68. Τα βασανιστήρια που υπέμεινα στη φυλακή
Ένα πρωί τον Νοέμβριο του 2004, πήγα στο σπίτι μιας μεγαλύτερης αδελφής για να παρευρεθώ σε μια συνάθροιση. Με το που πήγα να χτυπήσω την πόρτα, άνοιξε ξαφνικά και δυο χέρια με άρπαξαν και με έσυραν μέσα. Κοιτώντας με κατάματα και μιλώντας με βαρύ, απότομο τόνο, ένας άντρας με απείλησε λέγοντας: «Μην τολμήσεις να μιλήσεις!» Ένας άλλος άνδρας με άρπαξε από τον λαιμό και με κλώτσησε στην κνήμη, ενώ με ρωτούσε τι έκανα εκεί και πόσοι άνθρωποι θα έρχονταν. Συνειδητοποίησα ότι αυτοί οι άνδρες ήταν αστυνομικοί και, νιώθοντας κάποια ανησυχία, είπα: «Εγώ ήρθα απλώς για να παραδώσω νερό και να εισπράξω τον λογαριασμό του νερού». Ένας απ’ αυτούς είπε: «Είσαι ο Τσεν Χάο, έτσι δεν είναι;» Με αιφνιδίασε —πώς ήξεραν το όνομά μου; Πριν προλάβω να αντιδράσω, άρχισαν να με ψάχνουν, κατάσχεσαν ένα σημειωματάριο και πάνω από 600 γουάν από τις τσέπες μου και στη συνέχεια μου πέρασαν χειροπέδες. Άκουσα κάποιον να λέει: «Τελικά, δεν ήταν χάσιμο χρόνου ο ένας μήνας που παρακολουθούμε αυτό το μέρος». Συνειδητοποίησα ότι παρακολουθούσαν το σπίτι για αρκετό καιρό. Περίπου πέντε λεπτά αργότερα, έφτασαν τρεις αστυνομικοί με πολιτικά. Ένας απ’ αυτούς με κοίταξε έκπληκτος και είπε: «Τι κάνεις εσύ εδώ; Γιατί είσαι μπλεγμένος μ’ αυτούς τους ανθρώπους;» Αυτός ο άνδρας ονομαζόταν Λίου και η μικρή του αδελφή ήταν συνεργάτιδά μου όταν πίστεψα στον Κύριο Ιησού. Ήταν ιδιαίτερα μοχθηρός και κακόβουλος και διέταξε τους υφισταμένους του να με απομακρύνουν. Σκέφτηκα πως όταν είχαν συλληφθεί στο παρελθόν άλλοι αδελφοί και αδελφές, συχνά υπόκειντο σε κάθε είδους βασανιστήρια και κάποιοι είχαν μάλιστα ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου· ένιωσα μεγάλο φόβο. Δεν ήξερα αν η αστυνομία θα με βασάνιζε ή ακόμη και αν θα με σκότωνε, κι έτσι προσευχήθηκα στον Θεό, ζητώντας Του να με προστατεύσει και να μου δώσει πίστη και δύναμη να μείνω σταθερός στη μαρτυρία μου προς Αυτόν. Τότε σκέφτηκα ότι ο Κύριος Ιησούς είπε: «Και μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων να αποκτείνωσι· φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα να απολέση εν τη γεέννη» (Ματθ. 10:28). Σωστά, η αστυνομία μπορούσε να με καταπιέσει μόνο σωματικά —δεν μπορούσε να μου στερήσει την ψυχή μου. Με την καθοδήγηση των λόγων του Θεού, ένιωσα κάπως λιγότερο φόβο.
Έπειτα, με πήγαν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Με έναν προσποιητά ειλικρινή τόνο, ο άντρας με το όνομα Λίου είπε στους αστυνομικούς που με προσήγαγαν: «Μην είστε πολύ σκληροί μαζί του. Είναι τίμιος άνθρωπος και γνωριζόμαστε από παλιά». Στη συνέχεια, με μια ψεύτικη ειλικρίνεια, μου είπε: «Απλά πες μας ό,τι ξέρεις. Μια μικρή θρησκευτική άσκηση δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Αν πεις την αλήθεια, μπορείς να πας σπίτι σου. Έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από την τελευταία φορά που ήσουν σπίτι, σωστά; Σκέψου το καλά. Όταν έρθει η ώρα, απλά πες μας αυτά που θέλουμε να μάθουμε και σου εγγυώμαι ότι θα είσαι μια χαρά». Όταν τον άκουσα να το λέει αυτό, κλονίστηκα λίγο και σκέφτηκα: «Δεδομένου ότι γνωριζόμαστε καλά και ότι είναι ο επικεφαλής της ειδικής ομάδας έρευνας, ίσως αν αποκαλύψω απλώς κάποιες λιγότερο σημαντικές πληροφορίες και κερδίσω την εμπιστοσύνη του, να μ’ αφήσει να φύγω». Καθώς το σκεφτόμουν αυτό, θυμήθηκα ξαφνικά τα λόγια του Θεού: «Ο λαός Μου θα πρέπει να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα απέναντι στα πονηρά σχέδια του Σατανά […] προκειμένου να αποφύγετε το να πέσετε στην παγίδα του Σατανά, που τότε θα ήταν πολύ αργά για μετάνοια» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 3). Συνειδητοποίησα ότι είχα σχεδόν εξαπατηθεί από το πονηρό σχέδιο του Σατανά. Αυτός ο αστυνόμος Λίου ήταν ένας πανούργος και επιτήδειος άνθρωπος —πώς μπορούσα να πιστέψω αυτά που έλεγε; Ήθελε απλώς να μου αποσπάσει πληροφορίες για την εκκλησία και να με κάνει να προδώσω τον Θεό. Έχοντας καταλήξει σ’ αυτήν τη διαπίστωση, κράτησα το στόμα μου κλειστό. Τότε ένας άλλος αστυνομικός με ρώτησε: «Πού κηρύττεις το ευαγγέλιο; Με ποιους συναθροίζεστε; Ποιος είναι ο επικεφαλής σας; Πού φυλάει η εκκλησία τα χρήματά της;» Αλλά όσο κι αν με πίεζε με τις ερωτήσεις του, δεν είπα λέξη.
Περίπου στις τρεις το απόγευμα της ίδιας ημέρας, με μετέφεραν στο κρατητήριο της κομητείας. Ένας αστυνομικός εκεί με πήγε σ’ ένα δωμάτιο και με διέταξε να βγάλω όλα μου τα ρούχα, να σηκώσω τα χέρια μου και στη συνέχεια να κάνω περιστροφές. Αφού δεν άρχισα να περιστρέφομαι, μου έδωσε μια γερή κλωτσιά και στη συνέχεια μου είπε να κάνω τρία βαθιά καθίσματα. Ένιωσα οργή και ταπείνωση. Έπειτα, με πήγαν σ’ ένα κελί φυλακής ασφυκτικά γεμάτο με πάνω από τριάντα κρατούμενους σ’ έναν χώρο μικρότερο από είκοσι τετραγωνικά. Με το που μπήκα στο κελί, δύο κρατούμενοι στρίψανε τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, τραβώντας με προς τα πάνω και σπρώχνοντας με προς τα εμπρός για να με περιφέρουν σ’ όλο το δωμάτιο πριν με ρίξουν με κλωτσιές στο πάτωμα. Χτύπησα το μέτωπό μου στο έδαφος και άρχισε να αιμορραγεί. Οι κρατούμενοι απλώς γέλασαν και ο ένας είπε: «Φαίνεται ότι το αεροπλάνο δεν έβαλε φρένο». Ένας άλλος είπε: «Έχουμε πολλά να σου μάθουμε. Θα μάθεις με τον καιρό». Σκέφτηκα: «Μόλις έφτασα και ήδη με βασανίζουν έτσι. Πώς θα επιβιώσω εδώ μέσα; Θα μπορέσω να το υπομείνω αυτό;» Μέσα μου, προσευχήθηκα στον Θεό, εκλιπαρώντας Τον να διαφυλάξει την καρδιά μου, ώστε να μπορέσω να μείνω σταθερός στη μαρτυρία μου. Ακριβώς τότε, σκέφτηκα τα λόγια του Θεού, τα οποία λένε: «Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον Θεό να πραγματοποιήσει το έργο Του στη χώρα του μεγάλου κόκκινου δράκοντα —αλλά μέσω αυτής της δυσκολίας ο Θεός πραγματοποιεί ένα στάδιο του έργου Του, εκδηλώνοντας τη σοφία Του και τις θαυμαστές πράξεις Του, και χρησιμοποιώντας αυτήν την ευκαιρία για να ολοκληρώσει αυτήν την ομάδα ανθρώπων. Μέσω του πόνου των ανθρώπων, μέσω του επιπέδου τους και μέσω όλων των σατανικών διαθέσεων του λαού αυτής της ακάθαρτης χώρας, ο Θεός πραγματοποιεί το έργο του εξαγνισμού και της κατάκτησης, έτσι ώστε μέσω αυτού να κερδίσει δόξα και έτσι ώστε να μπορέσει να κερδίσει εκείνους που θα καταθέσουν μαρτυρία για τις πράξεις Του. Αυτή είναι ολόκληρη η σημασία όλων των θυσιών που έχει κάνει ο Θεός για αυτήν την ομάδα ανθρώπων» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Είναι το έργο του Θεού τόσο απλό όσο φαντάζεται ο άνθρωπος;). Αναλογιζόμενος τα λόγια του Θεού, συνειδητοποίησα ότι ο Θεός χρησιμοποιεί αυτό το περιβάλλον για να οδηγήσει την πίστη μας στην τελείωση. Με την άδεια του Θεού με είχε συλλάβει και βασανίσει η αστυνομία. Ο Θεός ήλπιζε ότι θα έμενα σταθερός στη μαρτυρία μου γι’ Αυτόν για να ταπεινωθεί ο Σατανάς. Ήταν πραγματικά τιμή μου να έχω την ευκαιρία να μαρτυρήσω περί του Θεού. Σκέφτηκα τον Κύριο Ιησού που σταυρώθηκε για να λυτρώσει την ανθρωπότητα και πώς, αφού ο Θεός ενσαρκώθηκε τις έσχατες ημέρες για να μας σώσει, υπέστη την καταδίωξη και τον διωγμό του κυβερνώντος κόμματος, τη δυσφήμιση και την απόρριψη του θρησκευτικού κόσμου και υπέμεινε κάθε είδους κακουχίες και ταπείνωση. Όμως, παρ’ όλα αυτά, ο Θεός εξακολουθεί να εκφράζει την αλήθεια και να μας θρέφει. Τι ήταν αυτή η μικρή ταλαιπωρία σε σύγκριση με την ευκαιρία να ακολουθήσω τον Θεό, να επιδιώξω την αλήθεια και να σωθώ απ’ Αυτόν; Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, ένιωσα λίγο πιο δυνατός και σκέφτηκα: «Όσο κι αν με βασανίζουν, δεν πρέπει να αποκαλύψω καμία πληροφορία για την εκκλησία ούτε να προδώσω τον Θεό».
Το πρωί της τέταρτης ημέρας, η αστυνομία ήρθε να με ανακρίνει ξανά. Με πίεσαν ρωτώντας για διάφορες λεπτομέρειες σχετικά με την εκκλησία, ενώ μου έδειξαν διάφορες φωτογραφίες ανθρώπων και μου ζητούσαν να τους αναγνωρίσω, λέγοντας ότι αυτοί οι άνθρωποι με είχαν ήδη αναγνωρίσει. Ήξερα ότι αυτό ήταν άλλο ένα από τα πονηρά τους σχέδια —ήθελαν να με ξεγελάσουν για να πουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές μου— οπότε απλώς τους αγνόησα. Τελικά, βλέποντας ότι δεν επρόκειτο να πω τίποτα, μ’ έστειλαν πίσω και μ’ έβαλαν σε διαφορετικό κελί. Καθώς έμπαινα, άκουσα τον αστυνομικό να λέει στους κρατούμενους στο κελί: «Αυτός εδώ είναι πιστός. Βεβαιωθείτε ότι θα τον ‘‘φροντίσετε’’ καλά». Τότε ένας νεαρός κρατούμενος με πλησίασε και μου είπε ότι θα μου «καθάριζε τα αυτιά». Αυτός μαζί μ’ έναν άλλο κρατούμενο τράβηξαν και οι δύο τα αυτιά μου προς αντίθετες κατευθύνσεις. Άρχισα να προσπαθώ να τους απωθήσω, αλλά ξαφνικά με άφησαν και έπεσα στο έδαφος. Μόλις ετοιμαζόμουν να σηκωθώ, κάποιος πίεζε τους ώμους μου προς τα κάτω, εμποδίζοντάς με να σταθώ στα πόδια μου. Τότε ένας άλλος κρατούμενος ήρθε και μου είπε ότι θα «αφαιρέσει τον φλοιό από το δέντρο». Με το ένα χέρι, πίεσε δυνατά το πόδι μου στο πάτωμα, μου ανέβασε το μπατζάκι και στη συνέχεια, με το άλλο χέρι, άρχισε να τρίβει έντονα το δέρμα της κνήμης μου με ένα σακουλάκι απορρυπαντικού. Μετά από λίγο, το πόδι μου έγινε κατακόκκινο και άρχισε να τσούζει από τον πόνο. Ο άλλος κρατούμενος που με κρατούσε κάτω συνέχισε να μου σφίγγει το αυτί. Με βασάνιζαν έτσι για περισσότερα από είκοσι λεπτά. Ο πόνος διαπέρασε το αυτί μου και η κνήμη μου είχε μελανιάσει άσχημα και έτρεχε αίμα. Μετά απ’ αυτό, ο νεαρός κρατούμενος μου έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στην πλάτη, με αποτέλεσμα να παραπατήσω προς τα εμπρός. Στη συνέχεια, με κλώτσησε στο στομάχι τόσο δυνατά που η πλάτη μου κύρτωσε από τον πόνο. Ένιωσα ότι τα εσωτερικά μου όργανα θα άνοιγαν στα δύο. Ένας άλλος κρατούμενος ήρθε και με κλώτσησε στην πλάτη, κάνοντάς με να γλιστρήσω στο πάτωμα, και μετά μου έριξαν μια κουβέρτα στο κεφάλι και άρχισαν να με κλωτσάνε και να με χτυπούν. Όλο μου το σώμα σφάδαζε από πόνο —είχα ένα κόψιμο στο μέτωπό μου και έτρεχε αίμα από τη μύτη μου. Έτριψαν τα μαλλιά μου με απορρυπαντικό ρούχων και με ανάγκασαν να βγάλω όλα μου τα ρούχα και να κάνω ένα κρύο ντους. Ήταν Δεκέμβριος εκείνη την εποχή και έξω χιόνιζε. Το νερό του κελιού είχε λιώσει από τον πάγο στους υδατόπυργους και ήταν απίστευτα παγωμένο. Είχα ξεπαγιάσει από το παγωμένο νερό και έτρεμα ολόκληρος. Στη συνέχεια, ένας κρατούμενος πήρε μισό ποτήρι απορρυπαντικό ρούχων διαλυμένο σε νερό και είπε: «Φαίνεσαι να ξεπαγιάζεις. Σου κρατήσαμε μισό ποτηράκι ‘‘μπύρα’’. Εμπρός, πιες το». Όταν δεν το ήπια, είπε: «Τι; Δεν σου φτάνει;» και έριξε λίγο ακόμα κρύο νερό. Ο αφρός από το απορρυπαντικό κυλούσε στα πλαϊνά του ποτηριού. Βλέποντας ότι εξακολουθούσα να αρνούμαι να πιω από το ποτήρι, είπε: «Αν δεν το πιεις, πώς γίνεται να σε κάνουμε να ‘‘ρίξεις βεγγαλικά’’;» Στη συνέχεια, δύο κρατούμενοι με κάρφωσαν σ’ ένα κρεβάτι, μου έκλεισαν τη μύτη και μου έριξαν με το ζόρι το νερό με το απορρυπαντικό στον λαιμό. Αυτό που εννοούσαν με τη φράση να «ρίξεις βεγγαλικά» είναι να αναγκάσουν ένα άτομο να πιει το νερό με το απορρυπαντικό και στη συνέχεια να το χτυπήσουν για να το αναγκάσουν να το φτύσει. Πάλευα μανιωδώς και φώναζα: «Προσπαθείτε να με σκοτώσετε; Δεν ισχύει εδώ ο νόμος;» Ένας από τους αστυνομικούς που φρουρούσαν με άκουσε να ουρλιάζω και μου φώναξε κι αυτός: «Τι ουρλιάζεις; Απλά σου κάνουν ένα μικρό ντους —δεν θα πεθάνεις κιόλας! Για ξαναφώναξε και αύριο θα φας ηλεκτροσόκ!» Τα λόγια του με γέμισαν οργή. Όλο μου το σώμα έτρεμε λόγω του παγωμένου νερού και το δέρμα μου εμφάνισε μικροσκοπικά πρηξίματα από το κρύο. Την ώρα που τέντωνα ένα τρεμάμενο χέρι για να μαζέψω τα ρούχα μου και να τα φορέσω, ένας κρατούμενος με κλώτσησε στο έδαφος. Καθώς η πλάτη μου είχε κυρτώσει από τον πόνο, προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου, αλλά αμέσως δύο άλλοι κρατούμενοι με κάρφωσαν στον τοίχο, και τότε δεκατρείς κρατούμενοι όρμησαν προς το μέρος μου και άρχισαν να με χτυπούν σαν σάκο του μποξ. Ένας κρατούμενος που είχε καταδικαστεί σε θάνατο φώναξε: «Για πάμε, ο καθένας από εσάς να τον χτυπήσει δέκα φορές». Στη συνέχεια στάθηκε στο πλάι και μετρούσε καθώς κάθε κρατούμενος έριχνε τις γροθιές του. Πονούσα τόσο πολύ που η πλάτη μου είχε κυρτώσει, το στήθος και το στομάχι μου πονούσαν αφόρητα και με δυσκολία ανέπνεα. Μετά απ’ αυτό, ένας άλλος κρατούμενος ήρθε και με χτύπησε δύο φορές δυνατά στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου με τις χειροπέδες του. Ζαλίστηκα και αισθάνθηκα ναυτία, το δωμάτιο άρχισε να περιστρέφεται, τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν και μετά κατέληξα να ξερνάω για αρκετή ώρα. Τελικά, έβγαζα απλώς ένα κίτρινο υγρό. Κρατούσα τα χέρια μου πάνω στο στήθος μου και δεν τολμούσα να πάρω βαθιές ανάσες, καθώς ακόμα και το να αναπνέω ήταν πια επώδυνο. Τελικά, άρχισα να βήχω και να φτύνω αίμα και ένιωθα ότι το σώμα μου άρχισε να διαλύεται. Σκέφτηκα: «Αυτοί οι κρατούμενοι θα με σκοτώσουν στο ξύλο και ούτε οι αδελφοί κι οι αδελφές μου ούτε η οικογένειά μου γνωρίζουν ότι με συνέλαβαν ή πού με πήγαν. Αν όντως με σκοτώσουν και η αστυνομία απλά πετάξει το πτώμα μου στη μέση του πουθενά, κανείς δεν θα μάθει ποτέ τι συνέβη». Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, ένιωσα μεγάλο φόβο και αδυναμία, οπότε προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου! Δεν αντέχω άλλο. Αν συνεχιστεί αυτό, θα με βασανίσουν μέχρι θανάτου. Ζητώ την προστασία Σου, για να μπορέσω να αντέξω αυτόν τον πόνο και το μαρτύριο». Ακριβώς τότε, σκέφτηκα τα λόγια του Θεού που λένε: «Ο Αβραάμ προσέφερε τον Ισαάκ —εσείς τι έχετε προσφέρει; Ο Ιώβ προσέφερε τα πάντα —εσείς τι έχετε προσφέρει; Τόσο πολλοί άνθρωποι έχουν δώσει τη ζωή τους, έχουν θυσιάσει το κεφάλι τους, έχουν χύσει το αίμα τους για να αναζητήσουν την αληθινή οδό. Εσείς έχετε πληρώσει αυτό το τίμημα;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Η σημασία της σωτηρίας των απογόνων του Μωάβ). Αντιμέτωπος με αυτά τα ερωτήματα, ένιωσα μεγάλη ντροπή. Σκέφτηκα τους άγιους ανά τους αιώνες. Επειδή διέδιδαν το ευαγγέλιο και μαρτυρούσαν για τον Θεό, μερικοί απ’ αυτούς λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου, άλλοι διαμελίστηκαν και άλλοι μάλιστα σύρθηκαν μέχρι θανάτου από άλογα. Προσέφεραν την πολύτιμη ζωή τους για να μείνουν σταθεροί στη μαρτυρία τους προς τον Θεό. Αλλά αφού με συνέλαβαν, με χτύπησαν, με βασάνισαν και με απείλησαν για τη ζωή μου, εγώ έγινα αδύναμος, αρνητικός και προσκολλήθηκα δειλά στη ζωή φοβούμενος μην πεθάνω. Πόσο δειλός ήμουν! Σκέφτηκα πόσο ασυνείδητο ήταν εκ μέρους μου να μη σταθώ σταθερός στη μαρτυρία μου προς τον Θεό σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή, παρά το γεγονός ότι απολάμβανα τόσο πολύ το πότισμα και τη θρέψη των λόγων του Θεού. Ένιωσα απόλυτα ένοχος και ορκίστηκα να μην ενδώσω ποτέ στον Σατανά, όποιο μαρτύριο κι αν με περίμενε. Μόνο όταν είδαν ότι ήμουν ακίνητος στο έδαφος, σταμάτησαν επιτέλους να με χτυπούν οι κρατούμενοι.
Μετά από περίπου μια εβδομάδα, ο Αστυνόμος Λίου ήρθε να με ανακρίνει ξανά. Υιοθετώντας έναν τόνο προσποιητής ειλικρίνειας, μου είπε: «Παλιέ μου φίλε, κοιτάξαμε το μητρώο σου και δεν έχεις ιστορικό παράνομης συμπεριφοράς. Οι γονείς σου όλο και μεγαλώνουν και το παιδί σου σε ζητάει απεγνωσμένα. Όλοι ελπίζουν ότι θα είσαι στο σπίτι για τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς. Ξανασκέψου το λιγάκι. Αν μας πεις αυτά που θέλουμε να μάθουμε για την εκκλησία, θα σε αφήσουμε να φύγεις αμέσως». Όταν δεν απάντησα, άλλαξε προσέγγιση και είπε: «Ξέρεις, ακόμα κι αν δεν μας πεις λέξη, και πάλι μπορούμε να σε καταδικάσουμε σε τρία με πέντε χρόνια. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι έτσι έχουν τα πράγματα —μην είσαι τόσο πεισματάρης». Όταν συνέχισα να τον αγνοώ, με έστειλε πίσω στο κελί για να σκεφτώ την προσφορά του. Πίσω στο κελί, σκέφτηκα πόσο μεγάλη ήταν η μητέρα μου και ότι δεν ήταν και πολύ καλά στην υγεία της. Αν όντως καταδικαζόμουν σε τρία με πέντε χρόνια και μάλιστα πέθαινα μέσα στη φυλακή, ποιος θα φρόντιζε τη μητέρα μου; Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο χειρότερα ένιωθα. Τελικά, άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως θα μπορούσα να αποκαλύψω κάτι ασήμαντο που θα μπορούσε να με γλιτώσει από τη φυλακή. Τότε, σκέφτηκα τα λόγια του Θεού που λένε: «Σε όσους δεν Μου έδειξαν την παραμικρή πίστη κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών, δεν θα είμαι πια ελεήμων, γιατί το έλεός Μου φτάνει μόνο μέχρι εκεί. Δεν Μου αρέσουν, επίσης, εκείνοι που κάποτε Με πρόδωσαν, πολύ λιγότερο δε, Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι όσους ξεπουλούν τα συμφέροντα των φίλων τους. Αυτή είναι η διάθεσή Μου, ανεξαρτήτως ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Προετοίμασε αρκετές καλές πράξεις για τον προορισμό σου). Από τα λόγια του Θεού, διαπίστωσα ότι η δίκαιη διάθεση του Θεού δεν ανέχεται καμία προσβολή. Ο Θεός απεχθάνεται αφάνταστα όσους γίνονται Ιουδαίοι, ξεπουλάνε την εκκλησία και προδίδουν τον Θεό, και δεν θα συγχωρήσει ποτέ τέτοιους ανθρώπους. Κατάλαβα ξεκάθαρα ότι ο Αστυνόμος Λίου ήταν ένας πανούργος και πονηρός άνθρωπος και ότι αν αποκάλυπτα έστω και λίγες πληροφορίες, θα έβρισκε τρόπο να με αναγκάσει να αποκαλύψω ακόμη περισσότερες. Ωστόσο, πίστεψα πράγματι τα ψέματά του. Τι ανόητος που ήμουν! Λόγω της ανησυχίας μου για την οικογένειά μου, σκέφτηκα να προδώσω τον Θεό. Διαπίστωσα ότι η πίστη μου στον Θεό ήταν πραγματικά αδύναμη. Η μοίρα μας είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια του Θεού. Ο Θεός θα είχε τον τελευταίο λόγο για το αν θα βασανιζόμουν μέχρι θανάτου και για το τι θα συνέβαινε στην οικογένειά μου. Θα έπρεπε να εμπιστευτώ τα πάντα στα χέρια του Θεού και να στηριχθώ σ’ Αυτόν για να ξεπεράσω αυτήν τη δοκιμασία. Όταν ήμουν πλέον πρόθυμος να υποταχθώ, οι κρατούμενοι στο κελί 8 σταμάτησαν να με χτυπούν. Βλέποντας ότι οι κρατούμενοι είχαν αλλάξει στάση απέναντί μου, οι αξιωματικοί με μετέφεραν στο κελί 10.
Οι κρατούμενοι στο κελί 10 με χτύπησαν όπως ακριβώς κι εκείνοι στο κελί 8. Πριν προλάβω να αντιδράσω, μου έβαλαν μια κουβέρτα και άρχισαν να με κλωτσάνε και να με γρονθοκοπούν. Αυτό το αποκαλούσαν «παρασκευή ντάμπλινγκ». Κάθε φορά που οι κρατούμενοι είχαν κακή διάθεση, ξεσπούσαν πάνω μου. Υπέφερα πολύ και ένιωθα έντονη καταπίεση σ’ αυτό το περιβάλλον. Αγωνιζόμουν να επιβιώσω την κάθε μέρα, οπότε προσευχόμουν στον Θεό, ζητώντας Του να με καθοδηγήσει και να μου δώσει πίστη. Μια εβδομάδα αργότερα, ένας κρατούμενος που είχε καταδικαστεί σε θάνατο μου είπε: «Πες μου για την πίστη σου στον Κύριο και τραγούδα μου τους ύμνους σου. Αν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, θα σε χτυπήσω στο κεφάλι μ’ αυτές τις χειροπέδες. Μην τολμήσεις να σταματήσεις, η δουλειά σου είναι μόνο να μιλάς και να τραγουδάς τώρα». Τραγουδούσα λοιπόν ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό, και χωρίς καν να το σκεφτώ, άρχισα να τραγουδώ έναν ύμνο με τα εξής λόγια του Θεού: «Ποιος από εσάς είναι ο Ιώβ; Ποιος είναι ο Πέτρος; Γιατί ανέφερα επανειλημμένα τον Ιώβ; Γιατί αναφέρθηκα στον Πέτρο τόσο πολλές φορές; Έχετε διαπιστώσει ποτέ τι ελπίδες έχω από εσάς; Θα πρέπει να αφιερώσετε περισσότερο χρόνο για να αναλογιστείτε αυτά τα πράγματα» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 8). Καθώς τραγουδούσα, άρχισα να συγκινούμαι. Σκέφτηκα τον Ιώβ που συνέχιζε να εξυμνεί το όνομα του Θεού ακόμη και όταν έχασε όλη του την περιουσία και έβγαλε πληγές σε όλο του το σώμα. Σκέφτηκα τον Πέτρο, ο οποίος πέρασε όλη του τη ζωή επιδιώκοντας να αγαπάει τον Θεό και υπέστη αμέτρητους εξευγενισμούς και κακουχίες, ενώ τελικά σταυρώθηκε ανάποδα στον σταυρό. Αγάπησε τον Θεό στο έπακρο και υποτάχθηκε σ’ Αυτόν μέχρι θανάτου. Και οι δύο κατέθεσαν όμορφη μαρτυρία για τον Θεό και έλαβαν τον έπαινό Του. Ο Θεός λέει: «Ποιος από εσάς είναι ο Ιώβ; Ποιος είναι ο Πέτρος;» Από τα λόγια του Θεού, απέκτησα μια ιδέα για τις προσδοκίες Του. Σκέφτηκα: «Πρέπει να γίνω σαν τον Ιώβ και τον Πέτρο και να καταθέσω μαρτυρία για τον Θεό». Το να τραγουδώ αυτόν τον ύμνο μού έδωσε εκ νέου κίνητρο. Ένιωθα ότι ο Θεός ήταν στο πλευρό μου και αισθανόμουν εκ νέου αποφασισμένος να υπομείνω κάθε ταλαιπωρία και να μείνω σταθερός στη μαρτυρία μου. Μετά απ’ αυτό, μίλησα στον κρατούμενο για το πώς ο Θεός είναι κυρίαρχος των πάντων, πώς τιμωρεί αυτούς που κάνουν το κακό και ανταμείβει αυτούς που κάνουν το καλό, μαρτυρώντας για τη δίκαιη διάθεση του Θεού. Του είπα επίσης την ιστορία του Λαζάρου και του πλούσιου ανθρώπου. Τον ενημέρωσα ότι όσοι κάνουν κακό θα υποστούν αντίποινα και θα ριχτούν στην κόλαση για να λάβουν την τιμωρία τους μετά θάνατον. Ο Θεός έχει ήδη έρθει για να εκφράσει την αλήθεια και να κάνει το έργο της σωτηρίας της ανθρωπότητας, και οι άνθρωποι πρέπει να αποδεχθούν την αλήθεια για να απαλλαγούν από την αμαρτία προκειμένου να εξαγνιστούν και να εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών. Αφού τα άκουσε όλα αυτά, ο κρατούμενος αναστέναξε και είπε: «Είναι πολύ αργά τώρα! Αν είχα γνωρίσει κάποιον σαν εσένα νωρίτερα, δεν θα είχα φτάσει ποτέ σ’ αυτό το σημείο». Ένας άλλος συγκρατούμενος που ήταν συνταξιούχος δάσκαλος είπε επίσης επιδοκιμαστικά: «Έχω συναντήσει πιστούς σαν εσένα στο παρελθόν. Δεν έχω ακούσει ποτέ να κάνουν κάτι παράνομο». Στη συνέχεια σχολίασε οργισμένα: «Στην Κίνα, δεν υπάρχει καμία έννοια δικαιοσύνης ή κράτους δικαίου». Μετά απ’ αυτό, οι κρατούμενοι σ’ εκείνο το κελί σταμάτησαν να με χτυπούν. Ήξερα ότι αυτό ήταν ένα σημάδι του ελέους του Θεού και ότι με συμπονούσε μες στην αδυναμία μου. Βλέποντας την παντοδύναμη κυριαρχία του Θεού σε δράση, η πίστη μου διπλασιάστηκε.
Τον Δεκέμβριο του 2004, το ΚΚΚ με καταδίκασε για «παράνομο προσηλυτισμό που προκαλεί αναστάτωση της δημόσιας τάξης» και με καταδίκασε σε τριετή αναμόρφωση μέσω εργασίας. Ήμουν έξαλλος όταν άκουσα την ανάγνωση της ποινής μου —ως πιστός, βάδιζα στο σωστό μονοπάτι και δεν είχα κάνει ποτέ τίποτα παράνομο, αλλά το ΚΚΚ μού επέβαλε μια ποινή τριών ετών. Είναι πραγματικά μοχθηροί! Αργότερα, μου ήρθε στο μυαλό ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Σε μια σκοτεινή κοινωνία σαν κι αυτήν, όπου οι δαίμονες είναι ανελέητοι και απάνθρωποι, πώς θα μπορούσε ο βασιλιάς των δαιμόνων, ο οποίος σκοτώνει ανθρώπους ανενδοίαστα, να ανεχτεί την ύπαρξη ενός Θεού που είναι αξιαγάπητος, ευγενικός, αλλά και άγιος; Πώς θα μπορούσε να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει για την άφιξη του Θεού; Αυτοί οι λακέδες! Ανταποδίδουν την καλοσύνη με μίσος, άρχισαν να μεταχειρίζονται τον Θεό σαν εχθρό εδώ και πολύ καιρό, Τον κακομεταχειρίζονται, είναι σε ακραίο βαθμό βάναυσοι, δεν έχουν την παραμικρή εκτίμηση για τον Θεό, λεηλατούν και πλιατσικολογούν, έχουν χάσει κάθε ευσυνειδησία και δρουν αντίθετα με τη συνείδηση, ενώ παρασύρουν τους αθώους στην ανοησία. Προπάτορες των αρχαίων; Πολυαγαπημένοι ηγέτες; Όλοι τους αντιτίθενται στον Θεό! Η ανάμειξή τους έχει αφήσει τα πάντα κάτω από τους ουρανούς σε μια κατάσταση σκότους και χάους! Θρησκευτική ελευθερία; Τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των πολιτών; Όλα είναι κόλπα συγκάλυψης της αμαρτίας!» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Έργο και είσοδος (8)). Το ΚΚΚ ισχυρίζεται ότι προάγει την ανεξιθρησκεία, ενώ καταστέλλει και διώκει κρυφά τους χριστιανούς, χτυπώντας, βασανίζοντας και φυλακίζοντας τους πιστούς στον Θεό. Επιζητά δόξα μέσω της εξαπάτησης και είναι πέρα για πέρα μοχθηρό! Βιώνοντας προσωπικά τη σύλληψη και τις διώξεις από το ΚΚΚ, μπόρεσα να αναγνωρίσω τη δαιμονική ουσία του που αντιστέκεται στον Θεό. Αυτό ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αποφασιστικότητά μου να ακολουθήσω τον Θεό μέχρι τέλους.
Τον Ιανουάριο του 2005, μεταφέρθηκα σε στρατόπεδο εργασίας και τοποθετήθηκα στο εργαστήριο εκτύπωσης. Έπρεπε να δουλεύουμε περίπου δεκαπέντε ώρες την ημέρα και συχνά είχαμε μόνο τρεις με τέσσερις ώρες ανάπαυσης. Κάθε μήνα έπρεπε να κάνουμε υπερωρίες για δέκα με δέκα πέντε ημέρες και μερικές φορές έπρεπε να δουλεύουμε μέχρι και τη νύχτα. Με την πάροδο του χρόνου, η ποσότητα εκτύπωσης που αναλογούσε στον καθένα μας αυξήθηκε από τρεις σε πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες φύλλα. Εξαιτίας αυτού, έπρεπε να μεταφέρω τυπογραφικές πλάκες μπρος-πίσω όλη την ημέρα και συχνά κάλυπτα από δέκα έως δεκαπέντε χιλιόμετρα την ημέρα. Κρατούσα τα μελάνια στο αριστερό μου χέρι, ενώ με το δεξί μου χέρι κολλούσα συνεχώς. Η μυρωδιά των μελανιών με ζάλιζε, τα μάτια μου έκαιγαν, η όρασή μου θόλωνε και δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, αντιμετώπιζα συνεχείς και αφόρητους πόνους στα χέρια, τα πόδια και τους ώμους μου και ήμουν τόσο κουρασμένος που σχεδόν κοιμόμουν όρθιος. Θυμάμαι μια φορά που ήμουν κρυωμένος και είχα πυρετό, και ζαλιζόμουν τόσο πολύ που παραλίγο να σωριαστώ. Όταν το είδε αυτό ο επόπτης, ισχυρίστηκε ότι απλώς προσπαθούσα να τεμπελιάσω και μου είπε: «Θα ανεβάσεις τον ρυθμό σου αν σου ρίξω μια με το τέιζερ μου». Σκέφτηκα ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι που υπέστη ηλεκτροσόκ επειδή δεν μπορούσε να κάνει σκληρή δουλειά. Υπέστη αρκετά εγκαύματα στ’ αυτιά του και αρκετά σημεία του δέρματος είχαν μαυρίσει από άλλα εγκαύματα. Τελικά, δεν άντεξε άλλο και προσπάθησε να αυτοκτονήσει καταπίνοντας καρφιά, αλλά δεν πέθανε και καταδικάστηκε σ’ έναν επιπλέον μήνα εργασίας. Ήξερα ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν δαίμονες που θα μας σκότωναν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και ότι δεν θα μας άφηναν ποτέ να ξεκουραστούμε, οπότε έπρεπε να σφίξω τα δόντια μου και να συνεχίσω. Λόγω του υπερβολικού φόρτου εργασίας μου, τα δάχτυλά μου παραμορφώθηκαν και εμφάνισα κύστες στους αγκώνες που διογκώθηκαν στο μέγεθος του κρόκου ενός αυγού. Ανέπτυξα επίσης σοβαρή ρινίτιδα και συχνά αισθανόμουν ζάλη και δύσπνοια. Από τον συνδυασμό της υπερκόπωσης και της έλλειψης ύπνου ζαλιζόμουν τόσο πολύ, που παραπατούσα τρεμάμενα όταν περπατούσα και ένιωθα ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσα να πέσω. Εκτός από τη δουλειά μας, μας υποχρέωναν επίσης να συμμετέχουμε σε συνεδρίες πλύσης εγκεφάλου που χρηματοδοτούσε το ΚΚΚ δύο φορές το μήνα. Έβρισκα τις πλάνες και τις αιρετικές ιδέες του ΚΚΚ αποκρουστικές και δεν είχα καμία διάθεση να τις ακούσω. Υπέφερα πολύ σ’ εκείνο το στρατόπεδο εργασίας και μου έλειπαν οι μέρες που συναθροιζόμασταν και διαβάζαμε τα λόγια του Θεού με τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Ήθελα να βγω απ’ αυτήν την κολασμένη, απάνθρωπη κατάσταση το συντομότερο δυνατό. Προσευχήθηκα στον Θεό και Του ζήτησα να μου δώσει δύναμη και να με βοηθήσει να ξεπεράσω αυτό το περιβάλλον. Αργότερα, μου ήρθε στο μυαλό ένας ύμνος με τα λόγια του Θεού: «Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με βάσανα, πρέπει να είσαι σε θέση να παραμερίζεις το ενδιαφέρον για τη σάρκα και να μην κάνεις παράπονα κατά του Θεού. Όταν ο Θεός σού κρύβεται, πρέπει να είσαι σε θέση να έχεις την πίστη να Τον ακολουθείς, να διατηρείς την πρότερη αγάπη σου χωρίς να την αφήνεις να εξασθενήσει ή να εξαφανιστεί. Ό,τι κι αν κάνει ο Θεός, εσύ πρέπει να υποτάσσεσαι στο σχέδιό Του και να είσαι προετοιμασμένος να καταραστείς την ίδια σου τη σάρκα αντί να κάνεις παράπονα εναντίον Του. Όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με δοκιμασίες, πρέπει να ικανοποιείς τον Θεό, παρόλο που μπορεί να κλαις πικρά ή να διστάζεις να αποχωριστείς κάποιο αγαπημένο σου αντικείμενο. Αυτή μόνο είναι αληθινή αγάπη και πίστη» (Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια, Πώς να τελειωθείς). Καθώς τραγουδούσα αυτόν τον ύμνο, κατάλαβα το θέλημα του Θεού και ένιωσα έντονη ενθάρρυνση και προθυμία να υποταχθώ σ’ αυτήν τη δύσκολη κατάσταση και να στηριχθώ στον Θεό και την πίστη μου για να τα καταφέρω. Κατά τη διάρκεια των δύο και πλέον ετών που πέρασα στο στρατόπεδο εργασίας, ανέπτυξα ρινίτιδα, βρογχίτιδα, ρευματοειδή αρθρίτιδα, κήλη και προβλήματα στο στομάχι. Μια φορά, όταν η κήλη μου άρχισε να εκδηλώνεται και ένας υπάλληλος του στρατοπέδου εργασίας με πήγε στην ιατρική κλινική, είδα τον θεράποντα γιατρό να σπάει μια βελόνα στα οπίσθια ενός κρατουμένου και στη συνέχεια να χρησιμοποιεί μια λαβίδα που σταματά την αιμορραγία για να τη βγάλει. Τρομοκρατήθηκα όταν το είδα αυτό και δεν τόλμησα να ξαναπάω σ’ εκείνη την κλινική. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν μπορούσα να κάνω δυο βήματα χωρίς να υποφέρει από πόνο η κάτω κοιλιακή μου χώρα. Όταν προσπαθούσα να πιέσω τον εαυτό μου και να κάνω κάποια δουλειά, ένιωθα ότι θα ασφυκτιούσα. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι ανησυχούσαν ότι θα θεωρούνταν υπεύθυνοι αν πέθαινα, οπότε με πήγαν στο νοσοκομείο του στρατοπέδου εργασίας της πόλης για μια πιο ενδελεχή ιατρική εξέταση. Μετά την ολοκλήρωση της ιατρικής εξέτασής μου, ο γιατρός είπε μ’ έκπληκτο ύφος: «Γιατί κάνεις ακόμα χειρωνακτική εργασία; Πώς μπόρεσες να περιμένεις μέχρι τώρα για να ζητήσεις ιατρική βοήθεια! Η κήλη σου θα χρειαστεί χειρουργική επέμβαση. Επίσης, τόσο το συκώτι όσο και οι πνεύμονές σου είναι ελαφρώς διογκωμένα, οπότε δεν είσαι πλέον κατάλληλος για χειρωνακτική εργασία. Αν συνεχίσεις να εργάζεσαι, θα πεθάνεις». Ωστόσο, οι αστυνομικοί πήραν απλώς κάποια φάρμακα για μένα και με μετέφεραν πίσω στο στρατόπεδο εργασίας. Τότε ανησυχούσα πολύ γιατί ήξερα ότι μου απέμενε ακόμη ένας χρόνος για την ποινή μου και δεν ήμουν σίγουρος αν θα τα κατάφερνα. Ύστερα, σκέφτηκα: «Στα δύο χρόνια φυλάκισης, βασανίστηκα από την αστυνομία και παραλίγο να με ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου οι κρατούμενοι, αλλά παρά τα όσα υπέφερα, δεν πρόδωσα ποτέ τον Θεό. Πώς λοιπόν εμφάνισα μια τόσο σοβαρή ασθένεια; Μήπως όντως είναι η μοίρα μου να πεθάνω σ’ αυτό το στρατόπεδο εργασίας;» Εν μέσω της ταλαιπωρίας μου, προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου! Τι να κάνω τώρα; Σε