Ποιο είναι το θέλημα του Κυρίου πίσω από την παραβολή του αφέντη και του δούλου;
Από τότε που βαπτιστήκαμε και επιστρέψαμε στον Κύριο, ακούμε συχνά τους πάστορες και τους πρεσβύτερούς μας να λένε: «Ο απόστολος Παύλος είπε: “Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, τον δρόμον ετελείωσα, την πίστιν διετήρησα· του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, και ου μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας όσοι επιποθούσι την επιφάνειαν αυτού” (Β΄ Τιμόθεον 4:7-8). Εφόσον απαρνούμαστε τα πάντα, εργαζόμαστε, υποφέρουμε και ξοδεύουμε τον εαυτό μας για τον Κύριο, και αντέχουμε μέχρι τέλους, όταν Εκείνος επιστρέψει, θα στεφθούμε με δόξα, θα ανυψωθούμε και θα εισέλθουμε στη βασιλεία των ουρανών».
Τα τελευταία χρόνια, επιδιώκαμε αυτά που μας έλεγαν οι πάστορες και οι πρεσβύτεροί μας, και πιστεύαμε ότι αν μοχθούμε, εργαζόμαστε, υποφέρουμε και ξοδεύουμε τον εαυτό μας για τον Κύριο, θα κερδίσουμε ένδοξους στεφάνους και θα έχουμε την ευλογία του Κυρίου. Καθώς συσσωρεύουμε ολοένα μεγαλύτερη αξία μέσω της εργασίας, νομίζουμε ότι έχουμε τα προσόντα για να εισέλθουμε στη βασιλεία των ουρανών, κι έτσι όλοι μας ξοδεύουμε σθεναρά τον εαυτό μας για τον Κύριο, σε σημείο που νιώθουμε ότι, όσο κι αν υποφέρουμε, αξίζει τον κόπο. Όμως, αναλογιστήκαμε ποτέ αν αυτός ο τρόπος σκέψης συμφωνεί με το θέλημα του Κυρίου και αν βασίζεται στον λόγο του Κυρίου; Ο Κύριος Ιησούς επαινεί την επιδίωξη που γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Στη Βίβλο, ο Κύριος παραθέτει την παραβολή του αφέντη και του δούλου. «Τις δε από σας έχων δούλον αροτριώντα ή ποιμαίνοντα, θέλει ειπεί προς αυτόν, ευθύς αφού έλθη εκ του αγρού· Ύπαγε, κάθησον να φάγης, και δεν θέλει ειπεί προς αυτόν· Ετοίμασον τι να δειπνήσω, και περιζωσθείς υπηρέτει με, εωσού φάγω και πίω, και μετά ταύτα θέλεις φάγει και πίει συ; Μήπως γνωρίζει χάριν εις τον δούλον εκείνον, διότι έκαμε τα διαταχθέντα εις αυτόν; Δεν μοι φαίνεται. Ούτω και σεις, όταν κάμητε πάντα τα διαταχθέντα εις εσάς, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι είμεθα, επειδή εκάμαμεν ό,τι εχρεωστούμεν να κάμωμεν» (Κατά Λουκάν 17:7-10). Ο Κύριος Ιησούς μάς είπε αυτή την παραβολή για να δηλώσει ότι ο δούλος υπηρετεί τον αφέντη, και οτιδήποτε κάνει για τον αφέντη είναι αυτό που οφείλει να κάνει και είναι το καθήκον του. Ο δούλος είναι ανάξιος να ζητήσει οτιδήποτε ως αντάλλαγμα από τον αφέντη, και δεν θα πρέπει να εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι κάνει το καθήκον του για να αναζητά περισσότερες ανταμοιβές από τον αφέντη του. Ο Κύριος Ιησούς χρησιμοποίησε αυτή τη μεταφορά για να μας δώσει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε την ταυτότητα και το κύρος του Δημιουργού, καθώς και τη θέση που θα πρέπει να πάρουμε και την αίσθηση λογικής που θα πρέπει να έχουμε ως δημιουργημένα όντα ενώπιον του Δημιουργού. Είμαστε δημιουργημένα όντα, η πνοή της ζωής μάς δόθηκε από τον Θεό και όλα τα πράγματα που απολαμβάνουμε καθημερινά προέρχονται από τον Θεό. Συνεπώς, είναι ένας αδιαμφισβήτητος νόμος του ουρανού το να πιστεύουμε στον Θεό, να λατρεύουμε τον Θεό, να εργαζόμαστε και να ξοδεύουμε τον εαυτό μας για τον Θεό. Δεν θα πρέπει να έχουμε απαιτήσεις από τον Θεό ούτε θα πρέπει να ζητάμε να μας ανταμείψει. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ταυτότητα και τη θέση μας, σαν τον δούλο της παραβολής, και να κάνουμε το καθήκον μας. Ωστόσο, μονίμως πιστεύουμε ότι, επειδή θυσιάζουμε και ξοδεύουμε τον εαυτό μας για τον Κύριο, ο Κύριος θα πρέπει να μας ανταμείψει και να μας φέρει στη βασιλεία των ουρανών. Αυτό δεν σημαίνει ότι ζητάμε έναν στέφανο από τον Κύριο και ότι κάνουμε διαπραγματεύσεις με τον Θεό; Τι πρόβλημα αναδεικνύουν τέτοιου είδους εκφράσεις;
