98. Η δίωξη που υπέφερα για χάρη της πίστης
Ήταν περασμένες 8 η ώρα ένα βράδυ τον Μάιο του 2003, κι είχα μόλις επιστρέψει σπίτι από το καθήκον μου, όταν εισέβαλαν τρεις αστυνομικοί, με άρπαξαν απ’ τα χέρια και μου πέρασαν χειροπέδες. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από τον φόβο. Ένας απ’ αυτούς μ’ έψαξε και κατάσχεσε τον βομβητή μου. «Ποιον νόμο έχω παραβεί;», ρώτησα. «Γιατί με συλλαμβάνετε;» Μ’ ένα ζοφερό βλέμμα στο πρόσωπο, είπε: «Το κράτος δεν επιτρέπει την πίστη σας στον Παντοδύναμο Θεό. Είναι ενάντια στην πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό σημαίνει ότι συλλαμβάνεσαι!» Χωρίς περαιτέρω εξήγηση, μ’ έσπρωξαν μέσα στο αυτοκίνητό τους. Στριμωγμένη στο πίσω κάθισμα, ήμουν γεμάτη άγχος και φόβο, χωρίς να έχω ιδέα τι βαναυσότητες με περίμεναν. Ανησυχούσα, επειδή ήμουν μικρόσωμη, ότι δεν θ’ άντεχα τα βασανιστήρια κι ότι θα γινόμουν Ιούδας και θα ξεπουλούσα τους αδελφούς και τις αδελφές. Προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό ξανά και ξανά, ζητώντας Του να με προσέχει και να μου δώσει πίστη και δύναμη. Τότε θυμήθηκα κάτι από τα λόγια του Θεού: «Γνωρίζεις πως τα πάντα στο περιβάλλον γύρω σου βρίσκονται εκεί με την άδειά μου, όλα σχεδιασμένα από Μένα. Δες ξεκάθαρα και ικανοποίησε την καρδιά Μου στο περιβάλλον που σου προσέφερα. Μη φοβάσαι· ο Παντοδύναμος Θεός των δυνάμεων θα είναι σίγουρα μαζί σου· φυλάει τα νώτα σας και είναι η ασπίδα σας» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 26). Τα λόγια του Θεού ενίσχυσαν την πίστη και το θάρρος μου. Η σύλληψή μου είχε γίνει με την άδεια του Θεού κι η αστυνομία ήταν στα χέρια Του. Με τον Θεό στήριγμά μου, δεν είχα τίποτα να φοβηθώ. Δεν ένιωθα τόσο φόβο όταν το σκεφτόμουν έτσι και πήρα μέσα μου την απόφαση ότι, όπως κι αν με βασάνιζε η αστυνομία, δεν θα ξεπουλούσα ποτέ τους αδελφούς και τις αδελφές ούτε θα πρόδιδα τον Θεό.
Όταν φτάσαμε στο αστυνομικό τμήμα, μια αστυνομικός μ’ έγδυσε και μ’ έψαξε και μετά με πήγε σ’ ένα άλλο δωμάτιο, δένοντάς με με χειροπέδες πίσω από την πλάτη σ’ έναν σωλήνα θέρμανσης. Κάποια στιγμή μετά τις 11 το βράδυ, η αστυνομία βρήκε μερικά βιβλία με τα λόγια του Θεού στο σπίτι μου, μαζί με αρκετούς βομβητές. Ο αρχηγός Λι της Ταξιαρχίας της Εγκληματικής Αστυνομίας με ρώτησε κρατώντας τους βομβητές: «Ποιος σου τα έδωσε αυτά; Με ποιον είσαι σ’ επαφή;» Όταν δεν απάντησα, με χτύπησε άγρια μερικές φορές. Είδα αστεράκια και το πρόσωπό μου έκαιγε από τον πόνο. Μετά με πάτησε δυνατά στα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών, που πόνεσαν σαν να με κάρφωσε με βελόνα. Πονούσα τόσο που μ’ έλουσε παντού ιδρώτας. Θυμωμένη, του είπα: «Είμαι πιστή στον σωστό δρόμο στη ζωή. Ποιον νόμο παραβιάζει αυτό; Δεν επιτρέπεται διά νόμου η ελευθερία των πεποιθήσεων στην Κίνα; Με ποιο δικαίωμα με συλλαμβάνετε και με χτυπάτε;» Ένας από τους αστυνομικούς είπε: «Είσαι πολύ αφελής! Η ελευθερία των πεποιθήσεων είναι μια βιτρίνα για να κατευνάζουμε τους ξένους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι αθεϊστικό, άρα η χώρα θέλει να καταστείλει και να εξαλείψει εσάς τους πιστούς! Εάν δεν μας πεις όσα ξέρεις, αύριο θα είσαι νεκρή. Μπορεί να μπήκες εδώ περπατώντας, θα φύγεις όμως ανάσκελα!». Κατόπιν, βγήκαν από το δωμάτιο. Σκεφτόμουν ότι, αφού είχαν βρει τόσα πράγματα σπίτι μου, δεν υπήρχε περίπτωση να μ’ αφήσουν απλά να φύγω. Δεν είχα ιδέα τι βασανιστήρια θα μου έκαναν αν δεν μιλούσα. Είπαν μάλιστα ότι θα είμαι νεκρή —θα με σκότωναν. Αυτό μου προκάλεσε μεγάλη ανησυχία, γι’ αυτό έκανα μια προσευχή, ζητώντας από τον Θεό πίστη και δύναμη. Το επόμενο πρωί, μπήκαν μέσα τέσσερις αστυνομικοί με μια καρέκλα βασανιστηρίων. Ο αστυνομικός Λι είπε με δαιμονισμένο βλέμμα: «Θα σου δείξω τι θα πάθεις που δεν μιλάς! Σήμερα θα πάρεις μια γεύση από την καρέκλα των βασανιστηρίων!» Έπειτα μ’ έσπρωξαν να πέσω στην καρέκλα και μου πέρασαν χειροπέδες από πίσω. Στηριζόμουν στην καρέκλα με το σώμα μου γερμένο προς τα πίσω, τα πόδια κάτω και τις χειροπέδες να σκάβουν επώδυνα τους καρπούς μου. Τα χέρια μου σε λίγο πρήστηκαν σαν μπαλόνια. Έγιναν μοβ και μούδιασαν τελείως. Η μέρα πέρασε. Το σώμα μου πάγωσε και τα χέρια μου πρήζονταν όλο και περισσότερο. Ανησυχούσα όλο και πιο πολύ, και φοβόμουν: αν συνεχιζόταν αυτό, θα μου σακάτευε τα χέρια; Και πώς θα τα έβγαζα πέρα μετά; Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο στενοχωριόμουν. Δεν είχα ιδέα πότε θα τελειώσει αυτή η δυστυχία. Προσευχήθηκα ως εξής: «Θεέ μου, υποφέρω πραγματικά. Δώσε μου, Σε παρακαλώ, δύναμη και καθοδήγηση για να σταθώ δυνατή». Και κατόπιν, σκέφτηκα κάτι που είπε ο Θεός: «Όταν οι άνθρωποι υποβάλλονται σε δοκιμασίες, είναι φυσιολογικό να είναι αδύναμοι, ή να έχουν αρνητικότητα μέσα τους, ή να στερούνται διαύγειας όσον αφορά το θέλημα του Θεού ή το μονοπάτι άσκησής τους. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, πρέπει να έχεις πίστη στο έργο του Θεού και να μην Τον αρνείσαι, όπως ακριβώς έκανε κι ο Ιώβ. […] Οι άνθρωποι χρειάζονται πίστη σε καιρούς κακουχίας και εξευγενισμού, ενώ την πίστη ακολουθεί ο εξευγενισμός· εξευγενισμός και πίστη συνιστούν αναπόσπαστο σύνολο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Όσοι πρόκειται να οδηγηθούν στην τελείωση πρέπει να υποβληθούν σε εξευγενισμό). Τα λόγια του Θεού μού έδωσαν δύναμη —μέσα από αυτόν τον πόνο και το μαρτύριο, έπρεπε να έχω πίστη στον Θεό. Η αστυνομία με βασάνιζε, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την αδυναμία της σάρκας μου για να με χτυπήσει, να με κάνει να προδώσω τον Θεό. Ο Θεός χρησιμοποιούσε κι Εκείνος αυτήν την κατάσταση για να οδηγήσει στην τελείωση την πίστη και την αποφασιστικότητά μου ν’ αντισταθώ στα βάσανα. Τα πάντα ανεξαιρέτως βρίσκονται στα χέρια του Θεού και υπό την κυριαρχία Του, όπως λόγου χάρη το αν τα χέρια μου θα μείνουν σακατεμένα ή όχι. Έπρεπε να έχω πίστη στον Θεό και να στηριχτώ επάνω Του για να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εκείνον. Αυτή η σκέψη μ’ έκανε να νιώσω πιο δυνατή, και προτού το καταλάβω, ο πόνος στα χέρια μου έσβησε. Ευχαρίστησα τον Θεό από τα βάθη της καρδιάς μου!
Η αστυνομία άρχισε να με ανακρίνει ξανά το πρωί της τρίτης μέρας. Ένας απ’ αυτούς με έδειξε και είπε: «Μη νομίζεις ότι δεν ξέρουμε τίποτα. Παρακολουθούμε το σπίτι σου πάνω από δυο μήνες τώρα. Έχεις αρκετούς που πηγαινοέρχονται!» Έπειτα αράδιασε τι φορούσαν οι άνθρωποι που είχαν έλθει στο σπίτι μου, πόσο ψηλοί ήταν και τι είδους ποδήλατα είχαν. Έμεινα άναυδη. Παρακολουθούσαν το σπίτι μου καιρό και οι άνθρωποι που περιέγραψαν ήταν όλοι επικεφαλής ή διάκονοι της εκκλησίας. Δεν μπορούσα μεν να ξεπουλήσω κανέναν από τους αδελφούς ή τις αδελφές, όμως η αστυνομία γνώριζε ήδη καλά την κατάσταση και σίγουρα δεν θα με άφηναν να φύγω αν δεν έλεγα απολύτως τίποτα. Δεν είχα ιδέα τι βασανιστήρια μου επιφύλασσαν. Μήπως θα έπρεπε να πω απλώς κάτι λίγα; Ήμουν ήδη υπό κράτηση επί τρεις μέρες, οπότε οι αδελφές μου πρέπει να το είχαν μάθει και να κρύβονταν. Φαντάστηκα ότι η αστυνομία δεν θα μπορούσε να τις βρει, οπότε είπα: «Οι επισκέπτες ήταν αδελφές μου». Τότε ο αστυνομικός ρώτησε: «Είναι πιστές;» Χωρίς να το πολυσκεφτώ, είπα: «Δεν είναι αληθινές πιστές». Αμέσως μόλις το είπα αυτό, οι αστυνομικοί βγήκαν να πιάσουν τις αδελφές μου. Ένιωσα πολύ ένοχη. Πώς μπόρεσα να παραδεχτώ ότι ήταν πιστές; Δεν με έκανε Ιούδα το ότι ξεπούλησα τις ίδιες μου τις αδελφές για να υποφέρω λιγότερο; Εάν συλλαμβάνονταν, και στη συνέχεια εμπλέκονταν κι άλλοι αδελφοί και αδελφές, δεν θα προκαλούσε αυτό μεγαλύτερη ζημιά στο έργο της εκκλησίας; Και ακόμη κι αν δεν συλλαμβάνονταν αυτήν τη φορά, δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσει έτσι η αστυνομία. Ήταν προορισμένοι να είναι μια ζωή φυγάδες. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο χειρότερα ένιωθα, και μετά θυμήθηκα τα εξής λόγια από τον Θεό: «Σε όσους δεν Μου έδειξαν την παραμικρή πίστη κατά τη διάρκεια των δεινών, δεν θα είμαι πια ελεήμων, γιατί το έλεός Μου φτάνει μόνο μέχρι εκεί. Δεν Μου αρέσουν, επίσης, εκείνοι που κάποτε Με πρόδωσαν, πολύ λιγότερο δε, Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι όσους ξεπουλούν τα συμφέροντα των φίλων τους. Αυτή είναι η διάθεσή Μου, ανεξαρτήτως ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί. Πρέπει να σας πω το εξής: Όποιος ραγίζει την καρδιά Μου δεν θα λάβει επιείκεια από Εμένα για δεύτερη φορά και όποιος υπήρξε πιστός σ’ Εμένα θα παραμείνει για πάντα στην καρδιά Μου» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Προετοίμασε αρκετές καλές πράξεις για τον προορισμό σου). Τα λόγια κρίσεως του Θεού μ’ έκαναν να νιώσω χειρότερα. Η δίκαιη διάθεση του Θεού δεν ανέχεται προσβολές. Ο Θεός μισεί και απεχθάνεται όσους Τον προδίδουν. Είχα ξεπουλήσει δύο αδελφές μου, συμπεριφέρθηκα σαν ξεδιάντροπος Ιούδας κι έχασα τη μαρτυρία μου. Μισούσα τον εαυτό μου που ήμουν τόσο εγωίστρια και ποταπή, που μου έλειπε τόσο η ανθρώπινη φύση. Προσευχήθηκα και μετανόησα στον Θεό μέσα από την καρδιά μου, και ορκίστηκα ότι δεν θα ξεπουλήσω άλλους αδελφούς ή αδελφές, όσο κι αν με ανέκρινε και με βασάνιζε η αστυνομία. Εκείνο το βράδυ, ο αστυνομικός Λι έφερε 13 φωτογραφίες για να με βάλει ν’ αναγνωρίσω ποιοι ήταν σ’ αυτές. Είπα ότι δεν αναγνωρίζω κανέναν τους. Έπειτα έβγαλε τη φωτογραφία μιας άλλης αδελφής και είπε: «Την ξέρεις, σωστά; Αυτή είπε ότι σε ξέρει». Σκεφτόμουν ότι ακόμη κι αν είχε πει ότι με ξέρει, εγώ δεν μπορούσα να πω ότι την ξέρω. Τους είχα ήδη πει για δύο αδελφές μου, οπότε δεν μπορούσα να ξεπουλήσω κανέναν άλλον και να τον βασανίσουν σαν εμένα. Είπα αποφασιστικά: «Δεν την ξέρω». Ο αστυνομικός Λι φώναξε: «Αν δεν μιλήσεις, δεν θα τα περάσεις καλά αύριο!»
Το απόγευμα της τέταρτης μέρας, ένας αστυνομικός μπήκε κουβαλώντας τέσσερα ρόπαλα, το καθένα με πάχος κάπου 3 εκατοστά και μήκος 30, κι έπειτα έκλεισε τις γρίλιες στα παράθυρα για να μην μπορώ να δω τίποτα στο δωμάτιο. Η καρδιά μου αναπήδησε, οι σφυγμοί μου επιταχύνθηκαν κι ένιωσα αδύναμα τα πόδια μου. Δεν ήξερα τι μέσα θα χρησιμοποιήσουν για να με βασανίσουν ή αν θα μπορούσα ν’ αντέξω. Επικαλέστηκα τον Θεό μέσα από την καρδιά μου ξανά και ξανά, ζητώντας Του να με προστατεύσει ώστε να σταθώ δυνατή. Λίγη ώρα αργότερα μπήκαν μέσα έξι αστυνομικοί, μ’ έλυσαν από την καρέκλα των βασανιστηρίων και μου πέρασαν χειροπέδες πίσω από την πλάτη. Δύο απ’ αυτούς στάθηκαν σ’ ένα τραπέζι και με σήκωσαν από τις χειροπέδες ενώ ούρλιαζαν: «Μίλα! Ποιος είναι ο επικεφαλής σου;» Τα πόδια μου ήταν στον αέρα και το κεφάλι μου στραμμένο προς τα κάτω. Το σώμα μου κρεμόταν στον αέρα κι εγώ έσφιγγα τα δόντια από τον πόνο. Βλέποντας ότι δεν έλεγα τίποτα, δύο από τους αστυνομικούς άρχισαν να σέρνουν ρόπαλα πάνω-κάτω στα πλευρά μου, ενώ δύο άλλοι χρησιμοποιούσαν ρόπαλα για να με χτυπήσουν στα χέρια και τα πόδια. Ένιωθα να σκίζεται η σάρκα απ’ τα πλευρά μου και να ξεριζώνονται τα πόδια μου. Ίδρωσα από τον πόνο. Ενώ το έκαναν αυτό, έλεγαν: «Θα σε χτυπήσουμε πιο δυνατά αν δεν μιλήσεις!» Συνέχισα να σφίγγω τα δόντια και δεν είπα λέξη. Μερικοί αστυνομικοί πήραν ένα σκληρό αντικείμενο και μου το κάρφωσαν στα νύχια των ποδιών πονώντας με φοβερά, ενώ ταυτόχρονα έριχναν ένα δυνατό φως στα χέρια μου που μ’ έκανε να αισθάνομαι σαν να φλέγονται. Νιώθοντας ότι δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο σωματικά, επικαλέστηκα ξανά και ξανά τον Θεό, ζητώντας Του να μου δώσει δύναμη. Όταν με σήκωσαν ξανά από τις χειροπέδες, άκουσα σαν κάτι να σπάει στα χέρια μου και ούρλιαξα από τον πόνο, και μόνο τότε μ’ άφησαν κάτω. Με είχαν κρατήσει κρεμασμένη πάνω από μια ώρα. Όταν με άφησαν, δεν αισθανόμουν καθόλου τα πόδια μου. Ήταν αδύνατο να μείνω όρθια. Τα χέρια και τα πόδια μου είχαν γίνει μπλάβα κι έκαιγαν από τον πόνο. Η σάρκα γύρω από τα πλευρά μου ήταν κι αυτή σαν να φλέγεται κι ο πόνος ήταν βασανιστικός. Σωριάστηκα στο πάτωμα ανίκανη να κινηθώ, νιώθοντας να μην έχω δυνάμεις, σαν να είχα καταρρεύσει εντελώς. Πονούσα φοβερά. Η σκέψη ότι δεν ήξερα πώς θα με βασάνιζε περαιτέρω η αστυνομία ή αν θα μπορούσα να τ’ αντέξω, μ’ έκανε να νιώθω δυστυχισμένη και αδύναμη. Ήθελα ν’ αυτοκτονήσω δαγκώνοντας και κόβοντας τη γλώσσα μου για να μην ξεπουλήσω τουλάχιστον τους αδελφούς και τις αδελφές. Δάγκωσα πολύ δυνατά, ήταν όμως τόσο οδυνηρό που δεν άντεχα να το κάνω. Τότε σκέφτηκα ότι ίσως μπορώ να σκίσω τη σταφυλή μου έτσι ώστε να μου είναι αδύνατο να μιλήσω. Τους είπα ότι έπρεπε να πάω στην τουαλέτα. Στην τουαλέτα, ο αστυνομικός που μ’ επιτηρούσε άκουσε τον ήχο καθώς δάγκωνα τη γλώσσα μου και πνιγόμουν και είπε: «Ούτε να το σκέφτεσαι καν», και μετά με πήρε πίσω και μ’ έδεσε ξανά με χειροπέδες στην καρέκλα των βασανιστηρίων. Μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι είχα σχεδόν κάνει κάτι πραγματικά ανόητο και σκέφτηκα κάτι που είπε ο Θεός: «Έτσι, κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Την ομορφιά του Θεού μπορείς να τη γνωρίσεις μόνο βιώνοντας επίπονες δοκιμασίες). «Μην αποκαρδιώνεσαι, μην είσαι αδύναμος, κι Εγώ θα σου διασαφηνίσω τα πράγματα. Ο δρόμος για τη βασιλεία δεν είναι τόσο ομαλός· τίποτα δεν είναι τόσο απλό! Θέλεις οι ευλογίες να σου έρχονται εύκολα, έτσι δεν είναι; Σήμερα, όλοι θα έχουν να αντιμετωπίσουν πικρές δοκιμασίες. Χωρίς τέτοιες δοκιμασίες, η στοργική καρδιά που έχετε για Μένα δεν θα δυναμώσει κι εσείς δεν θα έχετε αληθινή αγάπη για Μένα. Ακόμη κι αν αυτές οι δοκιμασίες αποτελούνται απλώς από περιστάσεις ήσσονος σημασίας, όλοι πρέπει να τις περάσουν· απλώς η δυσκολία των δοκιμασιών θα ποικίλλει από άτομο σε άτομο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 41). Κατάλαβα από τα λόγια του Θεού ότι, όταν αντιμετωπίζουμε τη σκληρότητα δαιμόνων, θέλημα του Θεού είναι να οδηγήσει στην τελείωση την πίστη και την αφοσίωσή μας και να μας κάνει να δούμε καθαρά πώς ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας ενεργεί εναντίον του Θεού και κακοποιεί τους ανθρώπους, ώστε να τον μισήσουμε και να τον απορρίψουμε από τα βάθη της καρδιάς μας και να μείνουμε σταθεροί στη μαρτυρία μας για τον Θεό ενώπιον του Σατανά. Όμως η δική μου πίστη στον Θεό ήταν πάρα πολύ μικρή, και μετά από ένα μικρό μόνο μαρτύριο ήθελα να ξεφύγω μέσω του θανάτου. Ήταν αυτό κάποιο είδος μαρτυρίας; Όταν το σκέφτηκα έτσι, δεν ένιωθα πια τόσο δυστυχής κι είχα περισσότερη πίστη. Όπως κι αν με βασάνιζαν, ακόμη και μέχρι την τελευταία μου πνοή, ήθελα να στηριχτώ στον Θεό, να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εκείνον και να ντροπιάσω τον Σατανά. Ποτέ δεν θα ξεπουλούσα τους αδελφούς και τις αδελφές μου και δεν θα πρόδιδα τον Θεό. Όταν το αποφάσισα αυτό, η αστυνομία δεν ξαναήλθε για ανάκριση. Μέσα απ’ αυτήν την εμπειρία, είδα την κυριαρχία και την παντοδυναμία του Θεού και διαπίστωσα ότι ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας είναι απλώς ένα πιόνι στα χέρια Του. Είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιεί ο Θεός για να οδηγήσει στην τελείωση τον εκλεκτό Του λαό. Διαπίστωσα επίσης ότι ο Θεός ήταν δίπλα μου σε όλο αυτό το μαρτύριο. Ήταν πάντα μαζί μου, με καθοδηγούσε και με βοηθούσε με τα λόγια Του, δίνοντάς μου πίστη και δύναμη. Μπορούσα να αισθανθώ την αγάπη και την προστασία Του, και Τον ευχαρίστησα από καρδιάς.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα με καταδίκασε σε τριετή επανεκπαίδευση μέσω εργασίας για «διατάραξη της κοινωνικής τάξης». Έπρεπε να δουλεύω σκληρά 12 έως 14 ώρες καθημερινά στο στρατόπεδο εργασίας κι ακόμη περισσότερο αν δεν είχα ολοκληρώσει τα καθήκοντά μου. Μου ανέθεσαν να δουλέψω σε εργοστάσιο φυτοφαρμάκων. Επειδή δεν μπορούσα να μυρίσω τα φυτοφάρμακα, είχα πονοκεφάλους και ναυτία κάθε μέρα και δεν μπορούσα να φάω ή να κοιμηθώ καλά. Έκανα αίτηση να μεταφερθώ σε άλλο εργοστάσιο, όμως η αστυνομία δεν έδινε την έγκρισή της. Ήμουν πραγματικά δυστυχισμένη εκείνη την εποχή, κι όταν σκεφτόμουν ότι θα περάσω τρία χρόνια εκεί, πάνω από χίλιες μέρες και νύχτες, απλά δεν ήξερα πώς θα τα καταφέρω. Κάθε φορά που πήγαινα στη δουλειά κι έβλεπα κόσμο έξω, ελεύθερο κι ανέμελο, ενώ εγώ ήμουν σαν το πουλί στο κλουβί, ένιωθα πολύ μεγάλη δυστυχία και ήθελα να κλάψω. Μια άλλη αδελφή που δούλευε στο ίδιο εργοστάσιο συναναστράφηκε μαζί μου και ψάλαμε ήσυχα μαζί έναν ύμνο των λόγων του Θεού: «Αποδεχθήκατε ποτέ τις ευλογίες που σας δόθηκαν; Γυρέψατε ποτέ τις υποσχέσεις που σας δόθηκαν; Είναι σίγουρο ότι, υπό την καθοδήγηση του φωτός Μου, θα σπάσετε αυτήν τη θηλιά με την οποία σας στραγγαλίζουν οι δυνάμεις του σκότους. Είναι σίγουρο ότι, εν μέσω του σκότους, δεν θα χάσετε το φως που σας καθοδηγεί. Θα είστε σίγουρα οι κυρίαρχοι όλης της δημιουργίας. Θα είστε σίγουρα νικητές ενώπιον του Σατανά. Είναι σίγουρο ότι, με την πτώση της βασιλείας του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, θα ξεχωρίσετε ανάμεσα στις ορδές των μυριάδων για να δώσετε τη μαρτυρία της νίκης Μου. Θα μείνετε σίγουρα σταθεροί και ακλόνητοι στη γη του Σινείμ. Μέσα από τα δεινά που υπομένετε, θα κληρονομήσετε τις ευλογίες Μου και θα ακτινοβολήσετε σίγουρα τη δόξα Μου σ’ ολόκληρο το σύμπαν» (Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια, Το τραγούδι των νικητών). Ήταν εμψυχωτικό για μένα που έψαλα αυτόν τον ύμνο. Η δίωξη αυτή μού έδωσε την ευκαιρία να καταθέσω μαρτυρία για τον Θεό —ήταν τιμή για μένα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήθελε να καταστρέψει και το σώμα και το μυαλό μου, ώστε να προδώσω τον Θεό επειδή δεν θ’ άντεχα τα βάσανα. Δεν μπορούσα να εξαπατηθώ από το τέχνασμά του. Όσο άθλιο ή δύσκολο κι αν ήταν, έπρεπε να στηριχτώ στον Θεό, να παραμείνω σταθερή και να ντροπιάσω τον Σατανά. Έκτοτε, τα βράδια, εκείνη η αδελφή κι εγώ, όποτε είχαμε ευκαιρία, σιγομουρμουρίζαμε κρυφά μαζί ύμνους των λόγων του Θεού και συναναστρεφόμασταν τα λόγια Του. Σταδιακά, δεν ένιωθα πλέον τόσο δυστυχής.
Αργότερα ήλθε να μ’ επισκεφτεί ο σύζυγός μου και συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του όταν είδα ότι δεν μπορούσε να κουνήσει άνετα τα πόδια του. Μετά τη σύλληψή μου, από τον φόβο ότι θα με βασάνιζαν, ο σύζυγός μου δυσκολευόταν πολύ να φάει και να κοιμηθεί και κατέληξε να νοσήσει από εγκεφαλοαγγειακή νόσο. Όταν πήγε στον γιατρό, είπαν ότι έχει παρεγκεφαλιδική ατροφία που τον είχε αφήσει μερικώς παράλυτο. Ήταν αποκαρδιωτικό για μένα, και μίσησα με όλη μου την καρδιά το Κομμουνιστικό Κόμμα, αυτήν την αγέλη δαιμόνων. Αν αυτοί δεν συνελάμβαναν και δεν δίωκαν πιστούς, ποτέ δεν θα είχα συλληφθεί κι ο σύζυγός μου δεν θα είχε αρρωστήσει. Λίγο αργότερα, ήλθε να με δει ο κουνιάδος μου και μου είπε ότι η κατάσταση του συζύγου μου είχε επιδεινωθεί κι ότι έχει ακράτεια. Αυτό ήταν πολύ στενάχωρο, και το μόνο που μπορούσα να σκέφτομαι ήταν πότε θα βγω από τη φυλακή να επιστρέψω σπίτι και να τον φροντίσω. Αργότερα, στα τέλη του 2004, έλαβα ένα γράμμα από την οικογένεια που έλεγε ότι είχε καταπέσει περαιτέρω κι είχε πεθάνει. Ακούγοντάς το αυτό, ένιωσα σαν να με είχε πλακώσει ο ουρανός. Πόνεσα φοβερά. Ο πυλώνας της οικογένειάς μας είχε φύγει. Ο γιος μας ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο και δεν ήξερα πώς τα πήγαινε. Εξαιτίας της δίωξης του Κομμουνιστικού Κόμματος, η άψογη οικογένειά μας καταστράφηκε κι ο σύζυγός μου πέθανε. Ένιωσα πραγματικά αδύναμή και, προτού το καταλάβω, αισθάνθηκα παράπονα να φουντώνουν μέσα μου. Γιατί να με βρίσκει πάντα η καταστροφή; Γιατί δεν με προστάτευε ο Θεός; Μέσα στον πόνο μου, θυμήθηκα τα εξής λόγια του Θεού: «Αν εσύ ενδώσεις στις αδυναμίες της σάρκας και πεις ότι ο Θεός το παρακάνει, τότε πάντα θα αισθάνεσαι πόνο και πάντα θα είσαι σε κατάθλιψη και δεν θα έχεις σαφή εικόνα για όλο το έργο του Θεού, και θα φανεί σαν να μην δείχνει καθόλου συμπόνια ο Θεός για την αδυναμία του ανθρώπου και να αγνοεί τις δυσκολίες του ανθρώπου. Κι έτσι θα νιώθεις πάντα θλιμμένος και μόνος, σαν να έχεις υποστεί μεγάλη αδικία και αυτή τη στιγμή θα αρχίσεις να διαμαρτύρεσαι» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Μόνο αγαπώντας τον Θεό πιστεύεις αληθινά στον Θεό). Τα λόγια του Θεού αποκάλυψαν την κατάστασή μου. Όταν ο σύζυγός μου πέθανε, δεν επιδίωξα το θέλημα του Θεού και με διέφθειρε η σάρκα μου. Ένιωσα ότι χωρίς τον άντρα μου δεν υπήρχε κανείς να φροντίσει το παιδί μας και κατηγόρησα τον Θεό. Πραγματικά δεν είχα συνείδηση! Έφταιγε ξεκάθαρα η δίωξη του Κομμουνιστικού Κόμματος που διαλύθηκε η οικογένειά μου και πέθανε ο σύζυγός μου, εγώ όμως τα έριχνα όλα στον Θεό. Τα είχα καταλάβει όλα λάθος —δεν τα έβλεπα με τη λογική. Εκείνη τη στιγμή, διαπίστωσα ότι είχα πραγματικά μικρό ανάστημα και δεν είχα αληθινή πίστη ή αληθινή υποταγή στον Θεό. Είπα μέσα μου μια προσευχή: «Θεέ μου, έτσι όπως εκτέθηκα, μπορώ να δω πόσο ανυπότακτη είμαι. Σκέφτομαι πάντα μόνο τη δική μου σάρκα και δεν κατανοώ καθόλου την καρδιά Σου. Θεέ μου, καθοδήγησέ με Σε παρακαλώ, να υποταχθώ σ’ αυτήν την κατάσταση και να γνωρίσω το θέλημά Σου». Τότε μου ήλθαν στο νου τα εξής λόγια του Θεού: «Εσύ είσαι ένα δημιουργημένο ον —φυσικά και θα πρέπει να λατρεύεις τον Θεό και να επιδιώκεις μια ζωή γεμάτη νόημα. Εάν δεν λατρεύεις τον Θεό αλλά ζεις μέσα στη μιαρή σάρκα σου, τότε δεν είσαι απλώς ένα κτήνος με ανθρώπινη ενδυμασία; Εφόσον είσαι άνθρωπος, θα πρέπει να δαπανήσεις τον εαυτό σου για τον Θεό και να υπομείνεις κάθε βάσανο! Θα πρέπει να αποδεχτείς με χαρά και σιγουριά τα λίγα βάσανα στα οποία υποβάλλεσαι σήμερα και να ζήσεις μια ζωή γεμάτη νόημα, όπως ο Ιώβ και ο Πέτρος. […] Είστε άνθρωποι που επιδιώκουν το σωστό μονοπάτι, αυτοί που επιζητούν τη βελτίωση. Είστε άνθρωποι που ανέρχονται στο έθνος του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, αυτοί που ο Θεός αποκαλεί δίκαιους. Δεν έχει αυτή η ζωή το μέγιστο νόημα» [«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Άσκηση (2)]. Αναλογιζόμενη τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι το να συλληφθώ για την πίστη μου και να υποφέρω κατ’ αυτόν τον τρόπο σήμαινε ότι διώχθηκα για χάρη της δικαιοσύνης, και υπήρχε νόημα σ’ αυτό το βάσανο. Μέσα απ’ αυτήν τη δυσκολία, διαπίστωσα την παρακοή και τη διαφθορά μου, αλλά και το πραγματικό μου ανάστημα. Μπόρεσα να διακρίνω τη δαιμονική ουσία του μεγάλου κόκκινου δράκοντα —πώς μισεί κι αντιστέκεται στον Θεό. Αυτή ήταν η αγάπη του Θεού για μένα. Σκέφτηκα τον Ιώβ να υφίσταται δοκιμασίες τέτοιου μεγέθους —τού έκλεψαν σωρηδόν ζώα και όλα τα υπάρχοντα της οικογένειάς του, πέθαναν τα παιδιά του κι έβγαλε φουσκάλες σ’ όλο του το σώμα. Ωστόσο, δεν κατηγόρησε τον Θεό, ούτε είπε τίποτα αμαρτωλό. Αυτό που είπε στο τέλος ήταν: «Ο Κύριος έδωκε και ο Κύριος αφήρεσεν· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (Ιώβ 1:21). Ο Ιώβ έδωσε ηχηρή μαρτυρία για τον Θεό. Συγκινήθηκα πραγματικά κι αποφάσισα ν’ ακολουθήσω το παράδειγμα του Ιώβ, να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για τον Θεό όσο κι αν υπέφερα. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, ήλθα ενώπιον του Θεού κι έκανα μια προσευχή υποταγής, έτοιμη ν’ αφήσω τα πάντα στα χέρια Του όσον αφορά την οικογένειά μου και να υποταχθώ στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις Του.
Αφέθηκα ελεύθερη στα τέλη Δεκεμβρίου 2005. Ο γιος μου ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο και τα βγάζαμε πέρα πολύ δύσκολα, οπότε έπιασα δουλειά. Όμως μετά από ένα μήνα και κάτι, το αφεντικό μου μου είπε: «Ήλθε και μου μίλησε η αστυνομία και μου είπε ότι είσαι θρησκευόμενη. Μου είπαν ότι πρέπει να σ’ απολύσω». Θύμωσα πολύ όταν το άκουσα αυτό. Με είχαν αφήσει από τη φυλακή, όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα εξακολουθούσε να μη μ’ αφήνει ήσυχη —μου στερούσαν και πάλι το δικαίωμα στην επιβίωση. Ήταν πραγματικά απεχθείς και κακοί! Ο γιος μου θα έπρεπε να μπορεί ν’ αποφοιτήσει το 2006, επειδή όμως είχα καταδικαστεί σε αναγκαστική εργασία για την πίστη μου, η σχολή αρνήθηκε να του δώσει πτυχίο, με το αιτιολογικό ότι είχε αποτύχει σ’ ένα μάθημα, έστω και για λίγες μόνο μονάδες. Έπρεπε λοιπόν να επαναλάβει μια χρονιά στη σχολή. Όμως τον επόμενο χρόνο αρνήθηκαν και πάλι να του δώσουν πτυχίο, με την ίδια δικαιολογία. Βλέποντας ότι άλλοι συμφοιτητές του δεν είχαν περάσει δύο ή τρία μαθήματα, αλλά παρόλα αυτά αποφοίτησαν, ρώτησε τον καθηγητή σχετικά, ο οποίος είπε: «Δεν ξέρεις ότι η μαμά σου είναι θρησκευόμενη;» Μόλις τότε συνειδητοποιήσαμε ότι η σχολή έψαχνε δικαιολογίες για να μην του δώσει πτυχίο λόγω της πίστης μου. Στο τέλος τού έδωσαν απλώς μια βεβαίωση παρακολούθησης. Χωρίς πτυχίο, του ήταν δύσκολο να βρει δουλειά κι ένιωθε μεγάλη κατάθλιψη. Ήθελε να μένει σπίτι όλη την ώρα, δεν ήθελε καν να μιλάει. Με αναστάτωνε πολύ να τον βλέπω τόσο δυστυχισμένο. Μετά από τόσα χρόνια σπουδών, τον ενέπλεξαν επειδή μπήκα στη φυλακή, και τελικά του στέρησαν το πτυχίο και δυσκολευόταν να βρει δουλειά. Ένιωσα κάποια αδυναμία μέσα μου. Ο γιος μου ήταν κι αυτός πιστός, οπότε προσευχηθήκαμε και διαβάσαμε μαζί τα λόγια του Θεού και είδαμε το εξής: «Σ’ αυτό το στάδιο του έργου, αυτό που απαιτείται από εμάς είναι υπέρτατη πίστη και αγάπη. Μπορεί να παραπατήσουμε με την παραμικρή απροσεξία, διότι αυτό το στάδιο του έργου είναι διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα: Αυτό που ο Θεός οδηγεί στην τελείωση είναι η πίστη της ανθρωπότητας, η οποία είναι και αόρατη και άυλη. Αυτό που κάνει ο Θεός είναι να μετατρέπει τα λόγια σε πίστη, σε αγάπη και σε ζωή. Οι άνθρωποι πρέπει να φτάσουν σε ένα σημείο, όπου να έχουν υπομείνει εκατοντάδες εξευγενισμούς και να διαθέτουν πίστη μεγαλύτερη κι από του Ιώβ. Πρέπει να υπομείνουν απίστευτο πόνο και κάθε λογής μαρτύρια χωρίς να εγκαταλείψουν ποτέ τον Θεό. Όταν είναι υπάκουοι μέχρι θανάτου, κι έχουν μεγάλη πίστη στον Θεό, τότε αυτό το στάδιο του έργου του Θεού έχει ολοκληρωθεί» [«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το μονοπάτι… (8)]. Επειδή με είχε συλλάβει και διώξει το Κομμουνιστικό Κόμμα, ο άντρας μου είχε πεθάνει κι ο γιος μου δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Το Κόμμα μάς είχε αποκόψει την πηγή εισοδήματος κι ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτήν την κατάσταση για να με κάνει να κατηγορήσω και να προδώσω τον Θεό. Όμως ο Θεός χρησιμοποιούσε αυτήν την κατάσταση για να οδηγήσει στην τελείωση την πίστη μου. Αν ήμουν σε θέση ν’ ακολουθήσω και να υπακούσω τον Θεό ακόμη και μέσα σε τόσο πολύ πόνο, αυτό αποδείκνυε ότι έχω αληθινή πίστη. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήθελε να μας αφήσει χωρίς τα προς το ζην, όμως στηριζόμενοι στον Θεό στη ζωή μας και προχωρώντας με τη θρέψη και την καθοδήγησή Του, μπορούσαμε και πάλι να τα βγάζουμε πέρα. Μετά απ’ αυτό, ο γιος μου κι εγώ διαβάζαμε συχνά και συναναστρεφόμασταν μαζί τα λόγια του Θεού, και σταδιακά μπόρεσε να ξεπεράσει την κατάσταση της στενοχώριας του. Είπε ότι διαπίστωσε ξεκάθαρα πως όλες αυτές οι δυστυχίες προκλήθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, ότι αυτό καταστρέφει ζωές ενώ ο Θεός φέρνει έλεος και σωτηρία, κι ότι μόνο ο Θεός μπορεί να μας φέρει φως και το να Τον ακολουθούμε είναι ο σωστός δρόμος στη ζωή. Είπε ότι ήθελε να πιστεύει και ν’ ακολουθεί τον Θεό ειλικρινά. Μετά απ’ αυτό, ξεκινήσαμε κι οι δύο να μαζεύουμε άγρια βότανα και μανιτάρια και να τα πουλάμε στην αγορά, ώστε να μπορούμε να παρευρισκόμαστε πιο εύκολα στις συναθροίσεις και να κάνουμε κάποιο καθήκον. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς υπερβολική προσπάθεια, θα μπορούσαμε να έχουμε αρκετά χρήματα για να τα βγάζουμε πέρα.
Αφού βίωσα τη σύλληψη και τη δίωξη από το Κομμουνιστικό Κόμμα, διαπίστωσα πλήρως τη δαιμονική του ουσία —το πώς μισεί κι αντιστέκεται στον Θεό. Ισχυρίζεται ότι εγγυάται την ελευθερία της θρησκείας, όμως μυστικά διενεργεί μαζικές συλλήψεις χριστιανών, βασανίζοντάς τους και καταδικάζοντάς τους σε φυλάκιση, ενώ παράλληλα καταπιέζει και διώκει τα μέλη των οικογενειών τους, καταστρέφοντας αμέτρητες χριστιανικές οικογένειες. Τελικά το μίσησα και το απαρνήθηκα από καρδιάς —κι ήξερα ότι είμαι ασυμβίβαστα αντίθετη μ’ αυτό. Βίωσα επίσης προσωπικά την αγάπη του Θεού και την εξουσία των λόγων Του. Όταν με συνέλαβαν και με καταδίκασαν σε φυλάκιση, όταν πέθανε ο σύζυγός μου, όταν ο γιος μου δεν μπορούσε να πάρει το πτυχίο του κι όταν ζούσα μέσα στη δυστυχία χωρίς καμία διέξοδο, τα λόγια του Θεού ήταν που μου έδωσαν πίστη και δύναμη και με οδήγησαν να ξεπεράσω την αδυναμία της σάρκας. Χωρίς τη φροντίδα και την προστασία του Θεού, δεν θα τα κατάφερνα ποτέ μέχρι σήμερα. Είμαι πραγματικά ευγνώμων για την αγάπη και τη σωτηρία του Θεού. Ό, τι είδους καταπίεση και κακουχίες κι αν αντιμετωπίσω στο μέλλον, θ’ ακολουθήσω τον Θεό μέχρι τέλους.