παρακαλώ, καθοδήγησέ με». Λίγο αργότερα, μου ήρθε στο μυαλό ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού. «Πρέπει να γνωρίζεις αν υπάρχει αληθινή πίστη και αληθινή αφοσίωση μέσα σου, αν έχεις ιστορικό ότι έχεις υποφέρει για τον Θεό και αν έχεις υποταχθεί απόλυτα στον Θεό. Αν σου λείπουν αυτά, τότε μέσα σου παραμένει η ανυπακοή, ο δόλος, η απληστία και το παράπονο. Καθώς η καρδιά σου απέχει πολύ από την ειλικρίνεια, δεν έχεις λάβει ποτέ θετική αναγνώριση από τον Θεό και δεν έχεις ζήσει ποτέ στο φως» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Οι τρεις νουθεσίες). Καθώς συλλογιζόμουν τα λόγια του Θεού, έκανα αυτοκριτική. Όταν ήρθα αντιμέτωπος με την αρρώστια και τον πόνο, έγινα αρνητικός και αδύναμος και προσπάθησα ακόμη και να διαπληκτιστώ με τον Θεό. Είχα εγκαταλείψει τον όρκο μου και παραπονιόμουν κι επαναστατούσα. Πού ήταν η υποταγή μου; Πού ήταν η μαρτυρία μου; Θυμήθηκα ότι όταν με καταδίωκε και με βασάνιζε το ΚΚΚ και πονούσα και ήμουν αδύναμος, τα λόγια του Θεού ήταν αυτά που με καθοδηγούσαν και μου έδιναν πίστη και δύναμη. Ο Θεός είχε επίσης εργαστεί μέσω ανθρώπων, καταστάσεων και πραγμάτων για να ανοίξει ένα μονοπάτι για μένα. Ήταν πάντα στο πλευρό μου, με πρόσεχε και με προστάτευε. Η αγάπη Του για μένα ήταν τόσο μεγάλη και ήξερα ότι έπρεπε να σταματήσω να Τον παρερμηνεύω και να παραπονιέμαι. Ανεξάρτητα από τα βασανιστήρια ή τα βάσανα που με περίμεναν, ανεξάρτητα από το αν θα ζούσα ή θα πέθαινα, έπρεπε να στηριχθώ στον Θεό για να συνεχίσω να προχωράω μπροστά! Έναν μήνα αργότερα, η αστυνομία μού ανέθεσε μια άλλη δουλειά, όπου δεν χρειαζόταν να περπατάω τόσο πολύ και η υγεία μου βελτιώθηκε σημαντικά. Ευχαρίστησα τον Θεό για την αγάπη Του από τα βάθη της καρδιάς μου.
Όσο βρισκόμουν στο στρατόπεδο εργασίας, συχνά τραγουδούσα ύμνους από μέσα μου. Αυτός που είχε ιδιαίτερα βαθιά επίδραση πάνω μου ήταν ο εξής: «Ο Αβραάμ προσέφερε τον Ισαάκ —εσείς τι έχετε προσφέρει; Ο Ιώβ προσέφερε τα πάντα —εσείς τι έχετε προσφέρει; Τόσο πολλοί άνθρωποι έχουν δώσει τη ζωή τους, έχουν θυσιάσει το κεφάλι τους, έχουν χύσει το αίμα τους για να αναζητήσουν την αληθινή οδό. Εσείς έχετε πληρώσει αυτό το τίμημα; Συγκριτικά, δεν έχετε σε καμία περίπτωση τα προσόντα να απολαμβάνετε τόσο μεγάλη χάρη. Μην έχετε τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σας. Δεν έχεις τίποτα για το οποίο να καυχιέσαι. Τόσο μεγάλη σωτηρία, τόσο μεγάλη χάρη σάς δίνονται ελεύθερα. Δεν έχετε θυσιάσει τίποτα, κι όμως απολαμβάνετε ελεύθερα τη χάρη. Δεν ντρέπεστε;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Η σημασία της σωτηρίας των απογόνων του Μωάβ). Κάθε φορά που τραγουδούσα αυτόν τον ύμνο, πλημμύριζα ευγνωμοσύνη. Η δύσκολη κατάστασή μου δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση μ’ εκείνη των αγίων ανά τους αιώνες. Βιώνοντας το έργο του Θεού, όλοι τους κατέθεσαν όμορφη μαρτυρία για τον Θεό και κέρδισαν την έγκρισή Του. Ο Θεός μού έδινε τώρα μια παρόμοια ευκαιρία να μαρτυρήσω —αυτή ήταν η αγάπη Του για μένα! Τα λόγια του Θεού ήταν αυτά που με ενθάρρυναν συνεχώς και με καθοδηγούσαν κατά τη διάρκεια εκείνης της μακράς και δύσκολης φυλάκισης στο στρατόπεδο εργασίας. Δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω χωρίς την καθοδήγηση των λόγων του Θεού υπό τόσο φρικτές συνθήκες.
Τον Σεπτέμβριο του 2007, ολοκλήρωσα την ποινή μου και αφέθηκα ελεύθερος από το στρατόπεδο εργασίας. Κατά την έξοδό μου, μου έδωσαν εντολή να παρουσιαστώ στο τοπικό αστυνομικό τμήμα μου μετά την επιστροφή μου στο σπίτι, διαφορετικά θα ακυρωνόταν η άδεια διαμονής μου. Με απείλησαν επίσης, λέγοντάς μου ότι αν με συλλάμβαναν ξανά, θα λάμβανα πολύ αυστηρότερη ποινή. Αφού αφέθηκα ελεύθερος, μετακόμισα μακριά από το σπίτι μου, ώστε να συνεχίσω να πιστεύω στον Θεό και να κάνω το καθήκον μου. Μέσα από τη σύλληψη και τη δίωξη από το ΚΚΚ, αναγνώρισα ξεκάθαρα τη δαιμονική ουσία του που αντιστέκεται στον Θεό. Όσο περισσότερο με καταδίωκαν, τόσο πιο αποφασισμένος γινόμουν να ακολουθήσω τον Θεό, να εκπληρώσω την ευθύνη μου ως δημιουργημένο ον και να κάνω το καθήκον μου για να ανταποδώσω την αγάπη του Θεού. Δόξα τω Θεώ!