34. Βγαίνοντας από τη σκιά του θανάτου της μητέρας μου

Το 2012, με συνέλαβαν αστυνομικοί επειδή έκανα το καθήκον μου, και καταδικάστηκα σε πέντε χρόνια φυλάκιση. Εκείνη την περίοδο, η μητέρα μου ήταν ήδη πάνω από 60 ετών. Υπέφερε από ημιπληγία, αλλά ερχόταν να με επισκεφτεί στη φυλακή. Έβλεπα ότι η μητέρα μου δεν μπορούσε να κινηθεί εύκολα ή να σταθεί σταθερά και στενοχωριόμουν πάρα πολύ. Με είχε μεγαλώσει όλα αυτά τα χρόνια, κι εγώ όχι μόνο δεν τη φρόντιζα τώρα που είχε μεγαλώσει, αλλά την έκανα και ν’ ανησυχεί. Όταν βγήκα από τη φυλακή, ανακάλυψα ότι ενώ ήμουν υπό κράτηση, είχαν πάει αστυνομικοί στο σπίτι μου και ρωτούσαν για μένα. Ηχογράφησαν τη μητέρα μου και την εκφόβισαν. Εκείνη φοβήθηκε και η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε. Ένιωσα ότι της χρωστούσα, και σκέφτηκα: «Από τώρα και στο εξής, πρέπει να φροντίζω τη μητέρα μου και να τη βοηθάω ώστε να υποφέρει λιγότερο». Η ευχή μου, όμως, δεν πραγματοποιήθηκε. Οι αστυνομικοί με ερευνούσαν και με παρακολουθούσαν ασταμάτητα, και για να είμαι ασφαλής έφυγα από το σπίτι για να κάνω το καθήκον μου.

Δύο χρόνια αργότερα, έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν στο σπίτι της αδερφής μου και πήγα κρυφά να τη δω. Η όραση της μητέρας μου είχε επιδεινωθεί και δεν μπορούσε να δει καθαρά· κούτσαινε και στηριζόταν σε ένα μπαστούνι. Δυσκολευόταν να κινηθεί και δεν μπορούσε εύκολα να μιλήσει. Μου ήταν πολύ δύσκολο να τη βλέπω έτσι. Ειδικά όταν με ρώτησε «Πότε θα ξανάρθεις;» δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Η αστυνομία με έψαχνε ακόμα κι είχα πάρει ρίσκο με το να την επισκεφτώ. Αν έφευγα, δεν ήξερα πότε θα μπορούσα να επιστρέψω. Η μητέρα μου με κοίταξε και περίμενε την απάντησή μου, αλλά εγώ δεν ήξερα τι να πω κι απλώς τη χάιδεψα στον ώμο και δεν έβγαλα άχνα. Αφού έφυγα, η ερώτηση της μητέρας μου αντηχούσε στ’ αυτιά μου. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο χειρότερα ένιωθα. Δεν μπορούσα καν να της υποσχεθώ κάτι τόσο απλό και ένιωθα ότι την είχα απογοητεύσει. Πριν περάσει πολύς καιρός, έμαθα ότι η αδελφή μου είχε συλληφθεί αφού ήταν κι εκείνη πιστή στον Θεό. Δεν τολμούσα πια να πάω στο σπίτι της. Ένιωθα λες και μου στριφογύριζαν ένα μαχαίρι στην καρδιά μου. Η μητέρα μου ήταν μεγάλη, δεν μπορούσε να κινηθεί κι είχε καθηλωθεί στο κρεβάτι. Μπορεί να πέθαινε από μέρα σε μέρα. Μπορεί να ήμουν κόρη της, αλλά δεν μπορούσα καν να εκπληρώσω την ευθύνη μου απέναντί της. Μετά από λίγο καιρό, ξέσπασε η επιδημία του κορονοϊού κι άρχισαν να πεθαίνουν παντού άνθρωποι. Δεν μπορούσα να σταματήσω να ανησυχώ και σκεφτόμουν: «Θα κολλήσει, άραγε, η μητέρα μου τον ιό; Θα μπορέσει, άραγε, να αποφύγει αυτήν τη συμφορά; Μπορεί να πεθάνει χωρίς να τη δω μια τελευταία φορά». Αργότερα, βρήκα έναν τρόπο να επικοινωνήσω με την οικογένειά μου κι έμαθα ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει σχεδόν έναν μήνα νωρίτερα. Όταν άκουσα τα νέα, κάθισα στην καρέκλα μου, το μυαλό μου άδειασε και προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Η μητέρα μου είχε πεθάνει κι εγώ δεν την είχα δει μια τελευταία φορά. Μήπως με είχε θεωρήσει ασυνείδητη; Μήπως με είχε χαρακτηρίσει αναίσθητη; Όταν επέστρεψα, έκλαψα πολύ. Η μητέρα μου με είχε μεγαλώσει όλα αυτά τα χρόνια, μα εγώ δεν μπόρεσα να τη φροντίσω όσο ζούσε, και όταν πέθανε, δεν πρόλαβα καν να τη δω μια τελευταία φορά. Η συνείδησή μου με βασάνιζε και με πλημμύρισε ένα αίσθημα ενοχής. Εκείνη την περίοδο, έβλεπα ηλικιωμένους να απολαμβάνουν τον ήλιο έξω από το σπίτι τους μαζί με τους γιους και τις κόρες τους που τους φρόντιζαν και σκεφτόμουν: «Εγώ δεν έκανα ποτέ παρέα στη μητέρα μου όταν λιαζόταν έξω από το σπίτι της. Δεν της έκοψα ποτέ τα νύχια ούτε τα μαλλιά». Όταν η αδελφή από την οικογένεια που με φιλοξενούσε μαγείρευε ένα ωραίο γεύμα, εγώ σκεφτόμουν: «Εγώ δεν μαγείρεψα ποτέ ένα τέτοιο γεύμα για τη μητέρα μου, ούτε και θα μπορέσω πια να της μαγειρέψω ποτέ». Στο Εαρινό Φεστιβάλ, τους έβλεπα όλους στους δρόμους να φεύγουν για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Κάποιοι πήγαιναν με τα παιδιά τους στα πατρικά τους σπίτια για να επισκεφτούν τους παππούδες. Κι εγώ μετρούσα πόσα χρόνια είχα να βρεθώ δίπλα στη μητέρα μου. Την περίοδο εκείνη ήμουν άτονη και δεν είχα σκοπό στη ζωή μου. Αν και έκανα το καθήκον μου, όποτε είχα ελεύθερο χρόνο, σκεφτόμουν τη μητέρα μου και ένιωθα ότι της χρωστούσα. Διάβαζα τα λόγια του Θεού, μα η καρδιά μου δεν ηρεμούσε, και νύσταζα συνέχεια. Άρχισα να είμαι επιπόλαιη και να κάνω το καθήκον μου με μισή καρδιά. Δεν ήθελα να μιλήσω στους αδελφούς και τις αδελφές με τις οποίες συνεργαζόμουν. Όταν μελετούσαμε μαζί επαγγελματικές δεξιότητες, το μυαλό μου ήταν αλλού. Όταν ερχόταν η επικεφαλής να με ρωτήσει για το έργο, δεν ήθελα καν να απαντήσω, κι όταν απαντούσα, έλεγα μόνο μερικά επιπόλαια λόγια. Δεν έδινα καθόλου βάση στο καθήκον μου. Είχα εκφυλιστεί και δεν παρήγαγα κανένα αποτέλεσμα στο καθήκον μου. Θέλησα μέχρι και να βρω μια δουλειά πέρα από το καθήκον μου, αφού δεν ήθελα να ξοδεύω όλο μου τον χρόνο δαπανώντας τον εαυτό μου.