Ο λόγος του Θεού λέει: «Στις εμπειρίες της ζωής των ανθρώπων, συχνά αναλογίζονται: “Έχω εγκαταλείψει την οικογένεια και την καριέρα μου για τον Θεό, και τι μου έχει δώσει Αυτός; Πρέπει να τα προσθέσω και να τα επιβεβαιώσω — έλαβα πρόσφατα οποιεσδήποτε ευλογίες; Έχω δώσει πολλά όλο αυτό το διάστημα, έχω τρέξει και τρέχω, και έχω υποφέρει πολύ — μου έχει δώσει ο Θεός οποιεσδήποτε υποσχέσεις σε αντάλλαγμα; Θυμάται τις καλές πράξεις μου; Ποιο θα είναι το τέλος μου; Μπορώ να λάβω τις ευλογίες του Θεού;”… Κάθε άνθρωπος κάνει τέτοιους υπολογισμούς μέσα στην καρδιά του συνέχεια, και θέτει απαιτήσεις στον Θεό που περιλαμβάνουν τα κίνητρα, τις φιλοδοξίες και τις συμφωνίες τους. Τουτέστιν, στην καρδιά του ο άνθρωπος θέτει διαρκώς τον Θεό σε δοκιμασία, σκαρφίζεται συνεχώς σχέδια για τον Θεό και συνεχώς επιχειρηματολογεί υπέρ της κατάληξής του με τον Θεό και προσπαθεί να αντλήσει μια δήλωση από τον Θεό, κοιτώντας μήπως ο Θεός μπορεί να του δώσει ό,τι επιθυμεί. Την ίδια στιγμή που ακολουθεί τον Θεό, ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει τον Θεό ως Θεό. Ανέκαθεν προσπαθούσε να κάνει συμφωνίες με τον Θεό, θέτοντας διαρκώς απαιτήσεις σ’ Αυτόν, και μάλιστα ασκώντας Του πίεση σε κάθε βήμα, προσπαθώντας να βγάλει από τη μύγα ξύγκι. Ενώ παράλληλα προσπαθεί να κάνει συμφωνίες με τον Θεό, ο άνθρωπος συζητάει επίσης μαζί Του και υπάρχουν ακόμη και άνθρωποι που, όταν υποβάλλονται σε δοκιμασίες ή βρίσκονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις, συχνά γίνονται αδύναμοι, παθητικοί και αμελείς στο έργο τους, και έχουν πολλά παράπονα από τον Θεό. Από την πρώτη στιγμή που άρχισε να πιστεύει στον Θεό, ο άνθρωπος θεωρούσε τον Θεό ως το κέρας της Αμάλθειας, έναν ελβετικό σουγιά, και θεωρεί τον εαυτό του ως τον μεγαλύτερο πιστωτή του Θεού, λες και είναι έμφυτο δικαίωμα και υποχρέωσή του να προσπαθεί να πάρει ευλογίες και υποσχέσεις από τον Θεό, ενώ η ευθύνη του Θεού είναι να προστατεύει και να φροντίζει τον άνθρωπο και να τον στηρίζει. Αυτή είναι η βασική κατανόηση της “πίστης στον Θεό” όλων όσοι πιστεύουν στον Θεό, και της βαθύτερης κατανόησης της έννοιας της πίστης στον Θεό» («Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός Β΄). «Ο Θεός είναι αιώνια υπέρτατος και έντιμος, ενώ ο άνθρωπος είναι αιώνια μικρός, παντοτινά ανάξιος. Τούτο συμβαίνει επειδή ο Θεός κάνει πάντοτε θυσίες και αφιερώνει τον εαυτό Του στον άνθρωπο. O άνθρωπος, από την άλλη πλευρά, θέλει μόνο να λαμβάνει και αγωνίζεται μόνο για τον εαυτό του. Ο Θεός κοπιάζει αιώνια για την επιβίωση του ανθρωπίνου γένους, ενώ ο άνθρωπος δεν συνεισφέρει ποτέ τίποτα προς χάριν του φωτός ή του δικαίου. Ακόμη και αν ο άνθρωπος καταβάλει κάποια προσπάθεια για ένα χρονικό διάστημα, αυτή είναι τόσο αδύναμη ώστε δεν μπορεί να αντέξει το παραμικρό χτύπημα∙ διότι η προσπάθεια του ανθρώπου αφορά μόνο το δικό του καλό και όχι των άλλων. Ο άνθρωπος είναι παντοτινά εγωιστής, ενώ ο Θεός είναι αιώνια ανιδιοτελής» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Είναι πολύ σημαντική η κατανόηση της διάθεσης του Θεού).
Πιστεύουμε στον Θεό και Τον ακολουθούμε, όμως ποτέ δεν σκεφτόμαστε πώς να πιστεύουμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ούτε αναλογιζόμαστε ποτέ αν οι απόψεις μας σχετικά με την πίστη στον Θεό είναι σωστές. Αντιθέτως, συνεχώς μόνο τρέχουμε από δω και από κει και ξοδεύουμε τον εαυτό μας για τον Θεό σε μια απόπειρα να λάβουμε ανταμοιβές και έναν καλό προορισμό ως αντάλλαγμα. Όταν βλέπουμε ότι πιστεύουμε στον Θεό για να κερδίσουμε ευλογίες και ότι κάνουμε διαπραγματεύσεις με τον Θεό, συνειδητοποιούμε πόσο εγωιστές και απεχθείς είμαστε! Σκεφτείτε ότι ο Θεός είναι ο Κύριος της δημιουργίας, ο υπέρτατος Κυβερνήτης, ενώ εμείς είμαστε απλώς κόκκοι σκόνης επάνω στη γη. Ο Θεός μάς εμφύσησε την πνοή της ζωής και είναι ο Θεός που με ανιδιοτέλεια προμήθευσε και τροφοδότησε την επιβίωσή μας μέχρι σήμερα. Όλα όσα κάνουμε για τον Θεό είναι αυτά που οφείλουμε να κάνουμε, και με όποιον τρόπο κι αν μας αντιμετωπίζει ο Θεός είναι ο κατάλληλος. Ακόμα κι αν ξοδεύουμε τον εαυτό μας και εργαζόμαστε για τον Θεό, και ο Θεός δεν μας ανταμείβει ή δεν μας παρέχει έναν καλό προορισμό, τότε ως δημιουργημένα όντα θα πρέπει να συμμορφωνόμαστε με τη θέση που βρισκόμαστε και να υπακούμε στις ενορχηστρώσεις του Θεού, να μην έχουμε απαιτήσεις ούτε να αναζητούμε να κερδίσουμε κάτι από τον Θεό, ούτε θα πρέπει να παραπονιόμαστε στον Θεό. Αυτή είναι η συνείδηση και η λογική που θα πρέπει να έχουμε ως δημιουργημένα όντα, και είναι το μέρος που μας αρμόζει. Όπως όταν οι γονείς είναι άρρωστοι και τα παιδιά τους τούς φροντίζουν, ή όταν οι γονείς είναι ηλικιωμένοι και τα παιδιά τους τούς φροντίζουν κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής τους, αυτά τα πράγματα είναι και σωστά και αναμενόμενα, και δεν θα πρέπει να γίνονται μόνο για να κληρονομήσουν την περιουσία των γονιών. Παρόλα αυτά, αφού απαρνηθούμε τα πάντα και μοχθήσουμε, εργαστούμε, ξοδέψουμε τον εαυτό μας, πληρώσουμε ένα τίμημα και περάσουμε από κακουχίες για τον Κύριο, νιώθουμε ότι έχουμε εργαστεί σκληρά και έχουμε παράσχει μια πολύτιμη υπηρεσία, κι ότι έχουμε κερδίσει το δικαίωμα να ζητάμε ανταμοιβές από τον Θεό, ενώ αναζητούμε μάλιστα πώς να στεφθούμε με δόξα και να κυβερνάμε μαζί με τον Κύριο. Αυτές οι υπερβολικές επιθυμίες και οι παράλογες απαιτήσεις δεν είναι απλώς εκδήλωση της αλαζονείας μας, της έπαρσης, της ιδιοτέλειας, της κακίας και της έλλειψης συνείδησης και λογικής; Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν θεωρούμε ότι είμαστε δημιουργημένα όντα, δεν βλέπουμε τους εαυτούς μας ως κόκκους σκόνης ούτε καθόμαστε στη θέση που μας αρμόζει, πόσο μάλλον δεν συμπεριφερόμαστε στον Θεό ως τον Κύριο της δημιουργίας, ώστε τολμάμε να διαπληκτιζόμαστε με τον Θεό, καμαρώνουμε για τα προσόντα μας και ζητάμε στεφάνους από τον Θεό.
Στη Βίβλο καταγράφεται ότι η Σαλώμη, η μητέρα του Ιωάννη και του Ιακώβου, πίστευε ότι αυτή μαζί με τους δύο γιους της ακολουθούσαν τον Κύριο Ιησού, απαρνήθηκαν τα πάντα για τον Κύριο και υπέφεραν, γι’ αυτό ζήτησε από τον Κύριο Ιησού: «Να καθήσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δεξιών σου και εις εξ αριστερών εν τη βασιλεία σου» (Κατά Ματθαίον 20:21). Όμως ο Κύριος Ιησούς δεν ικανοποίησε την επιθυμία της Σαλώμης, και της είπε: «Δεν εξεύρετε τι ζητείτε. […] το μεν ποτήριόν μου θέλετε πίει; και το βάπτισμα το οποίον εγώ βαπτίζομαι θέλετε βαπτισθή· το να καθήσητε όμως εκ δεξιών μου και εξ αριστερών μου δεν είναι εμού να δώσω, ειμή εις όσους είναι ητοιμασμένον υπό του Πατρός μου» (Κατά Ματθαίον 20: 22-23). Ο Κύριος Ιησούς είπε ξεκάθαρα στη Σαλώμη ότι είναι απολύτως πρέπον για τους ανθρώπους να εργάζονται, να υποφέρουν, να απαρνιούνται πράγματα και να ξοδεύουν τον εαυτό τους για τον Θεό, ότι αυτά είναι τα καθήκοντα και οι ευθύνες που θα πρέπει να αναλαμβάνει η ανθρωπότητα. Το αν τελικά οι άνθρωποι ανταμείβονται και ευλογούνται από τον Θεό, το αποφασίζει ο Θεός, και εμείς ως άνθρωποι δεν θα πρέπει να αφήνουμε τη θέση που μας αρμόζει και να θέτουμε απαιτήσεις στον Θεό, ούτε να προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε τις θυσίες που κάναμε και το ξόδεμά μας ως κεφάλαιο για να απαιτούμε όρους από τον Θεό, καθότι κάτι τέτοιο αποτελεί έκφραση αλαζονείας, έπαρσης και παραλογισμού. Η Χαναναία που αναφέρεται στη Βίβλο είναι το αντίθετο της Σαλώμης. Όταν εκείνη ζήτησε από τον Κύριο να γιατρέψει την κόρη της, ο Κύριος Ιησούς δεν της απάντησε, παρά της είπε: «Δεν είναι καλόν να λάβη τις τον άρτον των τέκνων και να ρίψη εις τα κυνάρια» (Κατά Ματθαίον 15:26). Η Χαναναία δεν παρεξήγησε το γεγονός ότι ο Κύριος Ιησούς την αποκάλεσε σκύλο˙ αντιθέτως, μέσα της αποφάσισε ότι όπως κι αν της φερόταν ο Κύριος Ιησούς, Εκείνος ήταν ο Θεός και ο Χριστός. Ήταν ικανή να μείνει στη θέση που της άρμοζε και, με καρδιά γεμάτη σεβασμό για τον Κύριο Ιησού, είπε: «Ναι, Κύριε· αλλά και τα κυνάρια τρώγουσιν από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» (Κατά Ματθαίον 15: 27). Ο Κύριος Ιησούς είδε την πίστη της Χαναναίας, και πάνω απ’ όλα είδε ότι ήταν ένας ιδιαιτέρως λογικός άνθρωπος, και είπε: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις· ας γείνη εις σε ως θέλεις. Και ιατρεύθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης» (Κατά Ματθαίον 15: 28). Επίσης υπήρχε και ο Πέτρος, ο μαθητής του Κυρίου Ιησού, ο οποίος, όταν τον κάλεσε ο Κύριος Ιησούς, απαρνήθηκε τα πάντα για να Τον ακολουθήσει. Κατά το διάστημα που ακολουθούσε τον Κύριο, επικεντρωνόταν στη μελέτη του θελήματος και των απαιτήσεων του Θεού μέσα από τα λόγια Του, και έκανε πράξη σύμφωνα με τις διδαχές του Κυρίου. Αφότου ο Κύριος Ιησούς αναστήθηκε και αναλήφθηκε στον ουρανό, ο Πέτρος δέχθηκε την αποστολή του Κυρίου να κηρύττει και να εργάζεται παντού, έγινε ποιμένας της εκκλησίας και στήριζε τους αδελφούς και τις αδελφές του. Εκείνο το διάστημα, ο Πέτρος συνελήφθη και διώχθηκε από την κυβερνητική εξουσία. Υπέφερε πολύ από τα βάρβαρα βασανιστήρια και τους διωγμούς των Ιουδαίων ηγετών, κι όμως, ποτέ δεν είχε παράλογες απαιτήσεις από τον Κύριο ούτε ζήτησε από τον Κύριο να του απονείμει στεφάνους δόξας ή μεγάλες ευλογίες. Ήταν το καθήκον του ως δημιουργημένο ον να αναζητά να αγαπάει τον Κύριο, να Τον ικανοποιεί και να δίνει όλο του το είναι για Εκείνον. Τελικά, ο Πέτρος ήταν πρόθυμος να σταυρωθεί ανάποδα για τον Κύριο, έγινε μάρτυρας υπακοής μέχρι θανάτου, καθώς και της υπέρτατης αγάπης για τον Θεό, και οδηγήθηκε στην τελείωση από τον Θεό. Από αυτό μπορούμε να δούμε ότι ο Θεός επαινεί και οδηγεί στην τελείωση τους θεοσεβούμενους, εκείνους που μπορούν να παίρνουν τη θέση που τους αρμόζει ως δημιουργημένα όντα για να ακολουθούν και να λατρεύουν τον Θεό, και εκείνους που αγαπούν και ικανοποιούν τον Θεό. Μπορούμε, επίσης, να δούμε ότι ο Θεός απεχθάνεται εκείνους που έχουν παράλογες απαιτήσεις από Εκείνον, λόγω της αλαζονικής διάθεσής τους, και εκείνους που αναζητούν ανταμοιβές και ευλογίες από τον Θεό, αφότου απαρνηθούν μερικά πράγματα και ξοδέψουν λίγο τον εαυτό τους.
Συνεπώς, ασχέτως του πόσο καιρό πιστεύουμε στον Θεό και ακολουθούμε τον Θεό, ανεξαρτήτως ηλικίας, ανεξαρτήτως του πόσο πολύ εργαζόμαστε ή ξοδεύουμε τον εαυτό μας για τον Κύριο, ανεξαρτήτως του πόσο υποφέρουμε ή θυσιαζόμαστε, θα πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο το γεγονός ότι ο Θεός είναι αιωνίως ο Κύριός μας κι εμείς είμαστε οι αιώνιοι δούλοι Του˙ είμαστε δημιουργημένα όντα, θα πρέπει να μένουμε στη θέση που μας αρμόζει και δεν θα πρέπει να έχουμε παράλογες απαιτήσεις από τον Θεό. Αν μπορούμε να μιμηθούμε τον Πέτρο και να αναζητούμε σε όλη μας τη ζωή να αγαπάμε και να ικανοποιούμε τον Θεό, αν παίρνουμε τη θέση που μας αρμόζει ως δημιουργημένα όντα και ξοδεύουμε ολόψυχα τον εαυτό μας για τον Θεό, αν δεν αναζητούμε κάποιο κέρδος ούτε ζητάμε όρους ή ανταμοιβές από τον Θεό, τότε θα λάβουμε τις ευλογίες και τον έπαινο του Θεού και θα γίνουμε άνθρωποι που ευφραίνουν τον Θεό.
Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.