55. Βρήκα τη θέση μου
Αφού πίστεψα στον Θεό, επιδίωκα με πολύ ενθουσιασμό. Όποιο καθήκον και να μου ανέθετε η εκκλησία, εγώ υπάκουα. Όταν είχα δυσκολίες ή προβλήματα στο καθήκον μου, υπέφερα επίσης και πλήρωνα το τίμημα για να αναζητήσω μια λύση χωρίς παράπονα. Σύντομα, άρχισα να ασκούμαι στο πότισμα νεοφώτιστων, όπου έπαιρνα συνεχώς προαγωγές. Πίστευα ότι ήμουν ένα ταλέντο, ότι η εκκλησία με καλλιεργούσε, ότι επιδίωκα πιο πολύ από τους άλλους, κι έτσι, εφόσον δούλευα σκληρά στο καθήκον μου, θα κέρδιζα προαγωγές και σημαντικούς ρόλους. Στη σκέψη αυτή, ένιωθα πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό μου.
Λίγο αργότερα, έβλεπα πολλούς αδελφούς και αδελφές κοντά στην ηλικία μου να έχουν υπηρετήσει ως επικεφαλής ομάδων ή επόπτες, και ζήλευα. Σκεφτόμουν: «Αν εκείνοι εκτελούν τόσο σημαντικά καθήκοντα σε τόσο νεαρή ηλικία, χαίρουν της εκτίμησης των επικεφαλής και του θαυμασμού των αδελφών, δεν γίνεται να είμαι ικανοποιημένη με την ισχύουσα κατάσταση. Πρέπει να επιδιώξω καλά και να μοχθήσω για να πετύχω κάποιο σημαντικό επίτευγμα στο καθήκον μου, ώστε να αποκτήσω και εγώ σημαντικό ρόλο». Έτσι, δούλευα πιο σκληρά στο καθήκον μου. Δεν φοβόμουν να ξαγρυπνώ και να υποφέρω. Όταν είχα πρόβλημα στο καθήκον μου, ερευνούσα τα λόγια του Θεού για να βρω λύση. Παρά τη σκληρή μου δουλειά, δεν άλλαξε κάτι. Λόγω της κακής μου ικανότητας στο έργο, μου ανέθεσαν να κάνω έργο ρουτίνας. Μετά από αυτό, όταν έβλεπα τους άλλους γύρω μου να προάγονται, ζήλευα ακόμα περισσότερο. Ήξερα ότι παρέμενα πολύ κατώτερή τους, γι’ αυτό πάντα ενθάρρυνα τον εαυτό μου να μην αποθαρρύνεται ούτε και να ικανοποιείται με την ισχύουσα κατάσταση· ήξερα ότι έπρεπε να επιδιώκω και να βελτιώνομαι, ότι χρειαζόταν να τρώω και να πίνω ακόμα περισσότερο τον λόγο του Θεού και να προσπαθώ περισσότερο για τη ζωή-είσοδό μου. Πίστευα πως μόλις βελτίωνα τις επαγγελματικές μου δεξιότητες και έκανα περισσότερη προσπάθεια για ζωή-είσοδο, σίγουρα θα έπαιρνα προαγωγή. Έτσι, καθώς δούλευα σκληρά για να βελτιωθώ, ανυπομονούσα και για την ημέρα της προαγωγής μου.
Πριν το καταλάβω, είχαν περάσει δύο χρόνια, και συνεχώς άλλαζαν οι νέοι μου συνεργάτες. Άλλοι πήραν προαγωγή και άλλοι έγιναν επικεφαλής και εργάτες. Άρχισα να γίνομαι καχύποπτη: «Κάνω αυτό το καθήκον εδώ και αρκετό καιρό, και άλλοι που το έχουν κάνει για λιγότερο παίρνουν προαγωγή ο ένας μετά τον άλλον, άρα γιατί ακόμη δεν έχει αλλάξει καθόλου το καθήκον μου; Μήπως οι επικεφαλής θεωρούν ότι δεν είμαι άξια για καλλιέργεια, αλλά ότι είμαι κατάλληλη μόνο για έργο ρουτίνας; Μήπως δεν έχω καμία ελπίδα να πάρω προαγωγή; Θα μείνω για πάντα κολλημένη σε αυτό το ασήμαντο καθήκον;» Όταν το σκέφτηκα, ένιωσα ξαφνικά μεγάλη απογοήτευση. Ξαφνικά δεν είχα κανένα κίνητρο, δεν ήμουν πια τόσο επιμελής στο καθήκον μου ούτε έσπευδα να χειριστώ εργασίες που έπρεπε να γίνουν επειγόντως. Απλώς εργαζόμουν με μισή καρδιά κάθε μέρα ή έκανα προχειροδουλειά όσον αφορά τις αναθέσεις. Ως εκ τούτου, προέκυπταν συχνά αποκλίσεις και παραλείψεις στο έργο μου, αλλά δεν το πήρα στα σοβαρά και δεν έκανα αυτοκριτική όπως θα έπρεπε. Αργότερα, έμαθα για τις προαγωγές ακόμα περισσότερων αδελφών που γνώριζα, και στενοχωρήθηκα ακόμα περισσότερο. Σκέφτηκα: «Με κάποιους από αυτούς κάναμε το ίδιο καθήκον, αλλά ο ένας μετά τον άλλο, πλέον όλοι έχουν πάρει προαγωγή, ενώ εγώ παραμένω κολλημένη και στάσιμη. Ίσως εγώ να μην επιδιώκω την αλήθεια ή να μην αξίζω καλλιέργεια». Με αυτήν τη σκέψη ένιωσα σαν να επωμίστηκα ένα βάρος στους ώμους μου. Ένιωθα απαίσια. Εκείνες τις μέρες βρισκόμουν σε κατάσταση βαθιάς μελαγχολίας και δεν είχα διάθεση για το καθήκον μου. Σκεφτόμουν διαρκώς ότι δεν είχα μέλλον στην πίστη μου στον Θεό. Ένιωθα πολύ δυσαρεστημένη και δεν μπορούσα να δεχτώ αυτό που συνέβαινε. Σκεφτόμουν: «Μήπως είμαι όντως τόσο κακή; Μήπως είμαι όντως κατάλληλη μόνο για έργο ρουτίνας; Δεν έχει κανένα νόημα η δική μου καλλιέργεια; Μια ευκαιρία ζητάω μόνο. Γιατί πρέπει να μένω συνεχώς κολλημένη στην αφάνεια, όπου κανείς δεν με προσέχει;» Όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο στεναχωριόμουν και θλιβόμουν. Αναστέναζα όλη μέρα και δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Κάποιες φορές, ξαγρυπνούσα κλαίγοντας σιωπηλά το βράδυ, και σκεφτόμουν: «Αν οι επαγγελματικές μου δεξιότητες υστερούν των άλλων, τότε θα δουλέψω σκληρά για να επιδιώξω την αλήθεια. Θα διαβάσω πιο πολύ τα λόγια του Θεού και θα εστιάσω περισσότερο στη ζωή-είσοδο. Όταν θα μπορώ να συναναστραφώ με πρακτικές γνώσεις και οι επικεφαλής δουν ότι εστιάζω στην επιδίωξη της αλήθειας, δεν θα μου δώσουν προαγωγή;» Αλλά όταν το σκέφτηκα έτσι, άρχισα να νιώθω κάποιες τύψεις. Σκέφτηκα: «Η επιδίωξη της αλήθειας είναι κάτι θετικό που θα πρέπει να επιδιώκει ένας πιστός. Αλλά εγώ το χρησιμοποιώ για να διακριθώ σε σχέση με τους άλλους. Αν επιδιώκω έτσι, με φιλοδοξία και επιθυμία, ο Θεός θα το απεχθάνεται και θα το μισεί αυτό, σωστά; Γιατί δεν είμαι πρόθυμη να κάνω το καθήκον μου στην αφάνεια;» Ένιωσα ένα αίσθημα ενοχής, κι έτσι προσευχήθηκα στον Θεό με λυγμούς: «Θεέ μου, ξέρω ότι η επιδίωξη κύρους είναι λάθος, αλλά οι φιλοδοξίες και οι επιθυμίες μου είναι τόσο ισχυρές. Νιώθω διαρκώς ότι είναι ανώφελο να εκτελώ το καθήκον μου στην αφάνεια μ’ αυτόν τον τρόπο. Θεέ μου, δεν βρίσκω διέξοδο απ’ αυτήν την κατάσταση. Σε παρακαλώ, καθοδήγησέ με να κατανοήσω το θέλημά Σου και να γνωρίσω τον εαυτό μου».
Μια μέρα, διάβασα τα εξής λόγια του Θεού: «Για τους αντίχριστους, η φήμη και η θέση είναι η ζωή τους. Όπως κι αν ζουν, σε όποιο περιβάλλον κι αν ζουν, ό,τι έργο κι αν κάνουν, ό,τι κι αν επιδιώκουν, όποιος κι αν είναι ο στόχος τους, όποια κι αν είναι η κατεύθυνση της ζωής τους, όλα περιστρέφονται γύρω από την απόκτηση καλής φήμης και υψηλής θέσης. Κι αυτός ο στόχος δεν αλλάζει· δεν μπορούν ποτέ να παραβλέψουν τέτοια πράγματα. Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο των αντίχριστων και η ουσία τους. Θα μπορούσες να τους τοποθετήσεις σ’ ένα αρχέγονο δάσος βαθιά μέσα στα βουνά, και πάλι δεν θα άφηναν στην άκρη την επιδίωξη της φήμης και της θέσης. Μπορείς να τους τοποθετήσεις μέσα σε οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων και το μόνο που μπορούν να σκεφτούν εξακολουθεί να είναι η φήμη και η θέση. Μολονότι και οι αντίχριστοι πιστεύουν στον Θεό, βλέπουν την επιδίωξη της φήμης και της θέσης ως ισοδύναμα με την πίστη στον Θεό και της δίνουν την ίδια βαρύτητα. Δηλαδή, καθώς βαδίζουν στο μονοπάτι της πίστης στον Θεό, επιδιώκουν επίσης τη δική τους φήμη και θέση. Μπορεί να ειπωθεί πως στην καρδιά τους οι αντίχριστοι θεωρούν ότι η επιδίωξη της αλήθειας κατά την πίστη τους στον Θεό είναι η επιδίωξη της φήμης και της θέσης· η επιδίωξη της φήμης και της θέσης είναι επίσης η επιδίωξη της αλήθειας, και το να κερδίσει κανείς φήμη και θέση σημαίνει να κερδίσει την αλήθεια και ζωή. Αν νιώθουν ότι δεν έχουν φήμη, κέρδη ή θέση, ότι κανείς δεν τους θαυμάζει, δεν τους εκτιμά ούτε τους ακολουθεί, τότε απογοητεύονται πολύ, πιστεύουν ότι δεν υπάρχει λόγος ούτε αξία να πιστεύουν στον Θεό, και λένε στον εαυτό τους: “Η πίστη στον θεό είναι αποτυχία; Είναι απέλπιδα η προσπάθεια;” Συχνά συλλογίζονται τέτοια πράγματα μέσα τους, σκέφτονται πώς μπορούν να βρουν μια θέση στον οίκο του Θεού, πώς θα αποκτήσουν μια καλή φήμη στην εκκλησία, ώστε οι άνθρωποι να τους ακούνε όταν μιλάνε, και να τους υποστηρίζουν όταν ενεργούν, και να τους ακολουθούν όπου πάνε· θέλουν να έχουν τον τελευταίο λόγο μέσα στην εκκλησία, αλλά και φήμη, κέρδος και θέση· σε αυτά τα πράγματα εστιάζουν κατά βάθος. Αυτά επιδιώκουν τέτοιοι άνθρωποι» [«Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο ένατο (Μέρος τρίτο)]. «Αν προσβάλλει και αφαιρέσει κανείς τη φήμη ή την κοινωνική θέση των αντίχριστων, αυτό το θεωρούν ζήτημα ακόμη πιο σοβαρό κι από απόπειρα δολοφονίας τους. Όσα κηρύγματα κι αν ακούσουν ή όσα λόγια του Θεού κι αν διαβάσουν, δεν θα νιώσουν θλίψη ούτε μεταμέλεια για το γεγονός ότι δεν έκαναν ποτέ πράξη την αλήθεια και ότι ακολούθησαν το μονοπάτι του αντίχριστου ούτε για το γεγονός ότι διακατέχονται από τη φύση-ουσία ενός αντίχριστου. Αντίθετα, σπάνε συνεχώς το κεφάλι τους για να βρουν τρόπους να αποκτήσει κοινωνική θέση και να αυξήσει τη φήμη του. […] Στο συνεχές κυνήγι της φήμης και της κοινωνικής θέσης, αρνούνται, επίσης, σκόπιμα ό,τι έχει κάνει ο Θεός. Γιατί το λέω αυτό; Στα βάθη της καρδιάς τους, οι αντίχριστοι πιστεύουν το εξής: “Όλη η φήμη και η θέση κερδίζονται ως αποτέλεσμα των προσπαθειών που κάνει κάποιος. Μόνο πατώντας γερά στα πόδια τους ανάμεσα στους ανθρώπους και αποκτώντας φήμη και κοινωνική θέση μπορούν να απολαύσουν τις ευλογίες του θεού. Η ζωή έχει αξία μόνο όταν οι άνθρωποι αποκτούν απόλυτη δύναμη και θέση. Μόνο έτσι ζει κανείς σαν άνθρωπος. Απ’ την άλλη, δεν θα είχε καθόλου αξία να ζουν με τον τρόπο που αναφέρει ο λόγος του Θεού, δηλαδή να υποτάσσονται στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του θεού στα πάντα, να στέκονται πρόθυμα στη θέση ενός δημιουργημένου όντος και να ζουν σαν κανονικοί άνθρωποι —κανείς δεν θα θαύμαζε έναν τέτοιον άνθρωπο. Η θέση, η φήμη και η ευτυχία ενός ατόμου πρέπει να κερδίζονται μέσα από τις δικές του μάχες· πρέπει να παλέψεις γι’ αυτές και να τις κατακτήσεις με θετική και ενεργητική στάση. Κανείς άλλος δεν θα σου τις δώσει —το να περιμένεις παθητικά μπορεί να οδηγήσει μόνο σε αποτυχία”. Έτσι υπολογίζουν οι αντίχριστοι. Αυτή είναι η διάθεση των αντίχριστων» [«Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο ένατο (Μέρος τρίτο)]. Ο Θεός αποκάλυψε ότι οι αντίχριστοι θεωρούν το κύρος πιο σημαντικό από τη ζωή. Κάθε λόγος, κάθε πράξη αλλά και κάθε τους σκέψη περιστρέφεται γύρω από το κύρος και τη φήμη και το πώς να τα αποκτήσουν και να τα διατηρήσουν. Μόλις χάσουν το κύρος τους, χάνουν το κίνητρο τους για ζωή. Για χάρη του κύρους, μπορούν μέχρι και να αντισταθούν στον Θεό και να Τον προδώσουν ώστε να ιδρύσουν τα δικά τους βασίλεια. Συνειδητοποίησα ότι πάντα θεωρούσα πολύ σημαντικό το κύρος. Μεγαλώνοντας, η οικογένειά μου με δίδασκε συχνά πράγματα όπως: «Πρέπει να υπομείνεις μεγάλα βάσανα για να βγεις νικητής» και «Ο άνθρωπος αγωνίζεται να ανέβει προς τα πάνω· το νερό κυλάει προς τα κάτω». Πάντα έβλεπα αυτούς τους σατανικούς νόμους της επιβίωσης ως λόγια σύμφωνα με τα οποία πρέπει να ζει κανείς. Σκεφτόμουν πάντα πως μόνο με την απόκτηση κύρους και την εκτίμηση των άλλων θα μπορούσα να διάγω μια αξιοπρεπή και αξιόλογη ζωή, ενώ όταν αρκούμαι στη μοίρα μου και παραμένω ένα συνηθισμένο, προσγειωμένο άτομο είναι γιατί μου λείπει η φιλοδοξία ή δεν έχω πραγματικούς στόχους. Νόμιζα ότι αυτός ήταν ένας άχρηστος τρόπος να ζει κανείς. Αφότου πίστεψα στον Θεό, οι σκέψεις και οι απόψεις μου δεν άλλαξαν. Προς τα έξω, δεν διαγωνιζόμουν ούτε αναμετρούμουν, αλλά οι φιλοδοξίες και οι επιθυμίες μου δεν ήταν ταπεινές. Ήθελα μόνο να εκτελώ ένα πιο σημαντικό καθήκον, να κερδίσω υψηλό κύρος και τον θαυμασμό των άλλων. Όταν έβλεπα τους γύρω μου να παίρνουν προαγωγή και να γίνονται επικεφαλής ομάδας και επόπτες, η επιθυμία μου φούντωνε ακόμα πιο πολύ και ένιωθα ακόμα πιο δυσαρεστημένη με την τρέχουσα κατάστασή μου. Για να πάρω προαγωγή, σηκωνόμουν νωρίς και ξαγρυπνούσα τα βράδια, ενώ ήμουν πρόθυμη να υποφέρω και να πληρώσω οποιοδήποτε τίμημα για το καθήκον μου. Όταν οι ελπίδες μου γκρεμίστηκαν ξανά και ξανά, με έπνιξε το παράπονο και άρχισα να αντιστέκομαι στον περίγυρό μου. Μέχρι που είπα ότι ήταν μάταιο να πιστεύω στον Θεό και έχασα κάθε κίνητρο για το καθήκον μου. Απλώς εργαζόμουν με μισή καρδιά και έκανα πρόχειρα ό,τι μπορούσα. Κατάλαβα ότι από τότε που πίστεψα στον Θεό, το μονοπάτι που ακολουθούσα δεν ήταν σε καμία περίπτωση αυτό της επιδίωξης της αλήθειας. Ό,τι έκανα αποσκοπούσε στην υπόληψη και το κύρος. Στο καθήκον μας, ο Θεός ελπίζει πως είμαστε σε θέση να επιδιώκουμε την αλήθεια, να εισέλθουμε στις πραγματικότητές της και να ξεφύγουμε από τις διεφθαρμένες διαθέσεις μας. Αλλά εγώ παραμέλησα την ανάθεσή μου. Δεν σκεφτόμουν την επιδίωξη της αλήθειας, το μόνο που επιθυμούσα ήταν να αποκτήσω υψηλό κύρος, και όταν η επιθυμία μου δεν εκπληρώθηκε, άρχισα να χαλαρώνω, να χειροτερεύω. Πραγματικά, δεν είχα συνείδηση ούτε λογική! Σκέφτηκα πως, παρά τα χρόνια πίστης μου στον Θεό, επειδή δεν επιδίωξα την αλήθεια, ακόμα και τώρα, δεν γνώριζα καλά την ίδια μου τη διεφθαρμένη διάθεση. Δεν μπορούσα καν να κάνω καλά το καθήκον που ήδη είχα. Εξακολουθούσα να κάνω προχειροδουλειά και προέκυπταν συχνά προβλήματα και αποκλίσεις στο έργο μου. Ακόμα κι έτσι, εγώ ήθελα να προαχθώ και να κάνω σημαντικότερο έργο. Πόσο ξεδιάντροπη ήμουν! Μόνο τότε κατάλαβα πως η πίστη στον Θεό χωρίς επιδίωξη της αλήθειας αλλά με τυφλή επιδίωξη κύρους θα ενέτεινε κι άλλο τη φιλοδοξία μου και θα έκανε τη διάθεσή μου πιο αλαζονική, και θα ήθελα διαρκώς να είμαι ανώτερη των άλλων, αλλά θα ήμουν ανίκανη να υπακούω στην κυριαρχία και τις διευθετήσεις του Θεού. Αυτή η επιδίωξη είναι αυτοκαταστροφική και ο Θεός τη μισεί και την καταριέται. Όπως ακριβώς εκείνοι οι αντίχριστοι που αποβλήθηκαν από την εκκλησία, δεν επιδίωκαν την αλήθεια και επιδίωκαν πάντα την υπόληψη, το κέρδος και το κύρος. Επιζητούσαν την εκτίμηση και τη λατρεία των άλλων, και προσπαθούσαν να τους παγιδεύουν και να τους ελέγχουν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι έπραξαν πολύ κακό και ο Θεός τούς αποκάλυψε και τους απέκλεισε. Ίδιες μ’ αυτών δεν ήταν και οι δικές μου επιδιώξεις; Δεν βάδιζα στο μονοπάτι της αντίστασης στον Θεό; Η διάθεση του Θεού είναι δίκαιη και δεν προσβάλλεται. Αν αρνιόμουν να διορθωθώ, σίγουρα θα με απέρριπτε και θα με απέκλειε ο Θεός! Έχοντας αυτό κατά νου, ορκίστηκα στον εαυτό μου: Στο εξής, δεν θα επιδιώκω το κύρος. Θα υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις του Θεού. Θα επιδιώξω την αλήθεια και θα κάνω το καθήκον μου σωστά και προσγειωμένα.
Κάποτε, κατά την πνευματική μου άσκηση, διάβασα τον λόγο του Θεού. «Επειδή οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν τις ενορχηστρώσεις και την κυριαρχία του Θεού, πάντα αντιμετωπίζουν τη μοίρα με απείθεια και με επαναστατική στάση, και πάντα θέλουν να απαλλαγούν από την εξουσία και την κυριαρχία του Θεού και από τα όσα τους επιφυλάσσει η μοίρα, ελπίζοντας, μάταια, πως θα αλλάξουν τις παρούσες τους συνθήκες, αλλά και τη μοίρα τους. Ωστόσο, ποτέ δεν μπορούν να επιτύχουν και ανατρέπονται σε κάθε στροφή. Ο αγώνας αυτός, ο οποίος λαμβάνει χώρα βαθιά μέσα στην ψυχή ενός ανθρώπου φέρνει βαθύ πόνο, τέτοιου είδους που χαράσσεται στα κόκαλα καθώς, στο μεταξύ, ο άνθρωπος χαραμίζει τη ζωή του. Ποια είναι η αιτία του πόνου αυτού; Οφείλεται στην κυριαρχία του Θεού ή στο ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε άτυχος; Προφανώς, κανένα δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα, προκαλείται από τα μονοπάτια που παίρνουν οι άνθρωποι· στους τρόπους με τους οποίους επιλέγουν να ζήσουν τη ζωή τους. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να μην έχουν συνειδητοποιήσει αυτά τα πράγματα. Ωστόσο, όταν γνωρίζεις πραγματικά, όταν αναγνωρίζεις πραγματικά πως ο Θεός έχει κυριαρχία πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, όταν κατανοείς πραγματικά πως όλα όσα σου φέρνουν η κυριαρχία και οι διευθετήσεις του Θεού παρέχουν μεγάλο όφελος και προστασία, τότε απαλύνεται σταδιακά ο πόνος σου και όλο σου το είναι σταδιακά χαλαρώνει, ελευθερώνεται και απελευθερώνεται. Κρίνοντας από την κατάσταση της πλειονότητας των ανθρώπων, αντικειμενικά, δεν μπορούν να αποδεχτούν πραγματικά την πρακτική αξία και το νόημα της κυριαρχίας του Δημιουργού πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, παρόλο που σε υποκειμενικό επίπεδο δεν θέλουν να συνεχίσουν να ζουν όπως ζούσαν πριν και θέλουν ανακούφιση από τον πόνο τους· αντικειμενικά, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν και να υποταχθούν πραγματικά στην κυριαρχία του Δημιουργού, πολύ λιγότερο δε, γνωρίζουν πώς να αναζητήσουν και να δεχθούν τις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις του Δημιουργού. Έτσι, αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν πραγματικά το γεγονός πως ο Δημιουργός κυριαρχεί επί της ανθρώπινης μοίρας και κάθε ανθρώπινου ζητήματος, αν δεν μπορούν να υποταχθούν πραγματικά στο κράτος του Δημιουργού, τότε θα τους είναι δύσκολο να μην υποκινούνται και να μην περιορίζονται από την ιδέα πως “η μοίρα κάποιου βρίσκεται στα ίδια του τα χέρια”. Θα τους είναι δύσκολο να απαλλαγούν από τον πόνο του έντονου αγώνα τους ενάντια στη μοίρα και την εξουσία του Δημιουργού και, φυσικά, θα τους είναι επίσης δύσκολο να γίνουν πραγματικά απελευθερωμένοι και ελεύθεροι, να γίνουν άνθρωποι που λατρεύουν τον Θεό» («Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Ο ίδιος ο Θεός, ο μοναδικός Γ΄). Τα λόγια του Θεού με αναστάτωσαν. Ποτέ πιο πριν δεν είχα συγκρίνει την κατάστασή μου με όσα αποκαλύπτουν αυτά Του τα λόγια. Νόμιζα ότι αυτά τα λόγια απευθύνονταν στους άπιστους, ενώ εγώ ανήκα στους πιστούς και πίστευα και υπάκουα στην κυριαρχία του Θεού. Αλλά όταν ηρέμησα και σκέφτηκα καλύτερα αυτό το χωρίο από τον λόγο του Θεού, μόνο τότε κατάλαβα ότι η αναγνώριση της κυριαρχίας του Θεού δεν ισοδυναμεί με τη γνώση της παντοδύναμης κυριαρχίας Του, πόσο μάλλον με την υπακοή στην κυριαρχία Του. Αν και πίστευα στον Θεό, οι απόψεις μου για ορισμένα πράγματα παρέμεναν ίδιες με αυτές των άπιστων. Οι άπιστοι θεωρούν πάντα ότι η μοίρα των ανθρώπων είναι στα χέρια τους και πολεμούν πάντα ενάντια στη μοίρα. Θέλουν να αλλάξουν τη μοίρα τους μόνοι τους και να ζήσουν μια ζωή αριστείας. Ως εκ τούτου, υποφέρουν πολύ, πληρώνουν υψηλό τίμημα και, εν τέλει, δέχονται απανωτά χτυπήματα, ενώ ακόμη κι όταν γεμίσουν ουλές, εξακολουθούν να μην ξυπνούν στην πραγματικότητα. Και εγώ έτσι δεν ήμουν; Πάντα ήθελα να αλλάξω την ισχύουσα κατάσταση με τις δικές μου προσπάθειες και βασιζόμουν στον δικό μου αγώνα μοχθώντας για προαγωγή και σημαντικούς ρόλους. Για τον σκοπό αυτό, υπέφερα σιωπηλά, πλήρωσα ένα τίμημα και δούλεψα σκληρά για να αποκτήσω επαγγελματικές δεξιότητες. Όταν η επιθυμία μου δεν εκπληρώθηκε, έγινα παθητική, αντιστάθηκα και χειροτέρεψα ακόμα περισσότερο. Μόνο τότε κατάλαβα πως πονούσα και πως είχα κουραστεί τόσο πολύ επειδή ακολουθούσα το λάθος μονοπάτι και είχα επιλέξει τον λάθος τρόπο ζωής. Θεωρούσα τις σατανικές πλάνες όπως «Η μοίρα του ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια του» και «Ο άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει μια ευχάριστη πατρίδα με τα ίδια του τα χέρια» ως σοφά ρητά σύμφωνα με τα οποία έπρεπε να ζει κανείς. Πίστευα ότι για να πετύχω τον στόχο μου, έπρεπε να βασιστώ στις δικές μου προσπάθειες για να τα καταφέρω. Αντιμέτωπη με τις επιθυμίες μου που επανειλημμένα δεν εκπληρώνονταν, και μη μπορώντας να αποκτήσω προαγωγές ή σημαντικές θέσεις, δεν μπορούσα να υποταχθώ και ήθελα πάντα να πολεμώ τον Θεό, να ξεφύγω από τις διευθετήσεις Του και να αποκτήσω κύρος και φήμη με τις δικές μου προσπάθειες. Μόνο τότε κατάλαβα ότι ήμουν πιστή μόνο στα λόγια. Στην πραγματικότητα, δεν πίστευα στην κυριαρχία του Θεού μέσα μου, και ακόμα λιγότερο δε ήμουν πρόθυμη να υπακούσω στις διευθετήσεις Του. Ποια ήταν η διαφορά μεταξύ ενός πιστού σαν εμένα και ενός μη πιστού; Ο Θεός είναι ο Κύριος της Δημιουργίας και ο Θεός έχει κυριαρχία και έλεγχο επί των πάντων. Η μοίρα, το επίπεδο και τα προτερήματα του καθενός, το καθήκον που μπορούν να εκτελέσουν στην εκκλησία και οι καταστάσεις που βιώνουν κάθε χρονική στιγμή, και ούτω καθεξής, διευθετούνται και προκαθορίζονται όλα από τον Θεό, και κανείς δεν ξεφεύγει από αυτά ούτε αλλάζει τίποτε. Μόνο με την υπακοή στην κυριαρχία και τις διευθετήσεις του Θεού μπορεί η καρδιά μας να γαληνεύσει. Όταν το κατάλαβα αυτό, ένιωσα ξαφνικά αξιολύπητη και άθλια. Πίστευα στον Θεό για χρόνια, και παρόλο που είχα φάει και πιει τόσα λόγια του Θεού, εξακολουθούσα να είμαι σαν τους άπιστους. Δεν γνώριζα την παντοδυναμία και την κυριαρχία του Θεού. Πόση αλαζονεία και άγνοια είχα! Ο λόγος του Θεού λέει: «Όταν κατανοείς πραγματικά πως όλα όσα σου φέρνουν η κυριαρχία και οι διευθετήσεις του Θεού παρέχουν μεγάλο όφελος και προστασία, τότε απαλύνεται σταδιακά ο πόνος σου και όλο σου το είναι σταδιακά χαλαρώνει, ελευθερώνεται και απελευθερώνεται» («Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Ο ίδιος ο Θεός, ο μοναδικός Γ΄). Αναλογιζόμενη τον λόγο του Θεού, αναρωτήθηκα πώς θα ήξερα ότι αυτό το περιβάλλον ήταν ωφέλιμο για μένα και αν με προστάτευε. Καθώς αναζητούσα, κατάλαβα ότι αφότου άρχισα να πιστεύω στον Θεό, δεν είχα βιώσει ποτέ καμία μεγάλη αποτυχία ή αναποδιά, αλλά ούτε και απόλυση ή μετάθεση. Έπαιρνα συνεχώς προαγωγές και καλλιεργούμουν. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, άρχισα να σκέφτομαι ότι ήμουν κάποια που επιδιώκει την αλήθεια και ότι ήμουν βασικό αντικείμενο προς καλλιέργεια στην εκκλησία, οπότε εύλογα θεώρησα ότι μπορούσα να θέσω ως στόχο προς επιδίωξη την «προαγωγή». Κάθε νέα προαγωγή, δεν την εκλάμβανα ως ευθύνη και καθήκον από τον Θεό, και δεν επιδίωκα την αλήθεια με τρόπο προσγειωμένο ούτε σκεφτόμουν πώς να χρησιμοποιήσω αρχές στο καθήκον μου. Αντ’ αυτού, έβλεπα το καθήκον μου ως εργαλείο για την επιδίωξη κύρους και θαυμασμού. Πίστευα ότι όσο πιο σπουδαίο είναι το καθήκον και όσο υψηλότερο το κύρος, τόσο περισσότεροι θα με θαύμαζαν και θα με εκτιμούσαν, οπότε με απασχολούσε πολύ το να προαχθώ και περνούσα τις μέρες μου ανησυχώντας για αυτά τα κέρδη και τις απώλειες. Είχα ξεχάσει από καιρό τι έπρεπε πραγματικά να επιδιώκω κατά την πίστη μου στον Θεό. Τώρα που το σκέφτομαι, οι φιλοδοξίες και οι επιθυμίες μου ήταν τόσο μεγάλες. Αν όντως είχα προαχθεί και μου δινόταν κάποιος σημαντικός ρόλος όπως επιθυμούσα, δεν ξέρω πόσο αλαζονική θα μπορούσα να γίνω ή πόσο κακό θα μπορούσα να κάνω. Είναι τόσο πολλά τα παραδείγματα τέτοιων αποτυχιών. Είναι τόσο πολλοί εκείνοι που εκτελούν ειλικρινά τα καθήκοντά τους όταν δεν έχουν κύρος, αλλά μόλις το αποκτήσουν, αποκτούν μεγαλύτερες φιλοδοξίες, αρχίζουν να πράττουν το κακό, και εξαπατούν και παγιδεύουν κόσμο. Για να διατηρήσουν την υπόληψη, τα κέρδη και το κύρος τους, αποκλείουν και καταπιέζουν τους άλλους, και καταλήγουν να καταστραφούν οι ίδιοι. Κατάλαβα πως το κύρος, για όσους επιδιώκουν την αλήθεια και βαδίζουν στο σωστό μονοπάτι, είναι άσκηση και τελείωση. Μα για όσους δεν επιδιώκουν την αλήθεια ούτε βαδίζουν στο σωστό μονοπάτι, είναι πειρασμός και αποκάλυψη. Εκείνη την περίοδο, ακόμα δεν είχα κύρος, και μόνο και μόνο επειδή δεν είχα προαχθεί ή θεωρηθεί σημαντική, ήμουν τόσο πικραμένη που δεν ήθελα καν να κάνω το καθήκον μου. Έβλεπα πως οι φιλοδοξίες και οι επιθυμίες μου ήταν τεράστιες, και αν έπαιρνα όντως προαγωγή σε κάποιο σημαντικό καθήκον, σίγουρα θα αποτύγχανα και εγώ το ίδιο παταγωδώς μ’ εκείνους που είχαν ήδη αποτύχει. Τότε, πίστευα πραγματικά ότι το να μην προαχθώ σε επικεφαλής ομάδας ή επόπτρια εμπεριείχε την άδεια του Θεού. Ο Θεός χρησιμοποίησε αυτό το περιβάλλον για να με αναγκάσει να σταματήσω και να κάνω αυτοκριτική, ώστε να επανορθώσω και να βαδίσω στο μονοπάτι της επιδίωξης της αλήθειας. Αυτό το περιβάλλον χρειαζόταν η ζωή μου και ήταν μεγάλη προστασία για μένα! Σκεπτόμενη αυτό, ένιωσα ότι ήμουν τόσο αδαής και τυφλή και ότι δεν είχα κατανοήσει το θέλημα του Θεού. Είχα παρεξηγήσει και κατηγορήσει τον Θεό. Είχα πραγματικά πληγώσει την καρδιά του Θεού.
Μετά από αυτό, διάβασα τον λόγο του Θεού: «Τι καρδιά θέλει ο Θεός να έχουν οι άνθρωποι; Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να έχουν ειλικρινή καρδιά, και πρέπει να μπορούν να εκτελούν ευσυνείδητα και προσγειωμένα το καθήκον τους, να μπορούν να στηρίξουν το έργο της εκκλησίας και να αφήσουν τις λεγόμενες “μεγάλες φιλοδοξίες” και τους λεγόμενους “υψηλούς στόχους”. Σε κάθε τους βήμα, οι άνθρωποι αυτοί ακολουθούν και λατρεύουν όλο και περισσότερο τον Θεό και η διαγωγή τους είναι αυτή των δημιουργημάτων· δεν επιδιώκουν πλέον να γίνουν εξαιρετικοί ή σπουδαίοι, πόσο μάλλον άνθρωποι με ειδικές ικανότητες, ενώ δεν λατρεύουν τα δημιουργήματα που υπάρχουν σε πλανήτες πέρα από τη γη. Επιπλέον, αυτή η καρδιά πρέπει να αγαπάει την αλήθεια. Ποιο είναι το κύριο νόημα του να αγαπάει κανείς την αλήθεια; Είναι να αγαπάει τα θετικά πράγματα, να έχει αίσθημα δικαιοσύνης, να μπορεί να δαπανά τον εαυτό του ειλικρινά για τον Θεό, να Τον αγαπάει πραγματικά, να Του υποτάσσεται και να δίνει μαρτυρία γι’ Αυτόν» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Οι πέντε προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την είσοδο στον σωστό δρόμο της πίστης στον Θεό). Αφού διάβασα τον λόγο του Θεού, συγκινήθηκα πολύ. Ένιωσα τις ελπίδες του Θεού για τους ανθρώπους, αλλά και τις απαιτήσεις Του απ’ αυτούς. Ο Θεός δεν θέλει δόξα και μεγαλεία για τους ανθρώπους. Ο Θεός δεν μας ζητά σπουδαία εγχειρήματα ούτε και ένδοξα επιτεύγματα. Ο Θεός ελπίζει μόνο ότι οι άνθρωποι θα επιδιώξουν την αλήθεια και θα υποταχθούν στην κυριαρχία και στις διευθετήσεις Του, και ότι θα εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους με τρόπο προσγειωμένο. Αλλά εγώ δεν καταλάβαινα το θέλημα του Θεού και δεν είχα αυτογνωσία. Πάντα ήθελα κύρος και να γίνω ευγενής ή σπουδαία προσωπικότητα. Χωρίς κύρος και προσοχή, ένιωθα ότι ζούσα μια θλιβερή, άχρηστη ζωή. Δεν είχα καθόλου ανθρώπινη φύση ή λογική. Ήμουν ξεκάθαρα χλόη που ήθελε να γίνει δέντρο, σπίνος που ήθελε να γίνει αετός, και ως εκ τούτου ζορίστηκα μέχρι που δυστύχησα και εξαντλήθηκα. Όταν το κατάλαβα αυτό, προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου! Παλιά, πάντα επιδίωκα το κύρος, την υπόληψη και το κέρδος. Πάντα ήθελα να με θαυμάζουν και να με επαινούν. Δεν μου αρκούσε να εκτελώ το καθήκον μου στην αφάνεια, κάτι που Εσύ αποστρέφεσαι και απεχθάνεσαι. Τώρα καταλαβαίνω ότι αυτή η οδός είναι εσφαλμένη. Επιθυμώ να υποταχθώ στην κυριαρχία και τις διευθετήσεις Σου. Ανεξάρτητα από το αν μπορέσω να προαχθώ στο μέλλον, θα επιδιώκω την αλήθεια με τρόπο προσγειωμένο και θα εκτελώ το καθήκον μου καλά». Αφού προσευχήθηκα, ένιωσα μεγάλη ανακούφιση και ακόμα πιο κοντά στον Θεό.
Αργότερα, διαβάζοντας τον λόγο του Θεού, κατανόησα κάπως τις λανθασμένες απόψεις μου για την επιδίωξη. Τα λόγια του Θεού λένε: «Όταν κάποιος προάγεται για να υπηρετήσει ως επικεφαλής ή εργάτης ή καλλιεργείται για να γίνει ο επιβλέπων κάποιου είδους τεχνικού έργου, αυτό δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από το ότι ο οίκος του Θεού τού εμπιστεύεται ένα φορτίο. Είναι μια ανάθεση, μια ευθύνη και, ασφαλώς, είναι και ένα ειδικό καθήκον, μια ιδιαίτερη ευκαιρία και μια εξαιρετική εξύψωση· δεν έχουν κάτι αξιέπαινο αυτοί οι άνθρωποι. Όταν κάποιος προάγεται και καλλιεργείται από τον οίκο του Θεού, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει κάποιο ιδιαίτερο πόστο ή κάποια θέση στον οίκο του Θεού, ώστε να μπορεί ν’ απολαμβάνει ιδιαίτερη μεταχείριση και εύνοια. Αντιθέτως, αφού εξυψωθεί κατ’ εξαίρεση από τον οίκο του Θεού, του παρέχονται ιδανικές συνθήκες για να λάβει εκπαίδευση από τον οίκο του Θεού, ν’ ασκηθεί στην επιτέλεση κάποιου ουσιαστικού εκκλησιαστικού έργου και, ταυτόχρονα, ο οίκος του Θεού θα έχει υψηλότερα απαιτούμενα πρότυπα γι’ αυτόν τον άνθρωπο, κι αυτό είναι πολύ επωφελές για τη ζωή-είσοδό του. Όταν ένας άνθρωπος προάγεται και καλλιεργείται στον οίκο του Θεού, αυτό σημαίνει ότι τίθεται υπό αυστηρότερες απαιτήσεις και επιβλέπεται στενά. Ο οίκος του Θεού θα επιθεωρεί αυστηρά, θα επιβλέπει και θα πιέζει να προχωρήσει το έργο που κάνει αυτός ο άνθρωπος, ώστε να καταφέρει να κατανοήσει και να δώσει προσοχή στη ζωή-είσοδό του. Από αυτές τις πλευρές, μήπως οι άνθρωποι που προάγονται και καλλιεργούνται από τον οίκο του Θεού απολαμβάνουν ιδιαίτερη μεταχείριση, έχουν κάποια ιδιαίτερη θέση και κάποιο ειδικό πόστο; Σε καμία περίπτωση, κι ακόμη λιγότερο απολαμβάνουν οποιαδήποτε ειδική υπόσταση. Οι άνθρωποι που έχουν προαχθεί και καλλιεργηθεί, αν πιστέψουν ότι έχουν κάποιο κεφάλαιο επειδή κάνουν το καθήκον τους κάπως αποτελεσματικά, κι έτσι παραμείνουν στάσιμοι και πάψουν να επιδιώκουν την αλήθεια, τότε θα κινδυνεύουν όταν συναντήσουν δοκιμασίες και δεινά. Αν το ανάστημά τους είναι πολύ μικρό, πιθανότατα δεν θα μπορέσουν να παραμείνουν ακλόνητοι. Κάποιοι λένε: “Αν κάποιος προάγεται και καλλιεργείται ως επικεφαλής, τότε έχει υπόσταση. Ακόμη κι αν δεν είναι ένας από τους πρωτότοκους υιούς, τουλάχιστον έχει ελπίδα να γίνει ένας από τους ανθρώπους του Θεού. Δεν έχω προαχθεί ή καλλιεργηθεί ποτέ. Μήπως, λοιπόν, δεν έχω ελπίδα να γίνω ένας από τους ανθρώπους του Θεού;” Είναι λάθος να σκέφτονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Για να γίνεις ένας από τους ανθρώπους του Θεού, πρέπει να έχεις εμπειρία ζωής και πρέπει να υποτάσσεσαι στον Θεό. Είτε είσαι επικεφαλής ή εργάτης είτε είσαι ένας συνηθισμένος πιστός, αν έχεις τις αλήθεια-πραγματικότητες είσαι ένας από τους ανθρώπους του Θεού. Ακόμη κι αν είσαι επικεφαλής ή εργάτης, αν δεν έχεις τις αλήθεια-πραγματικότητες, παραμένεις ένας απλός δουλευτής» [«Ο Λόγος», τόμ. 5: «Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών», Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών (5)]. Από τον λόγο του Θεού κατάλαβα ότι η προαγωγή και η καλλιέργεια στην εκκλησία δεν ισοδυναμεί με ιδιαίτερο κύρος ούτε με ιδιαίτερη μεταχείριση όπως στους εγκόσμιους αξιωματούχους. Είναι απλώς μια ευκαιρία για άσκηση. Είναι μόνο μια μεγαλύτερη ευθύνη για τους ανθρώπους. Η προαγωγή και η καλλιέργεια σημαίνουν μόνο ότι ένα άτομο περνάει από ένα καθήκον σε άλλο. Όχι ότι η ταυτότητα και το κύρος ενός ατόμου είναι ανώτερα από των άλλων, και επιπλέον, δεν σημαίνει ότι καταλαβαίνει κανείς την αλήθεια ή ότι κατέχει τις πραγματικότητές της. Όταν δεν παίρνεις προαγωγή, δεν σημαίνει ότι είσαι κατώτερος ούτε ότι δεν έχεις μέλλον ή ότι δεν μπορείς να σωθείς. Εν ολίγοις, ανεξάρτητα από το ποιο καθήκον εκτελείς ή το αν πάρεις ή δεν πάρεις προαγωγή, ο Θεός φέρεται δίκαια σε όλους τους ανθρώπους και στον καθένα δίνεται μια ευκαιρία να ασκηθεί στο καθήκον του. Η εκκλησία οργανώνει τα καθήκοντα λογικά, βάσει του επιπέδου και των πλεονεκτημάτων του καθενός, έτσι ώστε τα προσόντα αυτά του κάθε ατόμου να αξιοποιούνται πλήρως. Αυτό ωφελεί το έργο της εκκλησίας αλλά και την προσωπική μας ζωή-είσοδο. Είτε προαχθείς σε σημαντικό καθήκον είτε όχι, οι προσδοκίες του Θεού για τους ανθρώπους και η παροχή για όλους είναι ίδιες. Ο Θεός θέλει να επιδιώκουν οι άνθρωποι την αλήθεια και να αλλάζουν τις διαθέσεις τους κατά τη διάρκεια των καθηκόντων τους. Επομένως, η σωτηρία του Θεού για τους ανθρώπους δεν εξαρτάται ποτέ από το κύρος ή τα προσόντα τους. Αντίθετα, εξαρτάται από τη στάση τους απέναντι στην αλήθεια και το καθήκον τους. Αν βαδίζεις στο μονοπάτι της επιδίωξης της αλήθειας, όσο εκτελείς το καθήκον σου, θα ασκείσαι πιο πολύ και θα προοδεύεις διαρκώς στη ζωή. Αν δεν επιδιώκεις την αλήθεια, όσο υψηλό κύρος και να έχεις, δεν θα αντέξεις. Αργά ή γρήγορα, θα απολυθείς και θα αποκλειστείς. Στο παρελθόν, δεν είχα ξεκάθαρη αντίληψη της προαγωγής. Νόμιζα πάντα ότι η προαγωγή ισοδυναμούσε με κύρος, και όσο υψηλότερο το κύρος μου, τόσο καλύτερο το μέλλον και η μοίρα μου. Ως εκ τούτου, δεν εστίαζα στην επιδίωξη της αλήθειας στο καθήκον μου, αλλά επιδίωκα μόνο το κύρος. Τώρα μόλις συνειδητοποιώ ότι αυτή η θεώρηση των πραγμάτων είναι παράλογη! Στην πραγματικότητα, η εκκλησία μού έδωσε την ευκαιρία να ασκηθώ, αλλά το επίπεδό μου ήταν υπερβολικά χαμηλό για πιο σημαντικές αναθέσεις. Δεν είχα όμως αυτογνωσία, κι έτσι πίστευα πάντα ότι ήμουν ικανή και ότι μπορούσα να προαχθώ ώστε να κάνω πιο σημαντικό έργο. Πραγματικά, δεν είχα την παραμικρή αυτογνωσία. Όποιο έργο και αν κάνουμε στον οίκο του Θεού, όλοι πρέπει να κατανοήσουμε την αλήθεια και να εισέλθουμε στις αλήθεια-αρχές για να πετύχουμε καλά αποτελέσματα στο έργο μας. Αλλά εγώ δεν καταλάβαινα την αλήθεια και δεν μπορούσα να κάνω καθόλου πρακτικό έργο. Ακόμα κι αν έπαιρνα προαγωγή, τι καλό θα μπορούσα να κάνω; Δεν θα έμπαινα απλά στη μέση; Πέρα από την πλήρη μου εξάντληση, θα εμπόδιζα και το έργο της εκκλησίας. Αυτό δεν θα άξιζε τον κόπο. Σε εκείνο το σημείο, συνειδητοποίησα επιτέλους ότι το καθήκον που είχα μου ταίριαζε πολύ. Είχα τα προσόντα να το κάνω και αξιοποιούσα τις δυνάμεις μου. Έτσι ωφελούνταν και η δική μου ζωή-είσοδος αλλά και το έργο της εκκλησίας. Με τη διαφώτιση και την καθοδήγηση των λόγων του Θεού, γνώρισα το θέλημα του Θεού, βρήκα τη θέση μου, ήξερα ποιο καθήκον όφειλα να κάνω και η αρνητική μου κατάσταση διορθώθηκε.
Έπειτα, δεν με έλεγχαν πλέον τόσο πολύ η υπόληψη, το κέρδος και το κύρος και έφερα ένα φορτίο στο καθήκον μου. Όταν δεν ήμουν απασχολημένη με το έργο, φρόντιζα στον ελεύθερο χρόνο μου να ασκούμαι στο κήρυγμα του ευαγγελίου και τη μαρτυρία περί Θεού. Όταν έβλεπα ανθρώπους που πιστεύουν πραγματικά στον Θεό και διψούν για την αλήθεια να δέχονται το έργο του Παντοδύναμου Θεού τις έσχατες ημέρες, ένιωθα μεγάλη ανακούφιση και παρηγοριά. Εν τέλει, κατάλαβα ότι δεν παίζει ρόλο πόσο σημαντική είναι η θέση που σου έχουν αναθέσει, αυτό που έχει σημασία είναι να μπορείς να παίξεις τον ρόλο ενός δημιουργημένου όντος καθώς εκτελείς το καθήκον σου. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Τώρα, αν και μαθαίνω συχνά για προαγωγές κάποιων αδελφών που γνωρίζω, είμαι πολύ πιο ήρεμη και δεν νιώθω πια ζήλια όπως παλιότερα, επειδή ξέρω ότι αν και εκτελούμε διαφορετικά καθήκοντα, όλοι μοχθούμε για τον ίδιο σκοπό και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διαδώσουμε το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού. Τώρα, επιτέλους βρήκα τη θέση μου. Είμαι μόνο ένα μικρό δημιουργημένο ον. Καθήκον μου είναι να υπακούω στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις του Δημιουργού. Στο μέλλον, όποιο κι αν είναι το καθήκον μου, είμαι πρόθυμη να το αποδεχτώ, να υπακούω και να εκτελώ με θέρμη το καθήκον μου για να ικανοποιώ τον Θεό.