Αργότερα, συνειδητοποίησα ότι ήταν επικίνδυνο να συνεχίσω έτσι, και έσπευσα να προσευχηθώ και να διαβάσω τα λόγια του Θεού. Διάβασα τα λόγια του Θεού που έλεγαν: «Ήδη το γεγονός ότι οι γονείς σου έχουν αρρωστήσει θα αποτελούσε μεγάλο σοκ για σένα, οπότε το να πεθάνουν θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο σοκ. Πώς πρέπει, λοιπόν, να επιλύσεις το απρόσμενο πλήγμα που θα σου επιφέρει κάτι τέτοιο, προτού συμβεί, έτσι ώστε να μην έχει αντίκτυπο, να μην παρεμποδίσει και να μην επηρεάσει την εκπλήρωση του καθήκοντός σου ή το μονοπάτι στο οποίο βαδίζεις; Ας εξετάσουμε αρχικά τι ακριβώς σημαίνει ο θάνατος και τι ακριβώς σημαίνει να πεθαίνεις· δεν σημαίνει ότι το άτομο φεύγει από αυτόν τον κόσμο; (Ναι.) Σημαίνει ότι η ζωή που έχει ένας άνθρωπος, η οποία έχει υλική παρουσία, αποχωρεί από τον υλικό κόσμο τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να δουν, και εξαφανίζεται. Και ο άνθρωπος αυτός, στη συνέχεια, θα ζήσει σε έναν άλλον κόσμο, με διαφορετική μορφή. Το ότι αποχωρεί η ζωή των γονιών σου σημαίνει ότι έχει διαλυθεί, έχει εξαφανιστεί και έχει τελειώσει η σχέση που είχες μαζί τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Τώρα ζουν σε άλλον κόσμο, έχουν διαφορετική μορφή. Και σχετικά με την εξέλιξη της ζωής τους σ’ εκείνον τον άλλο κόσμο, αν θα επιστρέψουν σ’ αυτόν τον κόσμο, αν θα τους ξαναδείς ή αν θα έχουν κάποια σαρκική σχέση ή συναισθηματική σχέση μαζί σου, αυτό το ορίζει ο Θεός, και δεν σε αφορά καθόλου. Με λίγα λόγια, ο θάνατός τους σημαίνει ότι έχει τελειώσει η αποστολή τους σ’ αυτόν τον κόσμο, και ότι έχει μπει μια τελεία στη ζωή τους. Έχει τελειώσει η αποστολή τους σ’ αυτήν τη ζωή και σ’ αυτόν τον κόσμο, άρα έχει τελειώσει και η σχέση σου μαζί τους. […] Το ότι πέθαναν θα είναι απλώς το τελευταίο νέο που θα μάθεις γι’ αυτούς σ’ αυτόν τον κόσμο, και το τελευταίο στάδιο που θα δεις ή θα ακούσεις σχετικά με τις εμπειρίες ζωής τους που αφορούν τη γέννηση, τα γεράματα, την αρρώστια και τον θάνατο, αυτό είναι όλο. Ο θάνατός τους δεν πρόκειται ούτε να σου στερήσει κάτι ούτε να σου δώσει κάτι, απλώς θα έχουν πεθάνει και θα έχει τελειώσει το ταξίδι τους ως άνθρωποι. Όταν, λοιπόν, φτάσει η ώρα να πεθάνουν, δεν έχει σημασία αν ο θάνατός τους ήταν ατύχημα, αν ήταν φυσιολογικός, αν πέθαναν από ασθένεια και ούτω καθεξής. Ούτως ή άλλως, χωρίς την κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού, κανένας άνθρωπος και καμία δύναμη δεν θα μπορούσε να τους πάρει τη ζωή. Ο θάνατός τους σημαίνει μόνο το τέλος της υλικής τους ζωής. Αν σου λείπουν και τους νοσταλγείς ή αν ντρέπεσαι γι’ αυτά τα συναισθήματα, δεν θα έπρεπε ούτε είναι ανάγκη να σου λείπουν, να τους νοσταλγείς ή να ντρέπεσαι που νιώθεις έτσι. Εφόσον έχουν φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο, δεν είναι περιττό να σου λείπουν; Αν σκέφτεσαι: “Με πεθύμησαν οι γονείς μου όλα αυτά τα χρόνια; Πόσο πιο πολύ βασανίστηκαν επειδή τόσα χρόνια δεν ήμουν στο πλάι τους, για να τους δείξω την ευσέβεια που αρμόζει σ’ ένα παιδί; Όλα αυτά τα χρόνια, μακάρι να μπορούσα να περάσω λίγες μέρες μαζί τους· δεν περίμενα να πεθάνουν τόσο σύντομα. Στενοχωριέμαι και νιώθω ενοχές”. Δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι έτσι· εσύ δεν έχεις καμία σχέση με τον θάνατό τους. Γιατί το λέω αυτό; Επειδή, ακόμη κι αν τους έδειχνες την ευσέβειά σου ως παιδί ή τους συντρόφευες, κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε η υποχρέωση ούτε το καθήκον που σου έχει δώσει ο Θεός. Εκείνος έχει ορίσει πόση καλοτυχία και πόσες κακουχίες θα τους φέρεις —εσύ δεν εμπλέκεσαι καθόλου σ’ αυτό. Δεν πρόκειται να ζήσουν περισσότερο επειδή είσαι κοντά τους ούτε να ζήσουν λιγότερο επειδή βρίσκεσαι μακριά τους και δεν ήταν δυνατόν να είσαι συχνά δίπλα τους. Ο Θεός έχει ορίσει πόσο θα ζήσουν, και αυτό δεν έχει καμία σχέση μ’ εσένα. Επομένως, αν κάποια στιγμή στη ζωή σου μάθεις ότι πέθαναν οι γονείς σου, δεν χρειάζεται να νιώθεις ενοχές. Θα πρέπει να προσεγγίσεις σωστά το ζήτημα και να το αποδεχτείς» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Αφού διάβασα τα λόγια του Θεού, συγκινήθηκα. Κι ιδιαίτερα όταν διάβασα: «Εκείνος έχει ορίσει πόση καλοτυχία και πόσες κακουχίες θα τους φέρεις —εσύ δεν εμπλέκεσαι καθόλου σ’ αυτό». Όσο κι αν υπέφερε η μητέρα μου στη ζωή της, και ανεξάρτητα από το πώς πέθανε στο τέλος, ο Θεός είχε ορίσει τα πάντα. Ακόμα κι αν ήμουν κοντά της και τη φρόντιζα καθημερινά, δεν θα μπορούσα να την ανακουφίσω από την ασθένειά της, πόσο μάλλον να την κρατήσω ζωντανή. Η γέννηση, τα γηρατειά, η ασθένεια και ο θάνατος είναι νόμοι της ύπαρξης που όρισε ο Θεός για τον άνθρωπο· ισχύουν για όλους και κανείς δεν μπορεί να τους παραβιάσει. Ήξερα ότι δεν έπρεπε να ζω σε μια κατάσταση ενοχής. Έπρεπε να κρατήσω μια ορθολογική στάση, να αποδεχτώ την κυριαρχία και τις διευθετήσεις του Θεού και να υποταχθώ σ’ αυτές. Η μητέρα μου ήταν μεγάλη και ο θάνατός της ήταν φυσιολογικός. Ο θάνατός της σήμαινε ότι η αποστολή της σε αυτόν τον κόσμο είχε τελειώσει. Ήταν άρρωστη πάνω από 20 χρόνια, και πολλοί άνθρωποι με την ίδια ασθένεια πέθαιναν μετά από λίγα μόλις χρόνια. Το ότι έζησε τόσα χρόνια και άκουσε τον Θεό να μιλάει αυτοπροσώπως ήταν επειδή ο Θεός τής είχε δώσει τη χάρη και την ευλογία Του. Όταν το αναγνώρισα αυτό, η καρδιά μου κάπως απελευθερώθηκε και σταμάτησα να κατηγορώ τον εαυτό μου και να καταπιέζομαι για τον θάνατο της μητέρας μου.

