75. Μαθαίνοντας από την αποβολή μιας κακούργας

Από την Κέιτλιν, Ολλανδία

Τον Μάρτιο του 2021, υπηρετούσα ως επικεφαλής σε μια εκκλησία. Όταν συναντήθηκα με την επόπτρια ποτίσματος για να ελέγξω το έργο, ανακάλυψα ότι ορισμένοι από τους επικεφαλής των ομάδων απλώς διέταζαν τους αδελφούς και τις αδελφές και τους προέτρεπαν να κάνουν το καθήκον τους, ενώ εκείνοι απλώς τεμπέλιαζαν και δεν πότιζαν τους νεοφώτιστους. Δεν προσπαθούσαν να κατανοήσουν τις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι αδελφοί και οι αδελφές στα καθήκοντά τους, οπότε η καθοδήγησή τους στο έργο ήταν απλώς το να εκφωνούν κάποια κενά λόγια και να επιβάλλουν τους κανόνες, αντί να μοιράζονται ένα πρακτικό μονοπάτι. Η επόπτρια και εγώ συναναστραφήκαμε μαζί τους, λέγοντάς τους ότι το να είναι κανείς επικεφαλής μιας ομάδας δεν περιλαμβάνει μόνο να λέει στους ανθρώπους τι να κάνουν, αλλά να παρέχει και πρακτικό πότισμα στους νεοφώτιστους, ώστε να μπορούν να ανακαλύψουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες που υπάρχουν στο έργο. Αλλά αρκετές ημέρες μετά τη συναναστροφή, εξακολουθούσαν να μην έχουν αναλάβει καμία πραγματική δράση. Το διερεύνησα και ανακάλυψα ότι η Κίνσλεϊ, μία επικεφαλής ομάδας, προκαλούσε αναστάτωση και έθετε εμπόδια σε κάποια πράγματα. Η ίδια δεν ασκούνταν, ωστόσο υποκινούσε τους άλλους επικεφαλής ομάδων, λέγοντας: «Η επικεφαλής της εκκλησίας και η επόπτρια μάς βάζουν να ποτίζουμε τους νεοφώτιστους. Αυτό δεν μου αφήνει καθόλου χρόνο για να παρακολουθώ το έργο της ομάδας —αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να το κάνουμε πια; Τότε, ποια είναι η δουλειά του επικεφαλής της ομάδας;» Στη συνέχεια είπε: «Ξέρετε ότι αυτή η επόπτρια είναι ερασιτέχνις; Πώς μπορεί μια ερασιτέχνις να διδάσκει επαγγελματίες να κάνουν σωστά τη δουλειά τους;» Όταν η επόπτρια επιθεώρησε το έργο των επικεφαλής ομάδων και εντόπισε προβλήματα, μίλησε πιο αυστηρά και η Κίνσλεϊ έκρινε τότε ότι η επόπτρια τούς επέπληττε υπεροπτικά, και το διέδωσε αυτό μάλιστα και στους αδελφούς και τις αδελφές. Χωρίς καμία κατανόηση, έκρινε επίσης τους ανώτερους επικεφαλής για το ότι επέλεξαν κάποια χωρίς να βασιστούν στις αρχές. Αλλά στην πραγματικότητα, η επόπτρια είχε προαχθεί και καλλιεργηθεί σύμφωνα με τις αρχές. Παρόλο που δεν είχε μεγάλη εμπειρία στο πότισμα των νεοφώτιστων, είχε καλό επίπεδο, ήταν ικανή, επωμιζόταν ένα φορτίο στο καθήκον της και μπορούσε να καλλιεργηθεί. Μπορούσε επίσης να εντοπίζει τα προβλήματα και να καθοδηγεί το έργο, και, μετά από κάποιο διάστημα ποτίσματος των νεοφώτιστων, είχε σημειώσει κάποια πρόοδο. Αλλά η Κίνσλεϊ, με το πρόσχημα ότι «οι ερασιτέχνες δεν μπορούν να διδάσκουν τους επαγγελματίες», επιτέθηκε στην επόπτρια και επέμεινε ότι δεν ήταν κατάλληλη για τη θέση. Διέδιδε επίσης φήμες ότι οι ανώτεροι επικεφαλής είχαν διορίσει άτομα χωρίς να βασιστούν στις αρχές, γεγονός που έκανε τους αδελφούς και τις αδελφές να έχουν προκατειλημμένες απόψεις εναντίον των επικεφαλής και της επόπτριας και να αρνούνται να εκτελέσουν το έργο. Αυτό προκάλεσε διαταραχή στα καθήκοντα εκείνων των επικεφαλής και των εργατών, καθώς και στο έργο της εκκλησίας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στις συναθροίσεις η Κίνσλεϊ χρησιμοποιούσε τη συναναστροφή, υπό το πρόσχημα πως θα μιλούσε για την κατανόηση που είχε για τον εαυτό της, για να υποτιμήσει και να επιτεθεί ανειλικρινώς στους επικεφαλής και την επόπτρια. Για παράδειγμα, έλεγε ότι είχε υποβάλει προτάσεις στους ανώτερους επικεφαλής και την επόπτρια, αλλά εκείνοι δεν κατανοούσαν το έργο και δεν δέχονταν τις προτάσεις της. Η Κίνσλεϊ έλεγε ότι δεν ήθελε να επιμείνει, αλλά τελικά ανακάλυψε ότι η συμβουλή της ήταν σωστή. Στην πραγματικότητα, όσα έλεγε δεν ήταν καθόλου αλήθεια. Ήταν σκόπιμα ασαφής στη συναναστροφή της, φροντίζοντας να φαίνεται ότι οι επικεφαλής δεν κατανοούσαν το έργο και την επιβράδυναν, αρνούμενοι να ακολουθήσουν τις συμβουλές της, και ότι την καταπίεζαν επειδή υποστήριζε τα συμφέροντα της εκκλησίας, ώστε όλοι να τη συμπαθήσουν και να ταχθούν στο πλευρό της.

Η Κίνσλεϊ πάντα υποτιμούσε και έκρινε τους επικεφαλής και τους εργάτες, και οι αδελφοί και οι αδελφές τής το είχαν υπενθυμίσει αυτό και είχαν συναναστραφεί μαζί της πολλές φορές, αλλά εκείνη δεν είχε ποτέ της μετανοήσει καθόλου γι’ αυτό. Αυτό δεν είναι θέμα επίδειξης κάποιας στιγμιαίας διαφθοράς· είναι πρόβλημα της φύσης-ουσίας της. Σκέφτηκα τα λόγια του Θεού για την έκθεση ενός τέτοιου ατόμου. Ο Θεός λέει: «Το ζήτημα του να παλεύει κανείς με τους άλλους για τη θέση είναι ένα πρόβλημα που προκύπτει συχνά στη ζωή της εκκλησίας και ένα όχι σπάνιο φαινόμενο. Ποιες καταστάσεις, συμπεριφορές και εκδηλώσεις ανήκουν στην πρακτική του να παλεύει κανείς με τους άλλους για τη θέση; Ποιες εκδηλώσεις του να παλεύει κανείς με τους άλλους για τη θέση ανήκουν στο πρόβλημα της διατάραξης και αναστάτωσης του έργου του Θεού, αλλά και της κανονικής τάξης της εκκλησίας; Πάνω σε όποιο θέμα ή όποια κατηγορία κι αν συναναστρεφόμαστε, αυτά θα πρέπει να αφορούν τα όσα είπαμε στο δωδέκατο σημείο σχετικά με “τους διάφορους ανθρώπους, γεγονότα και πράγματα που διαταράσσουν και αναστατώνουν το έργο του Θεού και την κανονική τάξη της εκκλησίας”. Πρέπει να φτάνουν στο επίπεδο της διατάραξης και της αναστάτωσης και πρέπει να αφορά αυτήν τη φύση —μόνο τότε χρήζουν συναναστροφής και ανάλυσης. Ποιες εκδηλώσεις του να παλεύει κανείς με τους άλλους για τη θέση συνδέονται με αυτήν τη φύση της διατάραξης και της αναστάτωσης του έργου του οίκου του Θεού; Η πιο συχνή είναι το ότι οι άνθρωποι παλεύουν με τους επικεφαλής της εκκλησίας για τη θέση, πράγμα το οποίο εκδηλώνεται κυρίως με το ότι αρπάζονται από ορισμένα πράγματα που αφορούν τους επικεφαλής και τα σφάλματά τους προκειμένου να τους δυσφημήσουν και να τους καταδικάσουν, και με το ότι εκθέτουν επίτηδες τις αποκαλύψεις διαφθοράς τους, καθώς και τις αποτυχίες και τα ελαττώματα στην ανθρώπινη φύση και στο επίπεδό τους, ειδικά όσον αφορά τις παρεκκλίσεις και τα λάθη που έχουν κάνει στο έργο τους ή ενώ χειρίζονταν κάποιους ανθρώπους. Αυτή είναι η πιο συχνά εμφανιζόμενη και η πιο εξόφθαλμη εκδήλωση του να παλεύει κανείς με τους επικεφαλής της εκκλησίας για τη θέση. Επιπλέον, αυτοί οι άνθρωποι δεν νοιάζονται για το πόσο καλά κάνουν το έργο τους οι επικεφαλής της εκκλησίας, για το αν ενεργούν ή όχι σύμφωνα με τις αρχές, για το αν υπάρχουν ή όχι θέματα με την ανθρώπινη φύση τους, ενώ γίνονται απλώς εριστικοί απέναντι σ’ αυτούς τους επικεφαλής. Γιατί γίνονται εριστικοί; Επειδή θέλουν κι αυτοί να γίνουν επικεφαλής της εκκλησίας —αυτή είναι η φιλοδοξία τους, η επιθυμία τους, κι έτσι γίνονται εριστικοί. Όπως κι αν εργαστούν ή χειριστούν τα προβλήματα οι επικεφαλής της εκκλησίας, αυτοί οι άνθρωποι αρπάζονται διαρκώς από πράγματα που αφορούν τους επικεφαλής, τους κρίνουν και τους καταδικάζουν, φτάνουν ακόμα και στο σημείο να μεγαλοποιούν τα πράγματα, να διαστρεβλώνουν τα γεγονότα και να υπερβάλλουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Δεν χρησιμοποιούν τα πρότυπα που απαιτεί ο οίκος του Θεού από τους επικεφαλής και εργάτες προκειμένου να υπολογίσουν αν αυτοί οι επικεφαλής ενεργούν σύμφωνα με τις αρχές, αν είναι σωστοί άνθρωποι, αν είναι άνθρωποι που επιδιώκουν την αλήθεια και αν έχουν συνείδηση και λογική. Δεν αξιολογούν τους επικεφαλής σύμφωνα με αυτές τις αρχές. Αντίθετα, με βάση τις δικές τους προθέσεις και τους δικούς τους σκοπούς, διαρκώς ψειρίζουν τα πράγματα και εφευρίσκουν παράπονα, βρίσκουν κάτι να προσάψουν στους επικεφαλής ή τους εργάτες, διαδίδουν φήμες πίσω από την πλάτη τους ότι κάνουν πράγματα που δεν συμβαδίζουν με την αλήθεια ή εκθέτουν τα ελαττώματά τους. Για παράδειγμα, μπορεί να πουν: “Ο επικεφαλής Τάδε έκανε ένα λάθος και κλαδεύτηκε από τον Άνωθεν, και δεν το γνώριζε κανένας από εσάς. Είδατε τι καλά που προσποιείται;” Δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε τους νοιάζει αν αυτός ο επικεφαλής ή εργάτης είναι στόχος προς καλλιέργεια από τον οίκο του Θεού ή αν πρόκειται για επικεφαλής ή εργάτη που πληρεί τα πρότυπα, απλώς συνεχίζουν να τον κρίνουν, να παραποιούν τα γεγονότα και να κινούνται με μικροπρέπεια εναντίον του πίσω από την πλάτη του. Και με ποιον σκοπό τα κάνουν όλα αυτά; Με σκοπό να παλέψουν με τους άλλους για τη θέση, έτσι δεν είναι; Όλα όσα λένε και κάνουν έχουν έναν στόχο. Δεν λαμβάνουν υπόψη το έργο της εκκλησίας, ενώ αξιολογούν τους επικεφαλής και εργάτες όχι με βάση τα λόγια του Θεού ή την αλήθεια, ούτε φυσικά με βάση τις εργασιακές ρυθμίσεις του οίκου του Θεού ούτε και με τις αρχές που απαιτεί ο Θεός από τον άνθρωπο, αλλά με βάση τις δικές τους προθέσεις και στόχους» [«Ο Λόγος», τόμ. 5: «Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών», Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών (14)]. Έμαθα από τα λόγια του Θεού ότι αν κάποιος δεν εξετάζει αν οι επικεφαλής και οι εργάτες είναι σωστοί άνθρωποι, αν ανταποκρίνονται στις αρχές του οίκου του Θεού για την καλλιέργεια των ανθρώπων, κι αντ’ αυτού απλώς τους κατακρίνει και προσπαθεί να βρει κάτι εναντίον τους, και σκόπιμα τους κρίνει και τους υποτιμά πίσω από την πλάτη τους, προσπαθώντας να υποκινήσει τους αδελφούς και τις αδελφές να τους επιτεθούν και να τους καταδικάσουν, τότε διαταράσσει το έργο της εκκλησίας. Ένα τέτοιο άτομο θα πρέπει να εκτίθεται και να χαλιναγωγείται και, σε σοβαρές περιπτώσεις, να απομακρύνεται από την εκκλησία. Όσον αφορά τη συμπεριφορά της Κίνσλεϊ, εκείνη δεν εξέταζε αν η επόπτρια είχε αποτελέσματα στο καθήκον της, αν το έργο της ωφελούσε το έργο της εκκλησίας ή αν άξιζε να καλλιεργηθεί. Η Κίνσλεϊ απλώς εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι οι δεξιότητες της επόπτριας ήταν κατώτερες από τις δικές της και βάσει αυτού διέδωσε την ιδέα ότι οι ερασιτέχνες δεν μπορούν να καθοδηγούν τους επαγγελματίες. Έκρινε, επιτέθηκε και έσπειρε διχόνοια, και άφησε τους αδελφούς και τις αδελφές να αναπτύξουν προκαταλήψεις εναντίον των επικεφαλής και των εργατών, και να αρνούνται να εκτελέσουν το έργο που είχαμε κανονίσει. Αυτό εμπόδιζε την πρόοδό μας στο έργο του ποτίσματος. Αυτή δεν ήταν στιγμιαία επίδειξη διαφθοράς της Κίνσλεϊ, αλλά η μόνιμη συμπεριφορά της. Είχε ήδη διαταράξει σοβαρά την εκκλησιαστική ζωή και δεν ήταν κατάλληλη να κάνει το καθήκον της. Θα έπρεπε να την απαλλάξω αμέσως από το καθήκον της σύμφωνα με την αρχή. Αν σε εκείνο το σημείο εξακολουθούσε να μη μετανοεί, θα έπρεπε να εκκαθαριστεί από την εκκλησία. Αλλά καθώς σκεφτόμουν να απαλλάξω την Κίνσλεϊ από το καθήκον της, δίστασα, σκεπτόμενη ότι ήταν επικεφαλής ομάδας για αρκετό καιρό και ήταν καλή στο να υποδύεται ρόλους. Οι αδελφοί και οι αδελφές δεν είχαν μεγάλη διάκριση γι’ αυτήν και μερικοί τη θαύμαζαν. Θεωρούσαν ότι επωμιζόταν κάποιο φορτίο στο καθήκον της, ότι ήταν στοργική και είχε αίσθημα δικαιοσύνης. Αν την απάλλασσα από το καθήκον της με το που εντάχθηκα στην εκκλησία, δεν θα θεωρούσαν οι αδελφοί και οι αδελφές ότι ήμουν άκαρδη και σκληρή; Ότι είχα τιμωρητική συμπεριφορά; Θα με ενέκριναν ως επικεφαλής μετά από αυτό; Επιπλέον, η ανθρώπινη φύση της Κίνσλεϊ ήταν πραγματικά κακόβουλη και η ίδια είχε πολλές μεθόδους για να ρίχνει λάδι στη φωτιά και να σπέρνει τη διχόνοια παρασκηνιακά. Αν την προσέβαλλα και με κατηγορούσε και με έκρινε στους αδελφούς και τις αδελφές, υπονομεύοντας τη σχέση μου μαζί τους, το έργο μου θα γινόταν πολύ πιο δύσκολο. Σκέφτηκα ότι δεν θα έπρεπε να βιαστώ να την απαλλάξω από το καθήκον της, αλλά πρώτα να την κλαδέψω και να την αντιμετωπίσω, να εκθέσω και να αναλύσω διεξοδικά την ουσία και τις συνέπειες των ενεργειών της. Αν το αποδεχόταν και άλλαζε, τότε θα είχε ακόμα μια ευκαιρία. Αν δεν το έκανε και συνέχιζε να κρίνει τους επικεφαλής και τους εργάτες, δεν θα ήταν πολύ αργά για να την αντικαταστήσω.

Αργότερα, η ανώτερη επικεφαλής μας, η Τζούλιετ κι εγώ αναζητήσαμε την Κίνσλεϊ και αρκετούς άλλους επικεφαλής ομάδων και συναναστραφήκαμε μαζί τους πάνω στις αρχές για την επιλογή ανθρώπων στον οίκο του Θεού και πάνω στο υπόβαθρο της προαγωγής της επόπτριας. Όσον αφορά τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, εξέθεσα και ανέλυσα διεξοδικά το ότι οι ενέργειές τους ήταν στην ουσία η δημιουργία μιας κλίκας, η επίκριση και επίθεση σε επικεφαλής και εργάτες και η διατάραξη του έργου της εκκλησίας. Αν δεν άλλαζαν και συνέχιζαν να διαδίδουν φήμες και να διαταράσσουν το έργο, τότε θα απαλλάσσονταν από τα καθήκοντά τους. Κάποιοι επικεφαλής ομάδων μπόρεσαν να το δεχτούν αυτό, έκαναν αυτοκριτική και είπαν ότι ήθελαν να συνεργαστούν με την επόπτρια και να κάνουν τη δουλειά μαζί. Μόνο η Κίνσλεϊ δεν έκανε σαφή δήλωση. Προς έκπληξή μου, λίγες ημέρες αργότερα, η Κίνσλεϊ είπε σε μια αδελφή ότι η επόπτρια ήταν ερασιτέχνις που καθοδηγούσε επαγγελματίες και ότι οι ανώτεροι επικεφαλής είχαν πρόβλημα στην επιλογή ανθρώπων. Εκείνη η αδελφή δεν εξαπατήθηκε, αλλά αντίθετα συναναστράφηκε μαζί της πάνω σε ορισμένες αρχές. Βλέποντας ότι η αδελφή αυτή δεν συμμεριζόταν τις απόψεις της, η Κίνσλεϊ δεν έδωσε συνέχεια. Μετά από αυτό, έστειλε μηνύματα σε μερικούς άλλους επικεφαλής ομάδων για να τους παρασύρει και να τους παραπλανήσει, λέγοντας: «Πήρα αμυντική στάση μετά τη συναναστροφή των επικεφαλής τις προάλλες, επειδή φοβήθηκα ότι θα με αποπέμψουν. Νιώσατε κι εσείς το ίδιο; Δεν τολμώ να πω ούτε λέξη τώρα. Είναι σαν να μην μπορούμε καν να κάνουμε προτάσεις, να μην μπορούμε να έχουμε διαφορετικές απόψεις, και αν μιλήσουμε ανοιχτά, θα μας απαλλάξουν από τα καθήκοντά μας και θα μας πετάξουν έξω από την εκκλησία. Ποιος θα τολμούσε να ξανακάνει προτάσεις;». Στη συνέχεια είπε ότι η ανεπαρκής πρόοδος του έργου σχετιζόταν με το ότι οι επικεφαλής δεν διόριζαν ανθρώπους σύμφωνα με τις αρχές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πήγε και σε έναν αδελφό που ήταν υπεύθυνος για το έργο, χρησιμοποιώντας τη δικαιολογία της αναζήτησης αυτών των αρχών για να διαδώσει την ιδέα ότι η υφιστάμενη επόπτρια ήταν ακατάλληλη. Εκείνος ο αδελφός συναναστράφηκε μαζί της πάνω στις αρχές για την επιλογή ανθρώπων στον οίκο του Θεού και την κατάσταση της επόπτριας. Μετά από αυτήν τη συναναστροφή, είπε ότι κατάλαβε, ότι δεν ήταν πλέον προκατειλημμένη απέναντι στην επόπτρια και ότι θα συνεργαζόταν αρμονικά μαζί της για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αργότερα, όμως, διέσπειρε κρυφά δυσαρέσκεια εναντίον των επικεφαλής και των εργατών, υποστηρίζοντας το εξής: «Το γεγονός ότι όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές υπερασπίστηκαν την επόπτρια πρέπει να οφείλεται στο ότι η ανώτερη επικεφαλής, η Τζούλιετ, τους επέβαλε να συναινέσουν. Η Τζούλιετ έχει δύναμη και τη φοβούνται. Ανησυχώ ότι αν συνεχίσω να αναφέρω το πρόβλημα της επόπτριας, μπορεί να μου φερθεί σαν αντίχριστο». Αυτό που πραγματικά εννούσε ήταν ότι η Τζούλιετ έκρυβε την αλήθεια από τους άλλους στην εκκλησία και απέκρυπτε τις αναφορές των προβλημάτων. Σοκαρίστηκα όταν άκουσα αυτές τις εκδηλώσεις της Κίνσλεϊ. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν τόσο πανούργα και πονηρή. Τόσοι άνθρωποι είχαν συναναστραφεί μαζί της πάνω στις αρχές, αλλά εκείνη αρνιόταν να το δεχτεί. Δεν κατανοούσε ούτε μετανοούσε καθόλου για την επικριτική της συμπεριφορά απέναντι στους επικεφαλής και στους εργάτες· αντίθετα, ενέτεινε τις προσπάθειές της στο να εξαπατά τους ανθρώπους και να επιτίθεται στους επικεφαλής και τους εργάτες. Υποκινούσε τη δυσαρμονία ανάμεσα στους αδελφούς και τις αδελφές και τους επικεφαλής, διαταράσσοντας συνεχώς το εκκλησιαστικό έργο. Δεν ενεργούσε ως υποχείριο του Σατανά; Ένιωσα πολλές τύψεις. Γιατί δεν την είχα απαλλάξει εξαρχής από το καθήκον της; Γιατί δίσταζα επί μέρες, δίνοντάς της περισσότερες ευκαιρίες να ξεγελάσει ανθρώπους; Ήξερα ότι η Κίνσλεϊ πάντα υποτιμούσε και έκρινε τους επικεφαλής και τους εργάτες και διατάρασσε τα καθήκοντά τους, οπότε θα έπρεπε να την είχα απαλλάξει αμέσως από το καθήκον της. Αλλά φοβόμουν τι θα σκέφτονταν οι άλλοι για μένα, γι’ αυτό ήθελα πρώτα να τη συναναστραφώ σχετικά με την αλήθεια, καθώς και να την κλαδέψω και να την αντιμετωπίσω, και μετά να την απαλλάξω από το καθήκον της αν εξακολουθούσε να μη μετανοεί. Πίστευα ότι αυτό θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο και ότι οι αδελφοί και οι αδελφές θα πείθονταν και δεν θα σχημάτιζαν άσχημη γνώμη για μένα. Για να προστατέψω το όνομα και την κοινωνική μου θέση, όχι μόνο δεν έθεσα υπό έλεγχο την Κίνσλεϊ, αλλά της έδωσα το ελεύθερο να συνεχίσει να διαταράσσει το έργο της εκκλησίας. Δεν έπαιξα κι εγώ έναν ρόλο στο κακό της; Μου ήταν πολύ δύσκολο να ξανασκέφτομαι αυτό που είχα κάνει. Ένιωθα ότι δεν είχα εκπληρώσει τις ευθύνες μου ως επικεφαλής ούτε είχα προστατεύσει το έργο της εκκλησίας. Ο Θεός το μισούσε αυτό. Έτσι, προσευχήθηκα, ζητώντας από τον Θεό να με καθοδηγήσει στο να στοχαστώ και να γνωρίσω τον εαυτό μου.

Την επόμενη μέρα, στην πνευματική μου άσκηση, είδα ένα απόσπασμα από τα λόγια του Θεού που εξέθετε τους αντίχριστους και με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου. Τα λόγια του Θεού λένε: «Οι αντίχριστοι σκέφτονται σοβαρά πώς να αντιμετωπίσουν τις αλήθεια-αρχές, τις αποστολές από τον Θεό και το έργο του οίκου του Θεού ή πώς να αντιμετωπίσουν τα πράγματα που βρίσκονται απέναντί τους. Δεν σκέφτονται πώς να ικανοποιήσουν τις προθέσεις του Θεού, πώς να μη βλάψουν τα συμφέροντα του οίκου του Θεού, πώς να ικανοποιήσουν τον Θεό ή πώς να ωφελήσουν τους αδελφούς και τις αδελφές· αυτά δεν είναι τα πράγματα που λαμβάνουν υπόψη τους. Τι λαμβάνουν υπόψη τους οι αντίχριστοι; Αν θα επηρεαστεί η θέση και η φήμη τους, και αν θα μειωθεί το κύρος τους. Αν το να κάνουν κάτι σύμφωνα με τις αλήθεια-αρχές είναι επωφελές για το έργο της εκκλησίας και για τους αδελφούς και τις αδελφές, αλλά θα προκαλούσε πλήγμα στη δική τους φήμη και θα έκανε πολλούς ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν το πραγματικό τους ανάστημα και να μάθουν τι είδους φύση-ουσία έχουν, τότε σίγουρα δεν θα ενεργήσουν σύμφωνα με τις αλήθεια-αρχές. Εάν το να κάνουν λίγο αληθινό πρόκειται να κάνει περισσότερους ανθρώπους να τους εκτιμούν, να τους σέβονται και να τους θαυμάζουν, αν τους επιτρέπει να κερδίσουν ακόμα περισσότερο κύρος, ή να δώσει στα λόγια τους κύρος και κάνει περισσότερους ανθρώπους να τους υποταχθούν, τότε θα επιλέξουν να ενεργήσουν με αυτόν τον τρόπο· διαφορετικά, δεν θα επιλέξουν ποτέ να αγνοήσουν τα δικά τους συμφέροντα από ενδιαφέρον για τα συμφέροντα του οίκου του Θεού ή των αδελφών. Αυτή είναι η φύση-ουσία των αντίχριστων. Δεν είναι αυτό εγωιστικό και ποταπό;» [«Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο ένατο (Μέρος τρίτο)]. Ο Θεός αποκαλύπτει ότι οι αντίχριστοι υπεραγαπούν τη φήμη και την κοινωνική θέση, και ό,τι κάνουν το κάνουν γι’ αυτό. Κάνουν μόνο πράγματα που ωφελούν το όνομα και την κοινωνική τους θέση· αν νομίζουν ότι θα πληγούν τα συμφέροντά τους, θα κάνουν τα στραβά μάτια στα προβλήματα. Θα προτιμούσαν να δουν τα συμφέροντα της εκκλησίας να πλήττονται προκειμένου να προστατεύσουν τα δικά τους. Η δική μου συμπεριφορά δεν ήταν ακριβώς σαν αυτή ενός αντίχριστου; Ήξερα καλά ότι αυτό που απαιτούσε ο οίκος του Θεού ήταν η εκκαθάριση της εκκλησίας και ο Θεός έχει πει πολλές φορές ότι όταν ένας κακός άνθρωπος διαταράσσει την εκκλησία, οι επικεφαλής και οι εργάτες θα πρέπει γρήγορα να τακτοποιήσουν το ζήτημα —να τον εκθέσουν, να τον περιορίσουν ή να τον απομακρύνουν. Η συμπεριφορά της Κίνσλεϊ είχε ήδη αρχίσει να διαταράσσει το έργο της εκκλησίας, οπότε θα έπρεπε να την είχα χειριστεί αμέσως. Αλλά ανησυχούσα ότι οι αδελφοί και οι αδελφές θα σχημάτιζαν άσχημη άποψη για μένα και δεν θα με υποστήριζαν ως επικεφαλής. Για να προστατέψω το δικό μου όνομα και τη δική μου κοινωνική θέση, την είχα απλώς αντιμετωπίσει και εκθέσει. Ήξερα ότι δεν το είχε δεχτεί αυτό, αλλά δεν την περιόρισα ούτε την απάλλαξα από τα καθήκοντά της, και έτσι συνέχισε να σπέρνει τη διχόνοια και να διαταράσσει το έργο της εκκλησίας. Ήμουν διατεθειμένη να θυσιάσω τα συμφέροντα της εκκλησίας για να προστατεύσω τον εαυτό μου. Ήμουν τόσο πονηρή, εγωίστρια και ποταπή! Δεν είχα χειριστεί την Κίνσλεϊ σύμφωνα με τις αρχές ούτε είχα καθοδηγήσει τους αδελφούς και τις αδελφές να κατανοήσουν την αλήθεια και να αναπτύξουν διάκριση. Ως αποτέλεσμα, κάποιοι παραπλανήθηκαν και πήραν το μέρος της, γεγονός που προκάλεσε αναστάτωση και εμπόδια στο έργο της εκκλησίας. Ένιωσα τόσο ένοχη και γέμισα τύψεις. Ένιωθα ότι δεν μου άξιζε καθόλου να είμαι επικεφαλής. Προσευχήθηκα: «Θεέ μου, εμφανίστηκε στην εκκλησία μια κακούργα που προκαλεί διαταράξεις, αλλά εγώ προστάτεψα το δικό μου όνομα και τη δική μου κοινωνική θέση, και όχι το έργο της εκκλησίας. Είμαι τόσο εγωίστρια! Δεν θέλω να συνεχίσω να ζω με έναν τόσο ποταπό τρόπο. Θέλω να μετανοήσω πραγματικά σ’ Εσένα».

Στη συνέχεια, αναζήτησα κάποιους αδελφούς και αδελφές που γνώριζαν την Κίνσλεϊ, ώστε να μάθω περισσότερα για τη συνολική συμπεριφορά της. Καθώς το διερευνούσα, διαπίστωσα ότι μερικοί από αυτούς δεν είχαν διάκριση για εκείνη, πίστευαν ότι είχε αίσθημα δικαιοσύνης και ότι μπορούσε να προστατεύσει το έργο της εκκλησίας. Κάποιοι γνώριζαν τα λάθη στη συμπεριφορά της, αλλά πίστευαν πως οφείλονταν απλώς στο ότι δεν κατανοούσε τις αλήθεια-αρχές. Συναναστράφηκα μαζί τους πάνω στις αλήθειες που σχετίζονται με το τι είναι το αίσθημα δικαιοσύνης και τι είναι η αλαζονεία και η αυταρέσκεια, και πάνω στη διαφορά μεταξύ της στιγμιαίας παράβασης από τη μία πλευρά και της φύσης-ουσίας κάποιου από την άλλη. Αυτό τους βοήθησε να αποκτήσουν μεγαλύτερη διάκριση για την Κίνσλεϊ και ήταν έτοιμοι να ορθώσουν το ανάστημά τους και να την εκθέσουν. Αλλά όταν αναζήτησα τον Μπράντον για να κατανοήσω τη συμπεριφορά της Κίνσλεϊ, εκείνος την υπερασπίστηκε σθεναρά και μου ανταπάντησε λέγοντας: «Γιατί θέλετε να τη διερευνήσετε; Απλώς έκανε κάποιες προτάσεις. Γιατί την καταδικάζετε; Πώς γίνεται εσείς οι επικεφαλής και οι εργάτες να καταπιέζετε όποιον έχει μια ιδέα και να του κάνετε τη ζωή δύσκολη; Ποιος θα τολμούσε να κάνει προτάσεις; Αυτή η έρευνά σας με κάνει να φοβάμαι να έχω ποτέ διαφορετική γνώμη. Μοιάζετε πολύ με τους αντίχριστους, που δεν επιτρέπουν τις διαφορετικές απόψεις». Ξαφνιάστηκα όταν τα άκουσα όλα αυτά. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα είχε τόσο έντονη αντίδραση και θα ισχυριζόταν ότι την αδικούσαμε. Αρχικά, συναναστράφηκα υπομονετικά μαζί του, αλλά δεν άκουγε και εξακολουθούσε να πιστεύει τα λόγια της Κίνσλεϊ, πιστεύοντας ότι το πρόβλημα το είχαν οι επικεφαλής. Τότε ήθελα πραγματικά να τα παρατήσω. Ένιωθα ότι η κατανόησή μου για την αλήθεια ήταν ρηχή και ότι στερούμουν εμπειρίας στην αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων. Αν συνέχιζα να το χειρίζομαι αυτό, οι άλλοι μπορεί να ανέπτυσσαν προκατάληψη εναντίον μου. Τότε συνειδητοποίησα ότι είχα αρχίσει να σκέφτομαι πάλι τα δικά μου συμφέροντα, οπότε προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό και Του ζήτησα πίστη και δύναμη. Θυμήθηκα αυτό το απόσπασμα των λόγων Του: «Μην κάνεις μονίμως πράγματα για το δικό σου καλό και μη σκέφτεσαι μονίμως τα δικά σου συμφέροντα· μην αναλογίζεσαι τα συμφέροντα του ανθρώπου και μη σκέφτεσαι τη δική σου υπερηφάνεια, τη δική σου φήμη και τη δική σου θέση. Πρέπει πρωτίστως να νοιάζεσαι για τα συμφέροντα του οίκου του Θεού και να τα κάνεις προτεραιότητά σου. Θα πρέπει να νοιάζεσαι για τις προθέσεις του Θεού και το πρώτο πράγμα που να κάνεις είναι να σκέφτεσαι αν υπήρξαν ή δεν υπήρξαν νοθείες όσο έκανες το καθήκον σου, αν υπήρξες αφοσιωμένος, αν έχεις εκπληρώσει τις ευθύνες σου, αν έχεις δώσει τα πάντα, καθώς και αν σκέφτεσαι ή δεν σκέφτεσαι ολόψυχα το καθήκον σου και το έργο της εκκλησίας. Πρέπει να τα λαμβάνεις υπόψη αυτά τα πράγματα. Αν τα σκέφτεσαι συχνά και τα κατανοήσεις, θα σου είναι πιο εύκολο να εκτελείς σωστά το καθήκον σου. Αν το επίπεδό σου είναι χαμηλό, αν η εμπειρία σου είναι επιφανειακή ή αν δεν είσαι ικανός στο επαγγελματικό σου έργο, τότε μπορεί να κάνεις λάθη ή να υπάρχουν ελλείψεις στο έργο σου και να μην έχεις πολύ καλά αποτελέσματα —αλλά θα έχεις κάνει ό,τι μπορείς. Δεν ικανοποιείς τις δικές σου εγωιστικές επιθυμίες και τις προτιμήσεις σου. Αντιθέτως, λαμβάνεις διαρκώς υπόψη σου το έργο της εκκλησίας και τα συμφέροντα του οίκου του Θεού. Παρόλο που μπορεί να μην πετυχαίνεις καλά αποτελέσματα στο καθήκον σου, η καρδιά σου θα έχει μπει στον ίσιο δρόμο· αν, εκτός από αυτό, μπορείς να αναζητήσεις την αλήθεια για να λύσεις όσα προβλήματα υπάρχουν στο καθήκον σου, τότε θα το εκτελείς σύμφωνα με τα πρότυπα και, ταυτόχρονα, θα μπορείς να εισέλθεις στην αλήθεια-πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει να κατέχεις τη μαρτυρία» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Η ελευθερία και η απελευθέρωση κερδίζονται μόνο αποβάλλοντας τη διεφθαρμένη διάθεση). Κατάλαβα από τα λόγια του Θεού ότι δεν μπορούμε να λαμβάνουμε υπόψη τη φήμη μας ή το προσωπικό μας κέρδος στο καθήκον μας. Πρέπει να βάζουμε πρώτα τα συμφέροντα της εκκλησίας, να δεχόμαστε τη σχολαστική εξέταση του Θεού και να αφιερώνουμε σε αυτό όλη μας την καρδιά. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο το καθήκον μας κερδίζει την έγκριση του Θεού. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κάνω πράξη την αλήθεια από φόβο μήπως προσβάλω τους άλλους ή μήπως αναπτύξουν προκατάληψη εναντίον μου. Δεν είχα χειριστεί ένα τέτοιο θέμα στο παρελθόν, αλλά έπρεπε τουλάχιστον να παραμείνω πιστή στο καθήκον μου και να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα για να συναναστραφώ πάνω στη διάκριση με τους αδελφούς και τις αδελφές. Ο Μπράντον είχε εξαπατηθεί από την Κίνσλεϊ και μιλούσε εκ μέρους της, επειδή εκείνη είχε μπερδέψει διαφορετικές έννοιες και είχε μετατρέψει την αυθαίρετη κρίση και τη διάδοση πλανών σε «διατύπωση της αλήθειας». Είχε εκλάβει το γεγονός ότι οι επικεφαλής εξέθεταν και διέψευδαν τις πλάνες της, καθώς και το ότι την παρεμπόδιζαν να κρίνει και να καταδικάζει ανθρώπους, ως «απαγόρευση προτάσεων και διαφορετικών απόψεων». Αυτά τα ψεύδη που φαίνονται αληθινά μπορούν να είναι πραγματικά παραπλανητικά. Η Κίνσλεϊ είχε διαστρεβλώσει τα γεγονότα, προβαίνοντας παρασκηνιακά σε επικριτικά σχόλια ότι οι επικεφαλής επέλεγαν ανθρώπους χωρίς να βασίζονται στις αρχές. Οι επικεφαλής και οι εργάτες και οι αδελφοί και οι αδελφές είχαν συναναστραφεί μαζί της πάνω στις αρχές για την επιλογή ανθρώπων, κι αυτή όχι μόνο αρνήθηκε να το δεχτεί αυτό, αλλά συνέχισε να διαστρεβλώνει τα γεγονότα, λέγοντας ότι οι επικεφαλής την καταπίεζαν, δεν της επέτρεπαν να διατυπώνει προτάσεις και απαγόρευαν κάθε διαφορετική άποψη. Αυτό δεν είναι διαστρέβλωση των γεγονότων και ενοχοποίηση των άλλων; Έλεγε: «Φοβάμαι ότι θα με διώξουν από την εκκλησία. Και ποιος θα τολμήσει να κάνει πάλι κάποια πρόταση;» Αυτά τα λόγια έμοιαζαν να πηγάζουν από την καρδιά, αλλά έκρυβαν τις δόλιες προθέσεις της, τις επιθέσεις και τις επικρίσεις της. Ήθελε να μπερδέψει τους αδελφούς και τις αδελφές και να τους παρασύρει ώστε να σταθούν στο πλευρό της σε σύγκρουση με τους επικεφαλής και να αρνηθούν να συνεργαστούν με τους επικεφαλής και τους εργάτες στο έργο. Διατάρασσε το έργο της εκκλησίας. Ο Μπράντον δεν είχε διάκριση και εξαπατήθηκε από τις παρατηρήσεις της Κίνσλεϊ. Θα έπρεπε να του είχα προσφέρει στοργική βοήθεια και υποστήριξη. Μέσω της συναναστροφής, απέκτησε αργότερα διάκριση γι’ αυτήν. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε αναζητήσει την αλήθεια και στερούνταν διάκρισης, γι’ αυτό και είχε προστατεύσει την Κίνσλεϊ, παίρνοντας το μέρος μιας κακούργας και μιλώντας εκ μέρους της. Είδε επίσης πόσο αξιολύπητος ήταν χωρίς την κατανόηση της αλήθειας και πόσο επιρρεπής ήταν στα ανομήματα. Χάρηκα πραγματικά που τον είδα να αλλάζει αυτά τα πράγματα.

Αργότερα, μερικοί συνεργάτες και εγώ συναθροιστήκαμε και συναναστραφήκαμε με τους αδελφούς και τις αδελφές για το πώς να διακρίνουμε τους κακούς ανθρώπους και αναλύσαμε διεξοδικά όλη τη συμπεριφορά της Κίνσλεϊ. Όλοι απέκτησαν διάκριση για εκείνη, και ψηφίσαμε, σχεδόν ομόφωνα, να την απομακρύνουμε από την εκκλησία. Κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, σημείωσαν κάποιες από τις γνώσεις που είχαν αποκτήσει. Είπαν πράγματα όπως: «Η Κίνσλεϊ ήταν ιδιαίτερα επιδέξια στο να κατασκευάζει ψέματα και να διαστρεβλώνει την αλήθεια, και με το πρόσχημα της προστασίας των συμφερόντων της εκκλησίας διέδιδε παντού τις προκαταλήψεις της εναντίον των επικεφαλής και των εργατών. Αυτό βύθισε το έργο της εκκλησίας σε τεράστιο χάος. Όπως κι αν οι επικεφαλής την εξέθεσαν, την κλάδεψαν και την αντιμετώπισαν, εκείνη δεν το μετάνιωσε ούτε στο ελάχιστο ούτε μετανόησε γι’ αυτό. Έχει πονηρή ουσία». Άλλοι είπαν: «Η Κίνσλεϊ φαινόταν πολύ ευγενική, αλλά τα λόγια της ήταν παραπλανητικά, δόλια και κακόβουλα. Χωρίς αυτήν τη συναναστροφή και τη διεξοδική ανάλυση, θα εξακολουθούσα να στερούμαι διάκρισης γι’ αυτήν. Έχω δει πόσο ζωτικής σημασίας είναι το να κατανοεί κανείς την αλήθεια και να έχει διάκριση για τους άλλους». Κάποιοι είπαν ότι εκείνη τους είχε παραπλανήσει στο παρελθόν και νόμιζαν ότι προστάτευε το έργο της εκκλησίας, χωρίς να γνωρίζουν ότι έκανε τόσο πολύ κακό στα κρυφά. Δεν είχαν διάκριση για εκείνη, οπότε στάθηκαν στο πλευρό της και είπαν πράγματα που δεν συμφωνούσαν με την αλήθεια. Έπρεπε να στοχαστούν και να μετανοήσουν. Διαπίστωσαν επίσης ότι η δίκαιη διάθεση του Θεού δεν ανέχεται καμία προσβολή —οι κακούργοι που διαταράσσουν το έργο της εκκλησίας αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθούν και θα αποκλειστούν. Το άκουσμα της συναναστροφής των αδελφών μου με έκανε πολύ χαρούμενη.

Αυτή η εμπειρία με δίδαξε ότι, όταν ένας κακούργος εμφανίζεται στην εκκλησία και αναστατώνει και διαταράσσει το έργο της, αν οι επικεφαλής και οι εργάτες δεν κάνουν πράξη την αλήθεια και δεν τον χειριστούν σύμφωνα με τις αρχές, προστατεύοντας αντ’ αυτού τα προσωπικά τους συμφέροντα, αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι αφήνουν τον Σατανά να σαμποτάρει το έργο της εκκλησίας, ενεργώντας ως υποχείριό του, κάνοντας κακό και πηγαίνοντας ενάντια στον Θεό. Μόνο με την άμεση αποπομπή των κακούργων από την εκκλησία και με την καθοδήγηση των αδελφών στο να μάθουν την αλήθεια και να αποκτήσουν διάκριση μπορεί να προστατευθεί το έργο της εκκλησίας και να εκπληρωθούν οι ευθύνες ενός επικεφαλής ή εργάτη.

Προηγούμενο: 74. Με ξεσκέπασε το γεγονός ότι με εξέθεσαν

Επόμενο: 76. Τα μαθήματα που πήρα από την απομάκρυνσή μου

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Η εμφάνιση και το έργο του Θεού Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Εκθέτοντας τους αντίχριστους Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Η Κρίση ξεκινά από τον Οίκο του Θεού Ουσιώδη Λόγια του Παντοδύναμου Θεού, του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Καθημερινά λόγια του Θεού Οι αλήθεια-πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να εισέλθουν οι πιστοί στον Θεό Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια Οδηγίες για τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας Τα πρόβατα του Θεού ακούν τη φωνή του Θεού Άκου τη Φωνή του Θεού Ιδού ο Θεός Εμφανίστηκε Κλασικές Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Ευαγγέλιο της Βασιλείας Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Α΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Β΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Γ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Δ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ε΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος ΣΤ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ζ΄) Πώς Στράφηκα στον Παντοδύναμο Θεό

Ρυθμίσεις

  • Κείμενο
  • Θέματα

Συμπαγή χρώματα

Θέματα

Γραμματοσειρά

Μέγεθος γραμματοσειράς

Διάστημα γραμμής

Διάστημα γραμμής

Πλάτος σελίδας

Περιεχόμενα

Αναζήτηση

  • Αναζήτηση σε αυτό το κείμενο
  • Αναζήτηση σε αυτό το βιβλίο

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger