Έργο και είσοδος (10)

Είναι μια κατάσταση άνευ προηγουμένου το γεγονός ότι η ανθρωπότητα έχει προοδεύσει μέχρι αυτό το σημείο. Το έργο του Θεού και η είσοδος του ανθρώπου προχωράνε χέρι με χέρι, οπότε και το έργο του Θεού αποτελεί μια θεαματική κι απαράμιλλη ευκαιρία. Η είσοδος του ανθρώπου αποτελεί ένα θαύμα που δεν είχε ποτέ πριν φανταστεί ο άνθρωπος. Το έργο του Θεού έχει φτάσει στο ζενίθ του, οπότε, ακολούθως, και η «είσοδος» του ανθρώπου[1] έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Ο Θεός έχει φτάσει όσο πιο χαμηλά μπορούσε, χωρίς να έχει ποτέ διαμαρτυρηθεί στην ανθρωπότητα ή στο σύμπαν και στα πάντα. Ο άνθρωπος, εν τω μεταξύ, στέκεται επάνω στο κεφάλι του Θεού, και η καταπίεση του Θεού από τον άνθρωπο έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Τα πάντα έχουν φτάσει στο αποκορύφωμά τους, ήγγικεν η ώρα για την εμφάνιση της δικαιοσύνης. Γιατί η κατήφεια συνεχίζει να αφεθεί να καλύπτει τη γη και το σκοτάδι να σκεπάζει όλους τους ανθρώπους; Ο Θεός μας παρακολουθούσε επί πολλές χιλιάδες χρόνια, ακόμα κι επί δεκάδες χιλιάδες χρόνια, και η ανεκτικότητα Του έχει από καιρό φτάσει στα όριά της. Παρακολουθούσε κάθε κίνηση της ανθρωπότητας, παρατηρούσε για πόσο καιρό θα δρα ανεξέλεγκτη η αδικία του ανθρώπου, κι όμως, ο άνθρωπος, ο οποίος από καιρό έχει γίνει αναίσθητος, δεν νιώθει τίποτα. Ποιος έχει ποτέ παρατηρήσει τις πράξεις του Θεού; Ποιος έχει σηκώσει ποτέ τα μάτια του για να κοιτάξει μακριά; Ποιος έχει ακούσει ποτέ προσεκτικά; Ποιος έχει βρεθεί ποτέ στα χέρια του Παντοδύναμου; Οι άνθρωποι καταδυναστεύονται από φανταστικούς φόβους[2]. Σε τι χρησιμεύει ένας σωρός από σανό και άχυρα; Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να βασανίζουν τον ενσαρκωμένο Θεό μέχρι θανάτου. Παρόλο που δεν είναι τίποτα, παρά σωροί από άχυρα, υπάρχει ακόμα κάτι που κάνουν «καλύτερα απ’ όλα»[3]: βασανίζουν τον Θεό μέχρι θανάτου και μετά αναφωνούν «χαροποιεί τις καρδιές των ανθρώπων». Τι τσούρμο από στρατιώτες γαρίδες και στρατηγούς καβούρια! Είναι αξιοθαύμαστο ότι, εν μέσω ενός συνεχούς ρεύματος ανθρώπων, εστιάζουν την προσοχή τους στον Θεό και Τον περικυκλώνουν με αδιαπέραστες οχυρώσεις. Η ζέση τους γίνεται ολοένα θερμότερη[4], έχουν κυκλώσει τον Θεό σε ορδές ώστε Εκείνος να μην μπορεί να κινηθεί καθόλου. Στα χέρια τους κραδαίνουν κάθε είδος όπλου, κοιτάνε τον Θεό σαν να κοιτάνε κάποιον εχθρό και τα μάτια τους είναι γεμάτα θυμό· τρώγονται για να «διαμελίσουν τον Θεό». Τι μπέρδεμα! Γιατί ο άνθρωπος και ο Θεός έχουν γίνει τόσο άσπονδοι εχθροί; Μήπως υπάρχει μνησικακία ανάμεσα στον Θεό, τον στοργικό Θεό, και στον άνθρωπο; Μήπως οι ενέργειες του Θεού δεν ωφελούν σε τίποτα τον άνθρωπο; Βλάπτουν τον άνθρωπο; Ο άνθρωπος κοιτάει με ακλόνητο άγριο βλέμμα τον Θεό, φοβούμενος βαθιά ότι Εκείνος θα διασπάσει τις οχυρώσεις του, θα επιστρέψει στον τρίτο ουρανό και για άλλη μια φορά θα πετάξει τον άνθρωπο στο μπουντρούμι. Ο άνθρωπος είναι επιφυλακτικός απέναντι στον Θεό, περπατάει σε τεντωμένο σχοινί, στριφογυρνάει στο έδαφος από απόσταση, κρατώντας ένα «οπλοπολυβόλο» που σημαδεύει τον Θεό ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι λες και με την παραμικρή κίνηση του Θεού, ο άνθρωπος θα εξαφανίσει οτιδήποτε έχει να κάνει μ’ Εκείνον —ολόκληρο το σώμα Του και ό,τι φοράει— χωρίς ν’ αφήσει τίποτα πίσω του. Η σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Ο Θεός είναι ακατανόητος για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, εν τω μεταξύ, επίτηδες κλείνει τα μάτια του και χαζολογά, αρνείται εντελώς να αντικρίσει την ύπαρξή Μου και δεν μεταπείθεται από την κρίση Μου. Συνεπώς, όταν δεν το περιμένει ο άνθρωπος, Εγώ αθόρυβα απομακρύνομαι, και δεν θα συγκρίνω πια ποιος είναι υψηλά και ποιος είναι χαμηλά ανάμεσα στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι το πιο άθλιο «ζώο» απ’ όλα και δεν επιθυμώ να ασχοληθώ άλλο μαζί τους. Πάει καιρός που μετέφερα το σύνολο της χάρης Μου πίσω στο μέρος όπου διαμένω ειρηνικά. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι τόσο απειθής, για ποιον λόγο να συνεχίσει να απολαμβάνει την πολύτιμη χάρη Μου; Δεν είμαι διατεθειμένος να προσφέρω επί ματαίω τη χάρη Μου στις δυνάμεις που Με αντιμετωπίζουν εχθρικά. Θα απονείμω τους πολύτιμους καρπούς Μου σε εκείνους τους αγρότες της Χαναάν, οι οποίοι εργάζονται με ζήλο και υποδέχονται με ειλικρίνεια την επιστροφή Μου. Το μόνο που εύχομαι είναι οι ουρανοί να είναι αιώνιοι και, ακόμα περισσότερο, ο άνθρωπος να μη γεράσει ποτέ, ώστε οι ουρανοί και ο άνθρωπος να αναπαύονται για πάντα, αυτά τα αειθαλή «πεύκα και κυπαρίσσια» να συνοδεύουν για πάντα τον Θεό και τους ουρανούς, όταν θα εισέρχονται μαζί στην ιδανική εποχή.

Έχω περάσει πολλές ημέρες και νύχτες με τον άνθρωπο, έχω ζήσει στον κόσμο μαζί με τον άνθρωπο και δεν είχα ποτέ απαιτήσεις από τον άνθρωπο. Εγώ απλώς οδηγώ τον άνθρωπο πάντοτε προς τα εμπρός, το μόνο που κάνω είναι να οδηγώ τον άνθρωπο και, για χάρη του πεπρωμένου της ανθρωπότητας, πραγματοποιώ αδιάκοπα το έργο της διευθέτησης. Ποιος κατάλαβε ποτέ το θέλημα του επουράνιου Πατέρα; Ποιος διένυσε την απόσταση μεταξύ ουρανού και γης; Δεν θέλω να περάσω άλλο τα «γεράματα» του ανθρώπου μαζί του, επειδή ο άνθρωπος είναι υπερβολικά παλιομοδίτικος, δεν καταλαβαίνει τίποτα, το μόνο που ξέρει είναι να τρώει μέχρι σκασμού από το γεύμα που έχω ετοιμάσει, απόμακρος από οτιδήποτε άλλο, χωρίς να σκέφτεται ποτέ του οποιοδήποτε άλλο ζήτημα. Οι άνθρωποι είναι τόσο φιλάργυροι, η φασαρία, η κατήφεια και ο κίνδυνος είναι υπερβολικά έντονα στον κόσμο των ανθρώπων, οπότε Εγώ δεν θέλω να μοιραστώ τους πολύτιμους καρπούς της υπερίσχυσης, οι οποίοι συλλέγονται κατά τις έσχατες ημέρες. Ας απολαύσει ο άνθρωπος τις πλούσιες ευλογίες που ο ίδιος δημιούργησε, καθότι δεν Με καλωσορίζει. Γιατί θα έπρεπε να εξαναγκάσω τους ανθρώπους να χαμογελάνε προσποιητά; Κάθε γωνιά του κόσμου είναι στερημένη από ζεστασιά, δεν υπάρχει ίχνος άνοιξης σε κανένα από τα τοπία του κόσμου, επειδή, σαν τα υδρόβια ζώα, ο άνθρωπος δεν έχει την παραμικρή ζεστασιά, είναι σαν ένα πτώμα κι ακόμα και το αίμα που κυλάει στις φλέβες του είναι παγωμένο και του ψυχραίνει την καρδιά. Πού είναι η ζεστασιά; Ο άνθρωπος σταύρωσε τον Θεό χωρίς κανέναν λόγο, χωρίς να έχει έπειτα την παραμικρή αμφιβολία περί αυτού. Κανένας ποτέ δεν το μετάνιωσε και αυτοί οι βάναυσοι τύραννοι ακόμα σχεδιάζουν να «πιάσουν ζωντανό»[5] τον Υιό του ανθρώπου για άλλη μια φορά και να Τον στήσουν μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα, προκειμένου να θέσουν ένα τέλος στο μίσος που έχουν στην καρδιά τους. Ποιο το όφελος να παραμένω σ’ αυτόν τον επικίνδυνο τόπο; Αν παραμείνω, το μόνο πράγμα που θα επιφέρω στον άνθρωπο θα είναι διαμάχες και βιαιοπραγίες, και προβλήματα χωρίς τελειωμό, επειδή ποτέ δεν έδωσα στον άνθρωπο ειρήνη, παρά μόνο πόλεμο. Οι έσχατες ημέρες της ανθρωπότητας πρέπει να είναι γεμάτες πόλεμο και ο προορισμός του ανθρώπου πρέπει να ανατραπεί εν μέσω βιαιοπραγιών και διαμάχης. Δεν είμαι διατεθειμένος να «μοιραστώ» τη «χαρά» του πολέμου, δεν θα συμμετάσχω στο αιματοκύλισμα και τη θυσία του ανθρώπου, καθότι η απόρριψη του ανθρώπου Με έχει οδηγήσει στην «απελπισία» και δεν βαστάει η καρδιά Μου να αντικρίζω τους πολέμους του. Ας πολεμά ο άνθρωπος προς τέρψιν της καρδιάς του. Εγώ θέλω να αναπαυτώ, θέλω να κοιμηθώ, ας συνοδέψουν οι δαίμονες την ανθρωπότητα στις έσχατες ημέρες της! Ποιος γνωρίζει το θέλημά Μου; Επειδή δεν είμαι καλοδεχούμενος στους ανθρώπους, κι επειδή ποτέ τους δεν Με ανέμεναν, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τους ευχηθώ καλό κατευόδιο, να τους αφήσω τον προορισμό τους στα χέρια τους, να τους κληροδοτήσω όλα Μου τα πλούτη, να σπείρω τη ζωή Μου στους ανθρώπους, να φυτέψω τον σπόρο της ζωής Μου στο περιβόλι της καρδιάς τους, να τους αφήσω αξέχαστες αναμνήσεις, να δώσω όλη Μου την αγάπη στους ανθρώπους και να τους δώσω όλα αυτά που εκτιμούν σ’ Εμένα, ως ένα δώρο για την αγάπη που μας κάνει να ποθούμε ο ένας τον άλλον. Θέλω να αγαπιόμαστε για πάντα, το παρελθόν μας να είναι εκείνο το όμορφο πράγμα που δίνει ο ένας στον άλλον, επειδή Εγώ έχω δώσει όλο Μου το είναι στους ανθρώπους. Τι παράπονα θα μπορούσε να έχει ο άνθρωπος; Έχω ήδη αφήσει το σύνολο της ζωής Μου στους ανθρώπους και, χωρίς να πω λέξη, έχω μοχθήσει για να οργώσω τον όμορφο αγρό της αγάπης για την ανθρωπότητα. Ποτέ Μου δεν έθεσα δίκαιες, κατά τ’ άλλα, απαιτήσεις στους ανθρώπους και το μόνο που έχω κάνει είναι απλώς να παραδίνομαι στις διευθετήσεις των ανθρώπων και να δημιουργώ ένα πιο όμορφο αύριο για την ανθρωπότητα.

Παρόλο που το έργο του Θεού είναι πλούσιο και γεμάτο αφθονία, η είσοδος του ανθρώπου είναι πολύ ελλιπής. Όλες οι «κοινοπραξίες» του ανθρώπου με τον Θεό, αποτελούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το έργο του Θεού. Όσον αφορά το πόσο έχει εισέλθει ο άνθρωπος, εκείνος δεν έχει τίποτα να επιδείξει. Ο άνθρωπος, ο οποίος είναι εξαθλιωμένος και τυφλός, εξακολουθεί να αναμετριέται με τον Θεό του σήμερα, κραδαίνοντας «αρχαία όπλα». Αυτοί οι «πρωτόγονοι πίθηκοι» μετά βίας μπορούν να περπατήσουν στα δύο πόδια και δεν αισχύνονται καθόλου για τη «γύμνια» τους. Με τι προσόντα μπορούν να αξιολογήσουν το έργο του Θεού; Τα μάτια πολλών από αυτούς τους τετράποδους πιθήκους έχουν γεμίσει με μένος, και βάλλονται εναντίον του Θεού με αρχαία λίθινα όπλα στα χέρια τους, προσπαθώντας να ξεκινήσουν έναν αγώνα πιθηκάνθρωπων, που όμοιούς τους δεν έχει ματαδεί ο κόσμος, να κάνουν έναν αγώνα, κατά τις έσχατες ημέρες, ανάμεσα στους πιθηκανθρώπους και τον Θεό, ο οποίος θα γίνει ξακουστός σε όλη την οικουμένη. Πέραν αυτού, πολλοί από αυτούς τους αρχαίους τετράποδους πιθήκους ξεχειλίζουν από αυταρέσκεια. Οι τρίχες που καλύπτουν το πρόσωπό τους μπλέκονται μεταξύ τους, είναι γεμάτοι δολοφονικές προθέσεις και σηκώνουν τα μπροστινά τους πόδια. Δεν έχουν εξελιχθεί ακόμα πλήρως στη μορφή του σύγχρονου ανθρώπου, οπότε μερικές φορές στέκονται όρθιοι, μερικές φορές έρπουν, σταγονίδια ιδρώτα καλύπτουν το μέτωπό τους, σαν στριμωγμένες δροσοσταλίδες, και ο ζήλος τους είναι αυταπόδεικτος. Κοιτάξτε αυτόν τον πρωτόγονο, αρχαίο πιθηκάνθρωπο, τον σύντροφό τους, να περπατά στα τέσσερα, με τα χοντροκομμένα και αργοκίνητα άκρα του, που μετά βίας μπορεί να αποκρούει τα χτυπήματα και χωρίς σθένος για αντεπίθεση, που μόλις και μετά βίας μπορεί να αυτοσυγκρατηθεί. Εν ριπή οφθαλμού, πριν καλά-καλά καταλάβει τι έγινε, ο «ήρωας» της αρένας τσακίζεται στο έδαφος με τα πόδια στον αέρα. Αυτά τα πόδια, τα οποία διατηρούσαν λανθασμένη στάση επάνω στο έδαφος όλα αυτά τα χρόνια, τώρα ξαφνικά αναποδογύρισαν και ο πιθηκάνθρωπος έμεινε πλέον χωρίς καμία διάθεση για αντίσταση. Από εκείνη τη στιγμή, ο πιο αρχαίος των πιθηκανθρώπων εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Αυτό είναι πραγματικά «θλιβερό». Αυτός ο αρχαίος πιθηκάνθρωπος είχε ένα τόσο αιφνίδιο τέλος. Γιατί έπρεπε να σπεύσει και να αφήσει τόσο σύντομα τον υπέροχο κόσμο των ανθρώπων; Γιατί δεν συζήτησε το επόμενο βήμα της στρατηγικής του με τους συντρόφους του; Τι κρίμα που αποχαιρέτησε αυτόν τον κόσμο, χωρίς να πει πώς είναι να αναμετριέται κανείς με τον Θεό! Τι απερισκεψία για έναν τόσο αρχαίο πιθηκάνθρωπο να πεθάνει χωρίς να βγάλει άχνα, να φύγει χωρίς να μεταλαμπαδεύσει «τον αρχαίο πολιτισμό και τις τέχνες» στους απογόνους του. Δεν είχε τον χρόνο να καλέσει τους πιο κοντινούς του στο πλευρό του για να τους πει πόσο τους αγαπάει, δεν άφησε κανένα μήνυμα επάνω σε μια λίθινη πλάκα, δεν διέκρινε τον ουρανοήλιο και δεν εκστόμισε λέξη για τις ανείπωτες κακουχίες που πέρασε. Καθώς άφηνε την τελευταία του πνοή, δεν κάλεσε τους απογόνους του δίπλα στο ετοιμοθάνατο κορμί του για να τους πει «μην μπείτε στην αρένα για να προκαλέσετε τον Θεό», πριν κλείσει τα μάτια του με τα τέσσερα άκαμπτα πόδια του να εξέχουν πάντοτε προς τα επάνω, σαν τα κλαδιά ενός δέντρου που είναι στραμμένα προς τον ουρανό. Φαίνεται πως είχε έναν φριχτό θάνατο… Ξαφνικά, ένα τρανταχτό γέλιο ξεσπάει έξω από την αρένα. Ένας από τους ημιόρθιους πιθηκανθρώπους βγαίνει εκτός εαυτού. Στο χέρι κρατάει ένα «λίθινο ρόπαλο» για να κυνηγάει αντιλόπες ή άλλα άγρια θηράματα και είναι πιο εξελιγμένος από εκείνον τον παλιό πιθηκάνθρωπο. Πηδάει μέσα στην αρένα, γεμάτος μένος, με ένα καλά υπολογισμένο σχέδιο κατά νου[6]. Είναι σαν να έχει κάνει κάτι αξιέπαινο. Με τη «δύναμη» από το λίθινο ρόπαλο, καταφέρνει να σταθεί στα δύο πόδια επί «τρία λεπτά». Πόσο σπουδαία είναι η «ισχύς» αυτού του τρίτου «ποδιού»! Κράτησε στα δύο πόδια αυτόν τον μεγαλόσωμο, αδέξιο, ανόητο, ημιόρθιο πιθηκάνθρωπο επί τρία λεπτά. Δεν προκαλεί έκπληξη που αυτό ο σεβάσμιος[7] αρχαίος πιθηκάνθρωπος είναι τόσο αυταρχικός. Είναι σίγουρο ότι το αρχαίο λίθινο εργαλείο «ανταποκρίνεται στη φήμη του»: Έχει λαβή μαχαιριού, κόψη και μύτη· το μόνο του ελάττωμα είναι ότι δεν γυαλίζει η κόψη του. Πόσο αξιοθρήνητο είναι. Κοιτάξτε ξανά τον «μικρό ήρωα» της αρχαιότητας, να στέκεται μέσα στην αρένα και να κοιτάει τους πάντες γύρω του με ένα περιφρονητικό βλέμμα, εκείνος είναι ο ανδρείος ήρωας κι όλοι οι άλλοι ανίκανοι υποτακτικοί. Ενδόμυχα και μυστικά απεχθάνεται όσους είναι στις κερκίδες. «Η χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα και ο καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος, γιατί κρύβεστε; Είναι δυνατόν να βλέπετε τη χώρα να έρχεται αντιμέτωπη με την καταστροφή και να μην εμπλέκεστε σε αιματοβαμμένες μάχες; Αυτή η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής, γιατί δεν είστε εσείς οι πρώτοι που να δείχνετε την ανησυχία σας και οι τελευταίοι που να περνάτε καλά; Πώς μπορείτε να βλέπετε τη χώρα σας να καταρρέει και τους πολίτες της να παρακμάζουν; Είστε διατεθειμένοι να κουβαλάτε την ντροπή της εθνικής υποδούλωσης; Τι τσούρμο άχρηστοι!» Καθώς τα σκέφτεται αυτά, ξεσπάνε καβγάδες μπροστά από την αρένα και τα μάτια του γίνονται ακόμα πιο αγριεμένα, σαν να είναι έτοιμα να εκτοξεύσουν[8] φλόγες. Τρώγεται για να κάνει τον Θεό να αποτύχει πριν από τη μάχη, κοιτάει απεγνωσμένα πώς να θανατώσει τον Θεό, ώστε να ευχαριστήσει το πλήθος. Δεν έχει ιδέα ότι, παρόλο που το λίθινο εργαλείο του είναι αντάξιο της φήμης του, δεν θα μπορούσε ποτέ να ανταγωνιστεί τον Θεό. Πριν έχει τον χρόνο να αμυνθεί, πριν προλάβει να πέσει κάτω και να σηκωθεί στα πόδια του, κουνιέται πίσω-μπρος, χάνει την όραση και στα δυο του μάτια. Κατρακυλάει κάτω στους παλιούς προγόνους του και δεν ξανασηκώνεται· κρατάει σφιχτά τον αρχαίο πιθηκάνθρωπο, χωρίς να ξεφωνίζει πια, και αναγνωρίζει την κατωτερότητά του, χωρίς να έχει πλέον καμία επιθυμία να αντισταθεί. Αυτοί οι δύο καημένοι πιθηκάνθρωποι πέθαναν μέσα στην αρένα. Πόσο κρίμα είναι που οι πρόγονοι των ανθρώπων, οι οποίοι επιβίωσαν μέχρι τη σήμερον ημέρα, πέθαναν μέσα στην άγνοια, ακριβώς την ημέρα που εμφανίστηκε ο Ήλιος της δικαιοσύνης. Τι ανοησία που άφησαν να τους προσπεράσει μια τόσο μεγάλη ευλογία. Την ημέρα της ευλογίας τους, οι πιθηκάνθρωποι, οι οποίοι περίμεναν επί χιλιάδες χρόνια, πήραν τις ευλογίες μαζί τους στον Άδη για να τις «χαρούν» με τον βασιλιά των διαβόλων! Γιατί δεν τις κράτησαν στον κόσμο των ζωντανών, για να τις χαρούν με τους γιους και τις κόρες τους; Απλώς πηγαίνουν γυρεύοντας! Τι κρίμα που είναι, για χάρη λίγου κύρους, φήμης και ματαιοδοξία, να υπομένουν τη δυστυχία της σφαγής, να ορμάνε για να είναι οι πρώτοι που θα ανοίξουν τις πύλες της κολάσεως και να γίνουν οι γιοι της. Ένα τέτοιο τίμημα είναι τόσο περιττό. Τι κρίμα που τόσο παλιοί πρόγονοι, οι οποίοι ήταν «γεμάτοι εθνική συνείδηση» να είναι τόσο «αυστηροί με τον εαυτό τους και τόσο ανεκτικοί με τους άλλους», να εγκλείονται στην κόλαση και να κλείνουν απ’ έξω εκείνους τους ανίκανους υποτακτικούς. Πού να βρεθούν άλλοι τέτοιοι «εκπρόσωποι των ανθρώπων»; Χάριν της «ευημερίας των απογόνων τους» και της «ειρηνικής ζωής των μελλοντικών γενεών» δεν επιτρέπουν στον Θεό να παρέμβει, κι έτσι δεν νοιάζονται καθόλου για την ίδια τους τη ζωή. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό, αφιερώνονται στον «εθνικό σκοπό» και εισέρχονται στον Άδη, χωρίς να πουν κουβέντα. Πού να βρεθεί τέτοιος εθνικισμός; Μάχονται τον Θεό, δεν φοβούνται τον θάνατο ούτε την αιματοχυσία, πόσο μάλλον ανησυχούν για το αύριο. Απλώς οδεύουν προς το πεδίο της μάχης. Τι κρίμα που το μόνο που κερδίζουν γι’ αυτό το «πνεύμα αυτοθυσίας» είναι ατέρμονες τύψεις και το κάψιμο στις αιώνιες φλόγες της κόλασης!

Αποτελεί σίγουρα τροφή για σκέψη! Γιατί η ενσάρκωση του Θεού συναντά πάντοτε απόρριψη και διασυρμό από τους ανθρώπους; Γιατί οι άνθρωποι δεν κατανοούν ποτέ την ενσάρκωση του Θεού; Μήπως ο Θεός έχει έρθει σε λάθος χρονική στιγμή; Μήπως ο Θεός έχει έρθει σε λάθος μέρος; Μήπως όλα αυτά συμβαίνουν επειδή ο Θεός ενήργησε από μόνος Του, χωρίς την «υπογραφή» του ανθρώπου; Μήπως ο Θεός αποφάσισε από μόνος Του, χωρίς να πάρει την έγκριση του ανθρώπου; Τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι ο Θεός προειδοποίησε έγκαιρα. Η ενσάρκωση του Θεού δεν έκανε κανένα κακό. Πρέπει να ζητήσει τη συγκατάθεση του ανθρώπου; Επιπλέον, ο Θεός το είχε προ πολλού υπενθυμίσει στον άνθρωπο. Μπορεί οι άνθρωποι να το ξέχασαν. Δεν φταίνε αυτοί, επειδή είναι, εδώ και πολύ καιρό, τόσο διεφθαρμένοι από τον Σατανά, που δεν μπορούν πλέον να καταλάβουν τι γίνεται κάτω από τους ουρανούς, πόσο μάλλον για το τι γίνεται στον πνευματικό κόσμο! Τι κρίμα που οι πρόγονοι των ανθρώπων, οι πιθηκάνθρωποι, πέθαναν μέσα στην αρένα. Όμως, αυτό δεν προκαλεί έκπληξη: Ο ουρανός και η γη δεν ήταν ποτέ πράγματα συμβατά μεταξύ τους, οπότε, πώς θα μπορούσαν οι πιθηκάνθρωποι, των οποίων τα μυαλά είναι φτιαγμένα από πέτρα, να συλλάβουν το γεγονός ότι ο Θεός θα μπορούσε να ενσαρκωθεί και πάλι; Πόσο λυπηρό είναι το γεγονός ότι ένας τέτοιος «ηλικιωμένος», που διανύει το «εξηκοστό του έτος», πέθανε την ημέρα της εμφάνισης του Θεού. Δεν είναι θαύμα που έφυγε από τον κόσμο μη ευλογημένος κατά την έλευση μιας τόσο μεγάλης ευλογίας; Η ενσάρκωση του Θεού έχει στείλει ωστικά κύματα σε όλα τα θρησκεύματα και όλες τις σφαίρες, έχει «βυθίσει στο χάος» την αρχική τάξη θρησκευτικών κύκλων και έχει συνταράξει την καρδιά όλων εκείνων που λαχταρούν την εμφάνιση του Θεού. Ποιος δεν λατρεύει; Ποιος δεν ποθεί να δει τον Θεό; Ο Θεός βρίσκεται αυτοπροσώπως ανάμεσα στους ανθρώπους εδώ και πολλά χρόνια, όμως ο άνθρωπος δεν το κατάλαβε ποτέ. Σήμερα εμφανίστηκε ο ίδιος ο Θεός και αποκάλυψε την ταυτότητά του στις μάζες. Πώς θα μπορούσε να μην ευφρανθεί η καρδιά του ανθρώπου από ένα τέτοιο γεγονός; Κάποτε ο Θεός μοιραζόταν με τον άνθρωπο χαρές και λύπες, και σήμερα έχει επανενωθεί με τους ανθρώπους και μοιράζεται μαζί τους ιστορίες από καιρούς που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Αφότου αποχώρησε από την Ιουδαία, οι άνθρωποι έχασαν τα ίχνη Του. Λαχταρούσαν να συναντηθούν για ακόμα μια φορά με τον Θεό, χωρίς να γνωρίζουν ότι και σήμερα Τον έχουν συναντήσει και έχουν επανενωθεί μαζί Του. Πώς θα μπορούσε αυτό να μη φέρει στον νου σκέψεις για το χθες; Πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, ο Σίμων Βαριωνάς, ο απόγονος των Ιουδαίων, αντίκρισε τον Ιησού τον Σωτήρα, έφαγε στο ίδιο τραπέζι μαζί Του και, αφότου Τον ακολούθησε επί πολλά χρόνια, ένιωσε μια πιο βαθιά τρυφερότητα για Εκείνον: Τον αγάπησε από τα βάθη της καρδιάς του, αγάπησε βαθιά τον Κύριο Ιησού. Οι Ιουδαίοι δεν ήξεραν πώς εκείνο το μωρό με τα χρυσά μαλλιά, το οποίο γεννήθηκε σε μια παγερή φάτνη, ήταν η πρώτη εικόνα της ενσάρκωσης του Θεού. Όλοι νόμιζαν ότι Εκείνος ήταν το ίδιο με αυτούς και κανένας δεν Τον έβλεπε ως διαφορετικό. Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να αναγνωρίσουν αυτόν τον κοινό και συνηθισμένο Ιησού; Οι Ιουδαίοι Τον θεωρούσαν έναν υιό Ιουδαίου εκείνου του καιρού. Κανένας δεν Τον έβλεπε ως έναν στοργικό Θεό και το μόνο που έκαναν οι άνθρωποι ήταν να απαιτούν αδιακρίτως, ζητώντας Του να τους απονείμει πλούτη και πλουσιοπάροχη χάρη, ειρήνη και ευδαιμονία. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι Εκείνος, σαν ένας εκατομμυριούχος, είχε ό,τι θα μπορούσε ποτέ του να ευχηθεί ένας άνθρωπος. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν Του φέρθηκαν ποτέ σαν κάποιον αγαπημένο. Οι άνθρωποι εκείνου του καιρού δεν Τον αγαπούσαν, παρά μόνο διαμαρτύρονταν και Του έθεταν παράλογες απαιτήσεις. Εκείνος ποτέ Του δεν αντιστεκόταν, αλλά απένεμε συνεχώς χάρη στον άνθρωπο, παρόλο που ο άνθρωπος δεν Τον γνώριζε. Δεν έκανε τίποτα άλλο από το να προσφέρει σιωπηλά στον άνθρωπο ζεστασιά, αγάπη και έλεος, καθώς και, ακόμα περισσότερο, νέα μέσα για να κάνει πράξη άσκησης, οδηγώντας τον να σπάσει τα δεσμά του νόμου. Ο άνθρωπος δεν Τον αγαπούσε, παρά μόνο Τον φθονούσε και αναγνώριζε τα ασυνήθιστα ταλέντα Του. Πώς θα μπορούσε ο τυφλός άνθρωπος να γνωρίζει πόσο μεγάλη ήταν η ταπείνωση που υπόμεινε ο στοργικός Ιησούς, ο Σωτήρας, όταν ήρθε στους ανθρώπους; Κανένας δεν σκέφτηκε τη θλίψη Του, κανένας δεν γνώριζε την αγάπη που είχε για τον Πατέρα Θεό και κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει τη μοναξιά που ένιωθε. Παρόλο που η Παναγία Τον γέννησε, πώς θα μπορούσε να γνωρίζει τις σκέψεις που έκανε ενδόμυχα ο ελεήμων Κύριος Ιησούς; Ποιος γνώριζε τον απερίγραπτο πόνο που βίωνε ο Υιός του ανθρώπου; Αφότου Του έθεταν τις απαιτήσεις τους, οι άνθρωποι εκείνου του καιρού Τον πετούσαν ψυχρά στο πίσω μέρος του μυαλού τους και Τον εξοστράκιζαν. Συνεπώς, Εκείνος περιφερόταν στους δρόμους μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, περιπλανώμενος επί χρόνια, μέχρι που πέρασαν τριάντα τρία χρόνια ζωής, χρόνια που κράτησαν πολύ αλλά και λίγο ταυτόχρονα. Όταν οι άνθρωποι Τον χρειάζονταν, Τον προσκαλούσαν στο σπίτι τους με το χαμόγελο στο στόμα, προσπαθώντας να Του ζητήσουν πράγματα. Κι όταν Εκείνος ολοκλήρωνε τη συνεισφορά Του, εκείνοι στη στιγμή Τον πετούσαν έξω από την πόρτα. Οι άνθρωποι έτρωγαν αυτό που τους παρείχε από το στόμα Του, έπιναν το αίμα Του, απολάμβαναν τη χάρη που τους χάριζε, κι όμως, Του αντιτάσσονταν, επειδή ποτέ τους δεν γνώρισαν ποιος τους είχε δώσει τη ζωή τους. Εν τέλει, Τον κάρφωσαν επάνω στον σταυρό, κι Εκείνος δεν έβγαλε άχνα. Ακόμα και σήμερα παραμένει σιωπηλός. Οι άνθρωποι τρώνε τη σάρκα Του, πίνουν το αίμα Του, τρώνε το φαγητό που Εκείνος τους ετοιμάζει και βαδίζουν στην οδό που Εκείνος τους άνοιξε, όμως εξακολουθούν να θέλουν να Τον απορρίπτουν· στην πραγματικότητα φέρονται στον Θεό που τους χάρισε τη ζωή τους όπως θα φέρονταν σ’ έναν εχθρό, ενώ, αντιθέτως, εκείνους που είναι σκλάβοι σαν κι αυτούς, τους φέρονται λες και είναι ο επουράνιος Πατέρας. Επ’ αυτού, δεν αντιτάσσονται εσκεμμένα στον Θεό; Πώς έγινε κι ο Ιησούς πέθανε επάνω στον σταυρό; Το γνωρίζετε; Δεν προδόθηκε από τον Ιούδα, ο οποίος ήταν ο πιο κοντινός Του και ο οποίος Τον είχε φάει, Τον είχε πιει και Τον είχε απολαύσει; Ο λόγος που ο Ιούδας πρόδωσε τον Ιησού δεν ήταν επειδή δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας ασήμαντος, κανονικός δάσκαλος; Αν οι άνθρωποι είχαν καταλάβει πραγματικά ότι ο Ιησούς ήταν ξεχωριστός και καταγόταν από τον ουρανό, πώς θα μπορούσαν να Τον καρφώσουν ζωντανό επάνω στον σταυρό για εικοσιτέσσερις ώρες, μέχρι που να αφήσει την τελευταία Του πνοή; Ποιος μπορεί να γνωρίζει τον Θεό; Το μόνο που κάνουν οι άνθρωποι είναι να απολαμβάνουν τον Θεό με ακόρεστη απληστία, όμως ποτέ τους δεν Τον γνώρισαν. Δώσε θάρρος στον χωριάτη! Κάνουν τον «Ιησού» να υπακούει πλήρως στις εντολές και στις διαταγές τους. Ποιος έχει επιδείξει ποτέ οποιοδήποτε έλεος γι’ αυτόν τον Υιό του ανθρώπου, ο οποίος δεν έχει πού την κεφαλή κλίναι; Ποιος σκέφτηκε ποτέ να ενώσει τις δυνάμεις του μ’ Εκείνον, ώστε να εκπληρώσει την αποστολή του Πατέρα Θεού; Ποιος Τον σκέφτηκε ποτέ έστω και λίγο; Ποιος νοιάστηκε ποτέ για τις δυσκολίες που Εκείνος περνάει; Χωρίς το παραμικρό ίχνος αγάπης, ο άνθρωπος Τον τραβολογάει εδώ κι εκεί. Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει από πού πηγάζει το φως της ζωής του, και το μόνο που κάνει είναι να σχεδιάζει στα κρυφά πώς να για άλλη μια φορά να σταυρώσει τον «Ιησού», όπως πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, ο οποίος βίωσε πόνο ανάμεσα στους ανθρώπους. Πραγματικά εμπνέει τόσο μίσος ο «Ιησούς»; Έχουν προ πολλού ξεχαστεί όλα όσα έκανε Εκείνος; Το συσσωρευμένο μίσος χιλιάδων ετών θα εκδηλωθεί τελικά. Εσείς, το γένος των Ιουδαίων! Πότε ήταν ο «Ιησούς» εχθρικός απέναντί σας, προκειμένου να Τον μισείτε τόσο πολύ; Έχει κάνει τόσα πολλά και έχει μιλήσει τόσο πολύ. Τίποτα από αυτά δεν είναι προς όφελός σας; Σας έδωσε τη ζωή Του, χωρίς να ζητήσει τίποτα σε αντάλλαγμα, σας έδωσε όλο Του το είναι. Θέλετε πραγματικά ακόμα να Τον φάτε ζωντανό; Σας έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε, χωρίς να κρατήσει τίποτα, χωρίς ποτέ να απολαύσει εγκόσμια δόξα, θαλπωρή ανάμεσα στους ανθρώπους και την αγάπη των ανθρώπων ή τις ευλογίες στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι τόσο κακοί μαζί Του, Εκείνος δεν χάρηκε ποτέ τα πλούτη της γης, αφιερώνει όλη την ειλικρινή και φλογερή καρδιά Του στους ανθρώπους, έχει αφιερώσει όλο Του το είναι στην ανθρωπότητα. Ποιος Του έχει δώσει ποτέ θαλπωρή; Ποιος Τον έχει παρηγορήσει ποτέ; Ο άνθρωπος Του έχει φορτώσει όλη την πίεση, Του έχει μεταφέρει όλη τη δυστυχία, έχει ρίξει με τη βία επάνω Του τις πιο ατυχείς εμπειρίες του ανθρώπου, Τον κατηγορεί για κάθε αδικία κι Εκείνος τα αποδέχθηκε χωρίς να πει τίποτα. Παραπονέθηκε ποτέ Του σε κανέναν; Ζήτησε ποτέ Του κάποια μικρή ανταμοιβή από τον οποιονδήποτε; Του συμπαραστάθηκε ποτέ κανείς; Από εσάς, τους κανονικούς ανθρώπους, ποιος δεν είχε μια ρομαντική παιδική ηλικία; Ποιος δεν είχε μια ενδιαφέρουσα νεότητα; Ποιος δεν απολαμβάνει τη θαλπωρή των αγαπημένων του; Ποιος είναι χωρίς την αγάπη των συγγενών και των φίλων; Ποιος είναι χωρίς τον σεβασμό των άλλων; Ποιος είναι χωρίς μια ζεστή οικογένεια; Ποιος είναι χωρίς την παρηγοριά των ατόμων που εμπιστεύεται; Έχει απολαύσει ποτέ Εκείνος κάτι απ’ αυτά; Ποιος Του έχει δώσει ποτέ λίγη θαλπωρή; Ποιος Του έχει δώσει ποτέ κάποιο ψήγμα παρηγοριάς; Ποιος Του έχει δείξει ποτέ λίγη ανθρωπιά; Ποιος ήταν ποτέ ανεκτικός απέναντί Του; Ποιος Του στάθηκε στις δύσκολες στιγμές; Ποιος πέρασε μαζί Του τις δυσκολίες της ζωής; Ο άνθρωπος δεν μαλάκωσε ποτέ τις απαιτήσεις που είχε από Εκείνον. Του ζητάει πράγματα χωρίς καμία ηθική αναστολή, λες και, από τη στιγμή που Εκείνος ήρθε στον κόσμο των ανθρώπων, θα πρέπει να είναι το βόδι ή το άλογο του ανθρώπου, αιχμάλωτός του, και θα πρέπει να δώσει όλο Του το είναι στον άνθρωπο. Αν δεν το κάνει, ο άνθρωπος δεν θα Τον συγχωρέσει ποτέ, δεν θα Τον αποκαλέσει ποτέ Θεό και δεν θα Τον έχει ποτέ σε μεγάλη υπόληψη. Ο άνθρωπος έχει πολύ αυστηρή στάση απέναντι στον Θεό, λες και έχει βαλθεί να βασανίσει τον Θεό μέχρι θανάτου, και μόνο μετά τον θάνατό Του θα χαλαρώσει τις απαιτήσεις που έχει από Εκείνον. Διαφορετικά, ο άνθρωπος δεν θα ρίξει ποτέ τα στάνταρ των απαιτήσεών του από τον Θεό. Πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος να μην είναι απεχθής στον Θεό; Δεν είναι αυτή η τραγωδία τού σήμερα; Η συνείδηση του ανθρώπου δεν φαίνεται πουθενά. Λέει συνεχώς ότι θα ανταποδώσει την αγάπη του Θεού, αλλά διαμελίζει τον Θεό και Τον βασανίζει μέχρι θανάτου. Αυτή δεν είναι η «μυστική συνταγή» της πίστης του στον Θεό, την οποία του κληροδότησαν οι πρόγονοί του; Σήμερα οι «Ιουδαίοι» βρίσκονται παντού και συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο έργο, εξακολουθούν να πραγματοποιούν το ίδιο έργο την αντίστασης στον Θεό, κι όμως πιστεύουν ότι έχουν τον Θεό πολύ ψηλά. Πώς θα μπορούσαν τα μάτια του ανθρώπου να γνωρίσουν τον Θεό; Πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος, ο οποίος ζει μέσα στη σάρκα, να αντιμετωπίζεται σαν τον Θεό τον ενσαρκωμένο, ο οποίος προέρχεται από το Πνεύμα; Ποιος από τους ανθρώπους θα μπορούσε να Τον γνωρίζει; Πού είναι η αλήθεια στους ανθρώπους; Πού είναι η αληθινή δικαιοσύνη; Ποιος μπορεί να γνωρίζει τη διάθεση του Θεού; Ποιος μπορεί να ανταγωνιστεί τον επουράνιο Θεό; Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, όταν Εκείνος ήρθε στους ανθρώπους, κανένας δεν γνώριζε τον Θεό και Τον απέρριψαν. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να ανεχτεί την ύπαρξη του Θεού; Πώς μπορεί να επιτρέψει στο φως να εκδιώξει το σκοτάδι από τον κόσμο; Όλα αυτά δεν συνιστούν την αξιοσέβαστη αφοσίωση του ανθρώπου; Δεν είναι αυτή η ορθή είσοδος του ανθρώπου; Και το έργο του Θεού δεν έχει ως επίκεντρο την είσοδο του ανθρώπου; Θα ήθελα να συσχετίσετε το έργο του Θεού με την είσοδο του ανθρώπου, να οικοδομήσετε μια καλή σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό και να εκτελέσετε το καθήκον που οφείλει να εκτελέσει ο άνθρωπος, όσο καλύτερα μπορείτε. Έτσι, το έργο του Θεού θα φτάσει, στη συνέχεια, στο τέλος του, με κατάληξη να κερδίζει δόξα!

Υποσημειώσεις:

1. Η φράση «“είσοδος” του ανθρώπου» εδώ, υποδεικνύει την απειθή συμπεριφορά του ανθρώπου. Αντί να αναφέρεται στην είσοδο των ανθρώπων στη ζωή —κάτι το οποίο είναι θετικό— αναφέρεται στις αρνητικές ενέργειες και συμπεριφορά τους. Γενικότερα αναφέρεται σε όλες τις πράξεις του ανθρώπου που πηγαίνουν αντίθετα με τον Θεό.

2. Η φράση «καταδυναστεύονται από φανταστικούς φόβους» χρησιμοποιείται ειρωνικά για τη λανθασμένη κατεύθυνση που έχει πάρει η ζωή των ανθρώπων. Αναφέρεται στην άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ζωή των ανθρώπων, κατά την οποία οι άνθρωποι ζούνε μαζί με δαίμονες.

3. Η φράση «καλύτερα απ’ όλα» λέγεται ειρωνικά.

4. Η φράση «η ζέση τους γίνεται ολοένα θερμότερη» λέγεται ειρωνικά και αναφέρεται στην άσχημη κατάσταση του ανθρώπου.

5. Η φράση «πιάσουν ζωντανό» αναφέρεται στη βίαιη και απαίσια συμπεριφορά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι βάναυσος και δεν δείχνει την παραμικρή συγχώρεση προς τον Θεό, ενώ έχει και παράλογες απαιτήσεις από τον Θεό.

6. Η φράση «ένα καλά υπολογισμένο σχέδιο κατά νου» λέγεται ειρωνικά και αναφέρεται στο ότι οι άνθρωποι δεν έχουν γνώθι σαυτόν και αγνοούν το πραγματικό τους ανάστημα. Είναι υποτιμητική δήλωση.

7. Η λέξη «σεβάσμιος» λέγεται ειρωνικά.

8. Η λέξη «εκτοξεύσουν» υποδηλώνει την αποκρουστική κατάσταση των ανθρώπων, οι οποίοι βγάζουν καπνούς από την οργή τους, όταν γνωρίζουν την ήττα από τον Θεό. Υποδηλώνει τον βαθμό της εναντίωσής τους στον Θεό.

Προηγούμενο: Έργο και είσοδος (9)

Επόμενο: Το όραμα του έργου του Θεού (1)

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Ρυθμίσεις

  • Κείμενο
  • Θέματα

Συμπαγή χρώματα

Θέματα

Γραμματοσειρά

Μέγεθος γραμματοσειράς

Διάστημα γραμμής

Διάστημα γραμμής

Πλάτος σελίδας

Περιεχόμενα

Αναζήτηση

  • Αναζήτηση σε αυτό το κείμενο
  • Αναζήτηση σε αυτό το βιβλίο

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω Messenger