Μια μέρα, σε μια συνάθροιση, διάβασα ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Υπάρχουν άνθρωποι που εγκαταλείπουν την οικογένειά τους επειδή πιστεύουν στον Θεό και εκτελούν τα καθήκοντά τους. Γίνονται γνωστοί γι’ αυτό, κι έτσι η κυβέρνηση κάνει συχνά έρευνα στο σπίτι τους, παρενοχλεί τους γονείς τους, ενώ φτάνει ακόμα και να απειλήσει τους γονείς τους ώστε να τους παραδώσουν. Όλοι οι γείτονες μιλάνε γι’ αυτούς, λέγοντας τα εξής: “Είναι ένας άνθρωπος χωρίς συνείδηση. Δεν ενδιαφέρεται για τους γονείς του, που είναι μεγάλοι σε ηλικία. Δεν είναι μόνο ότι δεν φέρεται στους γονείς όπως τους αρμόζει, αλλά τους δημιουργεί και φοβερά προβλήματα από πάνω. Τι αχάριστο παιδί!” Συμφωνεί έστω και μία λέξη από όλα αυτά με την αλήθεια; (Όχι.) Δεν θεωρούνται, όμως, όλα σωστά στα αυτιά των απίστων; Οι άπιστοι θεωρούν ότι αυτή είναι η πλέον σωστή και λογική προσέγγιση του ζητήματος, που συμφωνεί με την ανθρώπινη ηθική και συνάδει με τα πρότυπα της ανθρώπινης διαγωγής. Αυτά τα πρότυπα περιέχουν ένα σωρό πράγματα, όπως, ας πούμε, το πώς πρέπει να δείχνει κανείς στους γονείς τον σεβασμό που πρέπει να δείχνει ένα παιδί, πώς να τους φροντίζει στα γεράματα και να κανονίζει τα της κηδείας τους, ή σε ποιον βαθμό να τους ξεπληρώνει όσα έκαναν. Παρότι είναι τόσο πολλά, και ανεξάρτητα από το αν όλα αυτά συμφωνούν ή δεν συμφωνούν με την αλήθεια, στα μάτια των απίστων είναι θετικά, εκπέμπουν θετική ενέργεια, είναι σωστά, ενώ θεωρούνται άμεμπτα σε όλες τις ανθρώπινες κοινότητες. Για τους άπιστους, αυτά είναι τα πρότυπα βάσει των οποίων πρέπει να ζουν οι άνθρωποι, και έτσι πρέπει να ενεργείς για να σε θεωρούν μέσα τους αρκετά καλό άνθρωπο. Πριν πιστέψεις στον Θεό και κατανοήσεις την αλήθεια, κι εσύ δεν πίστευες ακράδαντα ότι μια τέτοια διαγωγή σε έκανε καλό άνθρωπο; (Ναι.) Επιπλέον, με αυτά τα πρότυπα αξιολογούσες και περιόριζες τον εαυτό σου, και απαιτούσες από τον εαυτό σου να συμπεριφέρεται ανάλογα. Αν ήθελες να είσαι καλός άνθρωπος, τότε σίγουρα συμπεριλαμβάνονταν στα πρότυπα της διαγωγής σου τα εξής ζητήματα: πώς να φέρεσαι σαν σωστό παιδί στους γονείς σου, πώς να ανακουφίζεις την ανησυχία τους, πώς να τους τιμάς και να είσαι το καμάρι τους, και πώς να δοξάζεις τους προγόνους σου. Αυτά ήταν μέσα σου τα πρότυπα και η κατεύθυνση της διαγωγής σου. Αφού, όμως, άκουσες τα λόγια και τα κηρύγματα του Θεού, άρχισες να βλέπεις αλλιώς τα πράγματα, και κατανόησες ότι πρέπει να απαρνηθείς τα πάντα αν θες να εκτελείς το καθήκον σου ως δημιούργημα, και ότι αυτήν τη διαγωγή απαιτεί ο Θεός απ’ τους ανθρώπους. Προτού βεβαιωθείς ότι το να εκτελείς τα καθήκοντά σου ως δημιούργημα είναι η αλήθεια, πίστευες ότι έπρεπε να δείχνεις σεβασμό στους γονείς σου, αλλά ταυτόχρονα ένιωθες ότι έπρεπε να εκτελείς και το καθήκον σου ως δημιούργημα, κι έτσι είχες διχαστεί μέσα σου. Όταν σε πότισαν και σε ποίμαναν τα λόγια του Θεού, έφτασες σιγά σιγά να κατανοήσεις την αλήθεια, και τότε συνειδητοποίησες ότι το να εκτελείς το καθήκον σου ως δημιούργημα είναι απολύτως φυσικό και δικαιολογημένο. Μέχρι σήμερα, πολλοί άνθρωποι έχουν καταφέρει να αποδεχθούν την αλήθεια και να εγκαταλείψουν εντελώς τα πρότυπα διαγωγής που προέρχονται από ανθρώπινες παραδοσιακές αντιλήψεις και φαντασιοκοπίες. Όταν τα εγκαταλείψεις εντελώς όλα αυτά, δεν σε περιορίζουν πια τα επικριτικά και καταδικαστικά λόγια των απίστων καθώς ακολουθείς τον Θεό και εκτελείς το καθήκον σου ως δημιούργημα, κι έτσι μπορείς εύκολα να απελευθερωθείς απ’ αυτά» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Ποια είναι η πραγματικότητα της αλήθειας;). Ο Θεός εξέθετε τις σκέψεις που έκανα εγώ στο μυαλό μου. Πίστευα πως κάποιος που σέβεται τους γονείς του, τους φροντίζει όταν γεράσουν και οργανώνει την κηδεία τους, είναι ένας άνθρωπος ευσυνείδητος· ένας καλός άνθρωπος. Όταν κάποιος δεν σέβεται τους γονείς του, τότε είναι ασυνείδητος και κακός άνθρωπος. Έκρινα καλούς ή κακούς τους ανθρώπους σύμφωνα με τις αξίες, τις αρετές και την ηθική. Αυτό δεν είναι σύμφωνο με τα λόγια του Θεού ούτε και με την αλήθεια. Θεωρούσα την παραδοσιακή κουλτούρα ως κάτι το θετικό και σκεφτόμουν ότι αφού η μητέρα μου με είχε μεγαλώσει, έπρεπε κι εγώ να τη φροντίσω όταν γεράσει. Επειδή εγώ έκανα το καθήκον μου και δεν μπορούσα να φανώ ευσεβής προς τους γονείς μου, κι έμπλεξα τη μητέρα μου σε μπελάδες μετά τη σύλληψη και τη φυλάκισή μου, νόμιζα ότι δεν είχα συνείδηση και ανθρώπινη φύση. Έβλεπα τώρα ότι η άποψή μου ήταν η ίδια με εκείνη των άπιστων· είχα την άποψη των δύσπιστων. Σκέφτηκα τους μαθητές που ακολουθούσαν τον Κύριο Ιησού, καθώς και τους ιεραπόστολους που ταξίδεψαν σε μακρινές χώρες για να διακηρύξουν το ευαγγέλιο του Θεού. Οι άνθρωποι μπορεί να έλεγαν ότι ήταν ψυχροί και ότι δεν είχαν ανθρώπινη φύση, επειδή άφησαν πίσω τους γονείς και τις οικογένειές τους. Εκείνοι, όμως, που διακήρυξαν το ευαγγέλιο και εκπλήρωσαν τα καθήκοντά τους, είχαν πραγματικά συνείδηση και ανθρώπινη φύση. Αυτό ακριβώς λένε και τα λόγια του Θεού: «Μπορεί να είσαι ιδιαίτερα φιλικός και πιστός στους συγγενείς, τους φίλους, τη σύζυγο (ή τον σύζυγό σου), τους γιους και τις κόρες σου και τους γονείς σου και ποτέ δεν επωφελείσαι από τους άλλους, όμως αν δεν μπορείς να είσαι σε σύμπνοια με τον Χριστό, αν δεν μπορείς να αλληλεπιδράσεις με τον Χριστό εν αρμονία, τότε ακόμη κι αν δαπανήσεις όλο σου το είναι για να ανακουφίσεις τους γείτονές σου ή έχεις φροντίσει καλά τον πατέρα, τη μητέρα και τα μέλη του νοικοκυριού σου, λέω ότι εξακολουθείς να είσαι κακός άνθρωπος και επιπλέον είσαι όλο πονηρά κόλπα» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Όσοι είναι ασύμβατοι με τον Χριστό, είναι σίγουρα πολέμιοι του Θεού). Από τα λόγια του Θεού κατάλαβα ότι ανεξάρτητα από το πόσο καλά φροντίζει κάποιος τα μέλη της οικογένειάς του, αν δεν κάνει πράξη την αλήθεια, αν δεν κάνει καλά το καθήκον του ή αν δεν είναι σε αρμονία με τον Χριστό, είναι κακός άνθρωπος. Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, θρηνούσα συνεχώς, και δεν σκεφτόμουν πώς θα κάνω καλά το καθήκον μου. Μάλιστα, μετάνιωνα που δαπανούσα όλο μου τον χρόνο για να κάνω το καθήκον μου. Πίστευα στον Θεό τόσα χρόνια, αλλά οι απόψεις μου πάνω σ’ αυτά τα πράγματα εξακολουθούσαν να είναι ίδιες με αυτές των άπιστων. Ήμουν μια δύσπιστη. Ταράχτηκα πολύ. Έκλαψα, προσευχήθηκα στον Θεό και μετανόησα. Εξέφρασα την προθυμία μου να αλλάξω τις απόψεις μου και να μη ζω πια σ’ αυτήν την αρνητική κατάσταση.

Μια μέρα διάβασα κάποια από τα λόγια του Θεού: «Είναι σαφές ποιες αρχές πρέπει να ακολουθεί κανείς και ποια φορτία πρέπει να εγκαταλείψει όσον αφορά το πώς να χειρίζεται τις προσδοκίες των γονιών του; (Ναι.) Ποια ακριβώς φορτία κουβαλούν, λοιπόν, σ’ αυτόν τον τομέα οι άνθρωποι; Είναι υποχρεωμένοι να ακούνε τους γονείς τους και να τους επιτρέπουν να ζουν μια καλή ζωή· οι γονείς τους τα κάνουν όλα για το δικό τους καλό· και για να είναι σωστοί ως παιδιά, πρέπει να κάνουν ό,τι τους λένε οι γονείς τους. Είναι, επίσης, αναγκασμένοι, όταν έχουν πια ενηλικιωθεί, να κάνουν διάφορα πράγματα για τους γονείς τους, να ανταποδίδουν την καλοσύνη τους, να είναι σωστοί απέναντί τους ως παιδιά, να τους συντροφεύουν, να μην τους στεναχωρούν ούτε να τους απογοητεύουν και να κάνουν τα πάντα για να περιορίσουν τα βάσανά τους στο ελάχιστο ή ακόμη και να τα εξαλείψουν εντελώς. Αν δεν μπορέσεις να το πετύχεις αυτό, είσαι αχάριστος, δεν είσαι σωστό παιδί, σου αξίζει να σε χτυπήσει κεραυνός και να νιώσεις την περιφρόνηση των άλλων, και είσαι κακός άνθρωπος. Αυτά είναι τα φορτία σου; (Ναι.) Αφού οι άνθρωποι έχουν αυτά τα φορτία, πρέπει να αποδεχτούν την αλήθεια και να τα αντιμετωπίσουν σωστά. Ο μόνος τρόπος να εγκαταλειφθούν και να αλλάξουν αυτά τα φορτία και οι λανθασμένες σκέψεις και απόψεις είναι η αποδοχή της αλήθειας. Υπάρχει κάποιο άλλο μονοπάτι να ακολουθήσεις αν δεν αποδεχτείς την αλήθεια; (Όχι.) Είτε, λοιπόν, μιλάμε για την εγκατάλειψη των φορτίων της οικογένειας είτε αυτών της σάρκας, όλα ξεκινούν με το να αποδεχτείς τις σωστές σκέψεις και απόψεις, και να αποδεχτείς την αλήθεια. Και μόλις αρχίσεις να αποδέχεσαι την αλήθεια, σιγά σιγά θα διαλύονται αυτές οι λανθασμένες σκέψεις και απόψεις μέσα σου, θα τις διακρίνεις και θα τις καταλαβαίνεις και στη συνέχεια, μία μία, θα τις απορρίπτεις. Την ώρα που διαλύονται αυτές οι λανθασμένες σκέψεις και απόψεις και εσύ τις διακρίνεις και στη συνέχεια τις εγκαταλείπεις και τις απορρίπτεις, σιγά σιγά θα αλλάζεις στάση και προσέγγιση απέναντι σ’ αυτά τα ζητήματα. Σταδιακά, αυτές οι σκέψεις που προέρχονται από την ανθρώπινη συνείδησή σου ή από τα ανθρώπινα συναισθήματά σου θα αποδυναμωθούν· δεν θα σε ενοχλούν και ούτε θα σε δεσμεύουν πλέον βαθιά μες στο μυαλό σου, δεν θα ελέγχουν και ούτε θα επηρεάζουν τη ζωή σου, ούτε θα επηρεάζουν την εκτέλεση του καθήκοντός σου. Για παράδειγμα, αν έχεις αποδεχτεί τις σωστές σκέψεις και απόψεις και τη συγκεκριμένη πτυχή της αλήθειας, τότε όταν ακούσεις ότι πέθαναν οι γονείς σου, απλώς θα κλάψεις γι’ αυτούς, χωρίς να σκεφτείς ότι τόσα χρόνια δεν ξεπλήρωσες το καλό που σου έκαναν και σε μεγάλωσαν, ότι τους έκανες να υποφέρουν πολύ, ότι δεν τους ξεπλήρωσες καθόλου ή ότι δεν τους προσέφερες μια καλή ζωή. Θα πάψεις να κατηγορείς τον εαυτό σου γι’ αυτά τα πράγματα. Αντίθετα, οι εκφράσεις σου θα είναι κανονικές και θα προέρχονται από τις ανάγκες των κανονικών ανθρώπινων συναισθημάτων· θα κλάψεις και στη συνέχεια θα νιώσεις και λίγη νοσταλγία γι’ αυτούς. Αυτά τα πράγματα γρήγορα θα είναι φυσικά και φυσιολογικά, και σύντομα θα συνεχίσεις κανονικά τη ζωή σου και την εκτέλεση των καθηκόντων σου, χωρίς να σε προβληματίζει το ζήτημα αυτό. Αν, όμως, δεν αποδεχτείς αυτές τις αλήθειες, τότε, όταν μάθεις ότι πέθαναν οι γονείς σου, δεν θα σταματάς με τίποτα να κλαις. Θα τους λυπηθείς, επειδή σε όλη τους τη ζωή περνούσαν δυσκολίες και επειδή μεγάλωσαν ένα παιδί που δεν ήταν καθόλου εντάξει απέναντί τους· στις αρρώστιες τους, δεν ήσουν στο προσκέφαλό τους για να τους φροντίσεις, ενώ όταν πέθαναν, δεν έκλαψες στην κηδεία τους ούτε πένθησες μετά· τους απογοήτευσες και δεν τους προσέφερες μια καλή ζωή. Θα ζεις για πολύ καιρό με αυτές τις ενοχές και, κάθε φορά που θα το σκέφτεσαι, θα κλαις και θα πονάει η καρδιά σου. Όποτε συναντάς παρόμοιες περιστάσεις ή ανθρώπους, γεγονότα και πράγματα, θα σου προκαλείται μια συναισθηματική αντίδραση· και μπορεί αυτές οι ενοχές να σε συνοδεύουν για όλη σου τη ζωή. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί δεν αποδέχτηκες ποτέ την αλήθεια ή τις σωστές σκέψεις και απόψεις στη ζωή σου, αλλά συνέχισαν να κυριαρχούν πάνω σου οι παλιές σου σκέψεις και απόψεις, επηρεάζοντας τη ζωή σου. Θα περάσεις, λοιπόν, την υπόλοιπη ζωή σου μέσα στον πόνο εξαιτίας του θανάτου των γονιών σου. Οι συνέπειες αυτού του διαρκούς πόνου θα είναι πολύ μεγαλύτερες από λίγη δυσφορία της σάρκας· θα επηρεάσουν τη ζωή σου, τη στάση σου απέναντι στην εκτέλεση των καθηκόντων σου, απέναντι στο έργο της εκκλησίας, απέναντι στον Θεό, καθώς και απέναντι σε κάθε άνθρωπο και κάθε ζήτημα που αγγίζει την ψυχή σου. Ενδέχεται, επίσης, να χάσεις το κουράγιο και το θάρρος σου απέναντι σε ακόμη περισσότερα ζητήματα, να απελπιστείς και να γίνεις παθητικός, να χάσεις την πίστη σου στη ζωή, τον ενθουσιασμό σου και το κίνητρο να κάνεις το οτιδήποτε, και άλλα παρόμοια. Με το πέρασμα του χρόνου, οι επιπτώσεις δεν θα αφορούν μόνο την απλή καθημερινότητά σου, αλλά θα επηρεάσουν και τη στάση σου απέναντι στην εκτέλεση των καθηκόντων σου, αλλά και το μονοπάτι που θα ακολουθήσεις στη ζωή σου, πράγμα πολύ επικίνδυνο. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να έχει ως συνέπεια να μην μπορείς να εκτελέσεις επαρκώς τα καθήκοντά σου ως δημιουργήματος, ενώ μπορεί μέχρι και να τα αφήσεις μισοτελειωμένα ή να αναπτύξεις μια διάθεση και στάση αντίστασης απέναντι σ’ αυτά. Με λίγα λόγια, είναι αναπόφευκτο ότι με τον καιρό αυτή η κατάσταση θα χειροτερέψει και θα οδηγήσει την όρεξή σου, τα συναισθήματά σου και τη νοοτροπία σου να εξελιχθούν αρνητικά» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. Σκέφτηκα πως κατά τη διάρκεια αυτών των ετών που πίστευα στον Θεό, πάντα αντιμετώπιζα τα παραδοσιακά ρητά «Η ευσέβεια προς τους γονείς είναι η ύψιστη αρετή» και «Μην κάνεις μακρινά ταξίδια όσο ζουν ακόμη οι γονείς σου» ως θετικά πράγματα και ως κριτήρια για τη συμπεριφορά μου. Όταν το καθήκον μου ήρθε σε σύγκρουση με την ανάγκη να φροντίσω τη μητέρα μου, έφυγα από το σπίτι για να κάνω το καθήκον μου, αλλά συνέχισα να ανησυχώ για εκείνη κι ένιωθα ότι της χρωστάω επειδή δεν μπορούσα να τη φροντίσω. Αφού έμαθα ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει, κατηγορούσα τον εαυτό μου και πονούσα, επειδή δεν την είχα φροντίσει στα γηρατειά της και δεν είχα οργανώσει την κηδεία της. Η μητέρα μου με είχε μεγαλώσει, κι εγώ όχι μόνο δεν την είχα φροντίσει, αλλά δεν πρόλαβα καν να τη δω μια τελευταία φορά πριν πεθάνει. Ένιωσα ότι δεν είχα συνείδηση και ανθρώπινη φύση, και πίστεψα ότι ο κόσμος θα με καταραστεί και θα με κατακρίνει. Ο λόγος που ζούσα μέσα στον πόνο ήταν ότι αντιμετώπιζα τα ρητά «Η ευσέβεια προς τους γονείς είναι η ύψιστη αρετή» και «Φρόντισε τους γονείς σου όταν γεράσουν και οργάνωσε τις κηδείες τους» ως αλήθειες που έπρεπε να τηρώ. Επειδή δεν είχα ακολουθήσει αυτά τα ρητά, ένιωθα τύψεις, δεν μπορούσα να συγχωρήσω τον εαυτό μου και ήμουν παθητική απέναντι στο καθήκον μου. Με είχαν παραπλανήσει αυτές οι παραδοσιακές αντιλήψεις. Όταν άκουσα ότι η μητέρα μου πέθανε, δεν μπόρεσα να υποταχθώ στην κυριαρχία και τις διευθετήσεις του Θεού, ζούσα σε μια κατάσταση μελαγχολίας, μεταμέλειας και αυτοκατηγορίας, ήμουν αρνητική και τεμπέλιαζα στο καθήκον μου. Χωρίς να το καταλάβω, είχα εναντιωθεί στον Θεό, είχα επαναστατήσει εναντίον Του και Του αντιστεκόμουν.

Μετά από αυτό, διάβασα ένα άλλο χωρίο από τα λόγια του Θεού και έμαθα πώς πρέπει να αντιμετωπίζω τους γονείς μου. Τα λόγια του Θεού λένε: «Κάποιοι άνθρωποι θέλουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους, αλλά θεωρούν και ότι πρέπει να τιμούν τους γονείς τους, πράγμα που έχει να κάνει με τα συναισθήματα. Αν απλώς συνεχίσεις να κλαδεύεις τα συναισθήματά σου, να λες στον εαυτό σου να μη σκέφτεται τους γονείς και την οικογένεια, αλλά μόνο τον Θεό, και να επικεντρωθεί στην αλήθεια, παρ’ όλα αυτά όμως δεν μπορείς να σταματήσεις να σκέφτεσαι τους γονείς σου, τότε έτσι δεν πρόκειται να λύσεις το θεμελιώδες πρόβλημα. Για να το λύσεις, πρέπει να ερευνήσεις σε βάθος όσα θεωρούσες σωστά, μαζί με τα ρητά, τις γνώσεις και τις θεωρίες που κληρονόμησες και συμφωνούν με τις ανθρώπινες αντιλήψεις. Επιπλέον, όταν αντιμετωπίζεις τους γονείς σου, το αν θα εκπληρώσεις την υποχρέωση που έχεις, ως παιδί τους, να τους φροντίσεις θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στις προσωπικές σου συνθήκες και στις ενορχηστρώσεις του Θεού. Αυτή δεν είναι μια τέλεια εξήγηση του ζητήματος; Κάποιοι άνθρωποι, όταν φεύγουν από τους γονείς τους, θεωρούν ότι χρωστάνε πολλά σ’ αυτούς και ότι δεν κάνουν τίποτα για χάρη τους. Από την άλλη, όμως, όταν ζουν μαζί, δεν φέρονται όπως αρμόζει στους γονείς τους και δεν εκπληρώνουν καμία από τις υποχρεώσεις που έχουν. Δείχνει αυτό αληθινή αφοσίωση στους γονείς; Όχι, είναι κενολογίες. Ό,τι κι αν κάνεις, ότι κι αν σκέφτεσαι ή σχεδιάζεις δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι το αν κατανοείς και πιστεύεις αληθινά ότι όλα τα δημιουργήματα βρίσκονται στα χέρια του Θεού. Ορισμένοι γονείς έχουν την ευλογία, και είναι αυτή η μοίρα τους, να απολαμβάνουν την οικογενειακή θαλπωρή και την ευτυχία μιας μεγάλης, ευτυχισμένης οικογένειας. Αυτό επαφίεται στην κυριαρχία του Θεού, και είναι μια ευλογία που τους δίνει Εκείνος. Άλλοι γονείς δεν έχουν αυτήν τη μοίρα· ο Θεός δεν το ρύθμισε έτσι γι’ αυτούς. Δεν έχουν την ευλογία να απολαμβάνουν μια ευτυχισμένη οικογένεια ή να έχουν τα παιδιά τους στο πλάι τους. Αυτή είναι η ενορχήστρωση του Θεού, και οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό. Σε κάθε περίπτωση, όταν μιλάμε για τον σεβασμό και την αφοσίωση στους γονείς, οι άνθρωποι πρέπει να υιοθετούν τουλάχιστον μια νοοτροπία υποταγής. Αν το περιβάλλον σου σ’ το επιτρέπει και έχεις τα μέσα να το κάνεις, τότε μπορείς να δείξεις ευσέβεια και αφοσίωση στους γονείς σου. Αν το περιβάλλον δεν σου το επιτρέπει και δεν έχεις τα μέσα, τότε μην προσπαθήσεις να πιέσεις την κατάσταση. Πώς λέγεται αυτό; (Υποταγή.) Σωστά, λέγεται υποταγή. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η υποταγή; Πού βασίζεται; Βασίζεται σε όλα όσα ρυθμίζει και κυβερνά ο Θεός. Οι άνθρωποι, ακόμα κι αν θέλουν να επιλέξουν, δεν μπορούν, δεν έχουν το δικαίωμα· πρέπει να υποταχθούν. Όταν καταλαβαίνεις ότι οι άνθρωποι πρέπει να υποταχθούν, και ότι τα πάντα τα ενορχηστρώνει ο Θεός, δεν αισθάνεσαι μεγαλύτερη ηρεμία μέσα σου; (Ναι.) Έχεις ακόμα τύψεις συνείδησης; Όχι, και δεν σε εξουσιάζει πια η σκέψη ότι δεν έχεις δείξει αφοσίωση στους γονείς σου. Καμιά φορά, μπορεί να ξανακάνεις τέτοιες σκέψεις, επειδή είναι φυσιολογικό να τις έχει ο άνθρωπος και είναι ενστικτώδεις, κανείς δεν μπορεί να τις αποφύγει» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Ποια είναι η πραγματικότητα της αλήθειας;). Ο Θεός μιλάει ξεκάθαρα για τις αρχές άσκησης σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς τους γονείς του. Το κύριο κριτήριο είναι οι συνθήκες στις οποίες βρίσκεται κανείς και οι ικανότητές του. Όταν του το επιτρέπουν οι συνθήκες και οι ικανότητές του, τότε μπορεί να εκπληρώσει την ευθύνη του και να δείξει ευσέβεια προς τους γονείς του. Ωστόσο, αν οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν, θα πρέπει να υποταχθεί στην ενορχήστρωση και τις διευθετήσεις του Θεού. Όλα αυτά τα χρόνια, εγώ δεν μπορούσα να φροντίσω τη μητέρα μου, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήθελα να τη φροντίσω ή ότι δεν ήθελα να εκπληρώσω την ευθύνη μου. Το πρόβλημα ήταν ότι με κυνηγούσε η αστυνομία. Δεν μπορούσα καν να εξασφαλίσω τη δική μου ασφάλεια. Πώς θα μπορούσα να φροντίσω τη μητέρα μου; Αντί να μισήσω το Κομμουνιστικό Κόμμα, κατηγόρησα τον Θεό. Συνειδητοποίησα ότι είχα μπερδέψει τα γεγονότα και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το σωστό από το λάθος· δεν είχα καμία λογική! Συχνά ένιωθα ότι δεν είχα φροντίσει τη μητέρα μου, ότι δεν την είχα βοηθήσει να ζήσει ευτυχισμένη, δεν την είχα φροντίσει τα τελευταία της χρόνια και δεν είχα καν οργανώσει την κηδεία της. Γι’ αυτό ένιωθα ότι της χρωστούσα. Πίστευα ότι αν τη φρόντιζα, η μητέρα μου θα ζούσε ευτυχισμένη. Στην πραγματικότητα, η άποψη αυτή ήταν λανθασμένη. Η μητέρα μου υπέφερε από ημιπληγία πολλά χρόνια, και πονούσε σε όλο της το σώμα. Παλιότερα, όταν ήμουν στο σπίτι και τη φρόντιζα, επικοινωνούσα με τον γιατρό και της έφερνα τα φάρμακά της. Παρόλο που προσπαθούσα να την περιποιηθώ και να τη φροντίσω, δεν μπορούσα να ανακουφίσω καθόλου τον πόνο της. Ο Θεός όρισε πόσο έπρεπε να υποφέρει η μητέρα μου. Τώρα, η μητέρα μου είχε πια πεθάνει, κι αυτό σήμαινε ότι είχε έρθει η ώρα της. Το σώμα της δεν υπέφερε πλέον από κάποια ασθένεια. Αυτό ήταν καλό, και εγώ όφειλα να υποταχθώ στην κυριαρχία και τις διευθετήσεις του Θεού. Ωστόσο, δεν είχα αναζητήσει την αλήθεια πάνω σ’ αυτό το θέμα ούτε είχα υποταχθεί σε όσα είχε ορίσει ο Θεός. Ήμουν αρνητική και τεμπέλιαζα στο καθήκον μου και η ουσία της συμπεριφοράς μου ήταν αντίθετη στον Θεό· δεν είχα ούτε ανθρώπινη φύση ούτε λογική!

Διάβασα άλλο ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού που διευκρίνιζε ακόμα καλύτερα πώς πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς τους γονείς του. Τα λόγια του Θεού λένε: «Προς τα έξω, φαίνεται ότι οι γονείς σου είναι αυτοί που σε έφεραν στον κόσμο και σου έδωσαν τη σαρκική ζωή. Όμως, από την οπτική του Θεού, και από τον πυρήνα του ζητήματος, τότε τη σαρκική σου ζωή δεν σου την έδωσαν οι γονείς σου, αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν να δημιουργήσουν ζωή. Για να το θέσω πιο απλά, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να δώσει πνοή σε άνθρωπο. Ο κάθε άνθρωπος ενσαρκώνεται ακριβώς επειδή παίρνει πνοή. Στην πνοή βρίσκεται η ζωή του ανθρώπου, και αυτή σηματοδοτεί έναν ζωντανό άνθρωπο. Αυτή η πνοή και αυτή η ζωή δεν προέρχονται από τους γονείς τους. Οι γονείς είναι απλώς το μέσο από το οποίο δημιουργούνται και γεννιούνται οι άνθρωποι. Κατά βάθος, ο Θεός είναι Αυτός που χαρίζει τα πράγματα αυτά στους ανθρώπους. Άρα, δεν είναι οι γονείς σου οι κύριοι της ζωής σου, ο Κύριος της ζωής σου είναι ο Θεός. Αυτός δημιούργησε την ανθρωπότητα, Αυτός δημιούργησε τη ζωή του ανθρώπου, Αυτός έδωσε στον άνθρωπο την πνοή της ζωής, από την οποία προέρχεται η ζωή του. Δεν είναι, λοιπόν, εύκολα κατανοητή η φράση “οι γονείς σου δεν είναι οι κύριοι της ζωής σου”; Δεν σου έδωσαν οι γονείς σου την πνοή σου, πόσο μάλλον τη συνέχειά της. Ο Θεός εξουσιάζει και φροντίζει την κάθε μέρα της ζωής σου. Δεν μπορούν οι γονείς σου να καθορίσουν το πώς περνάει η κάθε μέρα της ζωής σου, αν είναι ευτυχισμένη και αν κυλήσει ομαλά, ποιον συναντάς ή σε ποιο περιβάλλον ζεις κάθε μέρα. Απλώς ο Θεός σε προσέχει μέσω των γονιών σου —εκείνοι δεν είναι παρά οι άνθρωποι που έστειλε ο Θεός για να σε προσέχει. Όταν γεννήθηκες, τη ζωή δεν σου την έδωσαν οι γονείς σου. Μήπως σου έδωσαν τη ζωή που έζησες μέχρι τώρα; Ούτε αυτή σου έδωσαν. Ο Θεός παραμένει η πηγή της ζωής σου και όχι οι γονείς σου» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Τα λόγια του Θεού είναι πολύ σαφή— η ζωή του ανθρώπου προέρχεται από τον Θεό. Μπορεί να με γέννησε η μητέρα μου, αλλά τη ζωή μου μου τη χάρισε ο Θεός. Χωρίς την προστασία και την παροχή του Θεού, η μητέρα μου δεν θα μπορούσε να με αναθρέψει. Ο Θεός χρησιμοποίησε τη μητέρα μου για να με αναθρέψει, τη χρησιμοποίησε για να με φέρει ενώπιόν Του και τη χρησιμοποίησε για να με απαλλάξει από το άγχος της επιστροφής στο σπίτι. Όσα κι αν δαπάνησε η μητέρα μου για μένα, όλα αυτά πήγαζαν από όσα μου έδωσε ο Θεός. Εγώ, όμως, έβλεπα τα πράγματα ανάποδα, πίστευα ότι η μητέρα μου είχε δαπανήσει πάρα πολλά για μένα κι ήθελα να της το ξεπληρώσω αυτό, με αποτέλεσμα να αγνοήσω την κυριαρχία του Θεού και όσα Εκείνος όριζε. Στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το πόσα δαπάνησε η μητέρα μου, αυτό που έκανε ήταν απλώς να εκπληρώσει την ευθύνη της ως μητέρα, πράγμα που ήταν μέρος της διευθέτησης και της κυριαρχίας του Θεού. Τον Θεό έπρεπε να ευχαριστήσω. Επίσης, κατάλαβα ότι είχα τη δική μου αποστολή σε αυτόν τον κόσμο, κι αυτή ήταν να κάνω το καθήκον μου ως δημιουργημένο ον, όχι να ξεπληρώσω την καλοσύνη της μητέρας μου. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, σταμάτησα να έχω τύψεις, να κατηγορώ τον εαυτό μου και να νιώθω υποχρεωμένη. Κατάφερα να ηρεμήσω την καρδιά μου και να κάνω το καθήκον μου.

Τα λόγια του Θεού είναι ένας φωτεινός φάρος. Αν δεν υπήρχε η έγκαιρη διαφώτιση και καθοδήγηση των λόγων του Θεού, θα εξακολουθούσα να μην μπορώ να διακρίνω τα ρητά «Η ευσέβεια προς τους γονείς είναι η ύψιστη αρετή» και «Μην κάνεις μακρινά ταξίδια όσο ζουν ακόμη οι γονείς σου» που είχε ενσταλάξει μέσα μου ο Σατανάς, και θα αισθανόμουν ακόμα χρέος προς τη μητέρα μου, και θα με έβλαπτε ο Σατανάς. Τώρα, βλέπω επιτέλους καθαρά ότι η παραδοσιακή κουλτούρα είναι μια αντιδραστική πλάνη που αντιστέκεται στον Θεό, κι ότι αυτές οι σκέψεις και απόψεις είναι πολύ παραπλανητικές. Τα λόγια του Θεού με απομάκρυναν από αυτές τις σατανικές πλάνες, και με βοήθησαν να αντιμετωπίσω σωστά τον θάνατο της μητέρας μου. Η καρδιά μου απελευθερώθηκε, είναι πια ελεύθερη! Δόξα τω Θεώ που με έσωσε!

Προηγούμενο: 31. Μπορώ να αντιλαμβάνομαι σωστά το επίπεδό μου

Επόμενο: 35. Μεταμέλεια βαθιά χαραγμένη στη μνήμη

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

40. Η επιστροφή στο σπίτι

Από τη Μούγι, Νότιος Κορέα«Η αφειδής αγάπη του Θεού δίδεται στον άνθρωπο χωρίς ανταλλάγματα και τον περιβάλλει· ο άνθρωπος είναι αθώος και...

52. Αντίο, ανθρωπάρεσκη!

Από τη Λι Φέι, ΙσπανίαΌσον αφορά στους ανθρωπάρεσκους, τους θεωρούσα σπουδαίους προτού πιστέψω στον Θεό. Είχαν ευγενή διάθεση, δεν γίνονταν...

Η εμφάνιση και το έργο του Θεού Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Εκθέτοντας τους αντίχριστους Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Η Κρίση ξεκινά από τον Οίκο του Θεού Ουσιώδη Λόγια του Παντοδύναμου Θεού, του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Καθημερινά λόγια του Θεού Οι αλήθεια-πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να εισέλθουν οι πιστοί στον Θεό Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια Οδηγίες για τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας Τα πρόβατα του Θεού ακούν τη φωνή του Θεού Άκου τη Φωνή του Θεού Ιδού ο Θεός Εμφανίστηκε Κλασικές Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Ευαγγέλιο της Βασιλείας Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Α΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Β΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Γ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Δ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ε΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος ΣΤ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ζ΄) Πώς Στράφηκα στον Παντοδύναμο Θεό

Ρυθμίσεις

  • Κείμενο
  • Θέματα

Συμπαγή χρώματα

Θέματα

Γραμματοσειρά

Μέγεθος γραμματοσειράς

Διάστημα γραμμής

Διάστημα γραμμής

Πλάτος σελίδας

Περιεχόμενα

Αναζήτηση

  • Αναζήτηση σε αυτό το κείμενο
  • Αναζήτηση σε αυτό το βιβλίο

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger