελευταία μου πνοή! Όσο περισσότερο με διώκει, τόσο περισσότερο αποδεικνύει ότι ο Παντοδύναμος Θεός είναι ο μόνος, αληθινός Θεός, αλλά και ότι ακολουθώ την αληθινή οδό! Απέναντι σε αυτά τα γεγονότα, συνειδητοποίησα πολύ ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για πόλεμο ανάμεσα στο καλό και το κακό, για αγώνα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, και ότι αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να ορκιστώ να υποστηρίζω το όνομα του Θεού και τη μαρτυρία Του και να ντροπιάσω τον Σατανά με πρακτική δράση, δίνοντας έτσι στον Θεό την ευκαιρία να κερδίσει δόξα. Οι κακοί αυτοί αστυνομικοί προσπαθούσαν επί αρκετές ημέρες βασανιστηρίων και ανακρίσεων να μου αποσπάσουν ομολογία, όμως δεν τους είπα τίποτα σχετικά με την εκκλησία. Στο τέλος, μην έχοντας άλλη επιλογή, είπαν: «Είναι σκληρό καρύδι, αυτή. Την ανακρίνουμε μέρες τώρα, αλλά δεν έχει πει λέξη». Ακούγοντάς τους να συζητούν για μένα, ήξερα ότι ο λόγος του Θεού με είχε βοηθήσει να περάσω μέσα από κάθε κολασμένη πύλη που είχαν βάλει οι δαίμονες αυτοί μπροστά μου και ότι ο Θεός με είχε προστατεύσει, ώστε να παραμείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου γι’ Αυτόν. Από τα βάθη της καρδιάς μου, ευχαρίστησα σιωπηλά και αίνεσα τον Παντοδύναμο Θεό!

Επί δέκα και πλέον ημέρες ανάκρισης, καθόμουν σε εκείνη την παγωμένη καρέκλα βασανιστηρίων μέρα και νύχτα και αισθανόμουν ολόκληρο το σώμα μου σαν να είχε βυθιστεί σε ένα παγωμένο σπήλαιο. To κρύο είχε φτάσει ως το μεδούλι μου και ένιωθα κάθε άρθρωση στο σώμα μου σαν να είχε διαλυθεί. Ένας από τους κακούς αστυνομικούς που ήταν αρκετά νέος με είδε να τρέμω από το κρύο, κι έτσι εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να μου πει: «Καλύτερα να αρχίσεις να μιλάς! Ακόμη και οι πιο ανθεκτικοί άνθρωποι δεν αντέχουν πολύ σε αυτήν την καρέκλα. Αν συνεχίσεις έτσι, θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου σακατεμένη». Όταν τον άκουσα να το λέει αυτό, άρχισα να αισθάνομαι αδυναμία και ανησυχία, όμως στη συνέχεια επικαλέστηκα σιωπηλά τον Θεό ζητώντας Του να μου δώσει τη δύναμη να υπομείνω αυτό το απάνθρωπο μαρτύριο και να μην κάνω τίποτα που θα μπορούσε να Τον προδώσει. Αφού προσευχήθηκα, ο Θεός με διαφώτισε με έναν ύμνο της εκκλησίας που τον έψελνα πάντα γιατί ήταν ο αγαπημένος μου: «Δεν με νοιάζει το μονοπάτι εμπρός· του Θεού το θέλημα κάνω·αυτό είν’ το κάλεσμά μου. Ούτε το μέλλον μου με νοιάζει. Εφόσον τον Θεό επέλεξα ν’ αγαπώ, πιστή θα είμαι μέχρι τέλους. Όσο μεγάλοι κι αν είναι οι κίνδυνοι κι οι κακουχίες, όσο ανώμαλο και δύσβατο το μονοπάτι εμπρός, αφού στόχος μου είν’ η μέρα που θ’ αποκτήσει δόξα ο Θεός, τα πάντα θ’ απαρνηθώ και θ’ αγωνιστώ να συνεχίσω» («Βαδίζοντας στο μονοπάτι της αγάπης προς τον Θεό» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Και η παραμικρή λέξη αυτού του ύμνου με ενέπνεε και τον έψαλλα ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Άθελά μου σκέφτηκα τον όρκο που είχα κάνει προηγουμένως ενώπιον του Θεού, ότι ανεξάρτητα από το τι βάσανα ή ταλαιπωρίες θα έπρεπε να υπομείνω, εγώ θα εξακολουθούσα να ξοδεύω τη ζωή μου για τον Θεό και θα παρέμενα πιστή σ’ Αυτόν μέχρι το τέλος. Όμως, άρχιζα να αισθάνομαι αδύναμη και δειλή αφού υπέφερα λίγο μόνο πόνο —πώς μπορούσα να θεωρούμαι πιστή; Δεν έπεφτα θύμα του πονηρού τεχνάσματος του Σατανά; Ο Σατανάς ήθελε να σκέφτομαι τη σάρκα μου και να προδώσω τον Θεό, εγώ όμως ήξερα ότι δεν πρέπει να τον αφήσω να με ξεγελάσει. Το ότι ήμουν σε θέση να υποφέρω για την πίστη μου στον Θεό ήταν το σημαντικότερο και πολυτιμότερο πράγμα, ήταν λαμπρό, και όσο κι αν υπέφερα, δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να γίνει ένα αξιολύπητο μικροπρεπές άτομο που γυρνά την πλάτη στην πίστη του και προδίδει τον Θεό. Μόλις πήρα την απόφαση αυτή να ικανοποιήσω τον Θεό, σταμάτησα σταδιακά να αισθάνομαι τόσο κρύο και ο πόνος στην καρδιά μου εξαφανίστηκε. Για μία ακόμη φορά, είχα γίνει μάρτυρας των θαυμαστών έργων του Θεού και είχα βιώσει την αγάπη Του. Αν και η αστυνομία δεν είχε επιτύχει τον στόχο της, δεν είχαν ακόμη τελειώσει μαζί μου. Άρχισαν να με βασανίζουν με τη σειρά και με κρατούσαν ξύπνια όλη μέρα κι όλη νύχτα. Και μόνο να έκλεινα τα μάτια μου για ένα δευτερόλεπτο, με μαστίγωναν με μια βίτσα από ιτιά, ειδάλλως με κάρφωναν με το κλομπ για το ηλεκτροσόκ. Κάθε φορά που το έκαναν αυτό, ένιωθα να με διατρέχει ηλεκτρικό ρεύμα και ολόκληρο το σώμα μου σπαραζόταν από σπασμούς. Ο πόνος ήταν τόσο άσχημος που με έκανε να θέλω να πεθάνω. Καθώς με χτυπούσαν, φώναζαν: «Και πάλι δεν θα μας τα πεις όλα, να πάρει, και θες μάλιστα να πας και για ύπνο! Για να δούμε αν μπορούμε να σε βασανίσουμε μέχρι θανάτου σήμερα!» Τα χτυπήματά τους γίνονταν ολοένα και πιο έντονα, ολοένα και πιο άγρια, και οι σπαρακτικές κραυγές μου αντηχούσαν στο δωμάτιο. Επειδή ήμουν τόσο σφιχτά δεμένη στην καρέκλα των βασανιστηρίων και δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε το δαχτυλάκι μου, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά να υποταχθώ στις αγριότητές τους. Οι κακοί αυτοί αστυνομικοί ευχαριστήθηκαν ακόμη περισσότερο με τον εαυτό τους και κάθε τόσο ξεσπούσαν σε δυνατά γέλια. Με υπέβαλαν σε μαστιγώματα και ηλεκτροπληξία για τόση πολλή ώρα που γέμισα μώλωπες και κοψίματα, το πρόσωπο, ο λαιμός, τα χέρια και οι παλάμες μου καλύφθηκαν με μοβ μελανιές και ολόκληρο το σώμα μου πρήστηκε. Το κορμί μου έμοιαζε να έχει μουδιάσει, ωστόσο, και δεν πονούσα πια τόσο πολύ. Ήξερα ότι ήταν ο Θεός που με φρόντιζε κι ανακούφιζε τον πόνο μου και Τον ευχαρίστησα ξανά και ξανά μέσα από την καρδιά μου.

Τα υπέμεινα αυτά για σχεδόν έναν μήνα, μέχρι που πραγματικά δεν μπορούσα να αντέξω άλλο. Ήθελα τόσο πολύ να κοιμηθώ, έστω και για λίγο. Αυτοί οι δαίμονες, ωστόσο, δεν είχαν ίχνος ανθρώπινης φύσης. Τη στιγμή που με έβλεπαν να κλείνω τα μάτια, μου έριχναν αμέσως ένα γεμάτο ποτήρι νερό στο πρόσωπο για να τρομάξω και να ξυπνήσω και έπρεπε και πάλι να προσπαθήσω να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Η δύναμή μου είχε εξαντληθεί τελείως —έμοιαζε λες κι η ζωή μου είχε φτάσει στο τέλος της. Όμως ο Θεός με προστάτευε πάντοτε, διατηρώντας το μυαλό μου πολύ καθαρό και σε εγρήγορση και την πίστη μου ισχυρή, ώστε να μην Τον προδώσω. Βλέποντας ότι δεν είχαν λάβει καμία πληροφορία από μένα και φοβούμενοι ότι μπορεί όντως να πεθάνω, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να με πάνε πίσω στο κατάστημα κράτησης. Πέντε ή έξι μέρες πέρασαν και δεν είχα συνέλθει ακόμη από τα βασανιστήριά τους, όμως με έσυραν και πάλι έξω και με αλυσόδεσαν ξανά στην καρέκλα των βασανιστηρίων. Έδεσαν ξανά τα βαριά δεσμά στα πόδια μου και προσπάθησαν για μία ακόμη φορά να μου αποσπάσουν ομολογία με ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια και κακομεταχείριση. Με υπέβαλαν σε βασανιστήρια εκεί για περίπου δέκα ημέρες ακόμη, και μόνον όταν δεν μπορούσα πραγματικά να αντέξω άλλο, με πήγαν τελικά πίσω στο κατάστημα κράτησης. Πέρασαν πέντε ή έξι ακόμη μέρες και επαναλήφθηκε ακριβώς το ίδιο. Πέρασαν έτσι έξι μήνες, και ούτε καν ξέρω πόσες φορές υποβλήθηκα στα ίδια βασανιστήρια ξανά και ξανά. Με βασάνισαν μέχρι εσχάτης και πλήρους εξάντλησης, και από τα βάθη της καρδιάς μου εγκατέλειψα κάθε ελπίδα για μια μελλοντική ζωή. Άρχισα να αρνούμαι να φάω και για αρκετές ημέρες αρνιόμουν να πιώ έστω και μια σταγόνα νερό. Άρχισαν τότε να μου βάζουν στο στόμα νερό με το ζόρι˙ ένας από αυτούς κρατούσε το κεφάλι μου ενώ ένας άλλος κρατούσε το πρόσωπό μου, άνοιγε το στόμα μου και έριχνε μέσα νερό. Το νερό έτρεχε γύρω από το στόμα μου, κυλούσε στον λαιμό μου και μούσκευε τα ρούχα μου. Αισθανόμουν όλο μου το σώμα παγωμένο και προσπαθούσα να αγωνιστώ, όμως δεν είχα δύναμη ούτε να κουνήσω το κεφάλι μου. Βλέποντας ότι το να αρνούμαι το φαγητό ήταν κι αυτό μια άχρηστη προσπάθεια, αποφάσισα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία που μου προσέφερε το ότι πήγαινα στην τουαλέτα για να συνθλίψω το κεφάλι μου στον τοίχο και να σκοτωθώ. Σέρνοντας τα απίστευτα βαριά δεσμά μου, τρέκλισα βήμα-βήμα προς την τουαλέτα, κρατώντας τον τοίχο σε όλη τη διαδρομή. Επειδή δεν είχα φάει για πάρα πολύ καιρό, τα μάτια μου ήταν θολά και δεν μπορούσα καλά-καλά να δω πού πηγαίνω. Έπεσα πολλές φορές στον δρόμο. Μέσα από τη θολούρα, είδα ότι οι αστράγαλοί μου είχαν μετατραπεί σε μια σάρκινη ματωμένη μάζα από τα χαλύβδινα δεσμά και έτρεχε άφθονο αίμα. Όταν έφτασα σε ένα παράθυρο, σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα έξω. Είδα ανθρώπους μακριά να περπατούν πέρα-δώθε, πηγαίνοντας στη δουλειά τους, και ξαφνικά ένιωσα κάτι υπέροχο να αναδεύεται βαθιά μέσα μου και σκέφτηκα: «Από όλα αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπων, πόσοι πιστεύουν στον Παντοδύναμο Θεό; Είμαι από τους τυχερούς, γιατί ο Θεός επέλεξε εμένα —έναν τόσο συνηθισμένο άνθρωπο— μέσα από το πλήθος και χρησιμοποίησε τον λόγο Του για να με ποτίσει και να με φροντίσει, οδηγώντας με σε κάθε μου βήμα μέχρι τώρα. Ο Θεός με έχει ευλογήσει πάρα πολύ, γιατί, λοιπόν, επιζητώ τον θάνατο; Δεν θα πληγώσω πραγματικά τον Θεό κάνοντάς το αυτό;» Τότε ακριβώς, ήλθε στο μυαλό μου ο λόγος του Θεού: «Κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Την ομορφιά του Θεού μπορείς να τη γνωρίσεις μόνο βιώνοντας επίπονες δοκιμασίες). Κάθε λέξη, γεμάτη ενθάρρυνση και προσδοκία, ζέστανε και ενέπνευσε την καρδιά μου και αισθάνθηκα διπλά συγκινημένη —είχα βρει το θάρρος να συνεχίσω. Εμψύχωσα τον εαυτό μου με μια εσωτερική ομιλία: «Οι δαίμονες μπορούν μόνο να καταστρέψουν το σώμα μου, δεν μπορούν όμως να καταστρέψουν την επιθυμία μου να ικανοποιήσω τον Θεό. Η καρδιά μου θα ανήκει για πάντα σ’ Αυτόν. Θα είμαι δυνατή και ποτέ δεν θα συνθηκολογήσω!» Στη συνέχεια επέστρεψα, βήμα-βήμα, σέρνοντας τα βαριά δεσμά μου. Σαστισμένη όπως ήμουν, σκέφτηκα τον Κύριο Ιησού, γεμάτο πληγές, να ανεβαίνει τον ελικοειδή δρόμο του Γολγοθά, εντελώς εξαντλημένος και κουβαλώντας τον βαρύ εκείνον σταυρό στην πλάτη Του, κι έπειτα μου ήλθαν στον νου τα εξής λόγια από τον Παντοδύναμο Θεό: «Στον δρόμο προς την Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς ένιωσε την αγωνία, σαν ένα μαχαίρι που έστριβε στην καρδιά Του, όμως δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να παραβεί τον λόγο Του· πάντα υπήρχε μια ισχυρή δύναμη που Τον ωθούσε μπροστά, εκεί που επρόκειτο να σταυρωθεί» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Πώς να υπηρετήσεις σε αρμονία με το θέλημα του Θεού). Εκείνη τη στιγμή, δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο τα δάκρυά μου, και κύλησαν ελεύθερα στα μάγουλά μου. Είπα μια προσευχή στον Θεό μέσα από την καρδιά μου: «Θεέ μου! Είσαι τόσο άγιος, και ύψιστος, κι όμως για να μας σώσεις ενσαρκώθηκες Εσύ προσωπικά. Υπέφερες τρομερή ταπείνωση και πόνο και σταυρώθηκες για χάρη μας. Θεέ μου! Ποιος γνώρισε ποτέ τη θλίψη και τον πόνο Σου; Ποιος κατάλαβε ποτέ ή εκτίμησε το επίπονο τίμημα που πλήρωσες για χάρη μας; Υποφέρω τώρα αυτήν την ταλαιπωρία για να επιτύχω τη σωτηρία. Επιπλέον, υποφέρω για να δω ξεκάθαρα την κακή ουσία της κυβέρνησης του ΚΚΚ ενώ υφίσταμαι αγριότητες στα χέρια των δαιμόνων της, έτσι ώστε να μη με εξαπατήσει, ούτε να με ξεγελάσει ποτέ ξανά, κι έτσι να απαλλαγώ από τη σκοτεινή της επιρροή. Και πάλι, όμως, δεν έλαβα καθόλου υπόψη το θέλημά Σου και απλώς σκέφτομαι τη δική μου σάρκα και θέλω να πεθάνω για να τελειώσει το μαρτύριο αυτού του πόνου. Είμαι πολύ δειλή και απαίσια! Θεέ μου! Εσύ ξοδεύεις τον εαυτό Σου και υποφέρεις για μας ανά πάσα στιγμή και μας αφιερώνεις όλη Σου την αγάπη. Θεέ μου! Δεν μπορώ να κάνω τίποτα τώρα, παρά μόνο να επιθυμώ να αφιερώσω την καρδιά μου εντελώς σ’ Εσένα, να Σε ακολουθήσω μέχρι τέλους, ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να υποφέρω, και να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για να Σε ικανοποιήσω!» Δεν είχα χύσει ούτε ένα δάκρυ επί πολλούς μήνες σκληρών ξυλοδαρμών και βασανιστηρίων, οπότε όταν επέστρεψα στην αίθουσα ανακρίσεων οι κακοί αστυνομικοί είδαν ότι το πρόσωπό μου ήταν υγρό από δάκρυα και νόμισαν ότι ήμουν έτοιμη να σπάσω. Ο παχύς από αυτούς φαινόταν πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του και μου χαμογέλασε λέγοντας: «Το σκέφτηκες καλύτερα; Θα παίξεις μπάλα;» Τον αγνόησα παντελώς και το πρόσωπό του έγινε αμέσως μοβ. Ξαφνικά, σήκωσε το χέρι του και άρχισε να με χαστουκίζει αμέτρητες φορές. Με άφησε με πρόσωπο να καίει από τον πόνο, ενώ αίμα έτρεχε από τις άκρες του στόματός μου και έσταζε στο πάτωμα. Ένας άλλος από τους κακούς αστυνομικούς μού έριξε ένα ποτήρι νερό στο πρόσωπο και φώναξε με σφιγμένα δόντια: «Δεν μας νοιάζει αν δεν παίζεις μπάλα. Αυτός ο κόσμος ανήκει πλέον στο Κομμουνιστικό Κόμμα και, αν δεν μιλήσεις, μπορούμε και πάλι να σε στείλουμε στη φυλακή!» Όμως, ανεξάρτητα από το πώς προσπάθησαν να με απειλήσουν και να με εκφοβίσουν, εγώ και πάλι δεν είπα λέξη.

Μολονότι η αστυνομία δεν μπορούσε να βρει στοιχεία που να στηρίζουν την απαγγελία κατηγοριών, και πάλι δεν τα παρατούσαν, αλλά συνέχιζαν να προσπαθούν με βασανιστήρια να μου αποσπάσουν ομολογία. Αργά μια νύχτα, αρκετοί από αυτούς μέθυσαν και μπήκαν τρεκλίζοντας στην αίθουσα ανακρίσεων. Ένας από αυτούς, κοιτάζοντάς με λάγνα, έμοιαζε να κατεβάζει μια ιδέα και είπε: «Γδύστε την και κρεμάστε την. Τότε θα δούμε αν παίξει μπάλα». Ακούγοντάς τον να το λέει αυτό τρομοκρατήθηκα και επικαλέστηκα απεγνωσμένα τον Θεό μέσα από την καρδιά μου να καταραστεί αυτά τα κτήνη και να ματαιώσει τα λάγνα σχέδιά τους. Με έλυσαν από την καρέκλα βασανιστηρίων, όμως μετά βίας μπορούσα να σταθώ όρθια με αυτά τα βαριά δεσμά γύρω από τους αστραγάλους μου. Με περικύκλωσαν και άρχισαν να με κλοτσάνε πέρα-δώθε σαν μπάλα ποδοσφαίρου, φτύνοντας φλούδες από σπόρους πεπονιού στο πρόσωπό μου και ουρλιάζοντας ξανά και ξανά: «Θα παίξεις μπάλα; Εάν δεν είσαι καλή μαζί μας, τότε θα φροντίσουμε να μετανιώσεις που ζεις! Πού είναι ο Θεός σου τώρα; Δεν είναι παντοδύναμος; Ας μας σκοτώσει!» Άλλος έλεγε: «Ο Γουάνγκ χρειάζεται σύζυγο, τι λέτε να του τη δώσουμε; Χα χα…» Βλέποντας τα δαιμονικά πρόσωπά τους, το μίσος μου γι’ αυτούς έκαιγε μέσα τόσο ώστε στέγνωσαν όλα μου τα δάκρυα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να προσευχηθώ στον Θεό και να Του ζητήσω να προστατεύσει την καρδιά μου ώστε να μην Τον προδώσω, και να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις Του, είτε ζήσω είτε πεθάνω. Στο τέλος, οι κακοί αστυνομικοί είχαν παίξει όλα τους τα χαρτιά, όμως και πάλι δεν είχαν καταφέρει να μου πάρουν λέξη. Χωρίς καμία άλλη επιλογή, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να τηλεφωνήσουν και να δώσουν αναφορά στους ανωτέρους τους. «Αυτή η γυναίκα είναι σκληρή σαν πέτρα. Είναι μια σύγχρονη Liu Hulan. Ακόμη και μέχρι θανάτου να τη δέρναμε, και πάλι δεν θα μιλούσε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο!» Βλέποντάς τους να φαίνονται τόσο απεγνωσμένοι, ευχαρίστησα ξανά και ξανά τον Θεό μέσα από την καρδιά μου. Η καθοδήγηση του λόγου του Θεού μού είχε δώσει την ευκαιρία να νικήσω επανειλημμένα τα σκληρά βασανιστήριά τους. Δόξα στον Παντοδύναμο Θεό!

Παρά το γεγονός ότι οι αμέτρητες ανακρίσεις δεν είχαν αποφέρει τίποτε σ’ αυτούς, η κυβέρνηση του ΚΚΚ με κατηγόρησε για παρακώλυση της επιβολής του νόμου και με καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης επτά ετών χωρίς αναστολή. Οι δύο αδελφοί που είχαν συλληφθεί μαζί μου κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν ομοίως σε πέντε χρόνια φυλάκιση. Μετά από οκτώ μήνες απάνθρωπων βασανιστηρίων, στο άκουσμα της ποινής αυτής των επτά ετών φυλάκισης όχι μόνο δεν ένιωσα καθόλου πόνο ή αγωνία αλλά, αντιθέτως, αισθάνθηκα ήρεμη, και μάλιστα ότι μου έκαναν τιμή. Αυτό συνέβη επειδή κατά τη διάρκεια των προηγούμενων οκτώ μηνών είχα βιώσει την καθοδήγηση του Θεού σε κάθε βήμα του δρόμου και είχα απολαύσει την απεριόριστη αγάπη και προστασία Του. Αυτό μου είχε δώσει τη δυνατότητα να επιβιώσω κατά τρόπο θαυμαστό από τον απάνθρωπο αφανισμό που διαφορετικά θα ήταν πέρα από τα όρια της αντοχής μου, και είχα μπορέσει να μείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη παρηγοριά που θα μπορούσε να μου χαρίσει ο Θεός και προσέφερα τις ευχαριστίες και τον αίνο μου σ’ Αυτόν από τα βάθη της καρδιάς μου!

Στις 3 Νοεμβρίου 2008, με έστειλαν στο Πρώτο Γυναικείο Σωφρονιστικό Κατάστημα να εκτίσω την ποινή μου και έτσι ξεκίνησε η μακρά ζωή μου στη φυλακή. Υπήρχε ένα απίστευτα αυστηρό καθεστώς κανόνων στη φυλακή˙ σηκωνόμασταν στις 6 το πρωί και αρχίζαμε την εργασία και στη συνέχεια δουλεύαμε όλη τη μέρα μέχρι το βράδυ. Τα γεύματα και τα διαλείμματα για τουαλέτα είχαν τέτοια ένταση, σαν να βρισκόμασταν σε εμπόλεμη ζώνη, και οι κρατούμενες δεν επιτρέπετο να χαλαρώσουν ούτε στο ελάχιστο. Οι δεσμοφύλακες μάς παραφόρτωναν δουλειά ώστε να μπορούν να επωφελούνται ακόμη περισσότερο από την εργασία μας και ήταν πιο ανελέητοι προς όσους πίστευαν στον Θεό. Ζώντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ήμουν συνεχώς στην τσίτα —κάθε μέρα έμοιαζε με ολόκληρο χρόνο. Μου έβαζαν τις δυσκολότερες και βαρύτερες εργασίες στη φυλακή και το φαγητό που μου έδιναν να φάω δεν ήταν ούτε για σκύλους —ένα μισοψημένο, μαύρο και μικροσκοπικό ψωμάκι στον ατμό και μερικά κίτρινα, ξεραμένα φύλλα από πολυκαιρισμένα λάχανα. Σε μια προσπάθεια να μειωθεί η ποινή μου λόγω καλής συμπεριφοράς, συχνά εργαζόμουν όσο πιο σκληρά μπορούσα από την αυγή μέχρι το σούρουπο, και μάλιστα έκανα και υπερωρίες για να καλύψω το μερίδιό μου στην παραγωγή, το οποίο ήταν πέρα από τις σωματικές μου ικανότητες. Ήμουν κάθε μέρα στο πόδι για 15 ή 16 ώρες στο εργαστήριο, γυρίζοντας συνεχώς τη λαβή στην ημιαυτόματη μηχανή κατασκευής πουλόβερ. Και τα δύο πόδια μου πρήστηκαν και συχνά πονούσαν και τα αισθανόμουν αδύναμα. Παρά ταύτα, ποτέ δεν τόλμησα να επιβραδύνω, γιατί υπήρχαν δεσμοφύλακες οπλισμένοι με κλομπ για ηλεκτροσόκ που περιπολούσαν συνεχώς στο εργαστήριο και τιμωρούσαν όποια έβλεπαν να μη δουλεύει στον μέγιστο βαθμό και δεν έδιναν βαθμούς καλής συμπεριφοράς στις κρατούμενες. Η αδιάκοπη και εξαντλητική εργασία με άφηνε τελείως αποκαμωμένη στο σώμα και στον νου. Αν και ήμουν νέα ακόμη, πολλές από τις τρίχες μου άσπρισαν και σε πολλές περιπτώσεις σχεδόν λιποθύμησα επάνω στο μηχάνημα. Εάν δεν με πρόσεχε ο Θεός, ίσως να μην είχα επιζήσει. Τελικά, υπό την προστασία του Θεού, βρήκα δύο ευκαιρίες να μειώσω την ποινή μου και μπόρεσα να βγω από αυτήν την επίγεια κόλαση δύο χρόνια νωρίτερα.

Αφού υπέστην οκτώ ολόκληρους μήνες βάναυσων βασανιστηρίων και πέντε χρόνια φυλάκισης στα χέρια της κυβέρνησης του ΚΚΚ, τόσο το σώμα όσο και το μυαλό μου είχαν υποστεί σοβαρές βλάβες. Πολύ καιρό μετά την αποφυλάκισή μου με έπιανε τρόμος όταν συναντούσα ξένους. Συγκεκριμένα, κάθε φορά που βρισκόμουν σε ένα πολυσύχναστο μέρος που έσφυζε από ζωή, με πλημμύριζαν σκηνές με τους κακούς εκείνους αστυνομικούς να με βασανίζουν και ακούσια ένιωθα μέσα μου μια βαθιά αίσθηση τρόμου και ανησυχίας. Οι κύκλοι της περιόδου μου είχαν γίνει πραγματικό χάος κρατώντας με αλυσοδεμένη σε κείνη τη μεταλλική καρέκλα για τόσο πολύ καιρό, και με ταλαιπωρούσαν κάθε είδους ασθένειες. Αναλογιζόμενη τώρα τους ατελείωτους και επίπονους εκείνους μήνες, αν και βίωσα πολύ πόνο και πολλά δεινά, διαπίστωσα σαφώς ότι η «ανεξιθρησκεία» και «τα νόμιμα δικαιώματα και τα συμφέροντα των πολιτών που προστατεύονται από τον νόμο», τα οποία διατυμπανίζει συχνά η κυβέρνηση του ΚΚΚ, είναι απλώς τεχνάσματα για να αποκρύπτει τις αμαρτίες και την κακή της ουσία. Ταυτόχρονα, βίωσα επίσης αληθινά και εκτίμησα την παντοδυναμία, την κυριαρχία, την εξουσία και τη δύναμη του Θεού και μπόρεσα να αισθανθώ το ενδιαφέρον και το έλεός Του για μένα. Όλα αυτά ήταν τα πολύτιμα και άφθονα πλούτη ζωής που μου χάρισε ο Θεός. Το έργο Του είναι πρακτικό και κανονικό, και Αυτός επιτρέπει τον διωγμό μας εκ μέρους του Σατανά και των δαιμόνων. Όμως, ενώ οι δαίμονες μάς βλάπτουν μετά μανίας, ο Θεός είναι πάντοτε εκεί, προσέχοντάς μας σιωπηλά και προστατεύοντάς μας, χρησιμοποιώντας τον γεμάτο εξουσία και δύναμη λόγο Του για να μας διαφωτίσει και να μας καθοδηγήσει. Ο Θεός μάς χαρίζει πίστη και αγάπη, και κατακτά και νικά τον εχθρό Σατανά, κερδίζοντας έτσι δόξα. Αινώ τη σοφία και το κάλλος του Θεού από τα βάθη της καρδιάς μου!

Έχω πλέον επιστρέψει στην εκκλησία και είμαι με τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Υπό την καθοδήγηση της αγάπης του Θεού, ζω τη ζωή της εκκλησίας και, μαζί με τους αδελφούς και τις αδελφές μου, από κοινού διαδίδουμε το ευαγγέλιο της βασιλείας. Η ζωή μου ξεχειλίζει από σθένος και ζωτικότητα. Τώρα είμαι γεμάτη πίστη για το έργο του Θεού. Μπορώ σχεδόν να δω το όμορφο θέαμα της βασιλείας Του να εκδηλώνεται στη γη και δεν μπορώ παρά να ψάλλω τους αίνους Του! «Η βασιλεία του Χριστού έχει κατέλθει στη γη. Ο λόγος του Θεού έχει κατακτήσει τον κόσμο και έχει βασιλέψει στη γη. Όλα εδραιώθηκαν και ολοκληρώθηκαν από τον λόγο του Θεού, για να τα δούμε με τα ίδια μας τα μάτια. Ζητωκραυγάζουμε! Δοξάζουμε! Γιορτάζουμε την άφιξη της βασιλείας του Χριστού στη γη! Ζητωκραυγάζουμε! Δοξάζουμε! Γιορτάζουμε τη νέα Ιερουσαλήμ που κατέρχεται από τον ουρανό. Ο λόγος του Θεού είναι ανάμεσά μας, ζει ανάμεσά μας, είναι μαζί μας σε κάθε μας κίνηση και σκέψη. […] Η ομορφιά της βασιλείας είναι φωτεινή και αιώνια. Όλοι οι άνθρωποι διακηρύσσουν τον λόγο του Θεού, υποτάσσονται στον λόγο Του και Τον λατρεύουν. Όλο το σύμπαν στροβιλίζεται με αγαλλίαση. Ζητωκραυγάζουμε! Δοξάζουμε! Γιορτάζουμε την παντοδυναμία και τη σοφία του Θεού! Ζητωκραυγάζουμε! Δοξάζουμε! Γιορτάζουμε ότι το έργο Του τελείωσε! Ζητωκραυγάζουμε! Δοξάζουμε! Ο Παντοδύναμος Θεός μάς οδηγεί ο ίδιος στη Χαναάν, έτσι ώστε να μπορούμε να απολαύσουμε τα πλούτη Του!» («Η βασιλεία του Χριστού έχει κατέλθει στη γη» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»).

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger