7. Μέρες κακοποίησης και βασανιστηρίων
Ένα πρωινό, το καλοκαίρι του 2006, γύρω στις 11, ήμουν στο σπίτι της οικοδέσποινας μου και άκουγα κάποιους ύμνους με τα λόγια του Θεού· ξαφνικά, στο δωμάτιο εισέβαλαν αστυνομικοί και πήραν εμένα, την οικοδέσποινα αδελφή μου Ζάο Γκιλάν και την 6χρονη κόρη της στο αστυνομικό τμήμα.
Μόλις μπήκαμε στο τμήμα, κάποιες γυναίκες αξιωματικοί μάς εξανάγκασαν να γδυθούμε. Όταν δεν είχε μείνει τίποτα άλλο εκτός από το εσώρουχό μου, προσπάθησα ενστικτωδώς να τις αποφύγω για να μη μπορέσουν να μου βγάλουν τίποτε άλλο. Μια αξιωματικός όρμησε, μου έσκισε όλα τα εσώρουχα, τα έσφιξε πολύ προσεκτικά και στη συνέχεια τα διέλυσε κατά την επιθεώρησή της. Αφού ολοκληρώθηκε η σωματική έρευνα, μας οδήγησαν σε ένα γραφείο. Εκεί οι αστυνομικοί ξεφύλλισαν ένα βιβλίο διευθύνσεων που είχαν βρει. Βλέποντας ότι είχα πολλούς αριθμούς τηλεφώνων σ’ αυτό, πίστεψαν ότι μάλλον ήμουν επικεφαλής, οπότε είπαν ότι θα ανέφεραν την υπόθεσή μου μέχρι το επαρχιακό γραφείο δημόσιας ασφάλειας. Ένας τμηματάρχης ονόματι Ζου με ρώτησε: «Πότε άρχισες να πιστεύεις στον Παντοδύναμο Θεό; Ποιος είναι ο ρόλος σου στην εκκλησία;» Δεν είπα τίποτα απολύτως, οπότε με άρπαξε θυμωμένα από το σαγόνι και σήκωσε το κεφάλι μου —το έσφιγγε τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να κουνηθώ καθόλου. Χαμογέλασε αισχρά και είπε: «Δεν είσαι άσχημη, είσαι νέα και ωραία. Θα μπορούσες να κάνεις τα πάντα, αλλά θέλεις να πιστεύεις στον Θεό!» Οι υπόλοιποι αξιωματικοί που βρίσκονταν εκεί ήταν στο πλάι και χασκογελούσαν. Εγώ ξεσηκώθηκα και εξοργίστηκα. Σκεφτόμουν: «Τι είδους “Λαϊκή Αστυνομία” είναι αυτή; Είναι ένα μάτσο κακοποιοί, ζώα!» Ο αρχηγός Ζου με ρωτούσε ξανά και ξανά για τα προσωπικά μου στοιχεία και για το ποιος ήταν ο επικεφαλής της εκκλησίας. Καθώς δεν τους έλεγα τίποτα, ένας από τους αστυνομικούς άρχισε να με χτυπάει πολύ δυνατά. Ζαλίστηκα και θόλωσε η όρασή μου από τα χτυπήματα· έπεφτα συνέχεια κάτω και αυτός με τραβούσε ξανά πάνω για να συνεχίσει να με χτυπάει. Ενώ το έκανε αυτό, φώναζε: «Η Κεντρική Κυβέρνηση έχει αποφασίσει εδώ και πολύ καιρό ότι το να σας σκοτώσουμε δεν είναι έγκλημα, δεν έχει καμία σημασία αν σας ξυλοκοπήσουμε μέχρι θανάτου! Αν πεθάνετε, μπορούμε απλώς να σας πάμε στους λόφους και να σας θάψουμε. Κανείς δεν θα το μάθει!» Όταν είδα πόσο διαβολικός και τρομερά κακός έμοιαζε, με έπιασε πανικός και φόβος —φοβόμουν ότι όντως θα με ξυλοκοπούσαν μέχρι θανάτου. Κραύγαζα ασταμάτητα στον Θεό μέσα μου, ζητώντας Του να προσέχει την καρδιά μου. Σε εκείνο το σημείο, ήρθε στο μυαλό μου κάτι από τα λόγια του Θεού: «Εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία μπορεί να δείχνουν μοχθηροί εξωτερικά, αλλά μη φοβάστε, καθότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχετε πολλή πίστη. Εφόσον η πίστη σας μεγαλώσει, τίποτα δεν θα είναι υπερβολικά δύσκολο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 75). Αυτό είναι απόλυτα αληθές. Ο Θεός έχει εξουσία επί των πάντων, επομένως, όσο μοχθηροί και βάναυσοι και αν ήταν οι αστυνομικοί, ήταν και αυτό στα χέρια του Θεού. Αν ο Θεός δεν μου επέτρεπε να πεθάνω, ούτε ο Σατανάς δεν θα μπορούσε να μου αφαιρέσει τη ζωή. Ακόμα κι αν οι αστυνομικοί με ξυλοκοπούσαν πραγματικά μέχρι θανάτου, η ψυχή μου θα ήταν και πάλι στα χέρια του Θεού. Τα λόγια του Θεού μού έδωσαν πίστη και δύναμη, και μπόρεσα σιγά σιγά να ηρεμήσω.
Αφού δεν πήρε την απάντηση που ήθελε, ο αρχηγός Ζου φώναξε έξαλλος: «Βλέπω ότι προτιμάς να κάνεις τα πράγματα με τον δύσκολο τρόπο. Θα σου ανοίξω το στόμα σήμερα. Κανείς δεν με ξεπερνάει —έχω απαγχονίσει άλλους δύο ανθρώπους μόλις τις τελευταίες δύο μέρες». Τότε, ήρθαν δύο αστυνομικοί, μου πέρασαν χειροπέδες στα χέρια και με κρέμασαν από μια σιδερένια πύλη, με τα πόδια μου να κρέμονται από το έδαφος και όλο μου το βάρος να στηρίζεται στους καρπούς μου. Έπειτα, έσυραν και τη Γκιλάν. Ολόκληρο το πρόσωπό της ήταν πρησμένο από τα χτυπήματα και τα μαλλιά της ήταν χάλια. Οι αστυνομικοί την κρέμασαν και αυτήν από τη σιδερένια πύλη. Ο αρχηγός Ζου χαμογέλασε πονηρά όταν είδε τα πονεμένα μας βλέμματα και είπε: «Καλή διασκέδαση», και μετά γύρισε και βγήκε έξω. Όσο περνούσε η ώρα, η πίεση στους καρπούς μου από το γεγονός ότι ήμουν έτσι δεμένη με χειροπέδες γινόταν όλο και πιο επώδυνη και ένιωθα ότι τα χέρια μου ξεριζώνονταν. Ήταν ένας πόνος που με διέλυε και ίδρωνα σε όλο μου το σώμα. Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι τα ρούχα μου να γίνουν μούσκεμα. Σε μια προσπάθεια να ανακουφίσω τον πόνο, έσφιξα τις γροθιές μου και έκανα ό,τι μπορούσα για να ακουμπήσω τις φτέρνες μου στα σίδερα της σιδερένιας πύλης, αλλά εξακολουθούσα να γλιστράω προς τα κάτω. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και πάλευα να αναπνεύσω. Ένιωθα λες και θα πνιγόμουν. Η σκέψη του τμηματάρχη Ζου να έχει κρεμάσει δύο ανθρώπους τις τελευταίες δύο ημέρες με τρόμαξε· φοβήθηκα ότι θα πέθαινα εκεί. Προσευχόμουν συνεχώς στον Θεό: «Θεέ μου, σχεδόν δεν το αντέχω άλλο αυτό. Δεν αντέχω πολύ ακόμα —σε παρακαλώ σώσε με....». Μετά την προσευχή μου θυμήθηκα έναν ύμνο με τα λόγια του Θεού. Ο Θεός λέει: «Κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» (Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια, Επιδίωκε να αγαπάς τον Θεό όσο πολύ κι αν υποφέρεις). Τα λόγια του Θεού μού έδωσαν αμέσως πίστη και δύναμη. Η ζωή και ο θάνατός μου ήταν στα χέρια του Θεού και δεν θα πέθαινα αν δεν το επέτρεπε ο Θεός. Και ακόμη και αν μου απέμενε μόνο μια ανάσα, έπρεπε να είμαι αφοσιωμένη στον Θεό και να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου γι’ Αυτόν. Και έτσι, συνέχισα να προσεύχομαι και να στηρίζομαι στον Θεό, και πριν το καταλάβω, μπόρεσα σιγά-σιγά να ηρεμήσω και πονούσα πολύ λιγότερο. Γυρίζοντας το κεφάλι μου, είδα μια πολύ αποφασιστική έκφραση στο πρόσωπο του Γκιλάν και ευχαρίστησα σιωπηλά τον Θεό. Ήξερα ότι είχαμε φτάσει μέχρι εδώ αποκλειστικά χάρη στη δύναμη και την πίστη που μας έδωσε ο Θεός.
Οι αστυνομικοί μάς κατέβασαν γύρω στις 4 τα ξημερώματα. Τα χέρια και τα πόδια μας ήταν μουδιασμένα, δεν τα νιώθαμε, οπότε απλώς σωριαστήκαμε στο πάτωμα, μόλις και μετά βίας ζωντανές. Βλέποντας τον πόνο μας, ο αρχηγός Ζου με ρώτησε, πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του: «Το σκέφτηκες καθόλου; Το να κρέμεσαι από αυτές τις χειροπέδες δεν είναι και τόσο ωραίο συναίσθημα, έτσι δεν είναι;» Τον αγνόησα. Έδειχνε πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, υποθέτοντας ότι δεν θα μπορούσα να αντέξω τα βασανιστήρια και ότι σίγουρα θα πούλαγα τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Αλλά δεν ήξερε ότι όσο περισσότερο μας δίωκαν, τόσο πιο ξεκάθαρα έβλεπα πόσο κακοί και βάρβαροι ήταν, τόσο πιο ξεκάθαρα έβλεπα την πραγματική εικόνα του Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή ότι ήταν ένας δαίμονας που είναι κατά του Θεού, και τόσο πιο αποφασιστική γινόμουν στην πεποίθησή μου ότι πρέπει να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου και να ταπεινώσω τον Σατανά. Εκείνο το βράδυ, ήμουν τόσο θυμωμένη, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Νύσταζα πολύ, αλλά τη στιγμή που έκλεινα τα μάτια μου, ένας μπάτσος με άρπαζε από τους ώμους και με έσπρωχνε πολύ δυνατά, φωνάζοντας ταυτόχρονα: «Θέλεις να κοιμηθείς; Θέλεις να κοιμηθείς;» Φοβόμουν τόσο πολύ, που η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Συνέχισαν να με τρομάζουν ξανά και ξανά με αυτόν τον τρόπο, και μου ζητούσαν συνεχώς πληροφορίες για την εκκλησία. Το συνέχισαν αυτό μέχρι το επόμενο απόγευμα. Τότε, ο αρχηγός Ζου δέχτηκε ένα τηλεφώνημα και τον άκουσα να λέει: «Τίποτα δεν πιάνει με αυτή τη γυναίκα —ούτε η επιβράβευση ούτε η τιμωρία. Χειρίζομαι υποθέσεις εδώ και δεκαετίες, αλλά ποτέ δεν μου έχει τύχει τόσο ζόρικη!» Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, άρχισε να με βρίζει: «Εσείς οι πιστοί στον Παντοδύναμο Θεό είστε πιο σκληροί και από καρφιά! Αρνούμαι να πιστέψω ότι δεν μπορώ να σου ανοίξω το στόμα. Θα σε πάμε κάπου αλλού σήμερα, δεν θα περάσεις τόσο χαλαρά εκεί. Έχω τρόπους να σε κάνω να μιλήσεις!» Μετά από αυτό, αυτός και ένας άλλος αξιωματικός μπήκαν στο διπλανό δωμάτιο. Τον άκουσα πολύ αμυδρά να λέει: «Πήγαινέ τη στο λάκκο με τα φίδια και ρίξ’ τη γυμνή μέσα. Έτσι θα μιλήσει!» Ακούγοντας τις λέξεις «λάκκος με τα φίδια» τρόμαξα, τρομοκρατήθηκα. Η σκέψη των φιδιών να σέρνονται γύρω μου με έκανε να ανατριχιάσω σε όλο μου το σώμα, οπότε προσευχήθηκα γρήγορα στον Θεό, ζητώντας Του να μου δώσει κουράγιο, ώστε να μην γίνω ποτέ Ιούδας και να Τον προδώσω, ακόμα κι αν με πετάξουν σε έναν λάκκο με φίδια. Αφού προσευχήθηκα, θυμήθηκα τον Δανιήλ που τον πέταξαν στο λάκκο των λεόντων· δεν τον δάγκωσαν, επειδή ο Θεός δεν το επέτρεψε. Δεν ήμουν κι εγώ εντελώς στα χέρια του Θεού; Αυτές οι σκέψεις μού επέτρεψαν να ηρεμήσω σιγά σιγά. Αργότερα, ο αρχηγός Ζου δέχτηκε ένα τηλεφώνημα, είπε ότι είχε να χειριστεί μια επείγουσα υπόθεση και στη συνέχεια έφυγε βιαστικά με έναν άλλο αξιωματικό κατά πόδας. Τη στιγμή που έφυγε, ο αξιωματικός που είχε μείνει να με προσέχει δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την οικογένειά του, που έλεγε ότι κάτι είχε συμβεί στον γιο του και ότι ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Με έδεσε με τις χειροπέδες στη σιδερένια καρέκλα και στη συνέχεια έφυγε βιαστικά. Ήξερα χωρίς αμφιβολία ότι ο Θεός είχε ακούσει την προσευχή μου και μου είχε ανοίξει διέξοδο. Είπα άλλη μια προσευχή: «Θεέ μου, είδα τα θαυμαστά σου έργα και Σε ευχαριστώ!»
Οι αστυνομικοί με βασάνισαν επί τέσσερα μερόνυχτα και δεν με άφησαν να φάω, να πιω νερό ή να κοιμηθώ. Ήμουν απίστευτα εξασθενημένη από τα βασανιστήρια, είχα διαπεραστικούς πόνους στο στομάχι μου, δυσκολευόμουν να αναπνεύσω και το σώμα μου ήταν ιδιαίτερα εξαντλημένο. Αλλά όσο κι αν με ανέκριναν, δεν τους έλεγα τίποτα. Όταν ο αρχηγός Ζου είδε ότι καμία από τις τεχνικές τους δεν είχε αποτέλεσμα, χτύπησε την πόρτα και έφυγε θυμωμένος. Όταν επέστρεψε, κρατούσε τρία-τέσσερα κομμάτια χαρτί που έγραφαν κάτι. Τα κοπάνησε πάνω σε ένα τραπέζι και με διέταξε να υπογράψω την ομολογία και να αφήσω αποτύπωμα αντίχειρα. Του είπα: «Δεν είπα τίποτα από αυτά, οπότε δεν υπογράφω». Έδωσε σήμα στους άλλους αστυνομικούς, και αρκετοί από αυτούς έσπευσαν, κάποιοι τράβηξαν τα χέρια μου και κάποιοι έσφιξαν τους καρπούς μου πολύ σφιχτά, κάνοντάς με να ανοίξω τις γροθιές μου, και στη συνέχεια πίεσαν ολόκληρο το αποτύπωμα της παλάμης μου πάνω στην ψεύτικη ομολογία. Ο αρχηγός Ζου το σήκωσε και είπε, πολύ ευχαριστημένος: «Χμμ! Ακόμα προσπαθείς να μου αντισταθείς; Νομίζεις ότι μπορείς να ξεφύγεις χωρίς να πεις τίποτα; Μπορώ ακόμα να σε καταδικάσω και να σου επιβάλω ποινή οκτώ έως δέκα ετών!»
Εκείνο το βράδυ, οι αστυνομικοί με πήγαν σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και με διέταξαν να βγάλω τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, οπότε έμεινα ξυπόλητη. Στη συνέχεια, δύο στάθηκαν δίπλα μου, κρατώντας ο καθένας από ένα χέρι, και με οδήγησαν μέσα σε έναν σκοτεινό διάδρομο, που όσο προχωρούσαμε γινόταν όλο και πιο σκοτεινός. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Με πέρασαν από τρεις σιδερένιες πύλες και μετά με πέταξαν σε ένα δωμάτιο. Είδα έναν άντρα σε μια γωνιά δεμένο με βαριές αλυσίδες· τα χέρια και τα πόδια του ήταν απλωμένα, τεντωμένα, και βογκούσε αδύναμα. Υπήρχαν πολλές από αυτές τις χοντρές αλυσίδες που κρέμονταν από τον τοίχο, και υπήρχαν ηλεκτρικά γκλομπ και σιδερένιες ράβδοι. Ένιωσα σαν να είχα πέσει στην κόλαση. Είχα τρομοκρατηθεί και πίστεψα ότι αυτή τη φορά θα πέθαινα σίγουρα εκεί μέσα. Προσευχήθηκα στο Θεό ξανά και ξανά. Τότε, ένας αξιωματικός είπε απειλητικά: «Αν βιαστείς, υπάρχει ακόμα χρόνος για να εξομολογηθείς. Θα μιλήσεις ή όχι;» Είπα: «Δεν έχω παραβεί κανέναν νόμο. Δεν έχω τίποτα να ομολογήσω». Εκείνος ειρωνεύτηκε ψυχρά, κούνησε το χέρι του και στη συνέχεια δύο άλλοι άνδρες αστυνομικοί πήδηξαν προς το μέρος μου σαν λύκοι και με πίεσαν γρήγορα στο πάτωμα. Πάλεψα λυσσαλέα, αλλά πάτησαν με τα γόνατα τα πόδια μου και μου έσκισαν το πουκάμισο και το παντελόνι, ενώ εγώ προσπαθούσα απεγνωσμένα να αντισταθώ. Έσκισαν όλα μου τα ρούχα, και τελικά με παράτησαν πεσμένη μπρούμυτα και γυμνή στο πάτωμα. Μετά από αυτό, πίεσαν πολύ δυνατά με τα γόνατα τους μηρούς μου και μου πέρασαν τα χέρια πίσω από την πλάτη, ώστε να μη μπορώ να κουνηθώ. Ένας άλλος αστυνομικός πήρε ένα ηλεκτρικό γκλομπ και άρχισε να με χτυπάει σαν τρελός στη μέση, την πλάτη και τους γλουτούς μου. Κάθε ηλεκτροσόκ με άφηνε πρησμένη και μουδιασμένη, και ο πόνος ήταν σαν να τρυπούσε κατευθείαν τα κόκαλά μου. Έτρεμα ανεξέλεγκτα παντού και τα πόδια μου χτυπιόντουσαν στο έδαφος. Όσο περισσότερο πάλευα, τόσο πιο σφιχτά με κρατούσαν. Ένας αστυνομικός εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να μου χουφτώσει τα οπίσθια, ενώ γελούσε τρελά και έλεγε χυδαία πράγματα. Ένας άλλος αξιωματικός φώναξε ενώ μου έκανε ηλεκτροσόκ: «Θα μιλήσεις ή όχι; Πάω στοίχημα ότι μπορώ να σε κάνω να μιλήσεις!» Αφού μου έκαναν ηλεκτροσόκ πέντε ή έξι φορές, με γύρισαν ανάποδα, πάτησαν πάλι δυνατά με τα γόνατα τους μηρούς μου και συνέχισαν να μου κάνουν ηλεκτροσόκ στο στήθος, στο στομάχι και στη βουβωνική χώρα. Όταν μου έκαναν ηλεκτροσόκ στη μέση, ένιωθα σαν να ανακατεύονταν όλα μαζί το στομάχι και τα έντερά μου· ήταν εξαιρετικά επώδυνο. Όταν μου έκαναν ηλεκτροσόκ στο στήθος, ένιωθα την καρδιά μου να συστέλλεται και πάσχιζα να αναπνεύσω. Όταν με χτυπούσαν στη βουβωνική χώρα, ένιωθα σαν μια χούφτα κοφτερά καρφιά να καρφώνονται ξαφνικά στη σάρκα μου, και μου κοβόταν η ανάσα. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν αυτό το είδος πόνου.
Μετά απ’ αυτό, λιποθύμησα. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι να με περιλούσουν με κρύο νερό για να με ξυπνήσουν, και μετά συνέχισαν να μου κάνουν ηλεκτροσόκ. Ένας από τους αξιωματικούς μού τσίμπησε ακόμη και τις θηλές, τις τράβηξε προς τα πάνω και μετά τις πίεσε δυνατά, κάνοντάς το ξανά και ξανά για τέσσερα-πέντε λεπτά. Ένιωσα ότι θα μου ξεριζώνονταν οι θηλές —ήταν πολύ έντονος πόνος. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος αξιωματικός με χτυπούσε στο στήθος. Με κάθε χτύπημα ένιωθα σαν να ξεκολλάει η σάρκα από το στήθος μου, σαν να σταματούσε να χτυπάει η καρδιά μου. Ίδρωνα παντού και δεν μπορούσα να σταματήσω να τρέμω. Συνέχισαν να μου κάνουν ηλεκτροσόκ, να με περιπαίζουν, ενώ παράλληλα έλεγαν αισχρά πράγματα. Ένιωθα ότι ήταν τα κακά πνεύματα και οι διάβολοι της κόλασης που ειδικεύονται στο να βασανίζουν τους ανθρώπους για τη δική τους διασκέδαση. Αργότερα, πονούσα τόσο πολύ, που τελικά έχασα τον έλεγχο της ουροδόχου κύστης μου και στη συνέχεια λιποθύμησα ξανά. Πέρασε κάποια ώρα, δεν ξέρω πόση, προτού με ξυπνήσουν ξανά με κρύο νερό, και συνέχισαν να μου κάνουν ηλεκτροσόκ στο στήθος, το στομάχι και τη βουβωνική χώρα. Ένιωθα σαν να καίγεται η σάρκα μου από όλα αυτά τα ηλεκτροσόκ. Ένας από τους αξιωματικούς φώναξε κατά τη διάρκεια: «Πού είναι ο Θεός σου τώρα; Φέρ’ Τον να σε σώσει! Εγώ είμαι ο Θεός σου!»
Λιποθυμούσα ξανά και ξανά από τα ηλεκτροσόκ και με έβρεχαν συνέχεια για να με ξυπνήσουν. Τελικά, δεν μου είχε απομείνει ούτε η δύναμη να παλέψω ή να κουνηθώ καθόλου. Ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα μισοπεθαμένη, νιώθοντας απίστευτη θλίψη, θυμό και πόνο. Δεν είχα ιδέα για πόσο ακόμα θα με βασάνιζαν και θα με κακοποιούσαν. Δεν μπορούσα να το αντέξω άλλο και ήθελα να δαγκώσω τη γλώσσα μου και να αυτοκτονήσω για να ξεφύγω από αυτή τη δυστυχία μια ώρα αρχύτερα. Εκεί που ήμουν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, σκέφτηκα αυτόν τον ύμνο: «Ο Σατανάς με ρήμαξε σ’ αδιανόητο βαθμό. Είδα το πρόσωπο του διαβόλου. Δεν θα ξεχάσω τόσους αιώνες μίσους. Ας πεθάνω αν είναι να υποκλιθώ στον Σατανά! Ο Θεός ενσαρκώθηκε για να σώσει τον άνθρωπο, μαρτύρησε και ταπεινώθηκε. Πήρα πολλή από την αγάπη του Θεού. Πώς να ησυχάσω αν δεν ανταποδώσω; Ως άνθρωπος, θα υψώσω ανάστημα και θα δώσω μαρτυρία για τον Θεό με τη ζωή μου. Μπορεί το σώμα μου να λυγίσει, μα η καρδιά μου δυναμώνει. Θα αφοσιωθώ στον Θεό μέχρι θανάτου. Θα υποταχθώ μέχρι θανάτου, για να ικανοποιήσω τον Θεό’». Σκέφτηκα πως ο Θεός έχει ενσαρκωθεί και έχει υπομείνει μεγάλη ταπείνωση μόνο και μόνο για να σώσει την ανθρωπότητα, πως μοιράζεται τα λόγια Του για να μας ποτίσει και να μας θρέψει. Ο Θεός πλήρωσε τόσο μεγάλο τίμημα για χάρη μας, και από τη στιγμή της σύλληψής μου, ήταν πάντα εκεί να με καθοδηγεί και να με προστατεύει. Είχα απολαύσει τόση χάρη του Θεού, αλλά τι είχα κάνει εγώ γι’ Αυτόν; Οι άγιοι ανά τους αιώνες ήταν σε θέση να θυσιαστούν και να χύσουν το αίμα τους, μαρτυρώντας για τον Θεό, αλλά εγώ, αφού βίωσα λίγο πόνο, ήθελα ήδη να ξεφύγω από αυτόν μέσω του θανάτου. Ήμουν τόσο δειλή! Ήταν αυτή μαρτυρία για τον Θεό; Δεν επέτρεπα στον Σατανά να με περιγελάσει; Με αυτή τη σκέψη, προσευχήθηκα σιωπηλά: «Θεέ μου, όσο κι αν με βασανίζει ο Σατανάς, δεν θα ενδώσω ποτέ σ’ αυτόν. Θα ζήσω για Σένα».
Μετά από αυτό, συνέχισαν να μου κάνουν ηλεκτροσόκ ξανά και ξανά, και εγώ έσφιγγα τα δόντια μου και δεν έβγαζα άχνα. Αφού λιποθύμησα από το τελευταίο ηλεκτροσόκ, βρέθηκα να στέκομαι σε ένα μέρος όπου έβλεπα στο βάθος ένα βουνό σε σχήμα ράμφους αετού, περιτριγυρισμένο από ξερά δέντρα, ξερά και νεκρά μπαμπού, λουλούδια και γρασίδι. Μόνο το βουνό ήταν πράσινο. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με ξερά, σκασμένα χείλη που ανέβαιναν προς το βουνό και κάποιοι πέθαναν καθ’ οδόν από τη δίψα. Ήμουν κι εγώ τρομερά αφυδατωμένη, και όταν έφτασα στους πρόποδες του βουνού, άκουσα τον ήχο του νερού που έβγαινε από εκεί. Έσπευσα να αρχίσω να το σκαρφαλώνω και αφού πάλεψα να φτάσω στα μισά του δρόμου, κατάφερα να σηκώσω το κεφάλι μου και να πιω το νερό που έσταζε από το ράμφος του αετού. Είχε τόσο γλυκιά γεύση! Καθώς έπινα, άκουσα κάποιο τραγούδι. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα δύο σειρές από ανθρώπους ντυμένους στα λευκά που τραγουδούσαν έναν ύμνο· έμοιαζαν με αγγέλους. Αυτοί ήταν οι στίχοι του τραγουδιού: «Στο έργο των εσχάτων ημερών, αυτό που απαιτείται από εμάς είναι υπέρτατη πίστη και αγάπη. Μπορεί να παραπατήσουμε με την παραμικρή απροσεξία, διότι αυτό το στάδιο του έργου είναι διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα: Αυτό που ο Θεός οδηγεί στην τελείωση είναι η πίστη της ανθρωπότητας, η οποία είναι και αόρατη και άυλη. Αυτό που κάνει ο Θεός είναι να μετατρέπει τα λόγια σε πίστη, σε αγάπη και σε ζωή. Οι άνθρωποι πρέπει να φτάσουν σε ένα σημείο, όπου να έχουν υπομείνει εκατοντάδες εξευγενισμούς και να διαθέτουν πίστη μεγαλύτερη κι από του Ιώβ. Πρέπει να υπομείνουν απίστευτο πόνο και κάθε λογής μαρτύρια χωρίς να εγκαταλείψουν ποτέ τον Θεό. Όταν είναι υπάκουοι μέχρι θανάτου, κι έχουν μεγάλη πίστη στον Θεό, τότε αυτό το στάδιο του έργου του Θεού έχει ολοκληρωθεί» (Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια, Ο Θεός τελειοποιεί την πίστη). Ο ήχος του τραγουδιού αντηχούσε στην κοιλάδα —ήταν καθαρός, μελωδικός και όμορφος. Η ακρόασή του μου προκαλούσε μεγάλη ευχαρίστηση και έμπνευση. Τότε, ξαφνικά ξύπνησα. Πονούσα ακόμα πολύ, αλλά ένιωθα γαλήνη στην καρδιά μου. Είδα έναν αξιωματικό να ξεκουράζεται σε μια καρέκλα, εξαντλημένος και με βαριά αναπνοή. Ένας άλλος αξιωματικός είπε: «Έχω εντυπωσιαστεί. Αυτή η γυναίκα είναι φτιαγμένη από σίδερο —τίποτα δεν μπορεί να τη σκοτώσει». Όταν το άκουσα αυτό, πρόσφερα τις ευχαριστίες μου και τους αίνους μου στον Θεό. Ήταν ο Θεός που με διαφώτιζε και με καθοδηγούσε, δείχνοντάς μου αυτό το όραμα, δίνοντάς μου δύναμη και καθοδηγώντας με σε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Η πίστη μου στον Θεό μεγάλωσε. Αργότερα, ένας από τους αξιωματικούς μού πέταξε το πουκάμισο και το παντελόνι μου και έφυγε απογοητευμένος. Είχα αποδυναμωθεί από τα ηλεκτροσόκ και πονούσα πολύ για να καθίσω. Με μεγάλη προσπάθεια, κατάφερα να φορέσω τα ρούχα μου ξαπλωμένη στο πάτωμα, αλλά δεν έβρισκα πουθενά το εσώρουχό μου και τα ρούχα μου τα είχαν σκίσει. Ίσα-ίσα που με κάλυπταν. Ένιωθα σαν να μου είχε αφαιρεθεί ένα στρώμα δέρματος από την ηλεκτροπληξία και τα ρούχα μου κολλούσαν στη σάρκα μου, προκαλώντας τεράστιο πόνο. Για να επουλωθούν οι πληγές που είχα αποκτήσει από το ηλεκτροσόκ, χρειάστηκε πάνω από ένας χρόνος, και μου έχουν μείνει ακόμα κατάλοιπα. Έκτοτε, βιώνω συχνά ακούσιους σπασμούς σε όλο μου το σώμα —σφίγγω τα δόντια μου και όλο μου το σώμα μαζεύεται σε μια μπάλα. Αν αυτό συμβεί τη νύχτα, δεν μπορώ να κοιμηθώ καλά και την επόμενη μέρα είμαι εξαντλημένη και δεν έχω καθόλου ενέργεια.
Την πέμπτη ημέρα μετά τη σύλληψή μου, οι αστυνομικοί με οδήγησαν σε ένα κρατητήριο. Μετά από πέντε ημέρες χωρίς να φάω ή να πιω τίποτα, ο λαιμός μου ήταν πολύ στεγνός για να μπορέσω να καταπιώ. Οι άλλες κρατούμενες μου έφεραν λίγο κρύο, ξερό ρύζι, μου άνοιξαν το στόμα με ξυλάκια και μου το έβαλαν με το ζόρι στο στόμα, φωνάζοντας: «Γρήγορα κατάπιε το, να δεις τι θα γίνει αν δεν το καταπιείς!» Ένιωσα σαν να καταπίνω καρφιά —ο λαιμός μου πονούσε τόσο πολύ, που δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό μου. Αυτός ο εξευτελισμός και ο εκφοβισμός ήταν ρουτίνα εκεί μέσα. Μια μέρα, η επικεφαλής των κρατουμένων βρήκε από κάπου ένα ψαλίδι, με κάρφωσε στο έδαφος και ρώτησε μερικές άλλες κρατούμενες τι κούρεμα θα έπρεπε να κάνω. Μια από αυτές είπε: «Είναι θρησκευόμενη, οπότε κούρεψέ την σαν μάγισσα». Η επικεφαλής κρατούμενη έκοψε αμέσως τις πλεξούδες μου και οι υπόλοιποι ξέσπασαν σε γέλια από τον ενθουσιασμό τους που είδαν τα μαλλιά μου σε τέτοιο χάος. Μια είπε: «Κάν’ της το χτένισμα της καλόγριας!» Εκείνη έκοψε ένα μεγάλο μέρος των μαλλιών μου, ώστε να φαίνεται το τριχωτό της κεφαλής, και οι άλλες ξέσπασαν πάλι σε γέλια. Αυτή η ταπείνωση ήταν φρικτή και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Δεν ήμουν σε θέση να σηκώσω τα χέρια και τα πόδια μου αφού με είχαν κρεμάσει με αυτές τις χειροπέδες και μου είχαν κάνει ηλεκτροσόκ, και στην προσπάθειά μου να περπατήσω πονούσαν πολύ τα πόδια μου. Αλλά έπρεπε ακόμα να κάνω καθημερινές ασκήσεις μαζί με όλες τις άλλες, να σηκώνω τα πόδια μου ψηλά και να τα κατεβάζω πολύ δυνατά, και να κάνω δυνατούς ήχους. Αυτές οι κινήσεις ήταν πραγματικά επώδυνες κάθε φορά. Ήμουν εξασθενημένη και αδύναμη, και δεν μπορούσα να ακολουθήσω τον ρυθμό, οπότε η επικεφαλής κρατούμενη με άρπαζε από το σώμα μου, αφήνοντας μελανιές. Ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστο όταν είχα περίοδο. Δεν υπήρχε χαρτί τουαλέτας, δεν είχα εσώρουχα, και η επικεφαλής κρατούμενη μου είχε δώσει μόνο μία στολή φυλακής, οπότε το παντελόνι μου ήταν λερωμένο με αίμα και δεν μπορούσα να το αλλάξω. Το ύφασμα της στολής ήταν επίσης πολύ χοντρό, οπότε γινόταν σκληρό αφού στέγνωνε το αίμα πάνω του. Οι πληγές όπου είχα δεχτεί ηλεκτροσόκ στη βουβωνική χώρα δεν είχαν επουλωθεί, οπότε το περπάτημα πονούσε πολύ και κάθε φορά που κάναμε ασκήσεις, η στολή έτριβε τις πληγές αυτές, κι ένιωθα σαν να με έκοβε μαχαίρι. Το χειρότερο ήταν ότι χωρίς χαρτί τουαλέτας, δεν είχα άλλη επιλογή από το να καθαρίζομαι με κρύο νερό. Είχα πάθει αιμορραγία πριν γίνω πιστή και φοβόμουν ότι θα επανερχόταν εξαιτίας του κρύου νερού. Εκείνες τις ημέρες, συχνά δεν μπορούσα παρά να κλάψω και ένιωθα ότι δεν θα τα κατάφερνα. Δεν ήξερα πότε θα τελείωναν όλα, και δεν ήθελα να μείνω άλλη στιγμή σε αυτή τη φυλακή των δαιμόνων. Όταν η δυστυχία μου έφτασε σε ένα ορισμένο σημείο, σκέφτηκα ξανά τον θάνατο. Συνειδητοποιώντας ότι η καρδιά μου απομακρυνόταν από τον Θεό, είπα μια προσευχή, ζητώντας από τον Θεό να με καθοδηγήσει για να ξεπεράσω την κατάστασή μου. Τότε, μια μέρα, θυμήθηκα αυτό το απόσπασμα των λόγων του Θεού: «Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με βάσανα, πρέπει να είσαι σε θέση να παραμερίζεις το ενδιαφέρον για τη σάρκα και να μην κάνεις παράπονα κατά του Θεού. Όταν ο Θεός σού κρύβεται, πρέπει να είσαι σε θέση να έχεις την πίστη να Τον ακολουθείς, να διατηρείς την πρότερη αγάπη σου χωρίς να την αφήνεις να εξασθενήσει ή να εξαφανιστεί. Ό,τι κι αν κάνει ο Θεός, εσύ πρέπει να υποτάσσεσαι στο σχέδιό Του και να είσαι προετοιμασμένος να καταραστείς την ίδια σου τη σάρκα αντί να κάνεις παράπονα εναντίον Του. Όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με δοκιμασίες, πρέπει να ικανοποιείς τον Θεό, παρόλο που μπορεί να κλαις πικρά ή να διστάζεις να αποχωριστείς κάποιο αγαπημένο σου αντικείμενο. Αυτή μόνο είναι αληθινή αγάπη και πίστη» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Όσοι πρόκειται να οδηγηθούν στην τελείωση πρέπει να υποβληθούν σε εξευγενισμό). Μέσα από τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι μου επέτρεπε να βιώσω τη δίωξη του μεγάλου κόκκινου δράκοντα για να με δοκιμάσει, για να δει αν είχα αληθινή πίστη σ’ Αυτόν. Με έκανε να σκεφτώ τον Ιώβ και τον Πέτρο. Ο Ιώβ δέχτηκε επίθεση και βασανίστηκε από τον Σατανά· έβγαλε σπυριά σε όλο του το σώμα, γεγονός που τον κατέστησε τρομερά δυστυχισμένο, και καθόταν γυμνός σε ένα σωρό στάχτες ξύνοντας το σώμα του με ένα όστρακο. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατηγόρησε τον Θεό, μα δόξασε το όνομά Του. Ο Πέτρος σταυρώθηκε ανάποδα για τον Θεό και μπόρεσε να υποταχθεί μέχρι θανάτου, δίνοντας ηχηρή μαρτυρία. Και οι δύο τους έδωσαν μαρτυρία για τον Θεό εν μέσω των δεινών τους. Σε σύγκριση με αυτούς, εγώ είχα πραγματικά ελάχιστη πίστη. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο ντρεπόμουν, και γι’ αυτό και είπα μια σιωπηλή προσευχή: «Θεέ μου, όποια και αν είναι τα βάσανα, θέλω να Σ’ ακολουθήσω! Όσο περισσότερο με βασανίζει ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας, τόσο περισσότερο θέλω να στηρίζομαι πάνω Σου, να παραμένω σταθερός στη μαρτυρία μου και να ταπεινώνω τον Σατανά!»
Μια μέρα, η αστυνομία κάλεσε τον σύζυγό μου. Βλέποντας ότι με είχαν βασανίσει σε σημείο που μετά βίας θύμιζα άνθρωπο, άρχισε να κλαίει αμέσως εκεί και είπε: «Πώς μπορείς να αντέχεις τέτοια βασανιστήρια; Ο αρχηγός Ζου είπε ότι αν τους πεις αυτά που ξέρεις, μπορούμε να πάμε σπίτι μας». Βλέποντας ότι ακόμα δεν μιλούσα, ο αρχηγός Ζου κάλεσε τότε την κόρη μου. Εκείνη μου είπε κλαίγοντας: «Μαμά, πού είσαι; Οι δάσκαλοι και τα άλλα παιδιά στο σχολείο λένε ότι είμαι η κόρη μιας επικεφαλής αίρεσης. Όλοι με εκφοβίζουν και με αγνοούν. Κρύβομαι στη γωνία της τάξης κάθε μέρα, κλαίγοντας...». Τράβηξα το τηλέφωνο μακριά από το αυτί μου, μη μπορώντας να ακούσω άλλο. Ένιωθα σαν να στριφογυρίζει ένα μαχαίρι στην καρδιά μου και δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Ο αρχηγός Ζου εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ευκαιρία για να πει: «Απλώς μίλα μας. Πες μας ένα σπίτι όπου φυλάσσονται χρήματα της εκκλησίας, μόνο ένα, και μπορείς να επανενωθείς με την οικογένειά σου». Ένιωσα κάπως αδύναμη εκείνη τη στιγμή. Σκέφτηκα ότι αν δεν έλεγα ποτέ τίποτα, θα εμπλέκονταν και ο σύζυγος και η κόρη μου, οπότε ίσως θα μπορούσα να μοιραστώ κάποιες πληροφορίες που δεν ήταν πολύ σημαντικές. Στη συνέχεια, συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν ήταν σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, οπότε είπα γρήγορα μια προσευχή, ζητώντας από τον Θεό να προσέχει την καρδιά μου, ώστε να θριαμβεύσω επί αυτού του πειρασμού του Σατανά. Τότε, σκέφτηκα κάτι που είπε ο Θεός: «Ο λαός Μου θα πρέπει να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα απέναντι στα πονηρά σχέδια του Σατανά, φυλάσσοντας την πύλη του οίκου Μου για Εμένα, προκειμένου να αποφύγετε το να πέσετε στην παγίδα του Σατανά, που τότε θα ήταν πολύ αργά για μετάνοια» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 3). Η διαφώτιση των λόγων του Θεού ήρθε πάνω στην ώρα. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι ο Σατανάς προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την αγάπη μου για την οικογένειά μου για να μου επιτεθεί, για να με κάνει να προδώσω τον Θεό. Δεν μπορούσα να πέσω στην παγίδα του —δεν μπορούσα να πουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές για την οικογένειά μου. Και τότε θυμήθηκα και κάτι ακόμη από τα λόγια του Θεού: «Πρέπει να υποφέρεις για την αλήθεια, πρέπει να αφοσιωθείς στην αλήθεια, πρέπει να υπομείνεις με ταπείνωση για την αλήθεια και για να κερδίσεις περισσότερη αλήθεια, πρέπει να υποστείς περισσότερα βάσανα. Αυτό πρέπει να κάνεις. Δεν πρέπει να πετάξεις την αλήθεια για χάρη μιας ειρηνικής οικογενειακής ζωής, και δεν πρέπει να χάσεις την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα της ζωής σου για χάρη μιας στιγμιαίας απόλαυσης. Θα πρέπει να ακολουθήσεις όλα όσα είναι όμορφα και καλά και θα πρέπει να επιδιώξεις ένα πιο ουσιώδες μονοπάτι στη ζωή» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Οι εμπειρίες του Πέτρου: η γνώση του για την παίδευση και την κρίση). Όταν αναλογίστηκα τα λόγια του Θεού, ένιωσα πολλές ενοχές και τύψεις για τον εαυτό μου. Σκέφτηκα τον Ιώβ να μπαίνει σε πειρασμό από τον Σατανά, να χάνει τα παιδιά του και όλα τα υπάρχοντά του, και παρ’ όλα αυτά να μην κατηγορεί τον Θεό. Διατήρησε την πίστη του στον Θεό και έδωσε μια θαυμάσια και ηχηρή μαρτυρία γι’ Αυτόν. Αλλά εγώ, αντιμέτωπη με τους πειρασμούς των αστυνομικών, ήμουν πρόθυμη να ξεπουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές, και να γυρίσω την πλάτη μου στον Θεό για να προστατεύσω τα συμφέροντα της οικογένειάς μου. Δεν είχα καθόλου συνείδηση· ήμουν τόσο εγωίστρια και ποταπή, και πλήγωνα τον Θεό. Κάθε φορά που βρισκόμουν σε κίνδυνο, ο Θεός ήταν εκεί και με καθοδηγούσε και με προστάτευε, δίνοντάς μου πίστη και δύναμη με τα λόγια Του. Η αγάπη Του για μένα είναι πολύ αληθινή, άρα όταν ήρθε η ώρα να κάνω μια επιλογή, δεν μπορούσα να πουλήσω τα άλλα μέλη της εκκλησίας για τον σύζυγο και την κόρη μου. Η μοίρα του καθενός στη ζωή είναι προκαθορισμένη από τον Θεό, και η μοίρα του συζύγου και της κόρης μου ήταν στα χέρια του Θεού· δεν μπορούσε να την καθορίσει ο Σατανάς. Ήξερα ότι έπρεπε να εμπιστευτώ τα πάντα στον Θεό. Όταν το σκέφτηκα έτσι, έπαψε να με αναστατώνει αυτό που αντιμετώπιζε η οικογένειά μου, και ένιωσα αποφασισμένη να απαρνηθώ τη σάρκα και να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για τον Θεό.
Την 28η ημέρα από τη σύλληψή μου, οι αστυνομικοί έστειλαν εμένα και τη Γκιλάν σε ένα κρατητήριο, κλείνοντάς μας μαζί με πόρνες που είχαν κολλήσει σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Ήταν ένα κελί που ούτε καν οι αστυνομικοί δεν ήθελαν να πλησιάσουν. Κάποιες από τις κρατούμενες είχαν πληγές σε όλο τους το σώμα και το δέρμα τους είχε σαπίσει, και κάποιες είχαν έλκη που φώλιαζαν στα γεννητικά τους όργανα και τους προκαλούσαν αφόρητο πόνο· σκεπάζονταν με βρώμικα σεντόνια και χοροπηδούσαν πάνω-κάτω στα τσιμεντένια κρεβάτια. Δεν υπήρχαν διαθέσιμα φάρμακα, οπότε το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να χρησιμοποιήσουν αλάτι και οδοντόκρεμα για να ανακουφίσουν τον πόνο. Μερικά από τα εσώρουχα που είχαν πλύνει και είχαν απλώσει έξω για να στεγνώσουν είχαν ακόμη και ψείρες μέσα και έξω από τις ραφές. Σκέφτηκα: «Αυτό δεν είναι μέρος για ανθρώπους· είναι ένας λάκκος ασθενειών! Πώς να συνεχίσω να ζω, αν πάθω κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα ή AIDS όσο βρίσκομαι εδώ;» Νιώθοντας κάπως φοβισμένη, προσευχήθηκα στον Θεό, ζητώντας Του να με προστατεύσει και να με καθοδηγήσει. Μετά από αυτό, σκέφτηκα κάτι που είπε Εκείνος: «Από όσα συμβαίνουν στο σύμπαν, δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο δεν έχω τον τελικό λόγο. Υπάρχει κάτι που δεν βρίσκεται στα χέρια Μου;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 1). Ναι, τα πάντα βρίσκονται στα χέρια του Θεού, και αν δεν το επέτρεπε Αυτός, δεν θα πάθαινα καμία μόλυνση όσο ζούσα με αυτές τις γυναίκες· αν όντως μολυνόμουν, θα ήταν κάτι που έπρεπε να βιώσω. Αυτές οι σκέψεις κατέστειλαν τον φόβο μου και μπόρεσα να αντιμετωπίσω με ηρεμία την κατάσταση. Για τους επόμενους έξι μήνες, παρόλο που κοιμόμουν και έτρωγα μαζί με αυτές τις άλλες κρατούμενες, δεν κόλλησα τίποτα, χάρη στην προστασία του Θεού.
Ενώ βρισκόμουν στο κρατητήριο, η αστυνομία ανέθεσε σε δύο κατασκόπους να με προσεγγίσουν και να πάρουν πληροφορίες για την εκκλησία. Λίγο καιρό αφότου μπήκα στο κρατητήριο, μια άλλη κρατούμενη άρχισε να προσπαθεί να με καλοπιάσει, λέγοντας ότι ήθελε κι εκείνη να γίνει πιστή και ότι θαύμαζε πραγματικά εκείνους που είναι επικεφαλής ή εργάτες στην εκκλησία, πριν με ρωτήσει αν ήμουν επικεφαλής. Σε εκείνο το σημείο, ανέβηκε αμέσως ο φρουρός μου και έσπευσα να αλλάξω θέμα. Μετά από αυτό, κάθε φορά που ανέφερε κάτι σχετικά με την πίστη στον Θεό, άλλαζα θέμα συζήτησης, για να μην μου αποσπάσει τίποτα. Δεν άργησε να φύγει από το κρατητήριο. Λίγο καιρό μετά από αυτό, όταν μια μέρα περνούσα από τα κελιά των ανδρών, ένας από τους άνδρες κρατούμενους μου πέταξε ένα κομμάτι χαρτί. Έλεγε ότι είχε συλληφθεί επειδή μοιράστηκε το ευαγγέλιο και είχε καταδικαστεί σε 1,5 χρόνο φυλάκιση. Είπε επίσης ότι ήλπιζε να μπορούσαμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και ήθελε να απαντήσω στο γράμμα του. Αναρωτήθηκα αν ήταν πραγματικά πιστός. Καθώς δίσταζα για το αν έπρεπε να απαντήσω στην επιστολή του ή όχι, ξαφνικά μου ήρθε στο μυαλό κάτι από τα λόγια του Θεού: «Πρέπει να είστε σε επαγρύπνηση και να περιμένετε διαρκώς, και πρέπει να προσεύχεστε περισσότερο ενώπιόν Μου. Πρέπει να αναγνωρίζετε τις διάφορες σκευωρίες και τα πανούργα σχέδια του Σατανά, να αναγνωρίζετε τα πνεύματα, να γνωρίζετε τους ανθρώπους και να είστε σε θέση να διακρίνετε κάθε είδους ανθρώπους, γεγονότα και πράγματα» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 17). Τα λόγια του Θεού αποτέλεσαν για μένα ένα άμεσο κάλεσμα αφύπνισης. Θα μπορούσε αυτό να είναι ένα από τα σχέδια του Σατανά; Εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν σε θέση να το διακρίνω, οπότε προσευχήθηκα στον Θεό ξανά και ξανά, ζητώντας Του να το αποκαλύψει. Περίπου μια εβδομάδα αργότερα, όταν όλοι οι κρατούμενοι είχαν συγκεντρωθεί στην αυλή, έτυχε να δω αυτόν τον άνδρα. Το γεγονός ότι είδα το κεφάλι του αξύριστο με μπέρδεψε —όλοι οι άνδρες κρατούμενοι πρέπει να ξυρίζουν το κεφάλι τους όταν καταδικάζονται, οπότε γιατί αυτός είχε ακόμα τα μαλλιά του; Την ώρα που το σκεφτόμουν αυτό, μια κρατούμενη δίπλα μου με σκούντησε, μου έδειξε τον κρατούμενο και είπε με ικανοποίηση στο ύφος της: «Αυτός ο τύπος είναι αστυνομικός, πλήρωσε για τις υπηρεσίες μου πριν από λίγο καιρό». Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν αστυνομικός και προσπαθούσε να με πλησιάσει για να μου αποσπάσει μια ομολογία. Είδα ότι ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας έχει όντως ένα σωρό σχέδια —είναι τόσο άθλιος και απεχθής! Ευχαρίστησα τον Θεό μέσα από την καρδιά μου για την προστασία Του, η οποία μου επέτρεψε να διακρίνω τα κόλπα του Σατανά κάθε φορά και δεν με άφησε να την πατήσω.
Τον Ιανουάριο του 2007, η αστυνομία με έστειλε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μαζί με τη Γκιλάν και άλλες τρεις που είχαν καταδικαστεί για ναρκωτικά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον εξευτελισμό που βίωσα εκείνη την ημέρα. Όταν φτάσαμε, έτυχε να είναι μεσημέρι και να πέφτει ελαφρύ χιόνι· εκατοντάδες άλλοι κρατούμενοι βρίσκονταν στην αυλή του στρατοπέδου εργασίας και έκαναν ουρά για να φάνε. Οι αστυνομικοί περπάτησαν προς το μέρος μας με ένα σκοτεινό βλέμμα στο πρόσωπό τους και είπαν στις παραβάτριες για ναρκωτικά να πάνε να πάρουν φαγητό, αφήνοντας εκεί μόνο τη Γκιλάν και εμένα. Στη συνέχεια, μας διέταξαν να βγάλουμε όλα μας τα ρούχα. Αναρωτήθηκα αν επρόκειτο να μας ψάξουν, με όλους τους άλλους κρατούμενους εκεί να μας παρακολουθούν. Όταν αρνήθηκα να βγάλω τα ρούχα μου, δύο αστυνομικοί όρμησαν πάνω μας και με τη βία αφαίρεσαν όλα τα ρούχα από εμένα και τη Γκιλάν. Για μένα, το να με ξεγυμνώσουν εντελώς μπροστά σε όλους αυτούς τους ανθρώπους ήταν χειρότερο κι από το να με είχαν σκοτώσει. Τόσα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω μας, και εγώ κράτησα το κεφάλι μου χαμηλά, έβαλα τα χέρια στο στήθος μου και κάθισα οκλαδόν. Ένας αξιωματικός με τράβηξε πάλι πάνω και μου φώναξε να βάλω τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου, να σταθώ με τα πόδια ανοιχτά, να κοιτάξω όλους τους κρατούμενους και να κάνω καθίσματα. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και η Γκιλάν, και έβλεπα ότι όλο της το σώμα έτρεμε. Είχε ήδη αδυνατίσει τόσο πολύ, είχε γίνει πετσί και κόκαλο, και είχε κάποιες ουλές στο σώμα της —πρέπει να είχε βασανιστεί κι αυτή πολύ. Οι αστυνομικοί μάς έδειξαν και φώναξαν στους άλλους: «Αυτές οι δύο πιστεύουν στον Παντοδύναμο Θεό. Αν κάποιος από εσάς γίνει πιστός, θα καταλήξει σαν κι αυτές!» Αυτό προκάλεσε πολλές συζητήσεις μεταξύ των κρατουμένων και κάποιοι από αυτούς είπαν σκωπτικά: «Γιατί δεν έρχεται ο Θεός σας να σας σώσει;» Μας ανάγκασαν να συνεχίσουμε να κάνουμε καθίσματα μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους για περίπου 10 λεπτά. Δεν είχα υποστεί ποτέ ξανά τέτοια ταπείνωση και δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Αν υπήρχε ένας τοίχος εκεί, θα ήθελα να σπάσω το κεφάλι μου πάνω του για να βάλω τέλος στη ζωή μου. Τότε, θυμήθηκα έναν από τους ύμνους της εκκλησίας: «Ο Σατανάς, ο βασιλιάς των δαιμόνων, είναι εξαιρετικά σκληρός, στ’ αλήθεια ξεδιάντροπος και ποταπός. Βλέπω καθαρά τη δαιμονική όψη του Σατανά και η καρδιά μου αγαπάει ακόμα περισσότερο τον Χριστό. Δεν πρόκειται να σέρνω την άθλια ύπαρξή μου, γονατίζοντας στον Σατανά, και να προδώσω τον Θεό. Θα υποφέρω όλες τις κακουχίες και τους πόνους, και θα αντέξω και τις πιο σκοτεινές νύχτες. Για να φέρω ανακούφιση στην καρδιά του Θεού, θα καταθέσω νικηφόρα μαρτυρία» (Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια, Έγερση μέσ’ απ’ το σκοτάδι και την καταπίεση). Αναλογιζόμενη τους στίχους αυτού του ύμνου, σκέφτηκα τον Κύριο Ιησού που σταυρώθηκε —οι Ρωμαίοι στρατιώτες Τον χτύπησαν, Τον ταπείνωσαν και Τον έφτυσαν στο πρόσωπο. Ο Θεός είναι άγιος, οπότε δεν θα έπρεπε να υπομένει τέτοιου είδους βάσανα, αλλά υπέμεινε τον απόλυτο πόνο και την ταπείνωση για να σώσει την ανθρωπότητα, και τελικά σταυρώθηκε για χάρη μας. Υπέμεινε απίστευτη ταπείνωση και πόνο. Εγώ όμως, ως διεφθαρμένος άνθρωπος, ήθελα να πεθάνω όταν ταπεινώθηκα και δεν είχα καθόλου μαρτυρία. Ταπεινωνόμουν από τους δαίμονες και τον Σατανά επειδή ακολουθούσα τον Θεό —αυτό ήταν διωγμός για χάρη της δικαιοσύνης και ήταν κάτι το ένδοξο! Όσο περισσότερο με ταπείνωνε και με καταδίωκε το Κομμουνιστικό Κόμμα, τόσο περισσότερο έβλεπα πόσο ποταπό και άθλιο είναι, και τόσο περισσότερο μπορούσα να το απορρίψω και να το εγκαταλείψω, και να διατηρήσω την απόφασή μου να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για τον Θεό.
Μετά από αυτό, δύο δεσμοφύλακες μας έφεραν να σταθούμε δίπλα σε μια σκάλα, και εκείνη τη στιγμή δύο άλλες κρατούμενες όρμησαν κάτω και άρχισαν να μας χτυπούν και να μας κλωτσάνε, με άρπαξαν από τα μαλλιά και χτύπησαν το κεφάλι μου στον τοίχο, με αποτέλεσμα τα αυτιά μου να βουίζουν. Πολύ σύντομα δεν άκουγα τίποτα και ένιωθα σαν να μου είχαν ανοίξει το κεφάλι. Η Γκιλάν αιμορραγούσε από τα μάτια, τη μύτη, το στόμα και τα αυτιά. Μετά τον ξυλοδαρμό, οι κρατούμενες μας έσυραν έξω σε ένα μπαλκόνι για να μας αναγκάσουν να μείνουμε ακίνητες εκεί ως τιμωρία. Χιόνιζε πολύ τότε, φυσούσε ένας κρύος άνεμος και η θερμοκρασία τη νύχτα έπεφτε στους επτά ή οκτώ βαθμούς κάτω από το μηδέν. Φορούσαμε μόνο μακριά εσώρουχα, οπότε τρέμαμε από το κρύο. Όταν έφτασα στο σημείο να μην αντέχω άλλο και να θέλω να αλλάξω στάση, μετακίνησα ελαφρά τα πόδια μου και η επικεφαλής κρατούμενη ήρθε κοντά μου σαν να ήταν έτοιμη να με χτυπήσει. Την επόμενη μέρα, όλο μου το σώμα πονούσε από το κρύο και ένιωθα ότι η καρδιά μου ήταν έτοιμη να εξαντληθεί. Είχα, επίσης, έντονο πόνο στα πόδια μου. Αυτό το συναίσθημα ήταν χειρότερο από τον ίδιο τον θάνατο και κάθε λεπτό ήταν δυσβάστακτο. Όταν ο πόνος έφτασε στα άκρα, ήθελα πραγματικά να πηδήξω από το μπαλκόνι και να βάλω τέλος στη ζωή μου. Αλλά τότε συνειδητοποίησα αμέσως ότι μια τέτοια σκέψη δεν ήταν σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, οπότε έσπευσα να Τον επικαλεστώ: «Θεέ μου, σχεδόν δεν μπορώ να αντέξω άλλο. Πραγματικά, δεν αντέχω άλλο —Σε παρακαλώ, δώσε μου πίστη για να μπορέσω να αντέξω αυτό το μαρτύριο». Μετά την προσευχή μου, σκέφτηκα έναν ύμνο με τα λόγια του Θεού: «Κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» (Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια, Επιδίωκε να αγαπάς τον Θεό όσο πολύ κι αν υποφέρεις). Συνειδητοποίησα ότι ο Θεός πάντα με καθοδηγούσε, με φρόντιζε και με πρόσεχε. Όταν σκέφτηκα το μαρτύριο και την ταπείνωση που είχα βιώσει, συνειδητοποίησα ότι αν δεν υπήρχε η καθοδήγηση του Θεού ή η πίστη και η δύναμη που μου έδωσαν τα λόγια Του, δεν θα μπορούσα να ξεπεράσω την κακοποίηση αυτών των δαιμόνων. Ο Θεός μού είχε δείξει πώς να ζω μέχρι εκείνη την ημέρα και ήλπιζε ότι θα μπορούσα να μαρτυρήσω γι’ Αυτόν μπροστά στον Σατανά. Αλλά τώρα, προκειμένου να γλιτώσω λίγη σωματική ταλαιπωρία, ήθελα να βάλω τέλος στη ζωή μου. Ήμουν τόσο αδύναμη. Ήταν αυτή μαρτυρία για τον Θεό; Ο θάνατος δεν θα σήμαινε ότι είχα πέσει θύμα των σκευωριών του Σατανά; Δεν μπορούσα να πεθάνω, έπρεπε να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου και να ντροπιάσω τον Σατανά. Όταν το σκέφτηκα έτσι, προτού το καταλάβω, δεν αισθανόμουν πια κρύο και ήμουν ζεστή παντού.
Η επικεφαλής κρατούμενη δεν μας επέτρεψε να σταματήσουμε να στεκόμαστε μέχρι το απόγευμα της τρίτης ημέρας. Τόσο τα πόδια της Γκιλάν όσο και τα δικά μου ήταν απίστευτα πρησμένα και ήταν σαν να είχε στερεοποιηθεί το αίμα από μέσα. Φαίνονταν τα αγγεία σε ολόκληρα τα πόδια μας και πονούσαν πολύ, αλλά εξακολουθούσα να ευχαριστώ τον Θεό. Μέσα στον κρύο, χιονισμένο καιρό, η Γκιλάν κι εγώ στεκόμασταν στο μπαλκόνι για δύο μερόνυχτα χωρίς να φάμε ή να πιούμε τίποτα, αλλά δεν παγώσαμε μέχρι θανάτου ούτε καν κρυολογήσαμε. Αυτό ήταν η προστασία του Θεού.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο στρατόπεδο εργασίας, κάθε μέρα έπρεπε να αντέξω πάνω από δώδεκα ώρες, ή ακόμα και 22 ώρες σκληρής εργασίας, και συχνά με χτυπούσε και με τιμωρούσε η επικεφαλής κρατούμενη επειδή δεν κατάφερνα να ολοκληρώσω τα καθήκοντά μου. Αλλά ο Θεός συνέχισε να με διαφωτίζει και να με καθοδηγεί, επιτρέποντάς μου να ξεπεράσω ενάμιση χρόνο κολασμένης ζωής στη φυλακή. Ο Θεός ήταν στο πλευρό μου όλο αυτό το διάστημα, με πρόσεχε και με προστάτευε. Βασανίστηκα και ταπεινώθηκα πολλές φορές, σε σημείο που ήθελα να βάλω τέλος στη ζωή μου, και ήταν τα λόγια του Θεού που μου έδωσαν πίστη και δύναμη, καθοδηγώντας με να βγω από κάθε καταιγίδα. Ο Θεός μού έδωσε αυτή τη ζωή! Βιώνοντας την καταπίεση του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, έμαθα ότι το μόνο πράγμα στο οποίο μπορούμε πραγματικά να βασιστούμε είναι ο Θεός· μόνο Αυτός αγαπάει πραγματικά την ανθρωπότητα και μόνο Αυτός μπορεί να μας σώσει από τη διαφθορά και την καταστροφή του Σατανά, και να μας οδηγήσει να ζήσουμε στο φως. Δόξα τω Θεώ!